Οι πληγές της μεταπολεμικής δυτικογερμανικής πραγματικότητας (γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα)

0
333

γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα

Από τα κορυφαία  δείγματα της αντιφασιστικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Θάνατος στη Ρώμη» του Βόλφγκανγκ Κέπεν (Πομερανία 1906- Μόναχο 1996), το οποίο θέτει το ευαίσθητο θέμα των άκοπων ριζών του ναζισμού και του χιτλερισμού.

Ο Κέπεν εμφανίστηκε στη λογοτεχνία πολύ πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως η προπολεμική εποχή αποδείχτηκε δυσμενής για τη δημιουργική πορεία του. Στα χρόνια των ναζί σιώπησε για καιρό, μετακόμισε στην Ολλανδία, όπου έγινε μέλος της Ομάδας 47, και μόνο μετά το τέλος του Πολέμου, έχοντας εγκατασταθεί στο Μόναχο, έγραψε ξανά μυθιστορήματα που τον ανέβασαν στην πρώτη βαθμίδα των Γερμανών συγγραφέων. Στο έργο του συγκεντρώνονται οι καλύτερες παραδόσεις των παλαιότερων συγχρόνων του (Τόμας Μαν, Κάφκα, Μπρεχτ, Τζόυς κ.α.) Η περίφημη «Τριλογία της αποτυχίας» – «Περιστέρια στη χλόη» (1951), «Το θερμοκήπιο» (1953) και «Θάνατος στη Ρώμη» (1954) – στοχεύει στη νοοτροπία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και στις αρνητικές κοινωνικές εξελίξεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Στα ελληνικά, κυκλοφορούν από την «Κριτική» και σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή το πρώτο (2016) και πρόσφατα το τρίτο.

Ο Κέπεν εφάρμοσε στη λογοτεχνία του τον συμπιεσμένο αφηγηματικό χρόνο, τη συναισθηματική ένταση, μια προτίμηση σε συμβολισμούς και ζωηρές μεταφορές, όλα αυτά που χρησιμοποιεί και ο λίγο νεότερος Χάινριχ Μπέλ, από τους οξυδερκέστερους παρατηρητές της γερμανικής κοινωνίας. Έχει επισημανθεί ο σημαντικός ρόλος του Κέπεν στην εξέλιξη του κοινωνικοπολιτικού μυθιστορήματος. Τα έργα του μαρτυρούν την επίγνωση της ευθύνης του συγγραφέα για όσα συνέβησαν. «Κάθε γραμμή που έγραψα στρέφεται ενάντια στον πόλεμο, στην καταπίεση, την απανθρωπιά, τη δολοφονία. Τα βιβλία μου είναι τα μανιφέστα μου», έχει πει.

Η κινητήρια δύναμη αυτών των βιβλίων είναι η ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής δυτικογερμανικής πραγματικότητας, όταν πρώην ναζί έχοντας τινάξει από πάνω τους τις στάχτες των τερατωδών εγκλημάτων τους μπαίνουν δυναμικά στη νέα κατάσταση, διεισδύουν στον κρατικό μηχανισμό και κάπου στο βάθος να τρέφουν ελπίδες για εκδίκηση. Αυτό προκαλεί ένα κύμα σαρκασμού και οργισμένης αντίδρασης στα έργα του Κέπεν και άλλων συγγραφέων εναντίον εκείνων που τώρα προσπαθούν να ξεχάσουν, να απαλλάξουν τους εαυτούς τους από κάθε ευθύνη, να καλύψουν το ηθικό κενό πίσω από το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα».

