Ποιος ήταν πραγματικά ο Μάριο Βάργκας Λιόσα (όπως τον γνώρισε ο Ανταίος Χρυσοστομίδης)

1
751

 

Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης γνώρισε τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, συνομίλησε αρκετές φορές μαζί του. Στο κείμενο που ακολουθεί διαγράφει την πορεία της ζωής του νομπελίστα Λιόσα, το συγγραφικό του στίγμα, την αλήθεια για τις πολτικές του απόψεις.(από το βιβλίο “Οι κεραίες της εποχής μου”)

 

Τον Μάριο Βάργκας Λιόσα γνώρισα τον Ιούνιο του 2003 όταν ήρθε με τη γυναίκα του Πατρίσια στην Αθήνα για να παρουσιά- σει το βιβλίο του Η γιορτή του τράγου. Την εκδήλωση, στο αίθριο πάνω από τη Στοά του Βιβλίου, είχαμε οργανώσει από κοινού οι Εκδόσεις Καστανιώτη με το Ινστιτούτο Θερβάντες (διευθύντρια τότε η Νάτι Γάλβεζ), κι ήταν ίσως η πιο πετυχημένη και μαζική εκδήλωση που είχαμε καταφέρει μέχρι τότε με ξένο συγ- γραφέα στην Αθήνα. Στην εκδήλωση εκείνη ο Λιόσα είχε δώσει μια διάλεξη με θέμα Λογοτεχνία και πολιτική, η οποία, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, εκδόθηκε σε ένα μικρό κομψό βιβλιαράκι από το Θερβάντες.

Φανατικός αναγνώστης και θαυμαστής των βιβλίων του από παλιά, είχα επιτέλους την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά, να έχω πολλές συζητήσεις μαζί του, να παρευρίσκομαι στις συνε- ντεύξεις του, να απαντώ στις δεκάδες ερωτήσεις του για την Ελλάδα. Άνθρωπος ανοιχτός και σχεδόν πάντα γελαστός, απλός και προσηνής, ο Λιόσα καταφέρνει να κερδίζει από την αρχή τον συνομιλητή του – και εμένα με κέρδισε ήδη από το αεροδρόμιο, όπου μόλις άνοιξε η αυτόματη πόρτα των Αφίξεων και ο ίδιος έκανε την εμφάνισή του, πριν ακόμα τον χαιρετίσω, τον ρώτησα: Λιόσα ή Γιόσα;, κι εκείνος απάντησε Λιόσα, έτσι το προφέρουμε στα μέρη μου, γιατί;, για να τελειώνει ένας καβγάς που κρατάει χρόνια, του απάντησα, κι εκείνος έβαλε αμέσως τα γέλια και, συνεχίζοντας το παιχνίδι της αναβολής των τυπικών χαιρετισμών, με ρώτησε αμέσως με τίνος το μέρος ήμουν.

Τον είδα ένα ή δυο χρόνια αργότερα, πάντα με την Πατρίσια,όταν οι δυο τους έκαναν ένα σύντομο πέρασμα από την Αθήνα πηγαίνοντας στη Χαλκιδική, και μου τηλεφώνησαν να φάμε μαζί. Όπως και τον Ιούνιο του 2003, οι περισσότερες κουβέντες μας στράφηκαν γύρω από πολιτικά θέματα, κι εγώ είχα βρει την ευκαιρία να τον ρωτήσω για την περίφημη όσο και ατυχή υποψηφιότητά του για τη θέση του Προέδρου του Περού. Ήταν, μου είχε πει, το μοναδικό πράγμα για το οποίο θα μετανιώνει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Όταν ξεκινήσαμε τις «Κεραίες» ήταν βεβαίως από τους πρώτους συγγραφείς που είχα σκεφτεί. Έγραψα αμέσως στη γραμματέα του της Μαδρίτης, κι εκείνη με παρέπεμψε στη γραμματέα του της Λίμα. Τους τελευταίους έξι μήνες, μου εξήγησε, ο Λιόσα τους είχε περάσει στη Λίμα, θα επέστρεφε στη Μαδρίτη τον Μάρτιο για λίγες μόνο μέρες, κι ύστερα θα ξανάφευγε για κάπου αλλού. Ήταν η πρώτη φορά, μετά την ήττα του στις εκλογές του 1990, που επέστρεφε κι έμενε τόσο καιρό στο Περού, κι αυτό μου είχε κάνει, θυμάμαι, εντύπωση, γιατί είχα την αίσθηση ότι ο Λιόσα είχε κλείσει πλέον τους λογαριασμούς του με τη γενέτειρά του και δεν επέστρεφε εκεί παρά μόνο για σύντομες επισκέψεις. Μου απάντησε ο ίδιος. Όταν θα επέστρεφε στη Μαδρίτη θα έμενε εκεί μόνο δύο μέρες, τον απαραίτητο χρόνο για να αδειάσει και να ξαναγεμίσει τις βαλίτσες του, δεν θα είχε καιρό για συ- νεντεύξεις, ευχαρίστως να την κάναμε λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο. Εγώ όμως επέμενα. Δεν ήξερα αν οι «Κεραίες» θα είχαν συνέχεια, και δεν ήθελα να τελειώσουμε τη σειρά χωρίς τον Λιόσα. Του το εξήγησα. Με παρακάλεσε να μην επιμένω. Του απάντησα ότι επιμένω. Τελικά δέχτηκε. Μόνο για σένα θα το κάνω, μου είπε.

