του Ηλία Καφάογλου (*)
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης (Ελύτης), κλάσεως 1932, επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο Α’ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α’ Σώματος Στρατού (Α’ ΣΣ) υπό τη διοίκηση του Αντιστράτηγου Παναγιώτη Δεμέστιχα: «Α’ Στρατολογικόν Γραφείον Αθηνών. Βεβαίωσις. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Αλεπουδέλης Οδυσσεύς κατετάγη την 28ην Οκτωβρίου εις το Στρατηγείον Α΄ Σώματος Στρατού […] Εν Αθήναις τη 4η Απριλίου 1941» –«Η ώρα τρεις της νύχτας/ λάλησε μακριά πάνω απ’ τα παραπήγματα [το Σύνταγμα Αθηνών] ο πρώτος πετεινός». « Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί», επισημαίνει ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Αλεπουδέλης. «Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας ένα ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει αν μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το Άξιον Εστί».
Ομολογεί αργότερα ο ποιητής του Ανθυπολοχαγού -εκεί όπου εισβάλλει το δραματικότερο, ασφαλώς, πρόβλημα του ανθρώπου και της ποίησης, ο θάνατος, ο βίαιος θάνατος- την παράξενη αντίδρασή του στον κίνδυνο, το ρόλο της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε ώρες έσχατης «αθλιότητας των μισερών ανθρώπινων έργων»: «Ζητούσα μια παρηγοριά πέραν από τα όπλα ή την ατομική τύχη του καθενός μας. Και την έβρισκα σε μια δύναμη άλλη, που ξέρει να γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, συνείδηση μέσα στον παραλογισμό, διάρκεια μέσα στην αθλιότητα των μισερών ανθρώπινων έργων. Πρόκειται για ένα αίσθημα εμπιστοσύνης που σου γεννά για τη ζωή η δυνατότητα της Τέχνης να την αναπλάθει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, να σε πείθει ότι όλα είναι, από ένα σημείο και πέρα, εφικτά». Λόγου χάριν, « Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου // […] Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται // […] Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια», γράφει ο Ελύτης στη σύνθεσή του Ήλιος ο πρώτος, η οποία γονιμοποιείται στο μέτωπο το 1941, πριν αποδεχτεί τον πόλεμο ως θέμα τέχνης στον Ανθυπολοχαγό –που σχεδιάζεται από τον Ιούλιο του 1942, για να δημοσιευθεί το φθινόπωρο του 1945- αυτόν τον οποίο ανυψώνει στο Πάνθεον των Ηρώων, αλλά παραμένει ανώνυμος, σε ρήξη με την παραδοσιακή μορφή της εθνικής αφήγησης της Ιστορίας, την «”κατεψυγμένη” αλήθεια» – τη νύχτα δεν την ακολουθεί η μέρα, μένει «φοβερή ανωνυμία θανάτου», τη νύχτα έχουν προετοιμάσει όλοι όσοι δημιουργούν «ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται», οι καιροί, έχει επισημάνει η Τζίνα Πολίτη, «καλούν τον ποιητή ν’ αναλάβει ως μάρτυς το χρέος συγκρότησης μιας ιστορικής αφήγησης που θα επουλώσει το νέο βαθύ τραύμα του συλλογικού σώματος, και θα μείνει κληρονομιά» στις επόμενες γενιές. «”Βλέπεις” είπε “είναι οι Άλλοι / και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα/ και δεν γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ”, διαβάζουμε στο Άξιον Εστί – σαφής αναφορά και εγκώμιο στους «συντρόφους», ουσιαστικό με ξεχωριστή πολιτική φόρτιση στον Ελύτη τον Σεπτέμβριο του 1945, οπότε δημοσιεύει τον Ανθυπολοχαγό, που είχε αρχίσει να γράφει τον Ιούλιο του 1942: «Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων// […] “Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει”, αναφορά και στους συντρόφους του ανθυπολοχαγούς.
Στην Κέρκυρα
Κάποιους από αυτούς είχε συναντήσει ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης στη Σχολή Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα. «Αρχές του 1937 η τύχη το έφερε να σκορπίσουμε. Ο Κατσίμπαλης στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, εγώ στην Κέρκυρα, μαθητής στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, απομονωμένος επάνω στο Φρούριο», θυμάται και γράφει ο ποιητής στο « Χρονικό μιας Δεκαετίας» – ο Ελύτης εκπαιδεύτηκε στη Σχολή από τις 8 Ιανουαρίου έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1937, οπότε, «καμένος από τον ήλιο και με χρυσές επωμίδες», επέστρεψε στην Αθήνα, χάρη στη βοήθεια και μεσολάβηση της Ελένης Βλάχου, και τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στον 6ο Λόχο του ΙΙ Τάγματος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο έδρευε στο Πικέρμι. Προς επιβεβαίωση των ημερομηνιών πολύτιμος, αποδεικνύεται, αρωγός μας η κερκυραϊκή εφημερίδα Δύναμις: στις 17 Ιανουαρίου 1937, ο αναγνώστης τότε και εμείς σήμερα, πληροφορούμαστε ότι «από 8-10 τρέχοντος μηνός εγένετο η κατάταξις των μαθητών κληρωτών Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζ. Κερκύρας […] Ο στρατωνισμός, ο ιματισμός και η εν γένει διατροφή μετά των σκευών, είναι απαράμιλλα της Σχολής Ευελπίδων» , ενώ το φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου μας πληροφορεί πως «την 9ην και 10ην τρέχοντος μηνός, ανεχώρησαν οι μαθηταί Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κερκύρας διά τας έδρας των Σωμάτων εις ας ετοποθετήθησαν διά την πρακτικήν υπηρεσίαν των ως δοκίμων αξιωματικών».
Οκτώ μήνες στην Κέρκυρα δεν παρέλειψε, σε κάθε σχεδόν ευκαιρία, σε κάθε κυριακάτικη έξοδο, να επισκέπτεται το νησί, με ξεναγό, συχνά πυκνά επί τροχών, τον δημοσιογράφο Κώστα Δαφνή, αδελφό του Γρηγόρη, αλλά και τον Ευάγγελο Λουίζο, ο οποίος υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ως διοικητής λόχου πολυβόλων, και τον Ανδρέα Εμπειρίκο -με τον οποίο ο Ελύτης, θυμίζω, συνδέεται με δεσμούς ισχυρότατους-, που τότε είχε επισκεφθεί το νησί, και τον Λώρενς Ντάρελ, επί τροχών αυτός με μια παλιά Ντοτζ, ένα ταξί που οδηγούσε ο υπηρέτης των Ντάρελ, Σπύρος Χαλικιόπουλος. Επί τροχών, αλλά και διά θαλάσσης βρίσκεται εποχούμενος ο Ελύτης στην Κέρκυρα, πράγματι, «ήδη ανέμου βοηθούντος και κώδωνος ηχούντος, τραβώ στον ανήφορο της Αδριατικής και φτάνω εύκολα στων Αγίων Σαράντα το ύψος» , όπως ο ίδιος μας εξομολογείται στο «Επιστροφή στην παρ’ ολίγον Ελλάδα».
«Πολλές φορές μ’ έπιανε απελπισία», ομολογεί αργότερα ο Ελύτης σε σχέση με τις εμπειρίες του στη Σχολή, «όχι τόσο για τις ατέλειωτες, εξαντλητικές πορείες, τις ζεύξεις των μουλαριών, τις λιπάνσεις των όπλων, όσο για την αδυναμία να μείνω μονάχος μου έστω κι ένα λεπτό, να σκεφτώ τα δικά μου προβλήματα, να θυμηθώ τα παλιά μου μεράκια», την ποίηση, τα βιβλία, πάντοτε το σαράκι της γραφής να τον κατατρώει – στην Κέρκυρα, ο Φίλιππος Φιλίππου, υποψιάζεται ότι ο Ελύτης άρχισε να γράφει το δοκίμιό του «Federico Garcia Lorca»…
Στο Α΄ Σώμα Στρατού
Το Α’ ΣΣ, για να επανέλθουμε σε αυτό και στην Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940, αποτελείτο από τις παρακάτω μονάδες: τη ΙΙ Μεραρχία Αθηνών, την ΙΙΙη Μεραρχία Πατρών (που ολοκλήρωσε την επιστράτευσή της και υπήχθη στο Σώμα στις 17/11/1940) και την ΙV Μεραρχία Ναυπλίου (που υπήχθη στο Σώμα στις 4/12/1940). Αργότερα (12/11/1940) συμπεριέλαβε και την VIII Μεραρχία.
Επίσης, το εν λόγω Σώμα διέθετε το Α’ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, την Ε’ Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, το Α’ Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού, τη Μοίρα Οβιδοβόλων Σκόντα των 150 χιλ., 4 Λόχους Αντιαεροπορικών (Α/Α) πολυβόλων, το 1ο Σύνταγμα Α/Α Πυροβολικού, τη 15η Μοίρα Α/Α Πυροβολικού, μία Πυροβολαρχία Αντιαρματικού (Α/Τ) Πυροβολικού Δαγκλή των 75 χιλ., την Α’ έφιππη Ομάδα Αναγνωρίσεως, το Α’ Τάγμα Μηχανικού, τους Α1 και Α2 Λόχους Διαβιβάσεων, 2 Λόχους Ασφαλείας Συγκοινωνιών, την Α’ Μικτή Μοίρα Αυτοκινήτων (αποτελούμενη από 2 Λόχους 94 ελαφρών φορτηγών και 1 Λόχο 42 Υγειονομικών οχημάτων, με πιθανούς τύπους Hansa-Lloyd των 2 τόνων, ορισμένα εκ των οποίων ήταν διασκευασμένα ως υγειονομικά, και Fiat 618 των 1 και 1/4 τόνου διασκευασμένα ως υγειονομικά) και τον 1ο Όρχο Αυτοκινήτων1.
Σύμφωνα με τη Στρατηγική Διάταξη του Σχεδίου Εκστρατείας ΙΒα [«Μεταβλητή ΙΒα»], το Α’ ΣΣ αποτελούσε γενική εφεδρεία, στην περιοχή Καλαμπάκας, στη διάθεση του Αρχιστρατήγου2.
Ο Ελύτης «ήταν ο πρώτος, μαζί μ’ έναν συνταγματάρχη, που άνοιξαν τον φάκελο με τη διαταγή της επιστράτευσης», καταθέτει ο Κίμων Φράιερ – «αξίζει αν είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές» , σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Γ. Θεοτοκάς. Στο μέτωπο, στην πρώτη ή στη δεύτερη γραμμή, βρέθηκαν, εκτός από τον Ελύτη, ο ζωγράφος Γ. Τσαρούχης –ο οποίος ζωγράφιζε καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών, αλλά και πορτρέτα μαχητών–, ο Α. Τερζάκης, ο Στ. Ξεφλούδας, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, ο Γ. Σαραντάρης, ο Ν. Καββαδίας, ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Γ. Μπεράτης, ο Γ. Μαρής, ο Λ. Ακρίτας, ο Ν. Βρεττάκος, Α. Κοββάτζης, ο Α. Καραντώνης, οι νεότεροι Α. Βλάχος, Τ. Σινόπουλος, Α. Δικταίος, ο Λευτέρης Ιερόπαις -«Εδώ οι χακί στολές κι αντίκρα οι πράσινες,/ στο δάσος κάποιο ελάτι που καιγόταν…/Θολό το φεγγαρίσιο φως… και υπόκωφο/ το σκάψιμο απ’ το λάκκο π’ ανοιγόταν // […] Κι αυτοί με τα σπασμένα πόδια σέρνονταν, / με τα σπασμένα χέρια περπατούσαν/ κι οι λαβωμένοι στην κοιλιά. Νερό! Νερό! / Ρούφαγαν μια γουλιά και ξεψυχούσαν», διαβάζουμε στο «Πολεμικό τοπίο» του τελευταίου. Προφανώς, από όσα σήμερα ξέρουμε, δεν πρόκειται για τους «βολεμένους», αυτούς που ο μετέπειτα λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος συνάντησε στα «Έμπεδα» Αθηνών στις 25 Νοεμβρίου 1940: «Ένα σωρό φαντάροι έχουν “βολευτή” εκεί μέσα. Μ’ ένα μπιλιετάκι, μ΄έναν γνωστό, από δω και από κει, τα κατάφεραν. Τώρα είναι ήσυχοι. Είναι όλοι τους από αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, και πολλοί έρχονται στο Γραφείο τους με ιδιόκτητη κούρσα. Τους ξεχωρίζεις από τα καλοχτενισμένα μαλλιά, τα μεταξωτά πουκάμισα, τα καλοβαλμένα φανταρίστικα, και το ρολόι του χεριού. Τους ξεχωρίζεις, ακόμα, από το ακατάδεχτο ύφος τους και την απροθυμία τους να σε εξυπηρετήσουν». Όλοι οι «σύντροφοι» του Ελύτη οιστρηλαντούνται, λογοτεχνικώ τω τρόπω, από το «έπος» – σε ό,τι αφορά στα ποιήματα ή στιχουργήματα, «κατά κανόνα πρόκειται για ποιήματα γνήσιας συναισθηματικής θερμοκρασίας, αλλά πρόχειρης και ρητορικής κατασκευής», σημειώνει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης3. .
Η πορεία προς το μέτωπο
29 Οκτωβρίου 1940: Τοποθετείται στη Διλοχία Διοικήσεως του Στρατηγείου του Α’ ΣΣ στο Ψυχικό.
5-9[;] Νοεμβρίου 1940: Το Στρατηγείο του Α’ ΣΣ και οι οργανικές μονάδες του μετακινούνται στην περιοχή Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών. «Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά/ Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. // Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό/ Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου// Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού»4. O Σωματάρχης και το επιτελείο του πρέπει να μετακινήθηκαν με τα επιβατικά και τα άλλα οχήματα της Διμοιρίας Αυτοκινήτων του Στρατηγείου. Η Διλοχία Διοικήσεως μετακινήθηκε είτε με τη χρήση των οργανικών μονάδων Α’ Μοίρα και 1ος Όρχος Αυτοκινήτων διά μέσου της αμαξιτής οδού Αθήνα-Λάρισα-Καλαμπάκα, ή με τη χρήση σιδηροδρομικών συρμών της γραμμής Αθήνα-Λάρισα-Καλαμπάκα.
Το πλέον πιθανόν είναι η μετακίνηση να έγινε με συνδυασμό των δύο παραπάνω μέσων, όπως, εξάλλου, με συνδυασμό των μεταφορικών μέσων διεξάγεται η προώθηση του Ελληνικού Στρατού προς το μέτωπο, παρά τις ανεπάρκειες του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου – λόγου χάριν, δεν είχε πραγματοποιηθεί η προέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου έως την Άρτα, «αλλά και δρόμο της προκοπής δεν έχει. Είναι ένας δρόμος για αυτοκίνητα και κάρρα, όχι ασφαλτοστρωμένος αλλά ούτε και επισκευασμένος».
