12+1 χειμερινά πεζογραφικά διαβάσματα που αξίζουν (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

0
4986

του Γιάννη Ν.Μπασκόζου

 

Δώδεκα πεζογραφήματα, μυθιστορήματα και διηγήματα, της πρόσφατης – τα περισσότερα –  εσοδείας, που αξίζει να διαβαστούν μιας και το καθένα ανακαλεί ένα διαφορετικό κόσμο. Ποικίλες αφηγηματικές δομές, αλλού απλές και αλλού περίτεχνες, μερικά αυτοβιογραφικά εν είδει μυθιστορήματος, αλληγορίες, μυθιστορίες, ατμοσφαιρικά γκόθικ, μαρτυρίες μυθιστορηματικά γραμμένες και ένα μόνο που διαφέρει καθώς πρόκειται για ένα ροκ – κόμικ. 

 

Βρασίδας Καραλής, Σφερδούκλια στο κεφάλι, τα ιστορήματα της Διονυσίας, Δώμα

Σπουδαίο βιβλίο. Παραμυθιστορίες και αγαπησιάρικες αναμνήσεις.  Η Διονυσία του τίτλου ήταν η γιαγιά του συγγραφέα. Οι ιστορίες της που συγκράτησε και αφηγείται ο ΒΚ είναι ένα μείγμα παραμυθιών, παλιών ιστοριών από την εποχή των Φράγκων, του Κολοκοτρώνη, της Κατοχής και του διχασμού καθώς και οικογενειακών γεγονότων, έτσι ακριβώς όπως τα γράφω, ανάμεικτες, η μία μπαίνει μέσα στην άλλη αλλά τελικά το νόημα επικρατεί. Ο συγγραφέας έγραψε αυτά τα ενθυμήματα από αγάπη, γιατί δηλώνει ότι «δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μας αγάπησαν». Οικτίρει όσους κοροϊδεύουν τη νοσταλγαία και αποποιούνται τα χρόνια που τους έθρεψαν. Ο ΒΚ είχε την τύχη να μεγαλώσει μέσα σε οικογένειες – δένδρα όπου προγιαγιάδες και προπαπούδες συνυπήρχαν με θείες και θείους, συννυφάδες, κουνιάδους, πεθερές, ανίψια και μικρανίψια που στα μάτια ενός παιδιού ήταν όλοι συγγενείς και είχαν όλοι λόγο για όλα. Όμως η γιαγιά Διονυσία ξεχώριζε. Ζώντας σε αν χωριό στα Κρέστενα, όπου οι άνδρες είχαν εξαφανιστεί από πολέμους και αρρώστιες οι γυναίκες είχαν τα ηνία της επιβίωσης και της διαπαιδαγώγησης. Η γιαγιά αν και αγράμματη ήξερε να απαγγέλλει τον Ρωτόκριτο και αγαπούσε να της διαβάζουν τη Γενοβέφα και τη Φαβιόλα. Πιο ωραίες σκηνές η αντιμετώπιση του θανάτου, τα μοιρολόγια, ο τρόπος συνάντησης με τους νεκρούς. Η αλκοολική Σωτηρούλα, η μισότυφλη και χωρίς κανένα συγγενή πεθαίνει και οι μοιρολογίστρες πίνουν όλο το βράδυ στη μνήμη της.   Πιο συγκινητικές αυτή με τον Ιταλό που ξαναγυρίζει στα Κρέστενα να ξαναδεί τη γιαγιά που τους έκρυψε και σώθηκαν. Μισο-φανταστικά πρόσωπα όπως ο Σουφαράπης, φαντάσματα, θεοί και δαίμονες αλλά και πραγματικά πρόσωπα μπλέκονται στο μυαλό και τις ιστορίες της Διονυσίας. Ο μικρός, τότε ΒΚ- γράφει διατηρώντας στη μνήμη του το θαύμα. Έχει κατά νου την υπέροχη σκέψη της γιαγιάς  όταμ αιτιολογούσε υις απρόσμενες καταστροφές : «Είναι βουλή θεού. Τιμωρεί και διορθώνει. Τους αστόχαστους και τους περήφανους. Για να πάθουν ανανόηση». Τι ωραία λέξη: ανανόηση.

 

Mazen Maarouf, Ανέκδοτα για τους ένοπλους και άλλα διηγήματα, μτφρ. Πέρσα Κουμούτση, Χαραμάδα

