Χρήστος Τσιάμης. (Γράμμα από το Μανχάταν).
Πώς διαβάζεται η ποίηση; ‘Σιωπηλά.’ Αυτή ήταν η απάντηση του ποιητή Νικολάου Κάλα που ζούσε επί δεκαετίες στο κέντρο του πολύβοου Μανχάτταν. Το ποίημα δηλαδή να ταξιδεύει από τη σιωπηλή σελίδα στα σιωπηλά μάτια του φίλου της ποίησης. Από την άλλη, όμως, μας είναι γνωστές οι αρχές της Ελληνικής ποίησης στον προφορικό λόγο (από την προϊστορία των Ομηρικών επών μέχρι το δημοτικό μας τραγούδι). Κι επίσης γνωστή μας είναι η γένεση της λυρικής ποίησης, η απαγγελία της δηλαδή με τη συνοδεία του ομώνυμου μουσικού οργάνου στους χρόνους του Αλκαίου και της Σαπφούς. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, στην Αμερική, γεννήθηκε ένα νέο είδος μουσικής, η τζαζ, που σιγά σιγά άρχίσε να συνδέεται με την εξέλιξη μιας επίσης καινούργιας ποιητικής στη χώρα αυτή. Η σχέση αναμεταξύ τους είχε διάφορες πτυχές. Μια από αυτές ήταν και η σύζευξη των δύο τεχνών σε δημόσιες παραστάσεις. Σε αντίθεση με την προαναφερθείσα προτίμηση του Κάλα, κάμποσοι Αμερικανοί ποιητές στα μέσα του περασμένου αιώνα ένοιωσαν την ανάγκη να αντιτάξουν στους θορύβους της πολης τις δικές τους ποιητικές φωνές και θέλησαν να τις συνδυάσουν με τους δυνατούς κι εκφραστικούς ήχους της τζαζ σε δημόσιες αναγνώσεις. Με αφορμή μια πρόσφατη εκδήλωση στο Μανχάτταν, στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με αυτό ακριβώς το θέμα: πώς, δηλαδή, συνδυάζεται η ποίηση με τη τζαζ.
Αρχές της άνοιξης, το φημισμένο κέντρο Βίλλετζ Βάνγκαρντ (Village Vanguard) γιόρτασε τα 80 χρόνια από την ίδρυση του με μια εβδομάδα εκδηλώσεων. Επί δυο δεκαετίες περίπου το κέντρο αυτό παρουσίαζε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε μουσική, αναγνώσεις ποίησης, και κωμωδία ‘στο πόδι’ (stand-up comedy) με ορισμένους από τους πιό γνωστούς του είδους αυτού, όπως ο Λένυ Μπρούς και ο Γούντυ Αλλεν, να έχουν εμφανιστεί εκεί. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το κέντρο άρχισε να παρουσιάζει αποκλειστικά μουσικούς της τζαζ. Για την επέτειο των γεννεθλίων του όμως οι ιδιοκτήτες θέλησαν να αναβίώσουν, τουλάχιστον για μια βραδυά, τις παλιές παραδόσεις. Τη βραδυά της ποίησης, συνοδευόμενοι από το τρίο του πιανίστα Τζέϊσον Μοράν (Jason Moran) διάβασαν ποιήματά τους οι Αφρικανοαμερικάνοι ποιητές Γιούσεφ Κομουνιάκα (Yusef Komunyakaa), πολυβραβευμένος ποιητής, και Ελίζαμπεθ Αλεξάντερ (Elizabeth Alexander), γνωστή για την ανάγνωση ποιήματος της κατά την τελετή της ορκομωσίας του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2008.