Οι στρατιώτες, ύστερα από το Αγρίνιο, την Καλαμπάκα, τη Φλώρινα, όπου κυρίως με το τραίνο φτάνουν, πεζοπορούν για να φτάσουν στο μέτωπο – λίγοι αφικνούνται με αυτοκίνητο κι αυτοί, πάντως, όχι μέχρι την πρώτη γραμμή. Κάποιοι από τους επιστρατευμένους φαντάρους καλύπτουν ίσως και περισσότερα από 300 χιλιόμετρα πορείας για να φτάσουν στην πρώτη γραμμή, ύστερα από έναν μήνα – «σαπίσαμε περπατώντας», γράφει ο Δημήτριος Λουκάτος στις 4 Φεβρουαρίου 1941. Έχει αναχωρήσει από την Αθήνα μόλις στις 31 Ιανουαρίου από το σταθμό στο Ρουφ στις 21.00 – «ένα μακρύ τραίνο, όλο κόκκινα φορτηγά βαγόνια μας περιμένει [… ] “άνδρες 18, ίπποι 4”»-, έφτασε στη Λάρισα στις 8.00 το επόμενο πρωί, στο Πλατύ στις 12 το μεσημέρι και στη Φλώρινα στις 4 το απόγευμα την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 1941, είκοσι ώρες ταξίδι από το Πλατύ. Από τη Φλώρινα ο Λουκάτος και οι συμπολεμιστές του επιβιβάζονται σε 60-70 αυτοκίνητα, πρώην λεωφορεία, αυτό στο οποίο ο Λουκάτος επιβαίνει γράφει στο πλάι «Λεωνίδιον-Σπάρτη». Περνούν τον κάμπο της Κορυτσάς, ο δρόμος επισκευάζεται από συνεργεία Αλβανών και φτάνουν στην Κορυτσά, στην «Αθήνα του μετώπου». Από εκεί αρχίζει η τελική φάση της πεζή πορείας προς το μέτωπο.
Ο Μιχαήλ Βλοντάκης, πάλι, για να σταθούμε σε άλλο έναν φαντάρο στην πορεία του για το μέτωπο, αναχωρεί στις 16 Νοεμβρίου 1940 από τις Μουρνιές και πάει πεζή στη Σούδα και από εκεί ακτοπλοϊκώς στη Θεσσαλονίκη. Πηγαίνει πεζή στη Ν. Μαγνησία και από εκεί σιδηροδρομικώς φτάνει στο Αμύνταιο στις 25. Ύστερα περπατά για τη Λακκιά, το Μυλοχώρι, την Κλεισούρα, όπου βρίσκεται στις 6 Δεκεμβρίου, και μετά στο ‘Αργος Ορεστικόν στις 8 Δεκεμβρίου. Συνεχίζει να περπατά έως και 50 χλμ. την ημέρα, έως ότου λάβει το βάπτισμα του πυρός στην Κλεισούρα πάλι στις 27 Ιανουαρίου 1941. Πατάει επί τροχών σε δρόμο αμαξιτό στις 14 Μαρτίου, στο δρόμο για τα Ιωάννινα.
Ο έφεδρος ανθυπίατρος Θεόδωρος Ηλέκτρης, τώρα, ξεκινά με το τραίνο από τη Θεσσαλονίκη για το Αμύνταιο την 1 Νοεμβρίου, από εκεί, μέχρι τις 5 Νοεμβρίου, κινείται έφιππος και πεζός μέχρι το χωριό Κούλα, ύστερα από πορείες 20 και 35 χλμ., και μετά φτάνει στο χωριό Ροδιά, ύστερα από άλλα 30 χλμ. πορεία, πριν φτάσει, ύστερα από 50 χλμ., στις 8 Νοεμβρίου στο Ντούτσικο και μετά, δύο μέρες αργότερα, στη Σαμαρίνα, πάντοτε πότε έφιππος και πότε πεζός, πριν ξεκινήσει, στις 30 Νοεμβρίου, να καταλάβει θέση στην πρώτη γραμμή.
Ανυπομονούν, ωστόσο, οι φαντάροι να πολεμήσουν, όπως οι προσωπικές μαρτυρίες αποκαλύπτουν, παρότι εξουθενωμένοι από τις πορείες και τις καιρικές συνθήκες. Ο Ντίνος Μαγιοράκος, λόγου χάριν, στις 14 Νοεμβρίου, ακόμη καθ’ οδόν προς το μέτωπο, φοβάται μήπως δεν προφτάσει. Ο Πέτρος Θεοδωρακάκος, στις 20 Νοεμβρίου στη Θεσσαλία, αδημονεί να λάβει τη διαταγή της αναχώρησης. Ο Στέλιος Τζιρόπουλος από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου βαδίζει προς το μέτωπο, καλύπτοντας πεζή περισσότερα από 30 χλμ., ο Στέφανος Κολλίντζας παρουσιάζεται στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου και μόλις στις 5 Φεβρουαρίου φτάνει σε σταθμό ανεφοδιασμού του στρατού στη Βόρειο Ήπειρο, στους Γεωργουτσάδες, για να προσεγγίσει μόλις στις 17 Φεβρουαρίου στη γραμμή του πυρός, ο Γεώργιος Κουτσοδόντης, αν και έχει επιστρατευτεί από τις 16 Σεπτεμβρίου 190 σε οχυρωματικά έργα στη Βόρειο Ελλάδα, εμπλέκεται σε μάχη στα μέσα Νοεμβρίου.
Η μάχη στο Καλπάκι, για να σταθμεύσουμε στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του 1940, έχει κιόλας κερδηθεί. Η Μεραρχία Τζούλια σταμάτησε στη Βωβούσα, έξι ώρες με τα πόδια από τα Ιωάννινα. «Μόνο στου Καλαμά το ρέμμα / Δέος ανεξήγητο περνά/ όπου και τη στερνή σταγόνα του Θεού εμπιστεύεται […] – Η μεραρχία Τζούλια […] – Οι θωρακισμένοι Κένταυροι», γράφει ο ποιητής μας το 1943 στο συνθετικό ποίημά του «Αλβανιάδα». Όσο για τον πόλεμο, εξάλλου, «είναι κάτι που άρχισε […], αλλά να μην αφήσουμε να νικήσει εμάς και το έργο μας», έλεγε ο Ελύτης ήδη στις 10 Φεβρουαρίου 1940 στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, στο πλαίσιο συνέντευξής του στον Β.Λ. Καζαντζή, δύο μήνες ύστερα από την κυκλοφορία των Προσανατολισμών5.
11-15 Νοεμβρίου 1940: Το Στρατηγείο του Α’ ΣΣ μετακινείται στο χωριό Βοτονόσι 5 χλμ. ανατολικά του Μετσόβου6. Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η ελληνική (αντ)επίθεση. «Κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα/ Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ/ Στο θάνατο – κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. // […] Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!/ Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες ! / Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…» Πιθανή μετακίνηση της Διλοχίας Διοικήσεως με τα μέσα της Α’ Μικτής Μοίρας Αυτοκινήτων διά μέσου της αμαξιτής οδού Καλαμπάκα-Μέτσοβο.
Η ελληνική (αντ)επίθεση, που άρχισε στις 14 Νοεμβρίου, κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κλεισούρας στις 10 Ιανουαρίου 1941, χάρη και στα ηθικά εφόδια του Έλληνα στρατιώτη, παρότι, μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, το υψηλό φρόνημα του Ιταλού στρατιώτη είναι αναμφισβήτητο και οι πρώτες επιτυχίες – από τις 28 έως τις 31 Οκτωβρίου, οι ιταλικές φάλαγγες είχαν παραβιάσει σε όλο το μήκος τα ελληνοαλβανικά σύνορα από δυτικά ως τα βορειοανατολικά, σε ικανοποιητικό βάθος- εμπέδωσαν την ηθική θωράκισή του.
Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Ερσέκα και την Μπορόβα στις 21 Νοεμβρίου, το Λεσκοβίκι και την Κορυτσά, μία ημέρα αργότερα, τη Μοσχόπολη στις 24 του μηνός, το Πόγραδετς στις 30 Νοεμβρίου, την Πρεμετή στις 4 Δεκεμβρίου, το Φράσερι στις 5 και τους Αγίους Σαράντα στις 6 του ίδιου μήνα, για να ακολουθήσει, μία ημέρα ύστερα το Δέλβινο και στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο και η Δερβίτσανη. Τέλος, η Χειμάρρα κατελήφθη στις 22 Δεκεμβρίου και η Κλεισούρα στις 10 Ιανουαρίου 1941. «Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο: πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι είχαν ανάψει φωτιές. / Κι’ ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη, π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι./ Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους», γράφει ο Ν. Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ και σημειώνει: «Ζωντανές αναμνήσεις του ποιητού από τον πόλεμο του 1940-41».
Έως τις αρχές Μαρτίου 1941, οι αντίπαλοι μένουν, σαν από συναίνεση παρά τη θέλησή τους, σταθεροί στις θέσεις διαμορφώνοντας ανάμεσά τους ένα τείχος από βράχους και ανθρώπους και κινούνται με επιθέσεις και αντεπιθέσεις, καταλήψεις και ανακαταλήψεις υψωμάτων και στρατηγικών σημείων, με απώλειες κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες.
Πράγματι, ο αμυνόμενος μεταμορφώθηκε σε αμείλικτο διώκτη, το είδαμε κιόλας. Αρκετοί παράγοντες συνέβαλλαν ώστε να υφανθεί ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως «πυκνός ψυχικός ιστός» από τον Ζαχαρία Τσιπαρνλή. Συναριθμώ. Η αισιοδοξία του απλού Έλληνα στρατιώτη, «ενισχυμένη από την άγνοια την “μη φέρουσαν όκνον”», το γνωστό χαμόγελο του φαντάρου, η ικανοποιητική του εκπαίδευση. Έπειτα, η ανεκτά οργανωμένη επιστράτευση, οι επίλεκτοι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί, από τον ομαδάρχη και τον διμοιρίτη, μέχρι τον διοικητή τάγματος και μεραρχίας -ο ρόλος των ανθυπολοχαγών υπήρξε συχνά καθοριστικός-, οι οποίοι προέβαιναν σε καίριες εκτιμήσεις και εκτελούσαν ταχύτατα εύστοχες αποφάσεις, ενώ δεν παρέλειπαν να παίρνουν πρωτοβουλίες έχοντας την εμπιστοσύνη των στρατιωτών τους. Επίσης, η αντοχή, η βιολογική υπεροχή ορεσίβιων ή αγροτικών πληθυσμών –Ρουμελιωτών, Θεσσαλών, Μακεδόνων, Ηπειρωτών–, της πλειοψηφίας, δηλαδή, των πεζικαρίων. Η αυταπάρνηση των αμάχων της συνοριακής ζώνης προφανώς εδώ δέον όπως συνυπολογιστεί, όπως και οι κλιματολογικές συνθήκες, ασφαλώς ισοβαρείς για τους δύο αντιπάλους, περισσότερο, πάντως, ανασταλτικές για τον επιτιθέμενο. Τέλος, «το έντονο αίσθημα δικαίου, που με δολιότητα και βάναυσα είχε πλήξει μία χονδροειδής ιταλική προπαγάνδα».
Ο «πυκνός ψυχικός ιστός», μάλιστα, υφάνθηκε παρά τις σημαντικές ελλείψεις και δοκιμασίες του Έλληνα στρατιώτη: ελλείψεις σε οπλισμό και μεταφορικά μέσα, ελλιπής εφοδιασμός σε ρουχισμό και άρβυλα – τα ημιάρβυλα των Ιταλών αλπινιστών, νεκρών ή αιχμαλώτων, ήταν λάφυρο πολύτιμο, το είδαμε κιόλας. Το «Απόσπασμα Λιούμπα» κλονίστηκε, καθώς οι ανυπόδητοι έφτασαν στο 80% της δύναμής του, ενώ, τουλάχιστον, κατά τις πρώτες επιχειρήσεις του πολέμου, πολλοί στρατιώτες «έφερον την ιδιωτικήν των υπόδησιν […], η οποία δεν προστατεύει επαρκώς από το κρύον, διαβρέχεται ευκόλως, και τότε, εις το τρομερόν κρύον, αποβαίνει πραγματικόν μαρτύριον, καταστρέφεται δε συντόμως, ώτε οι στρατιώται μετά ολίγον χρόνον μένουν ανυπόδητοι», ενώ οι βρετανικές αρβύλες ήταν κατασκευασμένες από χοιρινό δέρμα και το νερό τις διαπερνούσε. Επιπλέον και συγχρόνως, προβληματική Επιμελητεία, πείνα ανθρώπων και ζώων –μουλάρια έτρωγαν το γέμισμα των σαμαριών και το ένα την ουρά του άλλου–, έλλειψη τσιγάρων – στις 22 Ιανουαρίου 1941 ο ανθυπίατρος Ηλέκτρης, επιστρατευμένος από την 1η Νοεμβρίου 1940, κάπνισε το 12ο τσιγάρο-, αδυσώπητη βροχή, χιόνι – στο ατέλειωτο λευκό το μάτι γίνεται σιγά-σιγά πρόσφορο σε παραισθήσεις»–, λάσπη, κρύο, απλυσιά, ψείρες – «”Στούκας” είναι αυτές που καθώς σε τσιμπούν, σηκώνουν την ουρίτσα τους, “Αλμπανέζ”, μεγάλες μαύρες, ντόπιο πράμα, “Ελέφαντες”, μεγάλες και στρουμπουλές, “Αμαζόνες”, λεπτές ντελικάτες, περπατούν γρήγορα μα χαριτωμένα τσακίσματα, “Ιταλικές”, “μπόμπες” και η μαρίδα, οι ασχημάτιστες»–, κακή μισθοδοσία των φαντάρων, αξιοθρήνητη συχνά κατάσταση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κρυοπαγήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων οι υγειονομικές υπηρεσίες αρχικά δεν ήταν προετοιμασμένες – «αρχίζει το πράγμα απ’ τα νύχια που το συνοδεύουν αλγηδόνες σαν να σε τσίμπησαν οχιές πολλές και περνούν και τρέχουν και διαχέονται απάνου στα μπούτια και ντα μπράτσα σαν εκκένωση και κύματα ηλεκτρικού ρεύματος […] Ύστερα το πρήξιμο […], το κόκκινο, που ξανάβει σαν φωτιά το δέρμα […] Ύστερα έρχεται η αναισθησία. Μαυρίζει και μελανιάζει το δάχτυλο, μαυρίζει το πέλμα, ο αστράγαλος. Η γάγκραινα πήρε τη θέση της. Το παγωμένο αίμα σαπίζει μες στις αρτηρίες. ΟΙ σάρκες αρχίζουν και πληγιάζουν και ξεφτούν δώθε, κείθε και απολάν κομμάτια σαπισμένα, αηδή και σιχαμερά» – πάει πια το πόδι.