Ένα σπάνιο βιβλιαράκι, όχι μόνον γιατί είναι πολύ καλό και ο Παλαιστίνιος συγγραφέας του μας είναι άγνωστος αλλά και γιατί εκδόθηκε από έναν μικρό αλλά σπιντάτο εκδοτικό οίκο της Πάτρας, την Χαραμάδα, του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου (που έχει και το βιβλιοπωλείο Πίξελ). Οι ιστορίες του Maarouf παίζονται σε έναν απροσδιόριστο τόπο όπου κυριαρχεί η βία, από τους κυβερνητικούς ή από τους τρομοκράτες, δεν διευκρινίζεται. ΟΙ άνθρωποι ζουν σε καθεστώς βίας kαι απροσδιόριστων απειλών. Μη φανταστείτε ένα ρεαλιστικό σύμπαν. Περισσότερο έχει το ύφος ενός  Κορτάσαρ ή ενός Μπέκετ. Ο συγγραφέας έχει συνήθως ως κεντρικό ήρωα ένα παιδί που δίνει με τις σκέψεις και πράξεις του την πινελιά σε ένα παράλογο κόσμο. Ο μικρός αυτός φοβάται για τη ζωή του πατέρα του και προσπαθεί να τον προστατέψει από την ανεξέλεγκτη καθημερινή βία. ΟΙ ήρωες του είναι εργάτες ή μικροεπαγγελματίες που ζουν με τον φόβο, ενός μη προσδιορίσιμου φόβου. Οι γονείς δεσπόζουν σε πολλά διηγήματα. Ο πατέρας που γυρνάει το γραμμόφωνο σε ένα μπαρ όταν μια βόμβα του κόβει τα χέρια. Η μητέρα που την έχουν καταδικάσει σε άνοια. Περίεργα συμβαίνουν όταν σε ένα βομβαρδισμό ενός κινηματογράφου που έχουν καταλύσει για να σωθούν πολίτες σώζονται ο μικρός αφηγητής και μία αγελάδα. Υπάρχει ένα ζευγάρι που διατηρεί έναν θρόμβο αίματος που ονομάζεται Munir σε ένα ενυδρείο και προσπαθεί να τον μεγαλώσει ως παιδί. Ένας ηλικιωμένος εργάτης σε σφαγείο που επιμένει να ντύνεται ματαντόρ και κάθε μέρα πρέπει να «διαλέγει τη μεγαλύτερη αγελάδα, να την χτυπά και να τη στραγγαλίζει με γυμνά χέρια». Ο ρεαλισμός της καθημερινότητας συναντά το παράλογο της συνθήκης του πολέμου. Σε αυτό ταιριάζει με το ύφος Κορτάσαρ που είχε ζήσει κι αυτός σε καθεστώς μακρόχρονης βίας ότι μόνο το παράλογο, το εκκεντρικό, το μη κανονικό μπορεί να εκφράσει τα βαθύτερα συναισθήματα ανθρώπων που υποφέρουν. Ιστορίες που σου προξενούν ευχάριστη (λογοτεχνικά) έκπληξη σε μια καλοδουλεμένη μετάφραση από την Πέρσα Κουμούτση.

 

Βασιλική Πέτσα, Δεν θ’ αργήσω, Πόλις: 2024

Η συγγραφέας έχει δείξει και με τα προηγούμενα βιβλία της, ακόμα και με τις σύντομες αναφορές της στο fb,  ότι εμβαθύνει στις πτυχώσεις των κοινωνικών αναταράξεων και στις ραγισματιές των ανθρώπινων υπάρξεων. Στο Δε θ αργήσω αφηγείται την ιστορία μιας εργατοπαρέας από το Λιβερπουλ που βρέθηκαν στα τραγικά γεγονότα του Χίλσμπορο, τον Απρίλιο του 1989, όταν κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα Λίβερπουλ – Νότιγχαμ Φόρεστ συνέβη κάτι ανάλογο με τη Θύρα 7 στο Καραϊσκάκη αλλά σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Το πλήθος στριμωγμένο στα κάγκελα ποδοπατήθηκε με αποτέλεσμα  97 φίλαθλοι να χάσουν τη ζωή τους. Εποχή Θάτσερ που δεν ίδρωσε το αυτί της και απέδωσε την ευθύνη στα θύματα. Ο ανώνυμος αφηγητής έχει χάσει στο γήπεδο τον καλύτερό του φίλο Κιθ κι αυτό τον στοίχειωσε σε όλη του τη ζωή. Είκοσι χρόνια μετά είναι παραιτημένος, ζει σα ρομπότ, διατηρεί ένα φωτογραφείο σε μια εποχή που πια όλοι βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά τους, είναι παντρεμένος με δύο παιδιά, μια συμβατική γυναίκα και δυο τρεις φίλους από εκείνη την εποχή. Ο Άντι ένας από την παρέα, που δεν άντεξε τον πόνο κι έφυγε από τη χώρα, τηλεφωνεί ότι θα τους επισκεφθεί. Αυτή είναι η θρυαλλίδα που θα υπενθυμίσει στον κεντρικό ώρα και αφηγητή ότι η ζωή του έχει χάσει το οποιοδήποτε νόημα. Στο μεγαλύτερο τμήμα της αφήγησης ο αφηγητής βρίσκεται στο γκαράζ , πλένει το αυτοκίνητό, διαπιστώνει μια μικρή γρατζουνιά και απορεί πως έγινε, τακτοποιεί κάποια πράγματα και παρατηρεί ένα καναρίνι, που πετάει άσκοπα – σύμβολο της λεπτής γραμμής που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο, καθώς ο ίδιος  αποφασίζει να «πάει να βρει οριστικά τον χαμένο του φίλο».

Το περιβάλλον ανθρώπινο και κοινωνικό αδρά περιγεγραμμένο, το ασφυκτικό πλαίσιο μιας εργατούπολης που πεθαίνει και κανείς δεν δίνει σημασία στα θύματα. Θα αναρωτηθείτε γιατί η συγγραφέας παίρνει αφορμή ένα γεγονός που έγινε χρόνια πίσω σε μια ξένη χώρα και όχι ένα ανάλογο θέμα που συνέβη στη χώρα της. Αυτό θα το απαντήσει η συγγραφέας. Ίσως ήθελε ένα κείμενο που να λειτουργεί συνειρμικά και με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών χωρίς να έχει τη σφραγίδα της επικαιρότητας.  Ίσως. Η ουσία του όμως είναι το ανεπούλωτο τραύμα, η αδυναμία διαχείρισής του, το πως οι ζωές χάνουν την αξία τους στα άφιλα κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα.