Πόσο μεγάλη ήταν η χάρη που μου έκανε, το κατάλαβα μονάχα όταν χτυπήσαμε το κουδούνι του διαμερίσματός του στο κέντρο της Μαδρίτης, ένα απόγευμα του Μαρτίου του 2007, και μας άνοιξε ο ίδιος. Τρεις τεράστιες κόκκινες κηλίδες στο πρόσωπό του. Τον κοίταξα ερωτηματικά. Είδε το βλέμμα μου, και καλωσορίζοντάς μας, μου εξήγησε: «Καρκίνος του δέρματος, αλλά είναι πλέον σε υποχώρηση. Μην ανησυχείτε, προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω». Τώρα που καταλάβαινα τον λόγο της άρνησής του, ένιωθα πολύ άσκημα για την επιμονή μου. «Ξέχνα το, δεν ήξερες», μου είπε.

Τον ευχαρίστησα. Δεν του το είπα, αλλά μου έκανε (αυτός ο ωραίος άντρας να βγει σημαδεμένος στην οθόνη) ένα δώρο που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας; Κάθε φορά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάνω την ίδια ερώτηση στους συγγραφείς που συναντώ, αλλά δεν έχω ποτέ την ίδια απάντηση. Σίγουρα, πολλοί από τους γνωστούς συγγραφείς του κόσμου έχουν να θυμούνται μια δύσκολη παιδική ηλικία. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ανήκει σε αυτούς. Γεννημένος σε ένα σπίτι όπου διάβαζαν όλοι («ακόμα θεωρώ ότι το σημαντικότερο πράγμα που συνέβη στη ζωή μου ήταν το ότι έμαθα να διαβάζω»), ο μικρός Μάριο αρχίζει να διαβάζει και να γράφει από πολύ νωρίς. «Έχω ακόμα στο νου μου τους χαρακτήρες από τις περιπετειώδεις ιστορίες που διά- βαζα: είναι πιο ζωντανοί στη μνήμη μου από τους ίδιους τους συμμαθητές μου. Κι είναι πιθανό η ανάγνωση, αυτό δηλαδή που εγώ ένιωθα ως ευλογία, να μου γέννησε την ιδέα να αρχίσω να γράφω κι εγώ. Προσωπικά δεν το θυμάμαι, η μητέρα μου όμως έλεγε πάντα ότι μόλις τελείωνα ένα βιβλίο, καθόμουνα κι έγραφα τη συνέχεια, για να ξεπεράσω τη στενοχώρια μου που οι ι- στορίες αυτές κάποτε τέλειωναν».

Τα βιβλία, η ανάγνωση, τα πρώτα γραψίματα, ερχόντουσαν να καλύψουν το κενό της έλλειψης του πατέρα. Ο πατέρας εγκαταλείπει από πολύ νωρίς το σπίτι, και η οικογένεια της μητέρας, όλοι συντηρητικοί και αυστηροί καθολικοί που δεν μπορούσαν να δεχτούν με τίποτα την ιδέα ενός διαζυγίου, προτιμούν να πείσουν το μικρό αγόρι ότι ο πατέρας του πέθανε και ότι τον βλέπει ψηλά, από τον ουρανό.

Ύστερα, ξαφνικά, μια μέρα, όταν ο Μάριο είναι δέκα χρονών, η μητέρα τού ανακοινώνει ότι όχι, ο πατέρας δεν πέθανε, ότι είναι ζωντανός, ότι μένει σε ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά, κι ότι μπορούνε να πάνε αμέσως να τον δούνε. «Δεν νομίζω ότι έχω υποστεί μεγαλύτερο σοκ στη ζωή μου. Και πάμε στο ξενοδοχείο κι εκεί βλέπω έναν άγνωστο κύριο που προφανώς ήταν ο πατέρας μου».

Οι γονείς του τα ξαναβρίσκουν, ο ιερός πυρήνας της οικογένειας ανασυγκροτείται, ο αναπάντεχος πατέρας μπαίνει στη ζωή του Μάριο με έναν βίαιο και βλοσυρό τρόπο. Οι συγκρούσεις αρχίζουν μόλις ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι ο γιος του είναι ένας ευαίσθητος έφηβος, ότι γράφει ποιήματα. «Ήταν αυτοδημιούργητος, θαύμαζε κάθε αυτοδημιούργητο άνθρωπο, και ό,τι είχε σχέση με λογοτεχνία και πολιτική ήταν κάτι που ο ίδιος αδυνατούσε να καταλάβει. Ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος με τη λογοτεχνία, αφού τη συνέδεε στο μυαλό του με έναν μποέμικο τρόπο ζωής. Έτσι, από την αρχή, προσπαθεί να αναχαιτίσει την κλίση μου για τη λογοτεχνία. Αυτός είναι και ο λόγος που με στέλνει στη στρατιωτική σχολή».

Η ζωή, όμως, ως γνωστόν παίζει περίεργα παιχνίδια. Ο αυταρχικός πατέρας δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί ότι, στέλνοντας τον γιο του στη στρατιωτική σχολή, θα του έδινε το υλικό για το πρώτο σπουδαίο μυθιστόρημά του Η πόλη και τα σκυλιά. «Στη στρατιωτική σχολή υπέφερα πολύ, γιατί οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ταυτόχρονα όμως μάθαινα για πρώτη φορά ποια ήταν πραγματικά η χώρα μου. Μεγα- λωμένος σε μια υπερπροστατευτική οικογένεια, δεν ήξερα ότι το Περού ήταν μια τόσο άγρια χώρα, με συγκρούσεις, ανισότητες, προκαταλήψεις, συνεχή βία».