24 [ ;] – 28 Νοεμβρίου 1940: Επιστρέφουμε, αφού, ο ίδιος ο ποιητής μας έχει υποδείξει –« χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος»–, ότι «τα κομμάτια της ζωής που προσκτάται και συμπαρασύρει στην ευθύγραμμη πορεία του ο χρόνος είναι δυνατόν να νοούνται ως ανεξάρτητα, ν’ αρμόζονται από διαφορετικές πλευρές και να σχηματίζουν μιαν άλλου είδους αλληλουχία, εξίσου αν όχι και περισσότερο έγκυρη […]».
Μετά την απώθηση, λοιπόν, των ιταλικών στρατευμάτων εκτός των συνόρων και την καταδίωξή τους εντός της Αλβανίας, το Στρατηγείο του Α’ ΣΣ προωθείται στο χωριό Ζίτσα, 3 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων7. Οι μετακινήσεις πιθανόν να έγιναν με στρατιωτικά φορτηγά ή/και με πορείες.
«Πότε με τα πόδια, βαδίζοντας προσεχτικά και κρατώντας ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, πότε καβάλα σ’ ένα πανύψηλο άλογο ανέβαινα ολοένα τις νύχτες ανάμεσα από τα μεγάλα σύδεντρα και τα τρομαχτικά φαράγγια της Πίνδου. Νύχτα πάντοτε», εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε επιστολή του ο Ελύτης. «Πρέπει να βρω το αντίσκηνό μου», αγωνιά ο ανθυπολοχαγός μας. «Το ‘χουνε στήσει μακριά, στην άκρη απ’ όλα τ’ άλλα, που ‘ναι όλα τους περιποιημένα, στοιχημένα σ’ ευθείες γραμμές. Έτσι που το φωτίζει το φεγγάρι κάτω απ’ τα σύννεφα, μοιάζουνε με τάφους. Ωστόσο, εδώ, σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα, νιώθω καλύτερα, προπάντων που δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω μου. Αρχινάω τις βόλτες επάνου κάτω καπνίζοντας. Άλλο ένα τσιγάρο. Κι άλλο ένα […] Σούρνομαι και ξαπλώνω στα χλωρά κλαριά [….] Νιώθω κάτι βαρύ να κατρακυλάει […] Είναι το κράνος. Το κράνος το ιταλικό που μου βρήκανε από κάποιον σκοτωμένο […] Το χαϊδεύω, το ψαύω, το ερευνώ με τα δάχτυλα. Ναι, υπάρχει μια τρύπα ίσια μπροστά στο μέτωπο, σουβλερή, ανώμαλη. Δίκιο έχουνε. Άλλο βλήμα να πετύχει στο ίδιο ακριβώς σημείο αποκλείεται»8.
11 Δεκεμβρίου 1940: Με βάση διαταγή για μετάθεση όλων των νεαρών ανθυπολοχαγών στη ζώνη των πρόσω, παίρνει Φύλλο Πορείας για τη Μονάδα 4001-Τομέα Θεσπρωτίας γνωστό ως «Απόσπασμα Λιούμπα»9, από το όνομα του Διοικητή του Υποστρατήγου Νικολάου Λιούμπα. Συναντά το Απόσπασμα μαζί με δύο συναδέλφους του, ανθυπολοχαγούς επίσης. Μετακινείται προς Ηγουμενίτσα, πιθανόν με στρατιωτικό μεταφορικό μέσο.
13 Δεκεμβρίου 1940: Από την Ηγουμενίτσα με πλεούμενο αποβιβάζεται στην Κέρκυρα. Τη ίδια νύκτα με άλλο πλεούμενο αποβιβάζεται στους Αγ. Σαράντα και κατευθύνεται προς το «Απόσπασμα Λιούμπα».
15 Δεκεμβρίου 1940: Φτάνει στη Νιβίτσα, όπου βρίσκεται μέρος του «Αποσπάσματος Λιούμπα» στην ευρύτερη περιοχή Νιβίτσα-Μπούμπαρι ως εφεδρεία, με αποστολή την ανασυγκρότηση και την επιτήρηση των ακτών. Στη Διάταξη Μάχης του Α’ ΣΣ έχει αντικατασταθεί από την ΙΙΙ Μεραρχία, που ενσωματώνει το 24ο Σύνταγμα, με έδρα το χωριό Πικεράσι, στο οποίο αναλαμβάνει την 4η Διμοιρία, του 6ου Λόχου, του ΙΙ Τάγματος (Διοικητής: Ταγματάρχης Προεστάκης Ιωάννης) που σταθμεύει στο χωριό Σασάι10. Από τους Αγ. Σαράντα μετακινείται προς τη Νιβίτσα πιθανόν με στρατιωτικό μεταφορικό μέσο διά μέσω της αμαξιτής οδού Αγ. Σαράντα-Χειμάρρα11.
26[;]-27 Δεκεμβρίου 1940: Το 24ο Σύνταγμα μετακινείται στην Περιοχή Φτέρα-Κούτσι12. Του ανατίθεται ο αφοπλισμός του χωριού Κιάφφα-Κούτσι. Οι μετακινήσεις γίνονται με πορείες. «Μόλις πάτησα σε δημόσιο δρόμο», αφηγείται ο τότε ασυρματιστής Βασίλης Τσιτσάνης, «πρέπει να σας πω ότι δυσκολευόμουν να περπατήσω. Τα πόδια μου λυγίζανε, νόμιζα πως έπεφτα στο κενό. Αιτία τα ανεβοκατεβάσματα στους κατσικόδρομους της Αλβανίας. Δεν μπορούσα κιόλας να συνειδητοποιήσω ακόμα ότι βρισκόμουν σε δημόσιο δρόμο»…
Οδοιπορίες φαντάρων, πορείες ημιονηγών, που φτάνουν, επιτέλους, στο μέτωπο, τότε και αργότερα: «Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφορτώναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας», ύστερα από δώδεκα ως δεκάξι ώρες πορεία. «Περπάτησαν με τα φορτωμένα μουλάρια, δώδεκα και δεκάξι ώρες, συνέχεια, μέσα στη νύχτα, θυμάται και αφηγείται ο ημιονηγός Μίχος Κάρης, «ανάμεσα στα σκληρά κι ενάντια βουνά, στα στενά, απότομα κι επικίνδυνα μονοπάτια. Συχνά, πέντε και δέκα μέρες συνέχεια, άγρυπνοι, άπλυτοι, μουσκεμένοι από τη βροχή κι από τον ιδρώτα, με ξερές από την παγωνιά χλαίνες και πότε τρώγοντας, όπως βάδιζαν, ”ξηρά τροφή” […], και πότε, τις περισσότερες φορές, ολότελα νηστικοί. Τ’ αποσταμένα πόδια των φορτωμένων ζωντανών χώνονταν κάθε τόσο ως τις κοιλιές, μες στις “παγίδες” – όπως ονομάζαμε τους βαθιούς, ανάμεσα στις σφηνωμένες πέτρες, με τη γλιστερή, αναλυτή λάσπη λάκκους. [Έπεφταν τα ζώα, χώνονταν στη λάσπη], κι [εκείνοι] τα σήκωναν, τους φόρτωναν πάλι τα πυρομαχικά – κι είναι κάτι να φορτώσεις πρώτα απ’ τη μια μεριά, κι ύστερα απ’ την άλλη του σαμαριού τις κάσες με τις οβίδες των 7,5 και 10,5, με βάρος σαράντα πέντε οκάδες την καθεμιά (εξήντα περίπου κιλά) με ξυλιασμένα χέρια και παγωμένα πόδια κι ολότελα αμάθητοι σε τούτη τη δουλειά» – και ξανάρχιζαν την πορεία.
8[;]-10 Ιανουαρίου 1941: Το Σύνταγμα μετασταθμεύει στην περιοχή Καλαράτι όπου αντικαθιστά το ευζωνικό 40ό Σύνταγμα Άρτας (3/40 Σύνταγμα Ευζώνων), έχοντας μέτωπο το «νεκρό χωριό» Μπολένα. «Αργότερα», θυμάται και γράφει ο Ελύτης, «με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για μα συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένεια μου μεγάλωνα ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. [Όταν έφτασε η στιγμή να καταλάβω τη θέση μου απέναντι στον εχθρό], δεν ήμουν παρά ένα εξαϋλωμένο πλάσμα […] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς, για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους. “Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν”, μονολογούσα μέσα σε μεγάλη έξαψη, “δεν είναι δυνατόν μια τέτοια ανατροπή κάθε έννοιας δικαίου πάνω στη γη”. Κι ορκιζόμουν στο όνομα της Ανάστασης αυτού του Έλληνα ήρωα που τώρα ήταν για μένα ο Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας, αυτός που προχωρεί στη μάχη με το φυλαχτό της λυρικής ιδέας στο στήθος του […] Κάθε τόσο καταφθάνανε ενισχύσεις για να καλύψουν τις απώλειες του Τάγματός μας που είχε σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος στην επίθεση της Μπολένας» – «Μπολένα, Μπολένα, είσαι του κατά λάθος θανάτου το θύμα και τ’ αυριανό νεογέννητο. Σε τρέφει το γάλα των στρατιωτών και το δάκρυ των μαρτύρων».
Από το τέλος Δεκεμβρίου, οι επιθετικές επιχειρήσεις είχαν σταματήσει και η δράση των μονάδων περιορίστηκε σε τοπική δράση με στόχο τη βελτίωση των κατεχόμενων εδαφών. «Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […] Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ’ τη λάσπη […] Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα»13.
18 Φεβρουαρίου 1941: Μεγάλη ιταλική επίθεση στον τομέα του 24ου Συντάγματος, τραυματισμός και θάνατος του λοχαγού και άλλων τριών αξιωματικών, «Mόνον έτσι μπορώ να προχωρήσω: βυθίζοντας τα νύχια στο χώμα. Το βουνό είναι κάθετο. Αισθάνομαι σαν ερπετό αρπαγμένο απ’ ό,τι βρέθηκε μπροστά του κι εκτεθειμένο σε κίνδυνο, σε χτύπημα που δεν ξέρει από πού μπορεί να του ‘ρθει»14.
23 Φεβρουαρίου 1941: Άρρωστος με υψηλό τυφοειδή πυρετό. Μεταφέρεται με μουλάρι στο Μπόρσι, Σταθμό Διοίκησης της ΙΙΙ Μεραρχίας και έδρα της ΙΙΙ Μοίρας Τραυματιοφορέων, όπου υπήρχε κλιμάκιο του ΙΙΙα Ορεινού Χειρουργείου. Το Μπόρσι απέχει 63 χλμ. προς το εσωτερικό της Αλβανίας από το Δέλβινο, το οποίο, με τη σειρά του, απέχει 18 χλμ. από τα ελληνικά σύνορα, από την Κακκαβιά, και βρίσκεται 13 χλμ. προ της Χειμάρρας. Από το Μπόρσι με υγειονομικό όχημα, μέσω Αγ. Σαράντα, ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης μεταφέρεται στο Δέλβινο, έδρα του Α1 Ορεινού Νοσηλευτικού Τμήματος και του Α2 Ορεινού Χειρουργείου, ένας «Σωτήρας άγγελος της ζώνης των πρόσω», το «ορεινόν χειρουργείον», το οποίο «έχει μια σκηνή πιο πίσω απ’ τις γραμμές, κάτι γιατρούς με λευκές μπλούζες και έχει κυρίως μαχαίρια και στράνια που κόβουν αλύπητα. Σε κολλάει, λοιπόν, πάνω στο τραπέζι κ’ αρχίζει το πριόνι και δουλεύει αλύπητα, αδυσώπητα»15.
Εντέλει, στις 26 Φεβρουαρίου, μέσω της καροποίητης οδού Δέλβινο-Γεωργουτσάδες και κατόπιν της αμαξιτής οδού Μπουλαράτ-Ελαία (Καλπάκι)-Γιάννενα, στο Νοσοκομείο αξιωματικών Ιωαννίνων , το λεγόμενο «Ρουμανικόν», όπου νοσηλεύεται μέχρι τον Απρίλιο 1941.
«Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο», έλεγε σε μια συνέντευξή του στα παιδιά της Πανσπουδαστικής ο Ελύτης. «Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μουλιασμένα […]. Χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παππά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο […] Την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο».
Εκεί, στο 406 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, «η ιδέα ενός βιβλίου» κρατούσε τον ποιητή, «όπως άλλους ένα εικόνισμα», κι όταν, επιτέλους, ξύπνησε απύρετος, και «είχε περάσει η μεγάλη κρίση», πίστεψε πως «το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει»16 .
16 Απριλίου 1941. Μεγάλη Τετάρτη: Με την κατάρρευση του μετώπου και την επικείμενη είσοδο των Γερμανών στα Γιάννενα, εκκενώνεται το Νοσοκομείο. Προκειμένου να μη συλληφθεί προτιμά, με σημαντικό κίνδυνο να υποστεί εντερορραγία, να μεταφερθεί με ένα φορτηγό στο Νοσοκομείο Αγρινίου, μέσω της αμαξιτής οδού Γιάννενα-Άρτα-Αγρίνιο –«τελικά στο Αγρίνιο με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης [Παπαστράτου], όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες». Μία ημέρα αργότερα, Μεγάλη Πέμπτη, ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Φυλακτόπουλος, έφεδρος της κλάσεως 1925, υποχωρών στο δρόμο για τη βομβαρδισμένη Λάρισα, βλέπει, θυμάται και γράφει: «ο δημόσιος δρόμος έχει την χαρακτηριστική όψη μιας εσπευσμένης υποχωρήσεως. Ο δρόμος και τα πέριξ του χωράφια είναι διάτρητα από λάκκους βομβών διαφόρου μεγέθους. Βρεταννικά κι’ ελληνικά αυτοκίνητα καίονται κατά μήκος του δρόμου ενώ άλλα είναι κατεστραμμένα ή αναποδογυρισμένα εδώ κι’ εκεί. Άταφα πτώματα στρατιωτών, σκεπασμένα τα περισσότερα μ’ ένα αντίσκηνο, κοιμούνται ήσυχα πάνω στη Θεσσαλική γη στο πλάι του δρόμου. Μερικά μουλάρια, φορτωμένα μ’ ελληνικό υλικό, βόσκουν αδέσποτα μέσ’ στα λιβάδια» -πολλοί στρατιώτες χρειάστηκε να περπατήσουν 25 ημέρες ή και επί έναν μήνα για να φτάσουν στην Αθήνα από το μέτωπο και περισσότερες από 40 ημέρες, για να φτάσουν στην Πελοπόννησο, ενώ Μακεδόνες, Θεσσαλοί και Θράκες βρέθηκαν αποκομμένοι στο Ναύπλιο και στον Πειραιά, στο δρόμο τους προς την Κρήτη, όπου πολλοί λίγοι Κρήτες στρατιώτες έφτασαν.