 

Χαρούκι Μουρακάμι, Νότια των συνόρων, Δυτικά του Ήλιου, μτφρ.Βασίλης Κιμούλης, Ψυχογιός

Μια ιστορία ενός έρωτα που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να ευτυχήσει. Το χαρακτήρισαν ως ιαπωνική εκδοχή της Καζαμπλάνκα, δύο εραστές που δεν θα ζήσουν ποτέ μαζί γιατί άλλοι δεσμοί υπεισέρχονται αναμεσά τους. Ο κεντρικός ήρωας ο Χατζίμε, μοναχοπαίδι μιας μικροαστικής οικογένειας. Ως παιδί κάνει παρέα με την Σιμαμότο, που έχει ένα μικρό ελάττωμα στο πόδι, επίσης μοναχοκόρη. Έχουν κοινά γούστα, είναι κάτι σαν αδελφές – ψυχές. Στο γυμνάσιο θα χωριστούν. Ο Χατζίμε θα γνωρίσει διαδοχικά την ευαίσθητη Ιζούμι, ένα νεαρό κορίτσι με το οποίο θα νιώσει τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα. Θα ολοκληρωθεί ερωτικά όμως με μια ξαδέλφη της Ιζούμι που θα τον μυήσει στα μυστικά του σεξ και αυτό θα είναι η αφορμή για να χωρίσει με την Ιζούμι. Ως φοιτητής θα περάσει μια αδιάφορη ζωή. Θα βιοπορίζεται εργαζόμενος ως επιμελητής σχολικών εγχειριδίων, κάτι που απλώς του θυμίζει την ανούσια ζωή του. Όταν ήταν 28 χρονών σε ένα καφέ νόμιζε ότι είδε από μακριά την πρώτη του φίλη, την Σιμαμότο, που πια είναι μια καλλονή. Θα προσπαθήσει να την ακολουθήσει αλλά ένας περίεργος άνδρας θα τον πλησιάσει, θα του δώσει χρήματα για να μην ακολουθήσει ποτέ πια αυτή τη γυναίκα.

Η ζωή προχωράει, ο Χατζίμε θα γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του, την Γιούκικο, κόρη μεγάλου κι ελαφρώς διεφθαρμένου επιχειρηματία. Ο τελευταίος θα του κάνει πρόταση να αναλάβει κάποια από τις επιχειρήσεις του. Ο Χατζίμε δεν θέλει να ζήσει έτσι, ανοίγει ένα μικρό τζαζ μπαρ που γρήγορα γίνεται της μόδας και ο ίδιος ένας μικρός επιχειρηματίας ευτυχισμένος με την οικογένεια του και τις μουσικές. Ένα βράδυ θα τον επισκεφθεί στο μπαρ η μυστηριώδης γυναίκα που κάποτε την ακολούθησε και θα αποκαλυφθεί ότι ήταν η παιδική του αγάπη, η Σιμαμότο. Ένα πάθος που σιγοκαίει θα ξεσπάσει ανάμεσα στους δύο. Η Σιμαμότο όμως δεν είναι τακτική, κάτι την απασχολεί, έρχεται και τον βλέπει σε αναπάντεχες στιγμές. Ένα βράδυ θα βρεθούν πολύ κοντά, αλλά ο καθένας τους είναι δυστυχισμένος γιατί αδυνατούν να διαρρήξουν τους δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Μια ιστορία που η αγάπη προστάζει και σκοντάφτει. Πολεμά και ηττάται. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι κάποιες  εικόνες κινηματογραφικού νουάρ  όταν ο ήρωας είναι μόνος, η μουσική και τα ποτά σκαλίζουν τις μνήμες του και ο ίδιος αναστοχάζεται τη ζωή του.

 