Στη σχολή ο Λιόσα διαβάζει πολύ. Και γεύεται για πρώτη φορά την εμπειρία του επαγγελματία συγγραφέα, αφού γράφει δεκάδες ερωτικά γράμματα για λογαριασμό των συμφοιτητών του, οι οποίοι τον πληρώνουν με τσιγάρα. «Αυτό το είδος λογοτεχνίας γινόταν αποδεκτό», κοροϊδεύει σήμερα, «διότι όλοι το θεωρούσαν μια καθαρά αντρική ενασχόληση».

Όταν αποφοιτά, αποφασίζει να γραφτεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου (πάλι η πίεση της οικογένειας), αλλά ήδη στον πρώτο χρόνο καταλαβαίνει πως δεν θα γίνει ποτέ δικηγό- ρος. «Δεν πίστευα λέξη από όσα με δίδασκαν εκεί μέσα». Στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών νιώθει καλύτερα. Κι όταν την τελειώνει, κερδίζει μια υποτροφία για διδακτορικό στην Ισπανία. Ήταν το όνειρό του, να φύγει. Στο μεταξύ, στα δεκαενιά του, έχει κάνει μια «τρέλα», όπως αποκαλεί σήμερα τον γάμο του με τη θεία του Χούλια, η οποία του ενέπνευσε ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματά του. Οι γάμοι όμως, ειδικά όταν συνδυάζονται με σπουδές, χρειάζονται χρήματα, και ο Βάργκας Λιόσα αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό δουλειές για να επιζήσουν αυτός και η θεία-σύζυγος. Παρ’ όλα αυτά, το 1957, κατορθώνει να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Τα αντράκια.

Όταν, ένα χρόνο αργότερα, το ζευγάρι εγκαθίσταται στη Μαδρίτη, ο Μάριο νιώθει πανευτυχής. Έχει χρόνο να μελετά και να γράφει, και –κυρίως– να ζει πλέον στην Ευρώπη. «Η Ευρώπη ήταν πάντα το μεγάλο όνειρο. Ιδιαίτερα η Γαλλία. Πίστευα ότι αν δεν πήγαινα στη Γαλλία, δεν θα γινόμουν ποτέ πραγματικός συγγραφέας. Έβλεπα τη Μαδρίτη μονάχα ως το πρώτο βήμα για την εγκατάστασή μου στη Γαλλία. Ήμουν ένας Περουβιανός απόλυτα γοητευμένος από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία». Έχει ήδη μά- θει γαλλικά και είναι μέγας θαυμαστής των υπαρξιστών. «Θαύμαζα κυρίως τον Σαρτρ και τις ιδέες του περί στρατευμένης λογοτεχνίας: ο Σαρτρ υπήρξε πολύ σημαντικός στα πρώτα χρόνια της διαμόρφωσής μου ως συγγραφέα».

Εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστες πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Όσο βρίσκεται στη Λίμα, ο Λιόσα διαβάζει, πέρα από τους Γάλλους, τους Άγγλους, τους Ιταλούς και τους Βορειοαμερικάνους, μονάχα περουβιανούς συγγραφείς. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς βιβλία άλλων λατινοαμερικάνων συγγραφέων. Τους Λατινοαμερικάνους θα τους γνωρίσει το 1960, όταν το ζευγάρι μετακομίζει στη γαλλική πρωτεύουσα.

«Στο Παρίσι αρχίζω να συναντώ λατινοαμερικανούς συγγραφείς που ζούσαν εκεί ή ήταν απλώς περαστικοί. Ανακαλύπτω έτσι μια πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνία, τον Κορτάσαρ, τον Καρπεντιέρ, τον Γκαρσία Μάρκες. Έγινα στενός φίλος του Χούλιο Κορτάσαρ που ζούσε στο Παρίσι. Θυμάμαι ότι είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αρχίσαμε να αποκτάμε λατινοαμερικάνικη συνείδηση μονάχα χάρη στο… Παρίσι: εκεί, στην καρδιά της Ευρώπης, ανακαλύπταμε ότι, η λατινοαμερικάνικη, είναι μια κοινότητα με κοινά προβλήματα, κοινό παρελθόν, κοινή ιστορία, κοι- νή γλώσσα. Η ιδέα των εθνικοτήτων είναι ίσως παντού συζητή- σιμη, αλλά στη Λατινική Αμερική είναι απολύτως παράλογη και τεχνητή. Θυμάμαι ότι εκείνα τα χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα τεύχος του περιοδικού Les lettres Nouvelles (ήταν ένα καλό λογοτεχνικό περιοδικό με διευθυντή τον Μορίς Ναδό), αφιερωμένο στη Λατινική Αμερική. Το κύριο άρθρο ήταν του Οκτάβιο Παζ, που έλεγε ότι το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Διότι μέσω της γαλλικής πρωτεύουσας, πολλοί λατινοαμερικάνοι συγγραφείς ανακάλυπταν τη Λατινική Αμερική ως πολιτιστική οντότητα. Αυτό ίσχυε εκατό τοις εκατό για μένα, και πολλούς άλλους της γενιάς μου».

Είναι, βεβαίως, τα χρόνια όπου γράφονται (κάποια έχουν ήδη γραφτεί) τα μεγάλα βιβλία της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, αυτά που θα κάνουν όλη την υφήλιο να παραληρεί. «Δεν ήταν πάντως ένα λογοτεχνικό κίνημα με κοινές αισθητικές αρχές· υπήρχαν μεγάλες διαφορές και μεγάλη ποικιλία γενεών. Κάποιοι συγγραφείς ήταν τότε εξήντα ή εβδομήντα χρονών, εμείς ήμασταν τριάντα. Ο κοινός παρονομαστής μας ήταν το αίσθημα ότι ήμασταν Λατινοαμερικάνοι, ότι ανήκαμε σε μια κοινότητα ετερογενή αλλά με κοινές ρίζες, και ότι μοιραζόμασταν μια κοινή οπτική για πολλά θέματα της διεθνούς πολιτικής και λογοτεχνικής σκηνής. Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρχε μετα- ξύ μας και μια πολιτική συγγένεια: ήμασταν όλοι αριστεροί, συμπαθούντες της επανάστασης του Κάστρο στην Κούβα».