Ο Ελληνικός Στρατός υποχώρησε μόνον όταν αισθάνθηκε στην πλάτη του τα γερμανικά όπλα, όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου. Και πάλι, πάντως, ενώ οι Γερμανοί είχαν μπει στη Θεσσαλονίκη από τις 9 Απριλίου –«κατ’ εφαρμογήν του δικαίου των λειών, κατάσχονται την 12ην Απριλίου πάντα, τα εν τη περιοχή του λιμένος Θεσσαλονίκης, εις τα υπόστεγα των προκυμαιών, τας αποθήκας, τα σιλό, τας αποθήκας υγράς, καυσίμου ύλης […] αποθηκευμένα είδη»-, ο Ελληνικός Στρατός ανέτρεπε, βαθιά στην Αλβανία, στον τομέα Μπούμπεσι-Τρεμπεσίνα τις φονικότατες επιθέσεις των Ιταλών στο ύψωμα 731 της Κλεισούρας, «τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού»: «Χιλιάδες αεροπλάνα και πυροβόλα βρέχουν φωτιά. Από το 731, φαίνεται δεν θα μείνει τίποτε», θυμάται ο Ν. Βρεττάκος. «Πώς όταν θα διαλύσει τον καπνό ο άερας, δεν θα δεις πια, παρά ένα σωρό από ασβάστη. Το ύψωμα αυτό είναι το κλειδί», γι΄αυτό και μπροστά στο 731 το θέαμα ξεπερνούσε « την αντοχή του ανθρώπου», όπως, άλλωστε, έχει εξεικονίσει με το πενάκι του Ο Θανάσης Πέτρου αξιοποιώντας την ηχογραφημμένη αφήγηση του Τάσου Ζαφειριάδη. «Σ’ όλο το πλάτος της λουρίδας», θυμάται ο Άγγελος Τερζάκης, «κάπου εκατόν πενήντα μέτρα, τα πτώματα στοιβάζονταν σε σωρούς, εδώ διαμελισμένα αλλού παραμορφωμένα, με πληγές φοβερές, που έχασκαν. Ήταν αγκαλιασμένοι σε συμπλέγματα, Ιταλοί μεταξύ τους ή και μ’ Ελληνες από τις αντεπιθέσεις, σκόρπια μέλη κομμένα, θερισμένα από το πυροβολικό», σκηνή που παραπέμπει, βέβαια, στα πεδία μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
22 Απριλίου 1941: Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ο. Αλεπουδέλης μετακινείται με αυτοκίνητο προς την Αθήνα, μέσω Αντιρρίου-Ρίου και της αμαξιτής οδού Πάτρα-Κόρινθος-Αθήνα.
23 Απριλίου 1941: Εισαγωγή του στο Β’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο που εδρεύει στον Ευαγγελισμό. Την ίδια ημέρα, «αρχίζει η καταστροφή των [δημοσίων και ιδιωτικών ειδών, πλην των απολύτως απαραίτητων]. Το θέαμα είναι τρομερό. Κουβέρτες, αντίσκηνα, […], στολές, αφόρετες μάλλινες κάλτσες, ολοκαίνουργια παπούτσια ξεσχίζονται με την ξιφολόγχη σε μικρά κομμάτια. Γραφομηχανές, τηλέφωνα, ωρολόγια, οπτικά είδη καταστρέφονται αγρίως με τον καζμά. Άθικτα σωληνάρια οδοντόκρεμας και κρέμας ξυρίσματος πιέζονται κι’ αδειάζονται από το περιεχόμενό τους. Τα μισά αυτοκίνητα διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν και καταστρέφονται επί τόπου έτσι όπως είναι καμουφλαρισμένα μέσα στις αγριοβαλανιδιές […] Καίονται όλα τα αρχεία – κάθε στρατιώτης κρατά μόνο ένα σακίδιο, μια κουβέρτα, το όπλο, τη μάσκα, το παγούρι και το κράνος του17.
24 Απριλίου 1941 – Μάιος: Το Νοσοκομείο αδειάζει και ο Ελύτης παίρνει εξιτήριο για το σπίτι του. Σχεδόν καθ’ όλο τον Μάιο αναρρώνει. «Ορκιζόμουνα στο όνομα της Ανάστασης αυτού του Έλληνα ήρωα που ήταν τώρα για μένα ο Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας, αυτός που προχωρεί στη μάχη με το φυλαχτό της λυρικής μου ιδέας στο στήθος […] Δεν απόμενε παρά να κρατήσω τον όρκο μου και αν δώσω υπόσταση στον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, αυτόν που είχε δοκιμαστεί σ’ όλα τα ανεβοκατεβάσματα της ελληνικής ιστορίας και που προχωρούσε ολοένα για να φτάσει μέσα και πέρα από τον θάνατο, στην Ανάσταση στο “Πάσχα τ’ Ουρανού”, γράφει αργότερα ο ποιητής στον Κίμωνα Φράιερ – στη φονική μάχη στα υψώματα της Μπόλενας σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός Χόρτης, πιθανόν «ο χαμένος ανθυπολοχαγός» και τη θέση του, στον 7ο Λόχο του 24ου Συντάγματος, πήρε ο Ελύτης, στις αρχές Φεβρουαρίου, αποσπασμένος από την III Μεραρχία. «Μπήκε [ο ανθυπολοχαγός Αλεπουδέλης] στην υπηρεσία επιβλέποντας τη διάνοιξη χαρακωμάτων», θυμάται ο συμπολεμιστής, σύντροφός του εν όπλοις Στάθης Φίλιππας από τη Λευκάδα, «και συχνά ο ίδιος με τον κασμά βοηθούσε τους στρατιώτες […] Με τους φαντάρους συναναστρεφόταν όλη μέρα, φιλικός και πρόσχαρος […] Στο πρόσωπό του διακρίναμε όλοι μια γλυκύτητα, μια πραότητα, μια αντοχή ή μια αδιαφορία στις κακουχίες, έστω κι αν φάνταζε καλομαθημένος […] Αλλά εκείνο που τον κρατούσε σε διαρκή αγωνία ήταν η επιμονή του να μάθει με κάθε λεπτομέρεια για την τελευταία μάχη με τους Ιταλούς, που στοίχισε τη ζωή στον διοικητή του [τον Χόρτη] […] Ρωτούσε τον κάθε στρατιώτη, επισκεπτόταν συχνά το ύψωμα όπου έγινε η φονική μάχη, ρωτούσε για την προσωπικότητα του Χόρτη, κρατούσε συνεχώς σημειώσεις ή δεν ξέρω τι άλλο έγραφε στο σημειωματάριό του».
Να δώσει επιθυμεί ο ποιητής υπόσταση στον Ανθυπολοχαγό, και να συναντηθεί, ξανά και πάντοτε, με τους συντρόφους του και τις ενσαρκωμένες σε αυτούς αρετές τους – ο πόλεμος στην Αλβανία, ιστορικό γεγονός και λογοτεχνική παράσταση : «Οι αρετές που εύρισκα ενσαρκωμένες και ζωντανές στους συντρόφους μου σχηματίζανε τη μορφή ενός άντρα σωστού και άφοβου, που τον συναντούσα σε όλους τις περιόδους της ιστορίας μας. Χίλιες φορές τον είχαν σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσ’ από τα ερείπια του θανάτου […]», του κακού που πρώτη φορά εμφανίζεται στην ποίηση του Ελύτη στο Άσμα.
Τρεις μέρες αργότερα, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα Κυριακή, θυμάται και καταγράφει ο δικηγόρος Χρήστος Χρηστίδης, σε ένα γκαράζ στην οδό Ξενοφώντος, «ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου μας έδωσε την πρώτη επαφή με την πραγματικότητα, μεταδίδοντας τη διαταγή του στρατηγού Καβράκου: Να κλείσουν τα καταστήματα, να κλειστούν οι πολίτες στα σπίτια τους […]». Στις 9.57, από τον τρίτο όροφο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, ο συγγραφέας μας αντίκρισε «μια μοτοσικλέτα που ανέβαινε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, είχε το πίσω μέρος της σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό». Αμέσως πίσω της, «το νούμερο 38172 κόκκινο σκούρο αυτοκίνητο κατέβηκε από την Ομόνοια με το καπό του σκεπασμένο κι αυτό με μια πελώρια κόκκινη αγκυλωτή σημαία». Ήδη από το πρωί, μια φάλαγγα μοτοσυκλετιστών είχε ολοταχώς κατεβεί τη Λεωφόρο Κηφισίας, διέσχισαν τις λεωφόρους Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας, έστριψαν στην οδό Διονυσίου Αεροπαγίτου. Επικεφαλής ήταν δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα με αριθμούς κυκλοφορίας 219.984 και 296.994. Κάτω από την Ακρόπολη, δύο αξιωματικοί βγήκαν από τα αυτοκίνητα, ανέβηκαν επάνω συνοδευόμενοι από ένα απόσπασμα και ύψωσαν τη γερμανική σημαία, αφού κατέβασαν την ελληνική.
«Έφτασαν προχτές και γέμισε η Αθήνα. Έφταναν απ’ όλους τους δρόμους μαύρα αυτοκίνητα σκονισμένα, γεμάτα από ανθρώπους πρασινόγκριζους με μπότες», σχολιάζει ο Περικλής Βυζάντιος την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. «όταν κατάλαβε ο κόσμος ότι το μέτωπο ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί και άρχισαν οι θλιβερές ημέρες της καταλήψεως, έτρεξε να προμηθευτεί πράγματα που είχε μάθει ότι λείπουν σε μια κατειλημμένη χώρα. Προπαντός αγόραζαν όλοι παπούτσια και σαπούνια», ενώ καταστήματα λεηλατούνταν18 .
Ποίηση, «το έσχατο καταφύγιο»
Κατοχή: «Ήρθαν/ ντυμένοι “φίλοι”/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας/ Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.// […] Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. // […] Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους. // […] Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε/ παρά μόνο σίδερο και φωτιά./ Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά./ Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά. // […] Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο / κι η τριπλά εργασμένη προδοσία», η τριπλή κατοχή – «το γνωρίζαμε όλοι μας πολύ καλά, το νιώθαμε, ότι ίσα-ίσα ήταν εκείνη [η ποίηση] το έσχατο καταφύγιο μέσα στη γενική καταφρόνια, το μόνο άπαρτο απέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις οχυρό της», σε μια εποχή που «η ζωή αναδιπλώνεται και ξεπέφτει για να σωθεί» και πολλοί, «αναίσθητοι», κάνουν πως δε βλέπουν τη δυστυχία, την πείνα, τους αθρόους θανάτους – «πεθαμένοι μέσα στο δρόμο και κανείς δεν τους πλησιάζει… Κανείς δεν ταράσσεται πια», διαπιστώνει ο Ασημάκης Πανσέληνος19.
«Όταν ξαναβγήκαμε από την πρώτη φάση της θύελλας ήταν άνοιξη, και στην Αθήνα είχαμε αποκτήσει μια Kommandantur. Τι σήμαινε αυτό θα το μαθαίναμε σε λίγο. Εκείνη τη στιγμή», θυμάται ο Ελύτης στο «Χρονικό» του, «μετρηθήκαμε κι ήμασταν -απίστευτο- περίπου οι ίδιοι. Μονάχα, κάπως αλλιώτικοι, παραζαλισμένοι, εγώ βαδίζοντας μ’ ένα μπαστούνι, ο Αντωνίου χωρίς καράβι, ο Σεφέρης μακριά μέσα στους αγάπανθους κι ο Σαραντάρης – αυτός ακόμη πιο μακριά… Ήταν η μόνη κι η πιο άδικη απώλεια»…, αυτός, που «εκπορθούσε ολοένα και περισσότερο τη δειλία μου», όπως ο Ελύτης ομολογεί.
Κατά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, συνειδητοποιεί και σημειώνει η ποιήτρια Μελισσάνθη [Ήβη Ι. Σκανδαλάκη], ότι «είναι μια δύσκολη ώρα τώρα, που από τα λόγια πρέπει και πάλι να περάσουμε στα έργα. Οι καιροί βιάζουν. Το αίτημα είναι επιτακτικό. Απ’ την παρέα των Νέων Γραμμάτων πρώτος ο Ελύτης ρίχνει το σύνθημα. Την ανάγκη της συσπείρωσής μας γύρω από την ιδέα της Εθνικής Αντίστασης. […] Βλέπει την ανάγκη του ιδεολογικού Αγώνα σε πλατιά εθνική βάση. Και το βλέπει σαν φυσικό κλήρο των εργατών της πένας. […] Αρχίζουμε να συναντιόμαστε. Οι πιο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες προσπαθούν να εναρμονιστούν, τα πρόσωπα εναλλάσσονται. Ιδού μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα, Καραντώνης, Πεντζίκης, Γεραλής, Γαλάτεια [Καζαντζάκη], Αυγέρης, Ντίμης Αποστολόπουλος, Άλκης Γιαννόπουλος, Σφακιανάκης. Η κίνηση δεν πάει πέρα από μερικές μετρημένες συναντήσεις στα σπίτια συναδέλφων και άλλες τόσες συναντήσεις στην ταβέρνα “Το Μεθυσμένο Καράβι” του Μίχου Κάρη στην Πλάκα. Η εισβολή του πρώτου κατοχικού χειμώνα […] μας σκορπίζει. […]», o Ελύτης, πάντως, επιμένει να κάνει βόλτες στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη, παρέα με τον Νίκο Γκάτσο και αν κάνουν ολονυχτίες στο σπίτι του, στο τέρμα της οδού Σπετσών.