Αχιλλέας Κυριακίδης, Το κερί του Καρτέσιου, Πατάκης

 Ιστορίες μύησης σε έναν προσωπικό κόσμο γεμάτο ερωτήματα χωρίς απαντήσεις. Ο ΑΚ δεν δίνει ποτέ κάτι χειροπιαστό στον αναγνώστη, τον αφήνει σε μια περιδίνηση, από την οποία όταν βγει θα έχει κερδίσει περισσότερα από όσα έχει χάσει και θα έχει χάσει περισσότερα από όσα έχει κερδίσει μπαίνοντας στον μυστικό  κόσμο του συγγραφέα. Οι ιστορίες του κάποιες φορές αντικαθρεφτίζουν μια ανάποδη πραγματικότητα όπως οι κάτοικοι ενός νησιού που πάνε διακοπές σε ένα πλοίο. Άλλες φορές παίζει με τον ρόλο του υποκειμένου στο χρόνο  όπως ένας σκακιστής αφού φτάσει στο τέλος της χαμένης παρτίδας θα κάνει όλες τις ανάποδες κινήσεις για να βρει τη λανθασμένη κίνηση.  Μερικές φορές είναι τελείως υπερρεαλιστικός όπως ένας απόκληρος που γνέφει στους οδηγούς στα φανάρια προτείνοντας  στους οδηγούς να διαβάσουν για την αποτυχημένη του ζωή. Οι μύθοι, οι θρύλοι, το φανταστικό  είναι το πεδίο των στοχασμών και των αφηγήσεων του. Παραμένοντας στη σκιά του Μπόρχες (στο αριστουργηματικό επεισόδιο Μακίντος – Γκέλσι όσο και στην υπόμνηση του περίφημου Πιερ Μενάρ) θύει σπονδές στο Ραιμόν Κενώ, τον Ζωρζ Περέκ και τον Κορτάσαρ αλλά και σε όλες τις εμμονές του. Τι θα ήταν τα κείμενα του ΑΚ χωρίς αναφορές στον Ρενουάρ, τον Μπρεσόν, τον Ταρκόφκσι, τον Ουέλς; Με εξαίσιες μουσικές από τον Σοστακόβιτς, τον Βέμπερν, τον Πεντερέσκι; Όλα σχεδόν τα κείμενα «παίζουν» με την αλήθεια και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο πιο χαρακτηριστικό του μικρό κείμενο με τον τίτλο Φινάλε αυτοβιογραφίας με σπόιλερ» θα γράψει στην κατακλείδα: “Τώρα είμαι εδώ και σκαβω τον καθρέφτη με τα ψέματα. Βαθύς ευρύχωρος, ασπρόμαυρος καθρέφτης. Τι τεθλασμένα βλέμματα έχει καταπιεί κι αυτός.. Του σκάω μισό χαμόγελο και του χαρίζω τη σελίδα 223, την ακροτελευταία, αυτήν εδώ με τη μοναδική μου αδιάσειστη αλήθεια. Θα πεθάνω». Σημείωση: το βιβλίο έχει μόνο 166 σελίδες.

 

Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες. Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου, (ανθολόγηση,εισαγωγή, επίμετρο: Γιώργος Θάνος), Ροές

Πολύ ενδιαφέρουσα ανθολογία μιας ειδικής ανθολογίας που αναφέρεται στην εμφάνιση των βρυκολάκων στην ελληνική πεζογραφία. Παραμύθια, χωριάτικες, ιστορίες, μύθοι που χάνουν την αρχή τους στα βάθη των χρόνων βρίσκονται στην κουλτούρα της υπαίθρου, κυρίως. Ο βρυκόλακας είναι κατά περίπτωση μια τυραννισμένη ψυχή, ένας άλιωτος νεκρός, ένας αδικοσκοτωμένος. Αλλά μπορεί να είναι κι ένας αμαρτωλός, ένας βλάσφημος,ένας αυτόχειρας. Και επίσης όσοι δεν τάφηκαν κανονικά, οι αφορεσμένοι. Έχει τη μορφή άγριου, επιθετικού και επικίνδυνου, φρικτό αποκρουστικό πρόσωπο, μακριά μαλλιά, γένια, πρησμένα μάτια. Στην ελληνική παράδοση δεν πίνει αίμα, μπορεί όμως να καταβροχθίσει ανθρώπινα συκώτια, να πιεί το λάδι από τα καντήλια και να κατασπαράξει οικόσιτα ζώα. Στη δημοτική ποίηση θα βρούμε αρκετές παραλλαγές του. Ο επιμελητής Γ.Θάνος αναφέρει ότι τον 18ο αιώνα η Ελλάδα εθεωρείτο πυρήνας της βαμπιρικής παράδοσης.  Ο Λόρδος Βύρωνας το 1918 είχε γράψει τον «Γκιαούρη», ποίημα που αξιοποιεί την ελληνική παράδοση του βρυκόλακα. Το 1816 η περίφημη Μαίρη Σέλλεϊ συλλαμβάνει την ιστορία του δόκτορος Φρανκεστάιν.

Οι ιστορίες βρυκολάκων επηρέασαν την ελληνική λογοτεχνία την περίοδο 1880-1930, από την οποία και ο ανθολόγος του τόμου αντλεί το υλικό του. Η τάση αυτή δεν μακροημέρευσε κα΄τι που σχολιάζει ο Γ.Θάνος σχετικά: «πως θα είχε εξελιχθεί η ελληνική λογοτεχνία αν το πάντρεμα της ηθογραφίας και του υπερφυσικού/φανταστικού είχε γίνει με μεγαλύτερη τόλμη, δημιουργώντας ενδεχομένως, μια σχετική σχολή». Δεν ήμαστε Αγγλία ούτε Αμερική όπου η λογοτεχνία τρόμου μπήκε στην επίσημη λογοτεχνία ενώ σε μας κινήθηκε περισσότερο στις παραλογοτεχνικές φυλλάδες (βλέπε και Ο καπετάν Βρυκόλακας του Γιώργου Τσουκαλά). Τέλος τα ίδια ανθολογημένα κείμενα διαθέτουν ζωντάνια μεταφέροντας το κλίμα της εποχής , χωρίς να υστερούν λογοτεχνικά σε δομή και γλώσσα.