Στη βραδυά ποίησης και τζαζ στη Βάνγκαρντ (φωτό) θα έλεγα, εισάγοντας έναν νεολογισμό, ότι η ποίηση διαβαζόταν ‘μπροστά από τη μουσική’. Και δεν αναφέρομαι στη φυσική τοποθέτηση των μουσικών και των ποιητών στο βάθρο αλλά στην ακουστική διάταξη και συνοχή του λόγου με τον μουσικό ήχο. Δηλαδή, τα ποιήματα διαβάζονταν σαν τελειωμένες, ακέραιες λεκτικές και εννοιολογικές κατασκευές μέσα στα μετρικά πλαίσια της κατασκευής τους. Η μουσική ξεκινούσε με ένα, προφανώς, προσχεδιασμένο τέμπο και ως επί το πλείστον παρείχε το μουσικό σκηνικό της ανάγνωσης. Στο τέλος κάθε ποιήματος όμως το μουσικό θέμα γινόταν πιό έντονο και τέλειωνε μ’ ένα σόλο από το πιάνο ή τα κρουστά, ή μ’ ένα ομαδικό κρεσέντο του τρίο που πέραν από τον θαυμάσιον ήχο του Μοράν στο πιάνο συμπεριελάμβανε ηλεκτρική κιθάρα μπάσσο και τύμπανα και κρουστά.
Οι ποιητές διάβασαν ομάδες ποιημάτων τους εναλλάξ. Αρχή έκανε η Αλεξάντερ που, αν και χαρακτήρισε την εμπειρία ‘μια χαρά γεμάτη τρόμο’, διάβασε τα ποιήματά της με την ηρεμία μιας αφήγησης, σαν να είχε μαζί μας από καιρό μια κουβέντα και συνδεόταν με τον καθένα μας ξεχωριστά. Ακολουθούσε τις συγκοπές και τα γυρίσματα της μουσικής, που παιζόταν χαμηλόφωνα σε ρυθμούς και μουσικούς χρωματισμούς των μπλουζ που ταίριαζαν στα ποιήματα, συγχρονιζόταν με τη μουσική, αλλά μέχρι εκεί έφτανε η σχέση ανάμεσα στους μουσικούς και την ποιήτρια. Σε ένα ποίημα της, ‘Family Stone’ (αναφορά στο συγκρότημα του ρόκ Sly and the Family Stone), η προσφώνηση και η αντιφώνηση, σ’ ένα σημείο, ανάμεσα στο συγκρότημα και τη φωνή της ποιήτριας δεν ευωδίασε, κατά τη γνώμη μου, ίσως γιατί η γλώσσα του ποιήματος δεν προσέφερε το ποιόν του ήχου που απαιτούσε η περίσταση. Oταν ήρθε η σειρά του Κομουνιάκα, εκείνος άρχισε λέγοντας ‘θα παραμείνω πιστός στη δυνατότητα’ και κατέληξε με τον στίχο ‘κούκλα μου, το ξέρεις ότι έχεις ρυθμό!’ Η δική του η ανάγνωση κινήθηκε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους ακριβώς. Η φωνή του είχε τους χρωματισμούς που ταίριαζαν στις πλούσιες εικόνες των ποιημάτων του και οι στίχοι του είχαν μεταβαλλόμενους ρυθμούς. Και ήταν πολλές φορές που έκανε ηθελημένες συγκοπές στους στίχους κατά την ανάγνωση για να ταιριάσουν με τα μέτρα της μουσικής που έπαιζε το τρίο (συνήθως ένα ρυθμικό μπάσσο και κρούση των τυμπάνων στο απαλό.) Ομως κι εδώ τα δρώμενα ήσαν μέσα στο ποίημα και η μουσική ήταν απλώς το σκηνικό. Και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι οι εξάρσεις του κοινού, τα μακρόσυρτα ‘yeah!’ που ακούς κάθε φορά σε αυτό το κλάμπ, δεν ήταν για κάποια ζενίθ των μουσικών αυτοσχεδιασμών αλλά για κάποιους στίχους και λέξεις του ποιητή. (Το κοινό εκείνη τη βραδυά στο Βανγκάρντ ήταν σίγουρα πιό νεαρό και πιό…πανεπιστημιακό.) Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το τρίο του Τζέϊσον Μοράν έκλεισε την όμορφη παράσταση με ένα δυναμικό κομμάτι όπου το πιάνο έγινε το ρυθμικό στοιχείο (rhythm section) στο σόλο από τα τύμπανα κι ένα σωρό άλλων κρουστών. Οταν μπήκα στο κέντρο είδα τον Κομουνιάκα να κάθεται, φορόντας το καπέλο του, στον καναπέ κάτω από τη φωτογραφία του μεγάλου πιανίστα της τζαζ Θελόνιους Μονκ (Thelonious Monk). Μετά την ανάγνωση στριφογύριζαν στο νού μου οι εξής στίχοι του: ‘Και ο Θελόνιους φορούσε το μαϊμουδίσιο του καπέλο/ ίσαμε τα μάτια του κατεβασμένο.’