Σημειώνει, κοφτά, ο Γεράσιμος Λουκάτος στο ημερολόγιό του την 1 Οκτωβρίου 1941, ημέρα Τετάρτη: «Αρχίζει η πείνα» – επανέρχομαι, με τη λέξη του Άξιον εστί: «Αχ η πείνα μας έχει, παιδιά * την ψυχή σκοτεινιάσει!». «Πείνα! Μοιάζει φοβερή αρρώστια, ύπουλη, απολέμητη. Κι απλώνεται ολοένα στην πόλη», διαπιστώνει ο Γιώργος Μαυρουδής, τη στιγμή που «η φρίκη ενός εφιαλτικά πλανώμενου θανάτου δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά είχε τραγικά εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα», λαμβάνοντας εκτάσεις πανδημίας κατά τον χειμώνα 1941-1942, εξαιτίας και του ψύχους, «το οποίο εθέριζε μέγαν αριθμόν εκ του λιμώττοντος πληθυσμού», ο οποίος ζούσε στην Αθήνα και όχι μόνον ένα καθεστώς σκληρής και αδυσώπητης πραγματικότητας – τρομοκρατία, μπλόκα – σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοικισμό του Λευτέρη»-, εκτελέσεις, βασανιστήρια, συσκότιση, περιορισμός της κυκλοφορίας, αεροπορικές επιδρομές, αίσθημα αβεβαιότητας και συνεχούς κινδύνου, φοβισμένοι σχεδόν όλοι, πολλοί απελπισμένοι, «έμοιαζαν με ανθρώπους που επιστρέφουν από το νεκροταφείο μετά από κηδεία», τίποτε δεν ήταν «οδυνηρότερο από το αόριστο, εξακολουθητικό και διάχυτο άγχος, ένα είδος ζωντανής και ασύλληπτης καταχνιάς, που μαύριζε ακόμα και το φως», ή, με τα λόγια του Δημήτρη Γληνού, «όλοι γέρασαν με μιας και στα μάτια τους ζωγραφίστηκε η μαύρη έγνοια και η αγωνία η θανάσιμη» -«ο θάνατος είναι αναπαυτικός, ευλογία Θεού είναι ο θάνατος. Το κατάλαβα σήμερα το πρωί όταν έμαθα ότι ο φίλος μου ο Δημήτρης είναι στη φυλακή», καρφώνει τις λέξεις ο Νικηφόρος Βρεττάκος. «Όπου κι αν βρεθείς, οι άνθρωποι γύρω σου αυτό έχουν για κυριότατο θέμα ομιλίας. Η διατροφή για την επιβίωση», με αποτέλεσμα την ενδοστρέφεια, την ενδοσκόπηση, την «πνευματική περισυλλογή», στην οποία καλούσε, λόγου χάριν, ο Κ.Θ. Δημαράς από το Ελεύθερον Βήμα στις 31 Μαΐου 1941, δεδομένου και ότι, κατά τον Χρήστο Χρηστίδη, «το αίσθημα αυτοσυντήρησης βουβαίνει όλες τις φωνές», η πείνα εξαγριώνει τους ανθρώπους και αμβλύνει τις συνειδήσεις, «μεταβάλλει τις ιδέες, τις απόψεις, τις ιδεολογίες τους». Ακριβώς, ωστόσο, η προσπάθεια επιβίωσης ήταν αυτή «που τόνωσε τα νεύρα της αντίστασης» – πριν εκδηλωθεί το αντιστασιακό κίνημα, εκδηλώθηκε ό,τι ο Μαρκ Μαζάουερ περιγράφει ως «αντίσταση της καθημερινής ζωής». Με την αντίσταση και την ψυχολογία που ετούτη διαμόρφωσε στο άτομο – ανακούφιση, ελπίδα, ανασύνταξη- η ψυχολογική τυραννία του άγχους έτεινε να ξεπεραστεί, επομένως και η οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την ατέρμονη και αδυσώπητη (επ)ίδραση της πείνας και της τρομοκρατίας. Η δυσάρεστη, αγχώδης και έντονη συναισθηματική τάση ελαττωνόταν, όσο αυτή μεταμορφωνόταν σε δράση συνειδητή και συνειδητοποιημένη, με πρόκριμα τη συμμετοχή στην αντίσταση. Με τη λέξη των τεσσάρων ψυχιάτρων-συγγραφέων της Ψυχοπαθολογίας της πείνας, αυτής της πρωτοπόρας το 1947 και πρωτοποριακής μελέτης, «από το ιατρικό χρονικό της Κατοχής», «είναι βέβαιο ότι η αποχαλίνωση του πρωτόγονου εγωισμού θα οδηγούσε σε πλήρη αποσύνθεση και σε αφάνταστο εκχυδαϊσμό, όπως είχε αρχίσει κιόλας να γίνεται προς όφελος του κατακτητή, αν η προσπάθεια επιβίωσης που τόνωνε τα νεύρα της αντίστασης δεν ερχόταν έγκαιρα να βάλει τέρμα στο αλληλοφάγωμα αυτό, να οδηγήσει τον λαό προς τον πραγματικό δρόμο της λύτρωσης, που ήταν αγώνας για τη ζωή και αγώνας για την ανεξαρτησία»20.
Μαρτυρείται, πάντως, κατά τα χρόνια της Κατοχής γενική άνθηση του βιβλίου, παρά τη λογοκρισία, τις διακοπές ρεύματος, την έλλειψη χαρτιού, και εντυπωσιακή αύξηση της κυκλοφορίας εντύπων. Όσο έλειπε το φαγητό, τόσο η αναζήτηση της τέχνης αύξαινε. Ελλείπουν οι πολιτικοί αρχικά κατά την Κατοχή, στα χέρια των πνευματικών ανθρώπων περνά η ηγεσία, παρατηρεί ο Ασημάκης Πανσέληνος. «Τώρα όμως, στην κατοχή», σημειώνει ο Μ. Πλωρίτης, «πλάι στον νομισματικό πληθωρισμό, είχε ανάψει και πληθωρισμός εκδοτικός. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι Αθηναίοι είχαν “ανακαλύψει” το διάβασμα για τις ατέλειωτες “πολικές” νύχτες του χειμώνα. Ένα σωρό βιβλία βγήκαν τότε, τυπωμένα συχνά σε γκρίζο στρατσόχαρτο και με κόστος “τρελό”» – τα βιβλία πάντοτε είναι μια καλή πατρίδα για όσους από πουθενά δεν είναι ή την πατρίδα τους αναζητούν, ξανά, τα βιβλία αντιπροσωπεύουν την πολύτιμα υλοποίηση μιας συγκίνησης, ή την πιθανότητα την αισθανθείς στο μέλλον, γι΄αυτό στην Κατοχή -και ίσως πάντοτε- να τα αποχωριστείς ενέχει τον κίνδυνο μιας ακόμη στέρησης σοβαρής, αφού με τα βιβλία ακούμε τους πεθαμένους με τα μάτια.
Με τα λόγια του Ελύτη, «ο κόσμος διάβαζε» -αναγνώστης, ένας αιώνια αυτοδίδακτος…-, κατά μόνας ή στο πλαίσιο φιλικών συναντήσεων σε σπίτια, Δευτέρα στου Κατσίμπαλη, Πέμπτη στου Εμπειρίκου –με πόση νοσταλγία η Μάτση Χατζηλαζάρου (Μάτση Ανδρέου, σύζυγος αρχικά του Α. Εμπειρίκου, και ύστερα του Ανδρέα Καμπά) αναμιμνήσκεται αργότερα τις συναντήσεις αυτές!-, Παρασκευή στου Καραγάτση, αλλά και στον «Κύκλο Παλαμά» -«εκεί διάβασα, θυμάμαι, πρώτη φορά κάποιο ανοιξιάτικο απόγευμα, […] το δοκίμιό μου για την ‘’Αληθινή Φυσιογνωμία και τη Λυρική Τόλμη του Ανδρέα Κάλβου’’, την πρώτη γραφή του οποίου ο ποιητής σκάρωσε από τον Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο του 1941, η ιδέα να ολοκληρώσει το δοκίμιο τον ακολουθούσε και στις δραματικές μέρες που ζούσε στο μέτωπο της Αλβανίας –«τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε, // […] Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας»- «μέσα σ’ αυτήν την πνιγερή ατμόσφαιρα, έντονη πνευματική ζωή και δημιουργία. Βλέπω τριγύρω μου άπειρα πράγματα να κυοφορούνται, να προετοιμάζονται και κάποτε να συντελούνται. Νοιώθει κανείς πνευματική ζωτικότητα μες στον αέρα, ανησυχία, αναζητήσεις τολμηρές, δημιουργικές ικανότητες που ωριμάζουν κάτω από την πίεση των μεγάλων γεγονότων», σημείωνε ο Γ. Θεοτοκάς στο ημερολόγιό του στις 27 Απριλίου 1943, ύστερα από δύο χρόνια κατοχή21. Εκεί, στου Εμπειρίκου, πρώτη φορά ακούστηκε η Αμοργός του Ν. Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Ν. Εγγονόπουλου, ποιήματα της Ανδρέου-Χατζηλαζάρου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατσώνη.
Δημοσιεύει δοκίμια ο Ελύτης, μεσούσης της Κατοχής, στα Καλλιτεχνικά Νέα και στα Νέα Γράμματα, στην επανέκδοση των οποίων, τον Ιανουάριο του 1944, πρωτοστατεί, δημοσιεύει ποιητική του εργασία στη Νέα Εστία, η οποία κυκλοφορεί χωρίς διακοπή καθ’ όλη αυτή την περίοδο – κατά την περίοδο 1941-1946 η Νέα Εστία δημοσίευσε συνολικά δεκαεπτά ποιήματα του Ελύτη, στα οποία συναριθμούνται αποσπάσματα από τον Ήλιο τον πρώτο. «Μές’ στην καρδιά του χειμώνα και τον πόλεμο, έχουμε αληθινό χείμαρρο από λογοτεχνική δημιουργία. Βενέζη: Αιολική γη. Β. Ρώτα: Παιδιάτικα τραγούδια. Ο Ελύτη: Ήλιος ο πρώτος. Γ. Χατζίνη: Τρεις σταθμοί. Φ. Κόντογλου: Ο Θεός Κονάνος και πολλά άλλα», σημειώνει, εν προκειμένω, στο ημερολόγιό του στις 2 Ιανουαρίου 1944 ο μουσικοκριτικός Μίνως Δούνιας.
Και θέατρο παρακολουθεί ο Ελύτης, λόγου χάριν έργο για κουκλοθέατρο του Νίκου Γκάτσου, ή στο Θέατρο Τέχνης, κάνει παρέα με τον Ν. Εγγονόπουλο –«Μόνο στα χρόνια της Κατοχής μπορέσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον» – τον Μάριο Πλωρίτη, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, συχνάζει στου «Λουμίδη», εκεί είχε στήσει το στρατηγείο του ο ποιητής μαζί με τον Ν. Γκάτσο, «στα διπλανά τραπέζια, η μαύρη αγορά έπαιρνε κι έδινε, απίθανοι τύποι έκλειναν παρτίδες ζάχαρη και παρτίδες κονσέρβα, υπογράφανε χαρτιά και παραδίνανε πελώριες βαλίτσες, παστωμένες από ετοιμοθάνατα εκατομμύρια», και στον «Ίκαρο», από την ίδρυσή του, το 1943 -«πριν περάσει χρόνος καινούργιοι εκδοτικοί οίκοι, ο “Γλάρος”, ο “Ίκαρος”, “Οι Φίλοι του βιβλίου”, οι “Εκδόσεις Άλφα”, είχαν εγκαθιδρυθεί». Εξάλλου, θυμάται μας εκμυστηρεύεται ο ποιητής, «καταμεσής του 1943 […] είχαμε απλώς τα βιαστικά χέρια της νεότητας που η αβέβαιη αύριο τα έκανε ακόμη πιο βιαστικά. Και λοιπόν, γράφαμε, σκίζαμε, ξαναγράφαμε, συζητούσαμε, ξενυχτούσαμε, με μια σπατάλη που ερχόταν ίσως υποσυνείδητα να υποκατασταθεί στο δυσεύρετο κρασί, στο απαγορευμένο ταξίδι, στην περιορισμένη ως τις έντεκα το βράδυ, συνήθως, κυκλοφορία». Στου «Λουμίδη» ο Ελύτης συναντιέται συχνά πυκνά με τον Ν. Βαλαωρίτη, τον Μ. Σαχτούρη, τον Γ. Λίκο, την Ελ. Βακαλό, τον Δ. Κόρσο, τον Δ. Παπαδίτσα, τον Α. Καμπά, ο οποίος πρωτοστατεί, μαζί με τη Μάτση Ανδρέου, τον Α. Βουσβούνη, τον Αλ. Σολομό στην έκδοση του περιοδικού Τετράδιο, του οποίου, εντέλει, το πρώτο τεύχος θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 194522.