Όλα άρχισαν να αλλάζουν στα μέσα της ίδιας δεκαετίας. «Τότε άρχισαν οι πρώτες διαφωνίες. Κάποιοι έγιναν περισσότερο κριτικοί με τα όσα συνέβαιναν στην Κούβα (ανάμεσά τους κι εγώ) αλλά μέχρι το τέλος του ’60 υπήρχε ένα είδος πολιτικής σύμπνοιας και συγγένειας. Μετά όλα άλλαξαν, υπήρξε μια μεγάλη ρήξη, κυρίως για πολιτικούς λόγους».

Ο υπόλοιπος όμως κόσμος δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαφορές, αυτές τις διαφωνίες. Στην Ευρώπη όλοι τρέχουν να διαβάσουν Λατινοαμερικάνους: είναι η επαναστατική διάθεση και η αισιοδοξία που φέρνει η επανάσταση του Κάστρο, είναι η μαγεία του καινούργιου, είναι και ο μύθος του μαγικού ρεαλισμού που, κακώς, θα θεωρηθεί κοινό χαρακτηριστικό όποιου λογοτεχνικού έργου ερχόταν από εκείνη την ήπειρο.

«Ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποια κλισέ για τον μαγικό ρεαλισμό. Για πολλά χρόνια κυριαρχούσε η εντύπωση ότι η λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία ήταν φαντασιακή, ότι ήταν μια λογοτεχνία που εμπνεόταν από την καθαρή φαντασία. Αυτό δεν ήταν ποτέ αλήθεια. Υπάρχουν μερικοί πολύ σημαντικοί συγγραφείς για τους οποίους το φαντασιακό στοιχείο είναι ουσιώδες, όπως ο Μπόρχες και ο Γκαρσία Μάρκες. Όμως για τους υπόλοιπους υπήρχαν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές αποχρώσεις. Πιστεύω, πάντως, ότι παρά τις τόσες διαφορές μας, το κοινό μας στοιχείο ήταν ότι ουσιαστικά είχαμε την ίδια ιδέα για τη λογοτε- χνία. Την ιδέα ότι λογοτεχνία δεν είναι απλώς η επινόηση πρωτότυπων χαρακτήρων και ιστοριών, αλλά η επινόηση πρωτότυπων μορφών ως προς τον χειρισμό του χρόνου και της οπτικής γωνίας. Και, φυσικά, για μας η γλώσσα και το ύφος ήταν απολύτως ουσιώδη. Αυτή, νομίζω, ήταν και η μεγάλη διαφορά μας από τους λατινοαμερικανούς συγγραφείς του παρελθόντος. Εκείνοι, με έναν πολύ ρομαντικό τρόπο, πίστευαν ότι το σημαντικό στη λογοτεχνία είναι να έχεις πρωτότυπη ιστορία και πρωτότυπους χαρακτήρες».

Η πόλη και τα σκυλιά άρχισε να γράφεται το 1958. Εκδίδεται το 1963 και από την αρχή θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του λατινοαμερικάνικου «μπουμ». Δίνει από την αρχή το στίγμα του συγγραφέα Βάργκας Λιόσα, έτσι όπως μέσα από την περιγραφή μιας στρατιωτικής σχολής ανεβαίνει επί σκηνής όλη η βία και ο αυταρχισμός που ζούσαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αλλαγή σκηνικού με το δεύτερο μυθιστόρημα, Το πράσινο σπίτι (1965), που πολλοί (κυρίως βορειοαμερικανοί κριτικοί) θεωρούν ότι είναι το αριστούργημά του: Αμαζόνιος, ένα μπορντέλο στη ζούγκλα, ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, η λογοτεχνική μεταφορά ενός ολόκληρου ανθρώπινου σύμπαντος. Το βιβλίο τιμήθηκε, δυο χρόνια αργότερα, με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Ρόμολο Γαλιέγος, τότε στην πρώτη του έκδοση, κερδίζοντας σε ψήφους τις υποψηφιότητες του Γκαρσία Μάρκες και του παλαίμαχου Χουάν Κάρλος Ονέτι.

Τρίτο βιβλίο, τρίτος λογοτεχνικός ογκόλιθος, το μυθιστόρημα Συζητήσεις στη Μητρόπολη (ελληνικός τίτλος Μα πώς πέσαμε τόσο χαμηλά;), το πιο πικρό βιβλίο του συγγραφέα, σκοτεινό πορτρέτο μιας δικτατορίας που μοιάζει να μην έχει τέλος. Άλλη αλλαγή κλίματος με το μυθιστόρημα Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες, μια σατυρική εκδοχή του Πράσινου σπιτιού, εμπνευσμένη από μια είδηση στην εφημερίδα που έλεγε ότι η περουβιανή κυ- βέρνηση είχε προσλάβει πόρνες για να ανακουφίζουν τους στρατιώτες που υπηρετούσαν στη ζούγκλα.

Στο πέμπτο βιβλίο του αυτοβιογραφείται, καθώς περιγράφει με μυθιστορηματικό τρόπο τον γάμο με τη θεία Χούλια: ένα απολαυστικό βιβλίο, από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του. Στο έκτο βιβλίο του, Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου (1981), ο Λιόσα δοκιμάζει, επίσης με επιτυχία, τις δυνάμεις του στο ιστορικό μυθιστόρημα. Τρία χρόνια αργότερα δίνει ένα μυθιστόρημα στο οποίο οι διαφορετικές οπτικές γωνίες καθορίζουν τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενό του. Το Μια ιστορία για τον Μάυτα που θυμίζει, ως οπτική, καλό τηλεοπτικό ρεπορτάζ, άνοιξε αφηγηματικούς δρόμους που ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, φαντάζουν πρωτότυποι.