Στον αντίποδα της παραπάνω ποιητικής ανάγνωσης με τζαζ ήταν μια άλλη βραδυά με τον ποιητή Ρόμπερτ Πίνσκυ (Robert Pinsky) με ένα τρίο (κιθάρα, κοντραμπάσσο, και κρουστά) στο θέατρο του Κολλεγίου Χάν-τερ (Hunter College) στο Μανχάτταν πριν τρία περίπου χρόνια. Σε αυτή την παράσταση ο ποιητής ήταν το τέταρτο όργανο, το πνευστό, του συγκροτήματος. Τα ποιήματα που διάβαζε ήταν μια εύπλαστη ύλη (ήχοι στίχων, ήχοι λέξεων, ήχοι συμφώνων και φωνηέντων) που ο ποιητής προσάρμοζε ανάλογα στον ήχο των άλλων οργάνων και οι μουσικοί φαίνονταν να ανταποκρίνονται παρομοίως στους ιδιαίτερους ήχους της φωνής του ποιητή. Το έβλεπες στη διαρκή επικοινωνία μεταξύ τους κατά την ώρα της παράστασης, στις αντιδράσεις τους (ένα χαμόγελο, ένα επιφώνημα, κάποια κίνηση του σώματος) σε έναν αυτοσχεδιασμό έκπληξη εκ μέρους του ποιητή, στην άρρηκτη και διακριτική μουσική στήριξη τους στα σόλο του οργάνου της φωνής. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Πίνσκυ αυτοσχεδίαζε με το ποίημα. Για παράδειγμα, φορές έπιανε έναν στίχο εκτός συνέχειας στο κείμενο και τον επανελάμβανε απανωτά, προφανώς για το ηχητικό του αποτέλεσμα. Αλλοτε ήτανε κάποια λέξη που της έδινε μια καινούργια ηχητική έμφαση, όχι προς χάριν της έννοιας του κειμένου αλλά για εναρμόνιση με τον ήχο του συγκροτήματος. Οπως είχε πεί ο ίδιος: ‘Οι μουσικοί έχουν διαβάσει τα ποιήματα από πριν, και συζητάμε λίγο τι είδος μουσική θα ταίριαζε, αλλά αυτό που κάνουμε [στην παράσταση] είναι κατα βάθος αυτοσχεδιασμοί.’ Αυτό που συμβαίνει στην παράσταση-ανάγνωση το περιγράφει πάλι ο ίδιος ως εξής: ‘Οταν διαβάζω τα ποιήματά μου, καθώς ακούω με προσοχή [τους μουσικούς]…[εχω] επίγνωση ότι κι αυτοί ακούν τους στίχους που διαβάζω…Καθώς λοιπόν ακούω τους μουσικούς να αντιδρούν σε αυτό που κάνω εγώ [με τις λέξεις]…προσπαθώ να ακούσω τους πολλαπλούς ρυθμούς, τα πολλαπλά ρεύματα αρμονίας και συναισθήματος, όλα αυτά ταυτοχρόνως.’