 

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ο ήχος της σιωπής της, Εστία

Ο κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Δημοσθένης Κούρτοβικ μετά από μεγάλο διάστημα δημοσιεύει ένα νέο μυθιστόρημα. Μας είχε προειδοποιήσει ότι θα είναι αυτοβιογραφικό αλλά θα απογοητευτείτε αν περιμένετε να μιλήσει για βιβλία, λογοτέχνες και κριτικές. Η ματιά του γυρνάει πίσω στα παιδικά, τα πρώιμα εφηβικά και τα ώριμα μετεφηβικά του χρόνια. Κυρίαρχη μορφή είναι η μητέρα του, την οποία προσπαθεί μεγάλος πια, και μετά το θάνατό της να την κατανοήσει. Η σχέση μητέρας – γιου είναι πάντα περίπλοκη (όσο και του πατέρα – κόρης) καθώς παραμένουν για χρόνια και μερικές φορές για πάντα σκοτεινές ανερμήνευτες γωνίες. Ο συγγραφέας καταλογογραφεί εξ αρχής όσα γνώριζε για τη μητέρα του και όσα αγνοούσε. Η μητέρα, με πανεπιστημιακή μόρφωση, από παλιά πτωχευμένη στην Αμερική οικογένεια, παντρεμένη με ζωντοχήρο, χωρισμένη θα ζήσει με τα δυο παιδιά της σε μια λασπογειτονιά των Σεπολίων και θα παραμείνει  μυστικοπαθής περί τον εαυτό της σε όλη της τη ζωή. Σπανίως εξέφραζε τα συναισθήματα της ή μιλούσε για γεγονότα ή καταστάσεις που την αφορούσαν προσωπικά. Ο συγγραφέας μεγαλώνει χωρίς ουσιαστική επαφή μαζί της με πολλά ερωτηματικά να τον βασανίζουν. Εξελίσσεται σε ένα μονήρες παιδί, με τον εαυτό του ως τον καλύτερο φίλο. Διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να δοθεί σε ένα οποιοδήποτε αγαπημένο πρόσωπο ολοκληρωτικά έχοντας πάντα στο νου του ότι ο αναπόφευκτος χωρισμός είναι η βιολογική του μοίρα.  Μόνον η μαθητεία στη Γερμανία ως εργαζόμενος σε ένα Πανεπιστήμιο και στο στρατό τον βγάζει από την εσωτερική του απομόνωση και αποκτά στοιχεία κοινωνικής συμμετοχής.  Αυτή η ξενότητα τον ακολουθεί κι αργότερα μέσα στην Αθήνα,  η παιδική του ζωή στα Σεπόλια δεν τον τροφοδοτεί με ισχυρά στοιχεία νοσταλγίας με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι δεν ανήκει κάπου. Παρακολουθεί τυχαία πρόσωπα  στο δρόμο και νιώθει ότι δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει ποτέ σε κάποιο είδος ανθρώπου. Τα μόνα στοιχεία σε όλη την αφήγηση που θυμίζουν τον κριτικό λογοτεχνίας Κούρτοβικ είναι κάποιες αναφορές σε ζητήματα ελληνικής ή αυθεντικής ταυτότητας με αφορμή και μια εισήγηση που γράφτηκε δύο φορές αλλά δεν παρουσιάστηκε ποτέ.  Η αφήγηση τελειώνει αλλά η προσπάθεια συνάντησης με τη μητέρα θα μείνει ημιτελής. Ο συγγραφέας παραμένει ακόμα και τώρα, ώριμος πια, αναζητητή της μυστικής της αλήθειας. Προσωπικό, ιδιαίτερο αφήγημα, γραμμένο με δύστοκη ειλικρίνεια.

 