Άντεξε και βγήκε σώος ο Ελύτης, αλλά, λέει, απευθυνόμενος στον Ανδρέα Εμπειρίκο, στην Αναφορά του: «Δεν αισθάνομαι καμιά περηφάνια, που κατάφερα να βγω σώος, που άντεξα. Εξάλλου δεν προσπάθησα και να εκτεθώ –αυτό είναι αλήθεια- μια που ο “ήρωας”, όπως τον ξέρουμε από την Ιστορία, δε μου λέει τίποτα», και αυτή η άποψη, αυτή η δήλωση, εντέλει αποκαλύπτει μια στάση πολιτική. Ούτως ή άλλως, «τα ποιήματα που γράψαμε, και όχι μόνον η ζωή μας, εννόησαν τόσους πολλούς καλοπροαίρετους νέους […] Αλλά, επιτέλους, ποιο μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι το αίσθημα που αναλογεί με ακρίβεια στις πράξεις ενός λαού, όταν ο λαός αυτός, αντί να κλαίει και να οδύρεται, συνωμοτεί τις νύχτες, χτυπιέται ανοιχτά στους δρόμους, ζώνεται τα άρματα και πιάνει τα βουνά, αντιστέκεται;»23
Φανταζόμαστε, συνήθως, τον άνθρωπο της Κατοχής όπως τον περιγράφουν οι ηρωικές φωτογραφίες, τα τραγούδια, μια ορισμένη ρητορική της Αντίστασης, «έχουμε συνέχεια μπροστά μας ανθρώπους που μασούν σίδερα, άφθαρτους, καρτερικούς, ανθεκτικούς, αγόγγυστους, ιδαλγούς, γεμάτους αυταπάρνηση και αλτρουισμό, έτοιμους να θυσιασθούν για την πατρίδα», για να προσφύγω στην καίρια λέξη του Άγγελου Ελεφάντη. «Βάζουμε έτσι ανθρώπους-φαντάσματα στη θέση των πραγματικών ανθρώπων, που δίπλα τους παραμόνευε συνεχώς όχι μόνον ο θάνατος και η πείνα αλλά και η ψυχική αποσύνθεση». Πριν γίνει η ελληνική κοινωνία της Κατοχής ηρωική, ήταν μαρτυρική, «ένα μαρτύριο ήταν η Κατοχή για όλους» -για πολλούς κράτησε χρόνια23. «Είναι δύσκολο και ριψοκίνδυνο, αν όχι αηδιαστικό και γελοίο, να ξεσπαθώνει κανείς σήμερα και να μιλά για τον λαό και τους αντάρτες του», έγραφε το 1945 ο Νίκος Καρύδης, ο εκδότης του «Ίκαρου», αναφερόμενος, υπό τον τίτλο «Οι κακοί έμποροι», στο δοκίμιο του Ελύτη για τον Λόρκα, «όταν είναι τόσο γνωστό ότι σε κανένα προσκλητήριο δε βρέθηκε παρών […] Ίσως να μην τους κατηγορούσε κανείς γι’ αυτό, αν δε βρεθήκανε εκεί που έπρεπε, αν κλείστηκαν σε ελεφάντινους πύργους. Μπορεί νάταν παθολογικά δειλοί, μπορεί νάταν ψυχικά ανάπηροι. Μα είναι απαράδεκτο να τους αφίσει κανείς να μιλάνε σήμερα και τόσο εύκολα, για τον αγώνα που σε καμμιά το μορφή δεν εγνώρισαν […] [Θυμίζουν] τους κακούς εκείνους εμπόρους, που κόβουν επιταγές χωρίς νάχουνε κατάθεση στην Τράπεζα. Κι’ όπως όλοι το ξέρουμε ο Ελύτης μόνο τέτοιου είδους αντίκρυσμα δεν έχει στην Τράπεζα του λαού» – όχι, όμως, και σε αυτήν της ποίησης. Πράγματι, «πολλές έννοιες ρευστές, που θα μπορούσαν να πάρουν υπόσταση με την Ποίηση – να ένας απ’ τους στόχος της που άξιζαν. Και το ποίημα, τόπος όπου συναντιούνται μύριοι ετερόκλητοι παράγοντες, μπορούσε, από ένα βαθμό τήξεως και πέρα, να τους συγχωνεύσει κατά την έννοια που η πραγματικότητα, όπως την ξέρουμε, δεν το επέτρεπε». Εξάλλου, «[…] η Ποίηση δεν είναι Τράπεζα. Είναι η αντίληψη που ίσα-ίσα αντιτίθεται στην Τράπεζα. Εάν γίνεται γραπτό κείμενο, μεταδοτό στους άλλους, τόσο το καλύτερο. Εάν όχι, δεν πειράζει. Εκείνο που πρέπει να γίνεται, και να γίνεται αδιάκοπα, ατέρμονα, χωρίς την παραμικρή διάλειψη, είναι η αντιδουλικότητα, η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία. Η Ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας». Εξάλλου, ομολογεί ο ποιητής ευθαρσώς και μας ειδοποιεί, «δεν είμαι -δεν ήμουν ποτέ- της πλειοψηφίας, το ξέρω»24.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(*) Η πορεία του Οδυσσέα Ελύτη προς το μέτωπο και, τέλος, προς την Αθήνα, στηρίζεται στο κείμενό του, «Στοιχεία από τις προσωπικές σημειώσεις Χρονολογίου του ποιητή» [28 Οκτωβρίου 1940 – Μάιος 1941], το οποίο απόκειται στο Αρχείο Ιουλίτας Ηλιοπούλου, την οποία, και από εδώ, ευχαριστούμε. Το «Φύλλο Μητρώου» του ποιητή απόκειται στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας.
Για την αποτύπωση της πορείας του Οδυσσέα Ελύτη προς και στο μέτωπο, χρησιμοποιήθηκε το «Σχεδιάγραμμα υπ’ αρ. 4 – Αλβανικόν Μέτωπον» (: Υπουργείον Εθνικής Αμύνης, Γραφείον Πολεμικής Εκθέσεως, Σχεδιαγράμματα συνοπτικής εκθέσεως του πολέμου της Ελλάδος 1940-1941, Τυπογραφείον Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, 1942 ). Εδώ έχει τηρηθεί η ορθογραφία των τοπωνυμίων του προαναφερθέντος «Σχεδιαγράμματος». Χρήσιμο απεδείχθη, ως προς την ταύτιση των τοπωνυμίων, αλλά κι ως προς τα δίκτυα συγκοινωνιών, η νεότερη έκδοση: Συμπληρωματικές Εκδόσεις ΔΕΚ/ΓΕΣ, Λουμάκης, Σπυρ. Π., Θέματα στρατιωτικής γεωγραφίας, 1983, Σχεδιαγράμματα, 2, 10, 11, 13. Για τα τοπωνύμια επί ελληνικού εδάφους και τη σύγχρονη μεταγραφή τους, όπως και γενικότερες σχετικές πληροφορίες, βλ., Σαματελάτος, Μιχαήλ – Βάμβα-Σταματελάτου, Φωτεινή, Επίτομο Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδος, Ερμής, 2006.
Οι στίχοι από τις ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη έχουν ερανιστεί από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποίηση (Πατάκης, 2008).
Για τον Ελύτη εποχούμενο, γενικότερα, επιτρέψτε να παραπέμψω στο Καφάογλου, Ηλίας, Ελύτης εποχούμενος. Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο, ύψιλον/ βιβλία, 2014.
- Αρχείο Ελύτη / Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Α’ Στρατολογικόν Γραφείον Αθηνών. Βεβαίωσις». ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας Απρίλιος 1941, ΔΙΣ, 1949, σ.. 311. Κορόζης, Αθανάσιος, Οι Πόλεμοι 1940-1941 Επιτυχίαι και Ευθύναι. Στρατιωτική και Διπλωματική Προπαρασκευή, Αθήνα 1957, σσ. 677-678, ΓΕΣ «Πίναξ εμπολέμου Συνθέσεως Μικτής Μοίρας Αυτοκινήτων» 1937. Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 641, Φωριαμός 22, Α. Σώμα Στρατού, «Έκθεση πεπραγμένων και δελτία πληροφοριών», Α’ Υποφάκελος, «Έκθεση πεπραγμένων του Α’ Σ. Στρατού από 9.12.40 μέχρι 6.3.41 υπό Ατγου Κοσμά Γεωργίου» (Φ. 79 και 143). Φ. 642, Φωριαμός 22, Φ.20 και Φ. 12, Συγκεντρωτικοί πίνακες συγκρότησης και δύναμης του Α’ Σ.Σ. κατά την 25.2.41 και 15.3.41. Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 1269/Α/ΙΜ2, «Συνοπτική ιστορία Α. Σ.Σ.», όπου και πίνακας των κατά καιρούς διοικητών. Βλ. και Καστάνης, Ανδρέας, Η Ιστορία του Α΄ Σώματος Στρατού, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, 2010.
Για τη ζωή, το έργο και τη βιβλιογραφία του Οδυσσέα Ελύτη, όπως και για τις ημερομηνίες γραφής και δημοσίευσης των ποιημάτων και ποιητικών του συνθέσεων, βλ., στα «Χρονολόγια»: Vitti, Mario –συνεργασία Αγγελική Γαββαθά, Οδυσσέας Ελύτης. Βιβλιογραφία 1935-1971, Ίκαρος, 1977. Δασκαλόπουλος, Δημήτρης, «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη, 1991-1986», Χάρτης, «Αφιέρωμα Οδυσσέας Ελύτης», τχ. 21,22,23, Νοέμβριος 1986, σσ. 261-280. Vitti, Mario, «Χρονολογικό σημείωμα. Η ζωή και το έργο του Οδυσσέα Ελύτη», Οδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη, Ερμής, 1984, σσ. 328-339. Δασκαλόπουλος, Δημήτρης, Βιβλιογραφία Οδυσσέα Ελύτη (1971-1992), Εταιρεία Συγγραφέων, 1993. Σταυροπούλου, Έρη, «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη (1911-1995), Διαβάζω, τχ. 362, Απρίλιος 1996, σσ. 54-63, και της ίδιας, με τον ίδιο τίτλο, Θέματα λογοτεχνίας, τχ. 1, 1995-1996, Γκοβόστης, σσ. 6-13. Κυρίως, Ελύτης, Οδυσσέας, Ο ναυτίλος του αιώνα, Ίκαρος, 2011, σσ. 16-88 (συγκρότηση χρονολογίου: Φωτεινή Τασιού).
Για τον Οδυσσέα Ελύτη στην Κέρκυρα και στη Σχολή εφέδρων, βλ., Φιλίππου, Φίλιππος, Ο ερωτευμένος Ελύτης, Ψυχογιός, 2011, ιδίως σσ. 18-19, 107, 119-120, 131 κ.εξ., 136, 152, 275, 279. Επίσης, βλ., Ζαμίτ, Λουκιανός, « 1974. Ο Ελύτης στην Κέρκυρα», Φιλίππου, Φίλιππος, «Ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας και άλλα τινά», Παγκράτης, Περικλής, «Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα», Χρονικά της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, XXI, Κέρκυρα 2010 (Ανακοινώσεις στο πλαίσιο του Συνεδρίου που οργάνωσε η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών στην Κέρκυρα στις 19, 20, 21 Νοεμβρίου 2010, με γενικό τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης / Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος» [Ευχαριστώ τον Δημήτρη Κονιδάρη για την αποστολή αντιτύπου]). Βλ., επίσης, Δαφνής, Κώστας, «Ο Ελύτης στη γη του Σολωμού», Κερκυραϊκά Νέα, 4 Φεβρουαρίου 1980, και Φιλίππου, Φίλιππος, «Έλενα Βεντούρα: Η Κερκυραία μούσα του Οδυσσέας Ελύτη», Η Αυγή, 7 Απριλίου 2013. Για τα δημοσιεύματα της εφημερίδας Δύναμις, βλ., Φιλίππου, Φίλιππος, «Ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας…», ό.π., σσ. 30,33. Για την υποψία του Φιλίππου ότι το δοκίμιο «Federico Garcia Lorca» άρχισε να γράφεται στην Κέρκυρα, βλ., Ο ερωτευμένος Ελύτης, ό.π., σ. 201.
Για τις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών, Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, «Στρατιωτικές Σχολές», σ. 213. βλ., ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς πόλεμο προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923-1940, ΔΙΣ, 21983, σσ. 28-30. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, ΔΙΣ, 1998, σ. 211. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ιστορία της οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού 1821-1954, ΔΙΣ, 2005, σσ. 345, 365. Παπάγος, Αλέξανδρος, Η προς πόλεμον προπαρασκευή…, ό.π., σσ. 28-30. Για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Σχολής στην Κέρκυρα, βλ., Ανωνύμου, «Η εν Κερκύρα Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών», Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 27, τχ. 1, 1912, σσ. 280-282. Η Σχολή στην Κέρκυρα ιδρύθηκε το 1889, έναν χρόνο πριν, με το ΒΔ 15.3.1888, «Περί Προπαρασκευαστικού Σχολείου Εφέδρων Αξιωματικών», είχε ιδρυθεί η πρώτη Σχολή στην Αθήνα. Το Σχολείο Εφέδρων καταργήθηκε το 1912, λειτούργησαν Ουλαμοί Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών. Το 1926 θεσπίστηκε η εκπαίδευση όλων των υποψηφίων αξιωματικών των διαφόρων Όπλων να διεκπεραιώνεται σε μία Σχολή, η οποία αρχικά λειτούργησε στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Χαλκίδα, με μονοετή και, αργότερα, με εννιάμηνη φοίτηση. Η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1934, οπότε δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες Σχολές για κάθε Όπλο, μία για το Ιππικό, μία για το Μηχανικό, μία για το Σώμα Αυτοκινήτων στην Αθήνα, δύο για το Πεζικό, στη Σύρο και στην Κέρκυρα, δύο για το Πυροβολικό στη Θεσσαλονίκη. [Ευχαριστώ τον αντιστράτηγο ε.α. κ. Χρήστο Σ. Φωτόπουλο για τις πολύτιμες πληροφορίες.] Βλ., παράλληλα, Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 1062/Α/1Μ3, «Ιστορία της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Προπαρασκευαστικόν Σχολείον Εφέδρων Αξιωματικών, Κέντρου Εκπαιδεύσεως Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών), για την περίοδο από 1.1.1887 – 30.6.1980, και Φ. 1062/Α/ΙΜ5, «Έκθεσις συνοπτική στοιχείων αφορώντων την Σχολήν Εφέδρων Αξιωματικών», για την περίοδο 1.1.1936 – 27.4.1954.
Για τη σχέση Ελύτη-Εμπειρίκου, βλ., Ελύτης, Οδυσσέας, «Το χρονικό μιας δεκαετίας» , Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, 72009, σσ. 347-353. Βλ., επίσης και λόγου χάριν, Σιγάλας, Νίκος, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, Άγρα, 2012.
Επίσης, Βίττι, Μάριο, «Σημειώσεις ενός “υπομνηματογράφου” στο περιθώριο του ποιήματος “Δεν ξέρω πια τη νύχτα”», Για τον Οδυσσέα Ελύτη. Ομιλίες και άρθρα, Καστανιώτης, 1998, σσ. 56, 60. Πολίτη, Τζίνα, «Θεωρίες για την καταγωγή της γλώσσας και η σημαντική τους στην ποίηση του Ο. Ελύτη», Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, Άγρα, 2013, σσ. 35-36. Μπαλαφάντης, Κωνσταντίνος Δ., Ο πόλεμος στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, Γρηγόρης, 2005, σ. 84, και γενικότερα για τον πόλεμο στον Ελύτη.