Ένα τέτοιο μυθιστόρημα – «μανιφέστο» είναι το «Θάνατος στη Ρώμη», το οποίο εγείρει το πιεστικό πρόβλημα της μεταπολεμικής ύπαρξης της Γερμανίας με το «οικονομικό θαύμα», τη χαλαρή μνήμη, την αποκρουστική ικανότητα των πρώην ναζί να παριστάνουν τους αξιοσέβαστους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα γεγονότα δεν διαδραματίζονται στην ίδια τη χώρα, αλλά στη Ρώμη, την Αιώνια Πόλη που έχει δει πολλά στη ζωή της από την εποχή του Καίσαρα. Τώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, συρρέουν από διαφορετικούς δρόμους δήμιοι και θύματα, αδιάφοροι και αθώοι. Όλοι οι ήρωες του μυθιστορήματος διασταυρώνονται κατά τη διάρκεια μόλις τριών ημερών στα αξιοθέατα, στα πολυτελή ξενοδοχεία της Βία Βένετο και τα μπαρ. Πρώτος και καλύτερος ο Γκότλιμπ Γιούντεγιαν, πρώην στρατηγός των SS, διαβόητος εγκληματίας πολέμου ο οποίος, καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο στη Νυρεμβέργη, έχει διαφύγει στη Μέση Ανατολή όπου εμπορεύεται τί άλλο, όπλα. Φτάνει κρυφά στην πόλη των θεών για να συναντήσει την οικογένειά του κι όταν δεν πηγαίνει να δει την όμορφη Λάουρα σε ένα μπαρ – στέκι ομοφυλοφίλων, αναζητά τη φασιστική κληρονομιά του Μουσολίνι.

Σε κάθε σελίδα του, το «Θάνατος στη Ρώμη» αποπνέει μίσος για τον φασισμό. Ο Γιούντεγιαν ενσαρκώνει τον θάνατο στην πιο απάνθρωπη μορφή του. Είναι «ο ίδιος ο θάνατος». Με ευχαρίστηση ζωντανεύει σκηνές των θηριωδιών του. Είναι τρομακτικός και μαζί ένα «μαγικό μηδενικό». Βλέπουμε σ΄αυτόν μια κτηνωδία, απέραντη έπαρση, αχαλίνωτη επιθυμία να αναβιώσει «το φάντασμα του εθνικού μεγαλείου, της φυλετικής υπεροχής και της εκδίκησης για την ταπείνωση» και ταυτόχρονα μια πνευματική εξαθλίωση. Ο συγγραφέας δεν υποβαθμίζει καθόλου τον κίνδυνο τέτοιων εμπόρων θανάτου στη νέα εποχή. Ο χθεσινός τιμωρός, ο σημερινός έμπορος όπλων. Ακόμη και λίγο πριν το θάνατό του σκοτώνει μια αθώα Εβραία, κορυφώνοντας την εγκληματική του δράση για την «τελική λύση» – «Η διαταγή του Φύρερ είχε εκτελεστεί». Αποδεικνύεται ότι ήταν αυτός που είχε εξοντώσει και τον πατέρα της Ίλζε τη Νύχτα των Κρυστάλλων.

Από κοντά και η σύζυγος του Γιούντεγιαν, η Εύα η οποία, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, θρηνεί με οδύνη τον Φύρερ και τον εθνικοσοσιαλισμό περιμένοντας εκδίκηση. Είναι από εκείνες τις γυναίκες που γαλουχήθηκαν με το Τρίτο Ράιχ, τις ξανθές Βαλκυρίες εμποτισμένες με την άρια ιδεολογία. Στη Ρώμη, ο Γιούντεγιαν συναντά ανθρώπους έτοιμους να εκτελέσουν κάθε εγκληματική διαταγή του. Ανάμεσά τους, ο ανιψιός του Ντίτριχ, ένας νεαρός καριερίστας που στερείται εντελώς ηθικών αρχών και πιστεύει ότι η στενή σχέση με τον δήμιο θείο σύντομα θα αποτελεί το ατού του. Παρών και ο πατέρας του, Φρίντριχ Πφάφρατ, ο οποίος την εποχή του χιτλερισμού κατείχε εξέχουσες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και στη Γερμανία του Αντενάουερ είναι δήμαρχος μεγάλης πόλης, με «δημοκρατική εκλογή». Αυτός ο «αποναζιστικοποιημένος καιροσκόπος» υπόσχεται ότι θα διευκολύνει την επιστροφή του κουνιάδου του στην πατρίδα και μια γενναία σύνταξη.