Πέτρος Τατσόπουλος, Το παιδί του διαβόλου, Μεταίχμιο

Ο Πέτρος Τατσόπουλος  έχει περάσει τα τελευταία χρόνια από το καθαρά fiction στο docufiction, σε κείμενα που στηρίζονται σε γεγονότα ή σε σχόλια και κείμενα επί των γεγονότων. Το Παιδί του διαβόλου έχει ως υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία», είναι οι ιστορίες του μετώπου που έχει ανοίξει εδώ και μερικά χρόνια ο Τατσόπουλος με τις παραθρησκευτικές οργανώσεις και τα αμαρτωλά τερτίπια της εκκλησίας. Ξαναδιαβάζοντας το όμως προσεκτικά διαπίστωσα ότι είναι μια καταγραφή μια μεγάλης κοινωνικής αρρώστιας, αυτής του ανορθολογισμού που κυριαρχεί σε πάμπολλα επίπεδα. Τι να πει κανείς όταν σχεδόν το 10% των Ελλήνων ψηφοφόρων στέλνει στο Κοινοβούλιο κάποιον που διατείνεται ότι συνομιλεί δια αλληλογραφίας με τον Ιησού και ταυτόχρονα πουλά αλοιφή  «για πάσα νόσον και πάσα μαλακίαν». Στις σελίδες του βιβλίου του ο ΠΤ αναπτύσσει αναλυτικά περιπτώσεις του ανορθολογικού μας βίου, με ντοκουμέντα, κείμενα δικά του, σχόλια από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνεντεύξεις. Νομίζεις ότι η υπόθεση της Αγίας Αθανασίας του Καματερού και το θαυματουργό νερό του Καματερού είναι προϊόντα της  προηγούμενης Ελλάδος και σήμερα σε μια χωρά αμιγώς δυτική αυτά θα ήταν νοσταλγικές αναμνήσεις για να γελάσουμε. Και όμως δεν είναι έτσι γιατί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα υπήρξε ο θαυματοποιός του Λυκαβηττού, τόσο εξωφρενικός που ανάγκασε ακόμα και τη συντηρητική Ιερά Σύνοδο να παρέμβει. Υπάρχουν σε αυτόν τον αιώνα άνθρωποι που συνωστίζονται να δουν την παντόφλα ενός άγιου ερημίτη, μια εικόνα που δακρύζει, την ασώματη κεφαλή που βρίσκεται ταυτόχρονα σε πολλά μέρη. Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί που πιστεύουν στα παράλογα, είναι και αυτοί που κερδοσκοπούν πάνω στην, σε καλύτερη περίπτωση, αφέλεια του πλήθους. Και αυτοί έχουν ονοματεπώνυμο και ισχυρούς προστάτες, όπως η διαβόητη  Μονή Βατοπεδίου και ο επικεφαλής της  Εφραίμ. Και επιπλέον είναι μιντιακοί κολοσσοί, τηλεοπτικοί, παραγωγής με δεκάδες φανατικούς που δημιουργούν μεγαλοπρεπή έργα διθυραμβικά για υποτιθεμένους αγίους( Άγιος Νεκτάριος, Άγιος ΠαΪσιος ). Γύρω τους  υπάρχουν «σφουγκοκωλάριοι», έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, καλλιτέχνες αμφιβόλου πίστεως που σπεκουλάρουν με το αζημίωτο για τέτοια έργα. Ιερείς που διακηρύσσουν ότι η τραγωδία στο Μάτι ήταν η τιμωρία αμαρτωλών και τα νεαρά άτομα που πλήρωσαν με τη ζωή τους την αβελτηρία του κράτους στο δυστύχημα των Τεμπών  φταίνε γιατί αμαρτωλοί όντες και αυτοί γυρνούσαν από το ανίερο Καρναβάλι της Πάτρας. Ακόμα πολιτικοί, βουλευτές και «σοβαροί» σχολιαστές στηρίζουν φανερά ή υπόγεια όλη αυτή την κερδοσκοπία (ιδεολογική και χρηματική) ασελγώντας πάνω στους ανώνυμους αφελείς που αποτελούν τον σημερινό μαζάνθρωπο. Ο Πέτρος Τατσόπουλος δίνει στο βιβλίο του πολύ υλικό για έναν άνισο, κατ΄αρχήν, αγώνα.

 

Τζούλια Γκανάσου, Δευτέρα παρουσία, Καστανιώτης

Μια αφήγηση που εδράζεται στους πρόσφατους πολέμους και κυρίως αυτόν της Ουκρανίας. Θα μπορούσε όμως να τοποθετηθεί και στη Γάζα ή τον Λίβανο ή οπουδήποτε γίνεται ένας ολοκληρωτικός άδικος για τους αμάχους πόλεμος. Η δεκαεφτάχρονη Άννα μένει με τη γιαγιά της Όλγα στο σπίτι όταν η πόλη βομβαρδίζεται. Προτείνει στην Όλγα να φύγουν αλλά αυτή αρνείται. Την παίρνει στην πλάτη της και αρχίζουν ένα οδοιπορικό για να ανακαλύψουν καταφύγιο. Τα επίσημα καταφύγια εκκλησίες και νοσοκομεία είναι κορεσμένα και δεν τους δέχονται. Στο δρόμο συναντούν ανθρώπους με μάσκες ζώων. Έχουν χάσει τους γονείς της Άννας και τη σκύλα τους τη Λεύκα. Αντί γι αυτή σέρνουν μαζί τους ένα μαξιλάρι που το βαφτίζουν Λεύκα. Προχωρούν με δυσκολία. Στο δρόμο βρίσκουν σκισμένες σελίδες από τους «Σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρουσντί και τους διαβάζουν στην ανάπαυλα από την πορεία τους. Στο τέλος θα βρουν καταφύγιο σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που διοικείται διδακτορικά από γυναίκες με τους βαθμούς της Επιμελήτριας Α,Β,Γ και στόχο έχει να πιέζει τις νέες γυναίκες να γίνουν παρένθετες μητέρες  με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους. Η Άννα θα υποκύψει προκειμένου να σωθεί κι αυτή και η γιαγιά της. Το τρίτο και τελευταίο μέρος είναι η απόδραση με ένα φορτηγό που οδηγούν  εθνοφρουροί αγνώστους ταυτότητας. Ένας έρωτας θα φυτρώσει ανάμεσα στην Άννα και τον Άρη, έναν δραπέτη του πολέμου. Αλληγορικό μυθιστόρημα στηριγμένο σε πολλές μαρτυρίες όχι μόνο για τον πόλεμο της Γάζας και της Ουκρανίας αλλά και για το εργοστάσιο παρένθετων μητέρων που λειτουργεί εν καιρώ πολέμου στο Κίεβο. Το διττό σώμα κυριαρχεί σε όλη την αφήγηση, είναι η Άννα με τη γιαγιά της, η έγκυος με το μωρός της, ο Άρης και η Άννα. Οι ήρωες αρνούνται να υποκύψουν παλεύουν κατ΄αρχάς για την επιβίωση και μετά για καλύτερες ημέρες. Μυθιστόρημά με συγκεκριμένους στόχους.