- Κορόζης, Α., Οι Πόλεμοι 1940-1941, 1958, τόμος Α΄, Στρατιωτική και Διπλωματική Προπαρασκευή, σσ. 612 και 617. Την 4η Μαΐου 1939 καταρτίστηκε εν τάχει το ΙΒ Σχέδιο Επιχειρήσεων του Στρατού Ξηράς. Το Σχέδιο προέβλεπε άμυνα επί της γενικής γραμμής Άραχθος ποταμός – Διάβαση Μετσόβου – Αλιάκμονας ποταμός – Βέρμιο – Σύνορα μέχρι τον ποταμό Έβρο, δεδομένου ότι εκτιμάτο ταυτόχρονη πιθανή επιθετική ενέργεια, και διαμέσου του γιουγκοσλαβικού εδάφους, από την Ιταλία (Ι) και τη Βουλγαρία (Β ), αλλά, συγχρόνως, ώστε να δοθεί χρόνος για τη μεταφορά των ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο. Στις 23 Απριλίου διατάχθηκε επιστράτευση προς συμπλήρωση στην εμπόλεμη σύνθεση των εν επαφή Μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού (VII Ήπειρος και ΙΧ Μακεδονία ), του 10ου Συντάγματος Κερκύρας, καθώς και η επιστράτευση της ΙV Ταξιαρχίας Πεζικού (Φλώρινα), λόγω προωθήσεως του μείζονος των ιταλικών μονάδων. Το Σχέδιο ΙΒ, το οποίο κοινοποιήθηκε με την Α.Π. 70042/4.5.1939, βασιζόταν στις εξής προϋποθέσεις: Η πρωτοβουλία έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων αφηνόταν στους Ιταλούς και στους Βουλγάρους, ενώ η αγγλογαλλική βοήθεια θεωρείτο βεβαία. Η Τουρκία θεωρείτο πιθανός σύμμαχος. Η Γιουγκοσλαυία θεωρείτο ουδέτερη. Βεβαία, επίσης, θεωρείτο η κυριαρχία του αγγλογαλλικού στόλου. Επίσης, οι Ιταλοί, με 5-6 μεραρχίες στην Αλβανία, ήταν σε θέση να ενεργήσουν ταχύτερα από τον Ελληνικό Στρατό, ενώ στον αέρα η κυριαρχία τους ήταν απόλυτη. Η ιταλική επίθεση στην κατεύθυνση Ιωάννινα-Μέτσοβο αγνοείται, προβλέπεται η κατεύθυνση Κορυτσά-Φλώρινα-Θεσσαλονίκη. Κεντρική ιδέα του εν λόγω Σχεδίου συνιστά η άμυνα σε διαδοχικές γραμμές. Την 1η Σεπτεμβρίου κοινοποιήθηκε το ΙΒα Σχέδιο Επιχειρήσεων, ως παραλλαγή του αντίστοιχου ΙΒ., προβλέπον προωθημένη άμυνα εγγύς του ορίου γραμμής στο ύψος Καλαμάς ποταμός – Ελαία- Πίνδος- Γράμμος-Φλατσάτα- Έβρος ποταμός, ενώ ματαιώθηκε η προγραμματισμένη αποξήρανση των ελών της Ελαίας. Ήδη, από το βράδυ της 23ης Αυγούστου είχε διαταχθεί μερική επιστράτευση, κινητοποιήθηκαν οι VIII και ΙΧ Μεραρχίες και η 4η Ταξιαρχία Πεζικού και στη συνέχεια μονάδες του Β’ και Γ’ Σώματος, καθώς και τη Μεραρχία Ιππικού. Λόγου χάριν, για να προσφύγουμε σε μια μαρτυρία, ο Χρ. Γ.-Δ. Νικήτα-Ντέλα Στρατολάτης κλάσης 1937, ο οποίος είχε απολυθεί τον Νοέμβριο του 1939 , στις 30 Αυγούστου παρουσιάστηκε στο Γουδί, για να αναχωρήσει την επομένη από το Ρουφ για την Καλαμπάκα και, ύστερα, για τη γραμμή των πρόσω. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού υπολόγιζε ότι μια γενική επιστράτευση θα απαιτούσε 24 ημέρες, εκτίμηση που απεδείχθη σωστή. Για τη σύνθεση των μονάδων, βάσει του Σχεδίου ΙΒβ, βλ., Κορόζης, Α., Ο πόλεμος 1940-41, ό.π., σσ. 96-99, 676-684 [«Πίναξ συγκροτήσεως των μάχιμων στοιχείων του Στρατού κατά το Σχέδιον Επιστρατεύσεως 1939β» ], σσ. 601 κ.εξ., για κριτική του Σχεδίου ΙΒ και της μεταβλητής του. Για τις, βάσει του εν λόγω Σχεδίου, προβλεπόμενες μονάδες και μάχιμα όπλα, βλ., ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς πόλεμον προπαρασκευή, ό.π., Πίνακας, σ. 113. Αρσενίου, Λάζαρος, Ανατομία του έπους, 1940-1941, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάνννινα, 1998, σσ. 21-24 [1.5 «Η ηττοπάθεια»] . Στρατολάτης, Νικήτα-Ντέλα, Χρ. Γ.-Δ., Στα βουνά της Αλβανίας. Ημερολόγιο του Πολέμου 1940-41, Θανάσης Νιάρχος, 1980, σσ. 16-17). Γενικότερα για τα Σχέδια Επιστρατεύσεως, βλ., ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς πόλεμον προπαρασκευή…, ό.π., σσ. 102-118, και Αρχείο ΔΙΣ Φ. 773-780, 774/Α/Β, για το Σχέδιο 1939β.
- Φράιερ, Κίμων, Άξιον εστί το τίμημα. Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, μτφρ. Νάσος Βαγενάς, Κέδρος, 31982, σ. 28. Καστρινάκη, Αγγέλα, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Πόλις, 2005, σσ. 33-34. Μαρωνίτης, Δ.Ν., «Ο τύπος του εθνικού ποιητή», Οδυσσέας Ελύτης, Μελετήματα, Πατάκης, 2008, σ. 76. Λευτέρης Ιερόπαις, μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μαρκόπουλο, Γαβριηλίδης, 1999, σσ. 40-41. Θεοτοκάς, Γιώργος, Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953), επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας, Εστία, [1987], σ. 179. Λουκάτος, Δημήτρης Σωτ., Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο. Ημερολογιακές σημειώσεις 1940-41, Ποταμός, 2001, σσ. 24-25. Πρβλ., Antifa, «28 Οκτωβρίου του 1940: Ορισμένες από τις πίσω σελίδες του μεγάλου πατριωτικού έπους. Μέρος Α’. τχ. 33, 10/2012, σ. 20.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 312, Δ. Ζαφειρόπουλου, Ο Ελληνοϊταλικός και Ελληνογερμανικός Πόλεμος 1940-41, Αθήνα 1946 σελ. 73. Εδιπίδου, Αλ., Εικονογραφημένη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και του Ελληνογερμανικού Πολέμου, Εκδοτικός Οίκος Σ.Α. Τζηρίτα, 1959, σ. 365. Ελύτης, Οδυσσέας, Άσμα…, Ποίηση, σ. 103. Για τη μάχη στο Καλπάκι, βλ., ευσύνοπτα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η ιταλική εισβολή. 28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940, ΔΙΣ, 1960, σσ. 65-101, και σσ. 53-55, για την αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας, και Ζαούσης, Αλέξανδρος Λ., Οι δύο όχθες 1939-1945, επίτομη έκδοση, Ωκεανίδα, 2015, σσ. 118-128.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Εφοδιασμοί του στρατού εις υλικά οπλισμού και πυρομαχικών πυροβολικού και πεζικού κατά τον πόλεμον 1940-41, ΔΙΣ, 1982, Σχεδιάγραμμα 4. Ελύτης, Οδυσσέας, «Αλβανιάδα», Ποίημα για δύο φωνές, Μέρος Πρώτο, Πανσπουδαστική, τχ. 41, 25 Οκτωβρίου 1962, σσ. 11-14. Το ποίημα μεταδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1956 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Για τη συνέντευξη του Ελύτη τον Φεβρουάριο του 1940, βλ., Αργυρίου, Αλέξανδρος, « Η ποίηση του Ελύτη πριν από το “Το Άξιον Εστί”, Ανοιχτοί στοχασμοί στην ποίηση του Ελύτη, Καστανιώτης, 1998, σ. 26.
Για τις μετακινήσεις προς το μέτωπο, βλ., μεταξύ άλλων, Δημητρίου, Ελένη Κ., Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ως προσωπικό βίωμα. Ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτών, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 2010, σσ.154, 238. Λουκάτος, Δημήτριος Σωτ., Οπλίτης στο αλβανικό μέτωπο, ό.π., σσ. 62-77. Βλοντάκης, Μιχαήλ, Πολεμικόν ημερολόγιον 1940-1941, Οδός Πανός, 2007, σποράδην, ιδίως σσ. 105-107. Ηλέκτρη-Λίντσεϊ, Ελένη, Γραμμένο στο μέτωπο. Το ημερολόγιο του γιατρού Θεόδωρου Ηλέκτρη από το ελληνοϊταλικό Μέτωπο, Αίολος, 2012, σσ. 21, 23, 24, 26. Αχελώος, Ι., Απ’ το αλβανικό έπος. Στο δρόμο προς την Αυλώνα. Ημερολόγιο πολεμιστή, χ.ε., 1945, σ.33.
- ΓΕΣ/ΔΕΚ, Κατσιμήτρου, Χαράλαμπος, Η Ήπειρος Προμαχούσα. Η Δράσις της VIII Μεραρχίας κατά τον πόλεμον 1940-41, ό.π., σ. 201
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 311. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελληνική αντεπίθεσις, 14 Νοεμβρίου 1940-6 Ιανουαρίου 1941, ΔΙΣ, 1966-Ανατύπωση 1986, σ. 150, και σσ. 242-627 για τις καταλήψεις πόλεων από τον Ελληνικό Στρατό. Κοσμάς, Γεώργιος, Ελληνικοί Πόλεμοι Βαλκανικοί-Ελληνοϊταλικός-Συμμοριτοπόλεμος, [εκδ. Γαρ. Παπαδοπούλου,] 1967, σ. 161. Κατσιμήτρος, Χαράλαμπος, Η Ήπειρος Προμαχούσα, ό.π., σ. 234. Ελύτης, Οδυσσέας, Άσμα…, ό.π., σ. 104. Τσιρπανλής, Ζαχαρίας Ν., «Τα ηθικά εφόδια του Έλληνα και του Ιταλού στρατιώτη κατά τον πόλεμο του 1940-41», Δωδώνη, τόμος 19, 1990=1992, σσ. 331-350, και του ίδιου, Έλληνες και Ιταλοί…, ό.π., σσ. 203-204. Εγγονόπουλος, Νίκος, «Μπολιβάρ», Ποιήματα, τόμος Β’, Ίκαρος, 1985, σσ. 15, 30. Για τις ελλείψεις του Ελληνικού Στρατού, βλ., μεταξύ άλλων, Γκοτσίνας, Στάθης, Από χιόνι…, Πολεμώντας στην Αλβανία, ΑΣΚΙ, Βιβλιόραμα, 2006, σσ. 117, 86, 102-105. Λουκάτος Δημήτριος Σωτ., Οπλίτης στο αλβανικό μέτωπο, ό.π., σσ. 19, 32, 36, 37, 44-45, 101, 115, 125, 171, 214, 243. Βαγιακάκος, Δ.Β. – Μελανουρέας, Κ.Π., Ημερολόγια πολέμου και Αλληλογραφία 1940-1941, εισαγωγή-επιμέλεια: Ελένη Δ. Μπελιά, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1998, σσ. 61,62,80, 82, 83, 84 86, 90, 91, 99, 101, 155-157, 161-162, 179, 183, 268. Χατζηπατέρας, Κώστας Ν. – Φαφαλιού, Μαρία Σ., Μαρτυρίες 40-41, Κέδρος, 21985, σσ. 166-168, 229. Γρηγορίου, Γεώργιος Θ., Με το χαμόγελο…, ό.π., σσ. 165, 249, 271. Ηλέκτρη-Λίντσεϊ, Ελένη, Γραμμένο στο γόνατο, ό.π., σ. 87. Κουτρουλίκος, Δρόσος Γ., «Έλληνες οι ηττημένοι νικητές». Διδάγματα από την Ιστορία της Ελλάδας και ημερολόγιο του IV–β ορεινού χειρουργείου στον πόλεμο 1940-1941, χ.ε., 1987, σ. 153. Ξενίτας, Ξένος, Το θαύμα της Αλβανίας…, ό.π., σσ. 150-153 κ.εξ. Γιαννακόπουλος, Αθανάσιος, Πίνδος 1940. Αλήθειαι αι οποίαι δεν εγγράφησαν, Εκδοτικός Οίκος Βασ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 50. Δημητρίου, Ελένη Κ., Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος…, ό.π., σσ. 171-173, 346. Βογιατζής, Δημήτρης, Η εισαγωγή της στρατιωτικής τεχνολογίας στην Ελλάδα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΜΙΘΕ/ ΕΜΠ – ΣΕΜΦΕ, 2009, σ. 250. Γενικότερα για την « ένδυση και τα εφόδια του Έλληνα στρατιώτη το 1940-41» , βλ. το ομότιτλο άρθρο του Λυκούργου Μαυριδόπουλου (: Άγνωστες πτυχές του Ελληνοϊταλικού πολέμου, Περισκόπιο, 2009, σσ. 32-43).
- Φράιερ, Κίμων, Άξιον εστί το τίμημα, ό.π., σ. 29. Ελύτης, Οδυσσέας, «Χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος», Εν λευκώ, Ίκαρος, 72006, σ. 389. Ενδιαφέρουσα ανάλυση του κειμένου σε σχέση με «μιαν άλλη αλληλουχία» που σχηματίζουν «τα κομμάτια της ζωής» καταθέτει η Μαρία Περλορέντζου, «Χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος. Αrgmentum. Τεκμήριο, ένδειξη, απόδειξη», Minucci, Paola Maria – Μπιντούδης, Χρήστος (επιμ.), Ο Ελύτης στην Ευρώπη, Ίκαρος, 2011, σσ. 125-138.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 427.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελληνική αντεπίθεσις, ό.π., σ. 145, και 185, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 384. Παπάγος, Αλέξανδρος, Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, 1945, σ. 241.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελληνική αντεπίθεσις, Σχεδιάγραμμα 25α.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 384-385, Κοσμάς, Γ., Ελληνικοί Πόλεμο, ό.π., σ. 209, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελληνική αντεπίθεσις, ό.π., Σχεδιάγραμμα 26α.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το τέλος μιας Εποποιίας, ό.π., σ. 384-385, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελληνική αντεπίθεσις, ό.π., σ. 222, και Σχεδιαγράμματα 26α-29. Φράιερ, Κίμων, Άξιον εστί το τίμημα, ό.π., σ. 31. Ελύτης, Οδυσσέας, «Μπολένα ΙΙ», «Εκ του πλησίον», Ποίηση, ό.π., σ. 619, Το Άξιον Εστί, αυτ., σσ. 136, 138. Για την Μπολένα, ακρότατο σημείο της όλης ελληνικής προελάσεως, βλ., Ζαούσης, Αλέξανδρος Λ., Οι δύο όχθες…, ό.π., σ. 162-164, και Τσακαλώτος, Θρασύβουλος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος : πώς εκερδίσαμε τους αγώνες μας 1940-1949, Α’ τόμος, Εκ του Τυπογραφείου της Ακροπόλεως, 1960, σ. 122. Ελύτης, Οδυσσέας, Το Άξιον Εστί, «Οι ημιονηγοί», ό.π., σ. 142. Κάρης, Μίχος, 10ος Όρχος Πυρομαχικών. Σελίδες ημερολογίου από το αλβανικό μέτωπο, Τρία Φύλλα, 1984, σσ. 33-34. Για τον Τσιτσάνη στο μέτωπο, βλ., Χατζηδουλής, Κώστας, Αρχόντισσα, το μυστικό μιας ζωής, gamma, 2011, σ. 73.