Την ίδια χρονιά (1984) ο Λιόσα δέχεται να λάβει μέρος σε μια επιτροπή που συστήνει ο τότε πρόεδρος του Περού Φερνάντο Μελαούντε Τέρυ για τη διαλεύκανση του φόνου εννέα δημοσιογράφων σε ένα χωριό των Άνδεων. Τα συμπεράσματα του πορίσματος της επιτροπής –συμπεράσματα που αμφισβητήθηκαν έντονα τόσο από το Φωτεινό μονοπάτι όσο και από την κυβερνητική πλευρά– ήταν ό,τι χειρότερο για την πραγματικότητα του Περού: ότι τους δημοσιογράφους σκότωσαν οι ίδιοι οι χωρικοί, άξεστοι και πρωτόγονοι άνθρωποι που αντέδρασαν βίαια μπροστά στον φόβο του άγνωστου και του ξένου, δηλαδή της άφιξης των δημοσιογράφων. Η πρώτη αυτή εμπλοκή του Λιόσα στα πολιτικά της πατρίδας του θα γεννήσει το επόμενο μυθιστόρημά του Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο; (1986). Πιο ενδιαφέρον μορφικά το επόμενο μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες (1987), όπου χρησιμοποιεί δύο ειδών γραφές, μία για τον διανοούμενο αφηγητή και μία για τον βασικό ήρωα του βιβλίου, τον ινδιάνο «ιστορητή».

Ακολουθεί η δεύτερη εμπλοκή του Λιόσα στα πολιτικά της χώρας του. Στις 10 Ιουνίου του 1990 ο Λιόσα χάνει στις εκλογές του Περού, στις οποίες ήταν υποψήφιος για την προεδρεία. Βαθύτατα απογοητευμένος αλλά και με τη συνείδηση ότι στην ενεργό πολιτική ένας συγγραφέας είναι σαν ψάρι έξω από το νερό, ο Λιόσα παραδίδει δύο χρόνια αργότερα τα χειρόγραφα του μοναδικού μέχρι σήμερα πραγματικά αυτοβιογραφικού βιβλίου του (Το ψάρι στο νερό). Ακολουθούν άλλα μυθιστορήματα, μέχρι που το 2000 εκδίδει αυτό που θεωρείται το αριστούργημά του, το Η γιορτή του τράγου (2000). Είναι το βιβλίο στο οποίο κατορθώνει, περισσότερο από ποτέ, να παίζει με τον χρόνο και τις οπτικές αφηγηματικές γωνίες, συνδυάζοντας ταυτόχρονα με τον πιο πετυχημένο τρόπο τα πολιτικά, ψυχολογικά, ερωτικά και ιστορικά στοιχεία της ιστορίας του.

«Αυτή τη στιγμή καθόμαστε και συζητάμε τρεις άνθρωποι. Μπορούμε, με τη συζήτησή μας αυτή, να γράψουμε τρεις διαφορετικές ιστορίες, αφού ο καθένας μπορεί να τη διηγηθεί με τον δικό του τρόπο, με τη δική του οπτική γωνία. Αν μπορέσω να εκφράσω και τις τρεις αυτές οπτικές γωνίες, πιθανότατα θα έχω μια πολύ πιο “ανοιχτή” περιγραφή των γεγονότων. Και η περιγραφή αυτή θα γίνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αν ένας τέταρτος, ας πούμε ο φίλος που βρίσκεται πίσω από την κάμερα και μας κινημα-τογραφεί, θελήσει κι αυτός να περιγράψει τι γίνεται στην παρέα μας. Οι πιθανότητες γίνονται άπειρες, και η επιλογή που θα κάνει κάποιος είναι καθοριστική για την επιτυχία ή την αποτυχία της ιστορίας.

»Ανακάλυψα τη σπουδαιότητα της οπτικής γωνίας όταν άρχισα να διαβάζω Φόκνερ. Τότε είχα πάρει χαρτί και μολύβι και προσπάθησα να διακρίνω πώς παρατηρεί τον χρόνο και τις οπτικές του γωνίες. Ήταν για μένα ένα εντατικό μάθημα για τη φόρμα που πρέπει να έχει ή να μην έχει μια ιστορία. Και παρόλο που δεν με ενδιέφερε ποτέ η φόρμα αυτή καθεαυτή, κατάλαβα ότι μια επιτυχημένη φόρμα σου δίνει και μια επιτυχημένη ιστορία. Μια επιτυχημένη φόρμα σου δίνει περισσότερο ρεαλισμό, περισσότερη αυθεντικότητα και, βεβαίως, περισσότερη συγκίνηση και δραματικότητα.