Στο μυθιστόρημα εγείρεται κι ένα άλλο θέμα, όχι λιγότερο σημαντικό από το νεοναζισμό, κι αυτό αφορά στους «πατέρες και γιούς». Η σχέση μεταξύ των γενεών στη μεταπολεμική Γερμανία απασχολεί τον Κέπεν όπως και άλλους ομοτέχνους του. Εκτός από τον επικίνδυνα αφελή Ντίτριχ, η νεότερη γενιά εκπροσωπείται επίσης από τον Ζίγκφριντ Πφάφρατ και τον Άντολφ Γιούντεγιαν. Ο πρώτος, ένας ταλαντούχος και πρωτοπόρος νεαρός συνθέτης, αναμένει τη συναυλία με την εκτέλεση του έργου του, υπό την διεύθυνση του διάσημου μαέστρου Κίρενμπεργκ. Ο δεύτερος, αντιδρώντας στην απανθρωπιά των γονιών του, έχει στραφεί στη θρησκεία και περιμένει τη χειροτονία του ως διάκονος. Ελπίζει ότι φορώντας το ράσο θα μπορέσει να καθαρίσει τον εαυτό του από κάθε σχέση με τη «συμμορία των δολοφόνων».

Σε κάποιο βαθμό, οι Ζίγκφριντ και Άντολφ αποτελούν τους αντίποδες στο μυθιστόρημα. Δεν δέχονται τον ναζισμό και ταυτόχρονα νιώθουν έναν ακαταλόγιστο φόβο για αυτόν. Έχουν βρει τη δύναμη να έρθουν σε ρήξη με τις  οικογένειές τους, αλλά αδυνατούν να απαλλαγούν από το αίσθημα της ενοχής για τα εγκλήματα των πατέρων τους και αυτό το συναίσθημα τους στερεί την πίστη στη ζωή και σκοτεινιάζει τον δρόμο τους προς το μέλλον. Η ανάγκη εξιλέωσης για τις αμαρτίες των άλλων παίρνει μερικές φορές παθολογικές μορφές.

Ο Ζίγκφριντ εξελίσσεται σε κύριο χαρακτήρα του μυθιστορήματος και πιο κοντινό στον συγγραφέα. Μέσα από τα μάτια του ο Κέπεν κοιτάζει τα γεγονότα. Ένας εσωτερικός μονόλογος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μπαίνει στο στόμα του συνθέτη, με μια παθιασμένη καταδίκη όλων εκείνων που ευθύνονται για όσα συνέβησαν, αλλά και με μια απαισιοδοξία που παραπέμπει στη ματαιότητα. Απορρίπτει τη Γερμανία, δεν τον χωρά η Ρώμη, αλλά δεν βρίσκει μια θέση σε έναν σκληρό κόσμο, κορεσμένο από τις μυρωδιές του πολέμου. Έχοντας παραδοθεί στη δύναμη της μουσικής, ζει μια δημιουργική  αναζήτηση. «Πειραματιστείτε… μπορεί να βρείτε έναν νέο ήχο», τον παροτρύνει ο μαέστρος Κίρενμπεργκ, ένας ακόμη που εγκατέλειψε  τη ναζιστική Γερμανία και ζει με την Εβραία σύζυγό του Ίλζε στη Ρώμη. Στον ξεχωριστό χαρακτήρα του Ζίγκφριντ βλέπουμε την αδυναμία ενός προικισμένου καλλιτέχνη να προσαρμοστεί με ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, τον κατακερματισμό της συνείδησης, την αίσθηση της τραγωδίας της ύπαρξης.

Ο Άντολφ; Αυτός έχει αφοσιωθεί στην εκκλησία, αλλά είναι ακόμη λιγότερο έτοιμος να αντισταθεί στις δυνάμεις του κακού. Σκεπτόμενος το ναζιστικό παρελθόν του πατέρα του και όλες τις θηριωδίες, αμφιβάλλει αν, φορώντας τα άμφια, έχει πραγματικά αποστασιοποιηθεί. Οι αμφιβολίες του, ωστόσο, δεν ενισχύουν τη θέλησή του προς μια πιο ενεργή δράση. Τόσο ο Ζίγκφριντ όσο και ο Άντολφ είναι νέοι άνθρωποι που κουβαλούν μέσα τους την απόρριψη, την καταδίκη της φιλοσοφίας και της στάσης ζωής των πατεράδων τους, όμως η διαμαρτυρία τους είναι πιο εσωτερική. «Μου φαινόταν ήδη πια αδύνατο να αλλάξει η Γερμανία, μπορούσες μόνο να αλλάξεις τον εαυτό σου…»  Η δωδεκάφωνη μουσική του Ζίγκφριντ είναι μια εξέγερση, αλλά, όπως και η ζωή του, έχει παραφωνίες, στερείται αρμονίας. Ίσως η απογοήτευση και η απαισιοδοξία των δύο χαρακτήρων να εκφράζει και τον ίδιο τον συγγραφέα.