 

Τριαντάφυλλος Οικονόμου, Κι αυτός γιατί έκλαιγε τότε; , Ηδύφωνο

Είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα. Το πρώτο «Ο τόπος μου και ο μύθος της μαρμαρωμένης γριας» όπως και το παρόν αφορούσε ιστορίες κυρίως από τον τόπο του. Ύστερος κάτοικος της Αιγείρας (εγκαταστάθηκε εκεί μετά το 1990), εργαζόμενος σωματικά σε κτήματα και πνευματικά ως καθηγητής, γνώρισε τον τόπο και κυρίως τους ανθρώπους μέσα από πολλές διαδρομές. Στα διηγήματα του αποτυπώνει αυτές τις μικρές πτυχώσεις που κάνουν τους ανθρώπους του χωριού να ξεχωρίζουν από τους κατοίκους των αστικών πόλεων. Η αννθρωπογεωγραφία του είναι κυρίως εργάτες, εγχώριοι και αλλοδαποί που κάποια στιγμή οι ρόλοι τους αντιστρέφονται, ο έλληνας θα αναζητήσει δουλειά την περίοδο της κρίσης στην Αλβανία. Ενός άλλου αλβανού ο συγγραφέας θα αφηγηθεί τον ερχομό του αλλά το τέλος θα το μάθουμε είκοσι χρόνια αργότερα από την κόρη του.  Γριες όπως η Μιχαλού που θα μείνει ανέραστη και ακατάδεχτη από την αγάπη του μόνου άνδρα που την αγάπησε αλλά θα τον θρηνήσει οιονεί χήρα του.  Η δεκαπεντάχρονη βοσκοπούλα Χάιδω συνδυασμός ομορφιάς και ηλιθιότητας ανακαλύπτει την  άνοιξη τη φύση της. Ξεχωρίζει το μεγαλύτερο διήγημα με τρεις οδοιπόρους στο Άγιο Όρος. Δεκαετία του ΄80 και όλα είναι περίεργα αλλά πιο περίεργο αυτό που θα ανακαλύψουν εκεί.

Τα διηγήματα του Τριαντάφυλλου Οικονόμου, δεν καταγίνονται με μεγάλες ιδέες, περισσότερο θέλουν να αφηγηθούν τη ζωή στην ύπαιθρο, όχι την παλιότερη αλλά τη σημερινή, με τη δική της ιδιομορφία και ζωντάνια. Υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς που αφηγούνται ιστορίες από την ελληνική αγροτική κοινωνία, που συρρικνώνεται και όλο λιγότερο εμπνέει πια τη λογοτεχνία.

 

Κωνσταντίνος Τσάβαλος, Αντώνης Βαβαγιάννης, Mixtape, ένα μουσικό κουτί, 24 ροκ ιστορίες, (graphic novel), Μεταίχμιο

Μπορεί να τα δει κανείς και σαν μικρο- διηγήματα στηριγμένα σε αληθινές ιστορίες. Πρόκειται όμως για ιστορίες με ροκ σταρ, μικρές αλλά χαρακτηριστικές. Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος συνέλαβε τις ιστορίες ή μάλλον τις ανέσυρε από τη μνήμη του και εικονογράφος Αντώνης Βαβαγιάννης τις έβαλε στα κουτάκια τους. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ιστορίες συνήθως μυθικών ροκ σταρ ή για μύθους (πραγματικούς η μπορεί και επινοημένους) γύρω από το ροκ και τους πρωταγωνιστές του. Στον πρόλογό του ο μουσικός και μεταφραστής Αλέξης Καλοφωλιάς θα γράψει: Ένα κομμάτι του ροκ εν ρολ μύθου που μόνο η ανθρώπινη αδυναμία μπορεί να το κάνει αληθινά δικό σου. Κολλήματα, λάθη, εκτροχιασμοί, χασίματα, αναποδιές, συμπτώσεις ανοησίες, τυφλές αναμετρήσεις με την εξουσία, και τον καθωσπρεπισμό, εμπνεύσεις από το πουθενά που πέρασαν στην ιστορία αισθήματα και προαισθήματα, τεχνάσματα και υπεκφυγές». Παρελαύνουν ουκ ολίγοι και πασίγνωστοι ρόκερς: Michael Jackson, Adam Ant, Captain Beefhart, Pink Floyd, Bob Geldof, Billy Idol, garbage,Janis Joplin, Neil Young, Graham Nash, Rolling Stones, Offspring,Ozzy Osbourne, Elton John, Igg Pop και πολλοί άλλοι. ΟΙ ιστορίες τους δεν είναι από αυτές που θα λέγαμε σημαντικές, δηλαδή πως έγραψαν ένα τραγούδι, ποιες μουσικές είχαν στο μυαλό τους όταν έγραφαν συμφωνικά κομμάτια, από που εμπνέονται οι στίχοι τους και τέτοια άλλα. Είναι στιγμές της προσωπικής τους ζωής που συντηρούν ή και αναιρούν κάποια φορά τον μύθο τους. Όπως το μεθύσι του Nick Cave  όταν επισκέφθηκε πρώτη φορά την Αθήνα , από που εμπνεύστηκε τα πολυποίκιλτα κοστούμια του ο Michael Jackson, γιατί αναγκάστηκε o Ozzy Osbourne αντι για κοκαΐνη να ρουφήξει μυρμήγκια και άλλα ευτράπελα, ωραία και ψυχαγωγικά. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης σκιτσάρει τις περιπέτειές τους με λιτή γραμμή αποδίδοντας την απλότητα των ιστοριών. Για τους φαν και όχι μόνον.