»Σημαντική για μένα υπήρξε και η επιρροή του Σαρτρ. Ο Σαρτρ δεν ήταν καλός μυθιστοριογράφος (όταν, βέβαια, τον πρωτοδιάβασα πίστευα το αντίθετο), αλλά η άποψή του ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο ψυχαγωγία, κι ότι όταν γράφεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο μπορείς να επιφέρεις αλλαγές στη ζωή, υπήρξε καθοριστική για μένα. Μεγαλώνοντας στο Περού, κάποια στιγμή ανακάλυψα τα δραματικά κοινωνικά προβλήματα της χώρας, τις τεράστιες ανισότητες, την περιθωριοποίηση της πλειοψηφίας των Περουβιανών. Και τότε βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα δίλημμα: αναρωτήθηκα (όπως φαντάζομαι κάνουν ακόμα πολλοί νέοι του Τρίτου Κόσμου που έχουν κλίση προς τη λογοτεχνία) αν, από ηθική και πολιτική άποψη, είναι σωστό να αφιερώνεις τη ζωή σου στη συγγραφή, ειδικά όταν προέρχεσαι από χώρα με τόσα άλυτα προβλήματα. Ο Σαρτρ, τότε, υπήρξε πολύτιμη βοήθεια για μένα: έλεγε πως ναι, πως άξιζε τον κόπο, διότι η λογοτεχνία ήταν μια μορφή δράσης, διότι οι ίδιες οι λέξεις είναι πράξεις.

»Παρά το γεγονός ότι σήμερα οι νέοι συγγραφείς δεν πιστεύουν στη στρατευμένη λογοτεχνία, μολονότι θεωρούν ξεπερασμένο να πιστεύει κανείς ότι μπορείς να αλλάξεις την Ιστορία με ένα βιβλίο και θεωρούν ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι μόνο ψυχαγωγία, εγώ εξακολουθώ να έχω διαφορετική άποψη. Η λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο από ψυχαγωγία. Όσοι έχουμε μολυνθεί από το μικρόβιο της καλής λογοτεχνίας, ανακαλύ- πτουμε ότι μπορούμε και απολαμβάνουμε καλύτερα μια σειρά από πράγματα. Πιστεύω ότι αν έχεις διαβάσει καλή λογοτεχνία, ο τρόπος με τον οποίο βιώνεις π.χ. τον έρωτα είναι πιο πλούσιος σε σχέση με αυτόν που δεν έχει μια τέτοια εμπειρία. Όχι ότι ένα ποίημα θα προκαλέσει επανάσταση: όχι, τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Όμως είμαι απόλυτα πεισμένος ότι η λογοτεχνία έχει αντίχτυπο στη ζωή μας, στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγ- ματα: αναπτύσσουμε μια περισσότερο κριτική στάση απέναντι στον κόσμο, δεν μένουμε ικανοποιημένοι από τον αληθινό κόσμο, θέλουμε να τον αλλάξουμε. Γι’ αυτό και όλοι οι δικτάτορες, αριστεροί και δεξιοί, προσπαθούν πάντα να ελέγχουν τη λογοτεχνία. Είναι καχύποπτοι απέναντί της, κι έχουν απόλυτο δίκιο.

»Από την άλλη, η κακή λογοτεχνία μπορεί να σου προσφέρει ένα είδος ψευδαίσθησης, αυτή όμως η ψευδαίσθηση δεν οδηγεί πουθενά. Αντίθετα, είναι μια ψευδαίσθηση που διαστρεβλώνει την αλήθεια των πραγμάτων. Αντί να κάνει πλουσιότερη την ευαισθησία σου, μπορεί να την καταστρέψει ολοκληρωτικά. Αν διαβάζεις ανοησίες, κι αυτές αποτελούν τη μόνη σου πνευματική τροφή, πιθανότατα θα γίνεις κι εσύ ανόητος. Αν όμως θέλεις να αναπτύξεις τη σκέψη σου, τις γνώσεις σου, την ικανότητα να επικοινωνείς, χρειάζεσαι το όπλο της γλώσσας, την καλή γνώση της γλώσσας. Κι αυτή τη γνώση, σου την προσφέρει μόνο η καλή λογοτεχνία…»

Το διαμέρισμά του στη Μαδρίτη καταλαμβάνει τον τελευταίο όροφο ενός παλιού μεγάρου. Aπό τα μπαλκόνια του βλέπεις το μοναστήρι δε λας Ντεσκάλθας Ρεάλες, ένα μεσαιωνικό ανάκτορο, που η αδελφή του Φιλίππου Β΄ αποφάσισε να μετατρέψει σε μονή για μοναχές και γυναίκες που εργάζονταν στη βασιλική αυλή. Δίπλα σε αυτό που είναι το γραφείο του –η προέκταση του σαλονιού– μια μικρή βεράντα που θυμίζει τις χιλιάδες μικρές απρόσμενες βεράντες του κέντρου της Ρώμης.Το τραπέζι στο οποίο γράφει φιλοξενεί, εκτός από τα αγαπη- μένα του τετράδια, και μια συλλογή από ιπποπόταμους. Εδώ κά- θεται τα πρωινά και γράφει. Τα απογεύματα, αντίθετα, έχει ανάγκη από κόσμο, γράφει ή διορθώνει τα κείμενά του σε ένα καφενείο, με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να ξορκίζει τη μοναχική δουλειά του συγγραφέα με την ψευδαίσθηση της ανθρώπινης επα- φής, μολονότι συνήθως οι θαμώνες του καφέ στο οποίο συχνάζει σέβονται την ανάγκη του για συγκέντρωση και απομόνωση, και τον αφήνουν ήσυχο.

Στη Λίμα, στο διαμέρισμά του, σε μια συνοικία όχι μακριά από την περιοχή Μιραφλόρες, την οποία απαθανάτισε αρκετές φορές στα μυθιστορήματά του, έχει μια τεράστια βεράντα – θαρρείς ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι του σπιτιού είναι αυτή η βεράντα. Βλέπει στον ωκεανό. Η παραλία από κάτω –ένας ήσυχος δρόμος με ένα παρκάκι, σωστός παράδεισος για τις απογευματινές βόλτες των καλομαθημένων σκύλων της συνοικίας– άλλοτε ονομάζεται Παραλία Βάργκας Λιόσα κι άλλοτε όχι. Ανάλογα με το ποιος είναι δήμαρχος κάθε φορά κι ανάλογα αν συμπαθεί τον συγγραφέα. Μέσα στο διαμέρισμα όλα έχουν συρρικνωθεί για να χωρέσουν τα βιβλία του, το διαμέρισμα μοιάζει με μια τεράστια βιβλιοθήκη.