Σε κάθε περίπτωση, έστω και μέσα από ένα εσωστρεφές περιεχόμενο και νόημα που όμως κάνουν το ιδιαίτερο ύφος αυτού του μυθιστορήματος αξέχαστο, ο Κέπεν σκιαγραφεί μια ευρεία και πολύπλευρη εικόνα του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Τα μέσα που χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει τις σκέψεις του για τη νέα κατάσταση είναι σύντομες σαν ψιλοκομμένες προτάσεις, φράσεις που ουρλιάζουν, εικόνες που μένουν στη μνήμη, βαθειά εχθρότητα για το φασισμό, καυστικός σαρκασμός και ειρωνεία.

Ο Κέπεν «παίζει» με πολλές αντιθέσεις. Μια από αυτές και η πιο ισχυρή κρύβεται στο όνομα Γκότλιμπ Γιούντεγιαν: ο μικρός Γκότλιμπ (στα γερμανικά: αγαπητός από τον Θεό) και ο άγριος Γιούντεγιαν συνυπάρχουν σε μια εικόνα, αντανάκλαση της αντίθεσης του κόσμου. Η απουσία του φόβου που καθοδηγεί τον Γιούντεγιαν σε όλη του τη ζωή είναι απλώς μια προσπάθεια να κρυφθεί από εκείνον τον μικρό Γκότλιμπ που ένιωθε πάντα φόβο για τον κόσμο. Ως ενήλικας εκτελεί διαταγές και δίνει διαταγές υπακούοντας στις άνωθεν εντολές. «Όταν φορούσε τη στολή ξεπερνούσε τις αναστολές του μικρού Γκότλιμπ». Παραδόξως, πατέρας και γιός, Γιούντεγιαν και Άντολφ, έχουν την ίδια ουσία. Ο τελευταίος χρειάζεται επίσης κάποιον να διαχειρίζεται τη ζωή του και επομένως το ιερατικό ένδυμα δεν διαφέρει από τη στολή του στρατηγού, πίσω από το οποίο καλύπτει τη σύγχυσή του.

Έτσι ο συγκλονιστικός «Θάνατος στη Ρώμη» παρουσιάζει τρεις αξέχαστους χαρακτήρες – Γιούντεγιαν, Ζίγκφριντ και Άντολφ – στους οποίους ο Κέπεν προσωποποιεί πτυχές του προβλήματος. Καθένας τους είναι ένα είδος αρχέτυπου στη γερμανική μεταπολεμική κοινωνία μέσα σε ένα μυθιστόρημα που έχει μια χροιά ιστορικής ανάλυσης με κοινωνικο-ψυχολογικό βάθος και με ανελέητα ερωτήματα που, ενώ έθεσε ο συγγραφέας πριν από έξι δεκαετίες, μοιάζουν επίκαιρα. Ένα επικό μυθιστόρημα που στην αρχή τουλάχιστον συνάντησε δυσπιστία μέχρι να γίνει αποδεκτό ως ένα από τα κορυφαία έργα της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας, όπως διαβάζουμε στο εκτενές Παράρτημα του βιβλίου από τον μεταφραστή Βασίλη Τσαλή.

 

Wolfgang Koeppen,Θάνατος στη Ρώμη, μτφρ. Βασίλης Τσαλής, Κριτική 

Προηγούμενο άρθροΗ δική τoυς Νέκυια  (της Ελένη Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο συγγραφέας Ντέιβιντ Λοτζ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