 

Pier Paolo Pazolini, Αλάνια, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg

Τα παιδιά της ζωής: Τα Αλάνια του Πιερ Πάολο Παζολίνι είναι ένα μυθιστόρημα που εξερευνά τη σκληρή πραγματικότητα της Ρώμης του μεταπολεμικού ιταλικού Νότου, εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή των φτωχών και περιθωριακών ανθρώπων. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Σγουρομάλλη, ενός μικρού άτακτου αγοριού. Ο Σγουρομάλλης κλέβει από έναν τυφλό ζητιάνο και ένα μοναστήρι. Τα επόμενα χρόνια, ο Σγουρομάλλης πηγαίνει από ληστεία σε απάτη στην εκπόρνευση ενώ περιφέρεται στις παρυφές της πόλης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλοί από τους συντρόφους του σκοτώνονται ή πεθαίνουν. Τελικά συλλαμβάνεται και μπαίνει στη φυλακή αφού προσπάθησε να κλέψει για να αγοράσει στην αρραβωνιαστικιά του ένα δαχτυλίδι αρραβώνων. Στη συνέχεια αφήνεται ελεύθερος και επιστρέφει στην ίδια ζωή του δρόμου. Ο Παζολίνι δίνει με τα Αλάνια, μια παρέα περιπλανώμενων  που δεν έχουν σχέδια ή στόχους ζωής και δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον. Κατά κάποιον τρόπο ίσως είναι οι πρόγονοι των «Βιτελόνι», που στην ταινία του Φελλίνι  είναι μια παρέα αργόσχολων νεαρών της επαρχίας που ζουν μια παρατεταμένη εφηβεία εις βάρος των άλλων. Περισσότερο κοντά όμως βρίσκονται στην κλασική νεορεαλιστική ταινία του Πασολίνι «Ακατόνε», όπου πάλι κυριαρχούν παιδιά του υποπρολεταριάτου που ζουν εν πλήρη σύγχυση αθώοι.  Πρόκειται για μια κατηγορία ανθρώπων που αποκλίνουν από την νεοτερικότητα, αρνούνται αυτή την μεταπολεμική πρόοδο που επιζητούσε ο μεταπολεμικός κόσμος. Ο Παζολίνι σκιαγραφεί τον κόσμο της φτώχειας, της παραβατικότητας και των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, περιγράφοντας μια πλευρά της πόλης που είναι γεμάτη με δυσκολίες αλλά και ανθρώπινες αξίες. Έβλεπε σε αυτόν τον κόσμο, αυτή την υπόγεια τάξη ως τους μόνους που επέζησαν από τη διαφθορά που επέφερε η εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός, τους μόνους που κατά τη γνώμη του παρέμειναν πραγματικά ελεύθεροι- και όλοι άλλοι τους περιφρονούσαν.

 

Διονύσης Χαριτόπουλος, Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι, Τόπος

Εξαντλημένο εδώ και καιρό επανεκδίδεται. Ένα δώρο στους ολυμπιακούς που τώρα τελευταία έχουν σκαμπανεβάσματα αλλά και για τους υπόλοιπους να θαυμάσουν μια λογοτεχνία λιτή και ουσιαστική. Για όσους/ες αγνοούν ποιος ήταν αυτός ο άνδρας λίγα λόγια: Ο Μάρτον Μπούκοβι, σημαντική προσωπικότητα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και ιθύνων νούς της μεγάλης Εθνικής Ουγγαρίας, ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει τα ηνία του Ολυμπιακού, το 1965. Μέσα σε δύο περίπου χρόνια κατορθώνει να κερδίσει 2 πρωταθλήματα και ένα κύπελλο και κυρίως να αναμορφώσει το ελληνικό ποδοσφαιρικό τοπίο. Ο “γέρος” ή ο “πατέρας” ή Μάρτσυ Μπάτσι, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, εξαναγκάζεται να φύγει από την Ελλάδα 8 μήνες μετά το πραξικόπημα του ’67. O Διονύσης Χαριτόπουλος σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι παρουσιάζει τον κόσμο του «βαθέος»  Ολυμπιακού, φτωχοί και διάβολοι, φανατικοί και απελπισμένοι. Μαζεύονται για να εκλιπαρήσουν τον «πατέρα» να μη φύγει. Κάποια διηγήματα μιλάνε για έρωτες απελπισμένους με πόρνες, άβγαλτους νεαρούς, μάγκες και κορίτσια πονηρεμένα. Ο παλιός κόμσος του Πειραιά παρελαύνει πλησίστιος. Ο Κώστας Σταματίου είχε γράψει το εκπληκτικό: «Δεν αντέχω τόση απελπισία. Που ο Χαριτόπουλος ξεκολλάει με τα δόντια και τα νύχια από την ίδια πραγματικότητα και τη μεταπλάθει σε μια σειρά σπαρταριστές στην τραγικότητά τους φέτες ζωής, αλυσίδα κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ, ταινιών μικρού μήκους».

 

Προηγούμενο άρθρο“Θα ζήσουμε για πάντα, έτσι δεν είναι;”, Εις μνήμην Δημήτρη Τριανταφυλλιδη (Σ. Κοζλόβ- μτφρ. Κορίννα Σεργιάδου)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