Καθόμαστε στη βεράντα. Ο Μάριο είναι όπως πάντα καλοδιάθετος, η Πατρίσια επίσης, όπως και να ’ναι, αυτή εδώ είναι η πατρίδα τους. Έχει περάσει ένας χρόνος από τη συνέντευξη στη Μαδρίτη, τα σημάδια έχουν φύγει από το πρόσωπο, του το λέω, «τώρα έπρεπε να κάνουμε τη συνέντευξη», απαντά.

Η συζήτηση γυρίζει πάλι στα πολιτικά. Στους πολιτικούς που άλλαξαν το πρόσωπο της Λατινικής Αμερικής. Ο Λιόσα ούτε αυτή τη φορά κρύβει τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του. Ο Λούλα της Βραζιλίας έχει όλη την εκτίμησή του. Ο Τσάβες τον απωθεί. Κάτι όμως αλλάζει στη Λατινική Αμερική, λέει, κι αυτή τη φορά, για πρώτη φορά, με δημοκρατικές διαδικασίες.

Στη Μαδρίτη, μετά τη συνέντευξη, μας προσκαλεί για φαγητό σε ένα «πριβέ» εστιατόριο, όχι μακριά από την Πλάθα Μαγιόρ. Στον δρόμο, περπατώντας, με τις κάμερες να προσπαθούν στα σκοτάδια να συλλάβουν κάθε βήμα μας (η Μικέλα έχει πιάσει κουβεντούλα με την Πατρίσια, κι ακολουθούν από πίσω), ο κόσμος τον αναγνωρίζει και του χαμογελάει. Μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας εδώ και χρόνια, ο Λιόσα είναι ταυτόχρονα ξένος και δικός τους, περισσότερο δικός τους παρά ξένος.

Στη Λίμα είμαστε και πάλι προσκεκλημένοι του. Αυτή τη φορά είναι ένα εστιατόριο που θυμίζει βρετανικά περίπτερα κήπων, πάνω στο κύμα. Κι εδώ, βεβαίως, τον αναγνωρίζουν και του χαμογελούν, είναι ένας δικός τους που με τα χρόνια κάπως αποξενώθηκε, διαισθάνεσαι μια αμοιβαία δυσπιστία αλλά είναι μονάχα μια διαίσθηση, η Ευρώπη είναι για όλους λίγο μακριά.

(Όλα αυτά, βεβαίως, πριν από το Νόμπελ. Διότι το Νόμπελ έχει τη δύναμη να επιβάλει συγγραφείς όχι μόνο σε ένα παγκόσμιο κοινό, αλλά και στη χώρα τους, εξαλείφοντας τις μικρές ή μεγάλες εκείνες τοπικές κακίες που δυσκολεύονται να αποδε- χτούν την αξία ενός συγγραφέα. Τώρα, φαντάζομαι, μετά το Νόμπελ, αν και ο Λιόσα στη διάρκεια της συγγραφικής ζωής του πήρε όλα τα μικρά και μεγάλα βραβεία που υπάρχουν, η παραλία κάτω από το σπίτι του θα συνεχίζει να φέρει για πάντα το όνομά του…)

Πίσω στη Μαδρίτη τις μέρες της συνέντευξης.

«Δεν ένιωσα ποτέ καμιά αντίφαση στο γεγονός ότι αισθάνομαι ταυτόχρονα Περουβιανός και Ευρωπαίος. Πάντα έβλεπα τη Λατινική Αμερική ως μια έκφραση, με διαφορετικές φυσικά αποχρώσεις, του δυτικού πολιτισμού. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά πιθανώς, με κάποιο μυστικό τρόπο, πάντα ήθελα να γίνω αυτό που τελικά έχω γίνει: ένας πολίτης του κόσμου που ζει σε διάφορα μέρη, που ζει σαν στο σπίτι του σε διάφορες χώρες, σε μια εποχή που τα σύνορα, έτσι κι αλλιώς, σιγά σιγά ακυρώνονται.

»Όσο για την περιβόητη σύγκρουση πολιτισμών, για την οποία τόση κουβέντα γίνεται, πιστεύω ότι μερικές φορές έχω περισσότερα κοινά στοιχεία με ανθρώπους του ισλαμικού ή του βουδιστικού κόσμου, παρά με κάποιους του δυτικού κόσμου, που είναι ο κόσμος μου. Ο Τρουχίλιο ανήκε στον δυτικό κόσμο. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν επίσης. Και δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με τέτοιου είδους ανθρώπους. Κι είμαι απόλυτα σίγουρος ότι στον ισλαμικό κόσμο υπάρχουν επίσης άνθρωποι που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα ήθελαν να ζουν σε μια ελεύθερη χώρα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μην έχουμε μια συλλήβδην άποψη για έναν πολιτισμό. Στερεότυπα αυτού του είδους, το μόνο που κάνουν, είναι να προκαλούν σύγχυση. Είναι καλύτερο να πιστεύουμε σε άτομα και όχι σε σύνολα, για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας…»