Είναι ενδεικτικό ότι το CD του Ρόμπερτ Πίνσκυ με ποίηση και τζαζ (φωνή και πιάνο) το ονόμασε «poemjazz» (δηλαδή τζαζ με ποίημα) κι όχι jazz poem (ποίημα για- ή με – τζαζ). Στο δοκίμιο του «Οι ήχοι που βγαίνουν απ’ τα ποιήματα», αναφέρει τη συμβουλή του Πώλ Βαλερύ πως για να αποδώσει το ποίημα σωστά ο ποιητής θα πρέπει να το διαβάσει επανειλημμένως ‘δυνατά, χωρίς να σκέφτεται την έννοια του, αλλά δίνοντας προσοχή στα σχήματα της σύνταξης, στα σύμφωνα και στα φωνήεντα, στον τόνο του ήχου και στη διάρκεια.’ Κι επίσης αναφέρει ότι ο Αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Φρόστ στο κείμενό του «Το σχήμα που δημιουργείται από ένα ποίημα» θεωρεί ότι η βάση ενός ποιήματος είναι ‘οι ήχοι προτάσεων’ (‘sentence sounds’). Στο ίδιο δοκίμιο ο Πίνσκυ αναφέρει σχήματα της τζαζ που ακούει ο ίδιος όταν διαβάζει συγκεκριμένα ποιήματα του Γουάλας Στήβενς, της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και του Γουίλλιαμς Κάρλος Γουίλλιαμς.
Τέλος, θα αναφέρω δυο ακραίες περιπτώσεις ανάγνωσης ποίησης σε συνδυασμό με τζαζ. Πρώτα μια ποιητική ανάγνωση πριν χρόνια σε ένα βιβλιοπωλείο του Σόχο του Αφρικανοαμερικάνου ποιητή Κουίνσυ Τρούπ (Quincy Troupe). Θυμάμαι, είχε διαβάσει ένα μεγάλο ποίημα σε μέτρο που προσέγγιζε τα μέτρα της μουσικής be-bop και με χρωματισμούς της φωνής τέτοιους που αν έκλεινες τα μάτια είχες την εντύπωση ότι ήταν ένα σαξόφωνο που άρθρωνε τις λέξεις. Η άλλη περίπτωση είναι αυτή του Τζόν Κόλτρεϊν. Στον δίσκο του «Υπέρτατη Αγάπη» (A Love Supreme), στο εξώφυλλο, είχε συμπεριλάβει το ομώνυμο δικό του ποίημα. Στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, ο Κολτρέϊν απαγγέλει με το σαξόφωνο το ποίημα αυτό. Ο ίδιος το εγχέιρημα αυτό το είχε αποκαλέσει μια ‘μουσική αφήγηση’. Η περιγραφή ενός κριτικού αναφέρεται σε μια ‘απαγγελία άνευ λέξεων’ (‘wordless recitation’). Στην περίπτωση αυτή το σαξόφωνο είναι ένα στόμα που διαγράφει μόνο το σχήμα των λέξεων και της συνολικής τους έννοιας χωρίς να τις αρθρώνει. Είναι μια μοναδική σχέση της της ποίησης και της τζαζ.
Λοιπόν, πώς πρέπει να διαβάζεται, η ποίηση; Ο Κάλας δεν είχε άδικο. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διαβάζεται στη σιωπή, εκεί όπου η αγάπη αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για το κάθε τι. Τις μέρες όμως που ζούμε, μέρες αναταραχής, η ποίηση θα πρέπει να διαβάζεται όλο και πιό πολύ όπου μπορεί ο ποιητής λιγάκι κόσμο να συνάξει. Πρόκειται για μια πράξη αντίστασης. Για να ανατραπεί η ισοπέδωση της γλώσσας απ’ όπου ξεκιναέι η ισοπέδωση των πάντων τριγύρω μας. Η γλώσσα σήμερα υποσκάπτεται (επισήμως από το κράτος και σε ήχο πλάγιο από τους μνηστήρες του), εκφυλίζεται (από της τεχνολογίας το αναριθμήτως επαναλαμβανόμενο λάθος), παρακάμπτεται (από εικονίτσες ψηφιακές στις μικρές συσκευές που κουβαλάμε, εκ των ων ουκ άνευ). Η ποίηση πρέπει σήμερα να διαβάζεται δημοσίως με τζαζ η αλλιώς. Πάντως όχι βαρύγδουπα σαν τις δηλώσεις των πολιτικών ή με τρόπο φιλάρεσκο και αυτοαναφορικό. Μάλλον, η ποίηση θα πρέπει να διαβάζεται με τρόπο άνετο και απλό: σαν να φέρνεις κάποιο νέο στην παρέα από τον κόσμο τον εντός ή από του έξω κόσμου το άγνωστο μα εγγύτατον πέραν.