- Κοσμάς, Γεώργιος, Ελληνικοί Πόλεμοι, ό.π., σ. 243. Ελύτης, Οδυσσέας, «Χρόνος δεσμώτης…», ό.π., σ. 363.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Υγειονομική υπηρεσία του στρατού κατά τον πόλεμο 1940-1941, ΔΙΣ, 1983, Σχεδιάγραμμα 14 και σ. 239. Γκοτσίνας, Στάθης, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, ό.π., σ. 105. Κρεμμυδάς, Βασίλης Ν., «Ορεινά χειρουργεία. Οι Σωτήρες άγγελοι της ζωής των πρόσω», Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, τχ. 29 (Παράρτημα), 1995, σσ. 5-21, και του ίδιου, Πολεμικά σύμμεικτα του ‘40-‘41, Δήμος Αθηναίων, Πολιτιστικός Οργανισμός, 2001, σσ. 20-31. Μουζάκης, Ελευθέριος, Αυτοβιογραφία. Ντοκουμέντο μιας ζωής, Κέδρος, 1997, σσ. 132-133.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Υγειονομική…, ό.π., Σχεδιάγραμμα 15. Για το 406 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, βλ., Νταφούλης, Π, «Η ιστορία του 406 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (μέχρι το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου)», Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, ό.π., σσ. 29-34. Κωνσταντίνου, Γεώργιος Ν., Η ιστορία των στρατιωτικών νοσοκομείων στη νεότερη Ελλάδα, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 2010, σσ. 325-348. Το εν λόγω νοσοκομείο « […] ελειτούργησεν εις Ιωάννινα από 8.12.1940 μέχρι της 23.41941, ότε και διελύθει […] Η κίνησις των διακομιζομένων υπήρξεν Ιανουάριον 7.500, Φεβρουάριον 9.350, Μάρτιον 13.700, Απρίλιον μέχρι των γεγονότων [τη σύναψη ανακωχής και την είσοδο των Γερμανών στα Ιωάννινα] 11.275 […]» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η υγειονομική…, ό.π., σ. 174. ) Για τη λειτουργία του νοσοκομείου , βλ., και Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 671/Α/1, Φ. 693/Α/3, Φ. 695/Ε/1. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν το νοσοκομείο στις 5 Νοεμβρίου 1940 και οι Γερμανοί στις 20 Απριλίου 1941, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα. Για τις διακομιδές υπήρχε ένας λόχος υγειονομικών αυτοκινήτων. Για τις επείγουσες ανάγκες διατέθηκαν στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων ένα επιβατικό και δύο υγειονομικά αυτοκίνητα, ενώ τέσσερα υγειονομικά αυτοκίνητα ήταν στη διάθεση του Αρχιάτρου της VIII Μεραρχίας. Οι διακομιζόμενοι από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν τραυματίες και ασθενείς μετακινούνταν με τα αυτοκίνητα ανεφοδιασμού που επέστρεφαν, καθώς και με ειδικά υγειονομικά αυτοκίνητα. Στην πρώτη γραμμή, βέβαια, οι διακομιδές πραγματοποιούνταν με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο. Ελύτης, Οδυσσέας, «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας», συνέντευξη στην Πανσπουδαστική, ό.π., σ. 10. Πρβλ., του ίδιου, «Το χρονικό…», ό.π., σσ. 411-413.
- Ελύτης, , Οδυσσέας, «Έζησα…», ό.π. Φυλακτόπουλος, Γεώργιος Σ., Γερμανική επιδρομή κατά της Ελλάδος. Απρίλιος 1941. Προσωπικόν ημερολόγιον, πρόλογος-σημειώσεις-βιβλιογραφία: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Άγρα, 2008, σσ. 33-34, 59-60. Δροσάκη, Ελευθερία, Εν Θεσσαλονίκη… από τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, Οδυσσέας, 1985, σ. 32. Βρεττάκος, Νικηφόρος, Οδύνη. Αυτοβιογραφικό χρονικό, πρόλογος: ας Βρεττάκος, Πόλις, 1995, σ. 197. Τερζάκης, Άγγελος, Ελληνική εποποιία 1940-1941, Το Βήμα βιβλιοθήκη, 2009, σσ. 233-234. Τάσος Ζαφειριάφης (κείμενα) – Θανάσης Πέτρου (σχέδια), Ξημέρωσε ο θεός τη μέρα. Βασισμένο σε μια αφήγηση για τον ελληνοïταλικό πόλεμο, Πατάκης, 2021, σσ. 76-81. Βλ. και Carr, John C., Η ήττα του Μουσολίνι στο ύψωμα 731, μτφρ. Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ψυχογιός, 2021.
- Φράιερ, Κίμων, Άξιον Εστί…, ό.π., σσ. 31-32. Κοψίδα-Βρεττού, Παρασκευή, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας: η λυρική μεταρσίωση της ιστορίας», Θέματα λογοτεχνίας, τχ. 1, Νοέμβριος 1995 – Φεβρουάριος 1996, σσ. 138-145. Πολίτη, Τζίνα, «Θεωρίες για την καταγωγή της γλώσσας…», ό.π., σ. 34: «Το κακό […] είναι η βίαιη έξοδος από τον Κήπο της Φιλότητας και η πτώση στον κόσμο του Νείκους και της Ιστορίας». Χρηστίδης, Χρ., Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου. Πρόλογος-συμπληρώματα-σημειώσεις, χ.ε., 1971, σ. 1. Γρηγοριάδης, Σόλων Νεοκ., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, εισαγωγή: Γιώργος Μαργαρίτης, τόμος Ι, «Κατοχή: μεγάλη νύχτα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011, σ. 25. Βυζάντιος, Περικλής, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, ΜΙΕΤ, 1994, σσ. 161, 165.
Για τον Χόρτη, βλ., Βερύκιος, Σπύρος, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο – Με τον Ελύτη στην Μπολένα», εφ. Ενημέρωση, 24 Οκτωβρίου 1999, σσ. 11-13. Φιλίππου, Φίλιππος, Ο ερωτευμένος Ελύτης, ό.π., σ. 262. [Ευχαριστώ τον Φίλιππο Φιλίππου για τη φωτοτυπική αναπαραγωγή του δημοσιεύματος. ]
- Ελύτης, Οδυσσέας, Το Άξιον Εστί, ό.π., σσ. 146-148, και «Το χρονικό…», ό.π., σ. 394. Πανσέληνος, Ασημάκης, Τότε που ζούσαμε, Κέδρος, 91981, σ. 325. Θεοτοκάς, Γιώργος, Τετράδια Ημερολογίου…, ό.π., σ. 320, πρβλ. και σ. 391. Πανσέληνος, Ασημάκης, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), επιμέλεια: Αλέξης Πανσέληνος, Κέδρος, 1993, 144.
- Μελισσάνθη, «Τέσσερα καλοκαίρια», η λέξη, «Το ημερολόγιο», τχ. 59-60, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1986, σσ. 1062-1063. Μέντη, Δώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, 1995, σ. 113. Καφάογλου, Ηλίας, Οι εποχές της Μελισσάνθης, Ηλέκτρα, 2005, σ. 43. Ελύτης, Οδυσσέας, « Το χρονικό…», ό.π., σ. 392. Ο Γιώργος Σαραντάρης επιστρατεύτηκε, μαζί με τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Δρίβα, στις 5 Οκτωβρίου, καθώς ο πόλεμος με την Ιταλία είναι πλέον ορατός. Ομολόγησε αργότερα σε φιλικό του περιβάλλον ότι δεν είχε το απαραίτητο «ένστικτο» για να πολεμήσει και να αντιμετωπίσει την εμπειρία του μετώπου. Οι μαρτυρίες από συμπολεμιστές, αλλά και φίλους ή συγγενείς του συμφωνούν ότι βρέθηκε στο μέτωπο σχεδόν ανίκανος να αυτοσυντηρηθεί. Επέστρεψε εξουθενωμένος και κόλλησε τύφο σε κλινική της οδού Τροίας, όπου και απεβίωσε στις 25 Φεβρουαρίου 1941. «Ήταν η μόνη κι η πιο άδικη απώλεια [ …] έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου. Φαίνεται ότι πέρασε φριχτές ώρες» , σχολιάζει με τρυφερότητα ο Ελύτης. (Βλ., Γιώργος Σαραντάρης, μια παρουσίαση από τον Βασίλη Ρούβαλη, Γαβριηλίδης, 2004, σσ. 96-97, 14-15. Ελύτης, Οδυσσέας, «Το Χρονικό…», ό.π., σ. 393.)
Για τις βόλτες με τον Γκάτσο, βλ. Τσιτσόπουλος, Στέφανος, Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη, Οξύ, 2021, σ. 46.
Για την πείνα εδώ, βλ., Λουκάτος, Γεράσιμος Σ., Αθηναϊκά του πολέμου και της Κατοχής (Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες), Φιλιππότης, 1989, σ. 70. Βρεττάκος, Νικηφόρος, Το αγρίμι, Ποταμός, 2012, σ. 35. Πρώτη έκδοση: 1945. Μαυρουδής, Γιώργος, Το ημερολόγιο της πείνας, Κέδρος, 1976, σσ. 12, 78. Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Νικολάου Δέα, ΑΕ 262, Φ. 7, «Επιτροπή Διαχειρίσεως Αποστολών Τροφίμων της εν Ελλάδι αντιπροσωπείας του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού. Έκθεσις πεπραγμένων από Οκτωβρίου 1941 μέχρι Σεπτεμβρίου 1942», και Φ. 4, «Έκθεσις της κυρίας Έλλης Αδοσίδου και των κυριών Χρ. Βασματζίδου και Θεοδ. Παπαδημητρίου επί της καταστάσεως των πυροπαθών περιοχών Ηπείρου και Αιτωλοακαρνανίας». Σκούρας, Φ. – Χατζηδήμος, Α.- Καλούτσης, Α. – Παπαδημητρίου, Γ, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Οδυσσέας/ Τρίαψις λόγος, 1991, σσ. 302, 125, 359. Χατζηβασιλείου, Γρηγόριος, «Οι εκ πείνης θάνατοι του 1941-1942», Έθνος, 10 Μαρτίου 1945. Mazower, Mark, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, 1994, σσ. 115, 134, 139. Γληνός, Δημήτρης, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, Ρήγας, 1945, σ. 33. Τζαβάρα, Γεωργία, «Η μάστιγα της Κατοχής». Η πείνα ως αιτία θανάτου στην Κατοχή (1941-1944) και η αναζήτηση των θυμάτων της, ανέκδοτη μελέτη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, 2007, σσ. 28-29. Γενικότερα, βλ., βεβαίως, Χιονίδου, Βιολέττα, Λιμός και θάνατος στην κατοχική Ελλάδα 1941-44, μτφρ. Δημήτρης Μιχαήλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011.
- Καστρινάκη, Αγγέλα, Η λογοτεχνία…, ό.π., σσ. 24, 49-52. Πλωρίτης, Μάριος, «Γένεσις», Ίκαρος. Τα πενήντα πρώτα χρόνια, 1943-1993, ’Ικαρος, 1993, σ. 16. Καρακατσούλη, Άννα, Στη χώρα των βιβλίων. Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1885-2010, πρόλογος: Νάσος Βαγενάς, Οι εκδόσεις των φίλων, 2011, σσ. 144-146. Πανσέληνος, Ασημάκης, Τότε που ζούσαμε, ό.π., σ. 347. Ελύτης, Οδυσσέας, « Το Χρονικό…», ό.π., σσ. 396, 394-395, 409. Πρωίου, Άλκηστις – Armati, Angela, «Ο Ελύτης αναγνώστης του Κάλβου» , Ο Ελύτης στην Ευρώπη, ό.π., σσ. 258-268. Θεοτοκάς, Γιώργος, Τετράδια ημερολογίου…, ό.π., σ. 401. Για τις συναντήσεις κάθε Πέμπτη στο σπίτι του Εμπειρίκου, ήδη πριν τον πόλεμο, βλ., Χατζηλαζάρου, Μάτση, «Ζω από περιέργεια» (συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο), Τσαγκαρουσιάνος, Στάθης, Αντίο παλιέ κόσμε. Συνομιλίες με αξιοσημείωτους ανθρώπους, Τσαγκαρουσιάνος, 2008, σσ. 107-123, ιδίως σ. 113, και Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη, «Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών», Τα Νέα, Τα πρόσωπα/21ος αιώνας, «Ανδρέας Εμπειρίκος. Παις εν τη καμίνω», τχ. 64, 27 Μαΐου 2000, σσ. 12-13.
Για μια μικρή ελεγεία για τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες, βλ., Bonnet, Jean, Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα, μτφρ. Βάνα Χατζάκη, ‘Αγρα, 2010, σσ. 41, 138.
- Αργυρίου, Αλέξανδρος, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς (1941-1944), τόμος Γ’, Καστανιώτης, 2003, σσ. 58, 67, 111, 160. Καρακατσούλη, Άννα, Στη χώρα…, ό.π ., σ. 149, σημ. 237. « Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα σκλάβοι» . Το ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου Δούνια, φιλολογική επιμέλεια-παρουσίαση: Κυριάκος Ντελόπουλος, Εστία, 1987, σ. 159. Ζέη, Άλκη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο, 2013, σσ. 272-273, 275-277. Ελύτης, Οδυσσέας, «Το χρονικό…» , ό.π., σσ. 370, 396, 399, 400, 403. Για την έκδοση του περ. Τετράδιο, βλ. «Χρονικό του Τετραδίου», Τετράδιο, τόμος Α΄, ΕΛΙΑ, 1981, σσ. 9-14. Για τον Ανδρέα Καμπά στην Κατοχή και γενικότερα, βλ. ευσύνοπτα Παπαγεωργίου, Κώστας Γ., «Ανδρέας Καμπάς (1919-1964[5]). Ο έφηβος του 1939», Τα ποιητικά, τχ. 16 (Δεκέμβριος 2014) και, βεβαίως, Δανιήλ, Χρήστος (επιμέλεια-εργοβιογραφία- ανθολόγηση), Ανδρέας Καμπάς (1919-1965), Άγρα, 2016, «Εργοβιογραφία».
- Ελύτης, Οδυσσέας, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», Εν λευκώ, ό.π., σ. 150.
- Οδυσσέας, Ελύτης, «Το χρονικό…», ό.π., σσ. 406, 324, 459. Ελεφάντης, Άγγελος, «Η ψυχολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους», Ο Πολίτης, τχ. 113, Ιούνιος 1991 (: Μας πήραν την Αθήνα. Ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία 1941-50, Βιβλιόραμα, 2003, σσ. 361-365). Μήλιος, Ιωάννης, Η πείνα. Το προμελετημένο σχέδιο του άξονος για την φυλετική μας εξόντωση, Ελληνικόν Αίμα, 1943, σ. 24. Καρύδης, Νίκος, «Οι κακοί έμποροι», Ελεύθερα Γράμματα, 10 Αυγούστου 1945. Ελύτης, Οδυσσέας, «Πρώτα-πρώτα η ποίηση», Ανοιχτά χαρτιά, ό.π., σ. 44.