Η άποψη ότι ο Βάργκας Λιόσα είναι «δεξιός» άρχισε να ακούγεται μόλις ο συγγραφέας άρχισε να παίρνει τις αποστάσεις του από την Κούβα του Φιντέλ. Ενισχύθηκε όταν δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του Μάρκες με μαυρισμένο –από γροθιά του Λιόσα– μάτι, αποτέλεσμα ενός υποτιθέμενου πολιτικού καβγά (ενώ σήμερα όλοι πλέον ξέρουν ότι ο καβγάς πράγματι υπήρξε αλλά για εντελώς προσωπικούς λόγους). Φούντωσε όταν ο Λιόσα κατέβηκε υποψήφιος κατά του λαϊκιστή Φουτζιμόρι, ο οποίος τότε εμφανιζόταν ως αριστερός. Ο Φουτζιμόρι, στη συνέχεια, θα αποδειχθεί όχι μόνο ότι δεν είχε καμιά σχέση με την Αριστερά αλλά και ότι ήταν κοινός απατεώνας του ποινικού δικαίου, το στίγμα όμως του δεξιού παρέμεινε να ταλαιπωρεί τον Λιόσα.

Ο ίδιος δεν δείχνει να χολοσκάει ιδιαιτέρως με τους χαρακτηρισμούς αυτούς. «Θεωρώ τον εαυτό μου φιλελεύθερο. Αν κάποιοι θεωρούν ότι ο φιλελευθερισμός ανήκει στη Δεξιά, τότε τι να πω; είμαι δεξιός…» θα μας πει στη βεράντα του σπιτιού του, στη Λίμα. Ξέρει, άλλωστε, ότι όλοι αυτοί οι εύκολοι επικριτές, όλοι αυτοί που αρέσκονται να βάζουν ετικέτες στους συγγραφείς (ανάμεσά τους, ποιος ξέρει γιατί, και αρκετοί Έλληνες δημοσιογράφοι…), ελάχιστα έχουν διαβάσει το έργο του κι ελάχιστα ενδιαφέρονται για την αξία αυτού του έργου. Διότι, όποιος πραγματικά έχει διαβάσει Λιόσα, ξέρει ότι το έργο του είναι από την αρχή ως το τέλος (από εκείνο το αντιμιλιταριστικό Η πόλη και τα σκυλιά μέχρι το πιο πρόσφατο Το όνειρο του Κέλτη που αποτελεί έναν καταπέλτη κατά της αποικιοκρατίας αλλά και της κρατι- κής τρομοκρατίας) ένα βαθύτατα προοδευτικό έργο, μια λογοτεχνία που εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει προς το καλύτερο.

Από τα πιο εμβληματικά, από αυτή την άποψη, βιβλία του Λιόσα είναι το περίφημο Η γιορτή του τράγου. «Με αυτό το μυθιστόρημα ήθελα να κάνω απόλυτα σαφή μια σειρά από πράγ- ματα, και πρώτα απ’ όλα την πεποίθησή μου ότι μια δικτατορία διαφθείρει τους πάντες και τα πάντα, και ότι αυτή η διαφθορά αγγίζει την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Είναι σαν ένα δηλητήριο που μολύνει όλη την κοινωνία. Ήθελα επίσης να καταδείξω ότι οι δικτάτορες δεν είναι κάποια λάθη της φύσης, δεν είναι κάποια υπερφυσικά τέρατα. Συνηθίζουμε να κρατάμε αυτή την αμυ- ντική στάση, να θεωρούμε δηλαδή τους δικτάτορες τέρατα, να θεωρούμε ότι δεν είναι σαν εμάς. Αυτό είναι λάθος. Είναι σαν εμάς, εμείς τους δημιουργούμε. Διότι, είτε επειδή φοβόμασταν είτε επειδή ήμασταν οπορτουνιστές, δεν αντισταθήκαμε όταν μπορούσαμε, και τους αφήσαμε να εξελιχθούν, να γίνουν τέρατα. Αυτό είχε γίνει και με τον Τρουχίλιο. Το 1930 ήταν ένας φτωχοδιάβολος, οι Δομινικανοί θα μπορούσαν εύκολα να τον σταματήσουν, αλλά δεν το έκαναν. Βοήθησαν στη δημιουργία του ακόμα κι αυτοί που στη συνέχεια υπήρξαν θύματά του.

»Σήμερα δεν έχουμε τον Τρουχίλιο, έχουμε όμως τον Κάστρο. Συνεχίζει την ίδια ανελεύθερη παράδοση, παρότι χρησιμοποιεί μια διαφορετική ρητορική και δεν μιλάει για Δυτικό Χριστιανικό Πολιτισμό αλλά για Κομουνισμό. Ουσιαστικά όμως κάνει παρόμοια πράγματα με τον Τρουχίλιο. Αν υπάρχει μια σοβαρή διαφορά είναι ότι ο Τρουχίλιο κυβέρνησε για τριάντα ένα χρόνια, ενώ ο Κάστρο για πενήντα: έχει το ρεκόρ του μακροβιότερου δικτάτορα στη λατινοαμερικάνικη ιστορία. Και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να καταφερόμαστε εναντίον των μαύρων δικτατόρων και να είμαστε επιεικείς με τους κόκκινους δικτάτορες. Οι δικτατορίες δεν έχουν χρώμα».

Προηγούμενο άρθροΈρχονται τα Λογοτεχνικά Βραβεία του Αναγνώστη: 10 Ιουνίου 8μμ Μουσείο Μπενάκη
Επόμενο άρθροΠέθανε ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εξαιρετική η ‘κατάθεση’ – μαρτυρία του Αντ. Χρυσοστομίδη για τον ‘Λιόσα’. Του σφίγγω θερμά το χέρι από ‘δω. Αν με θυμάτα βέβαια ( γνωριστήκαμε στο Γ΄Συμπόσιο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια το Νοέμβριο του 1993 ).
    Θέμης Λιβεριάδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