του Γιάννη Πάσχου
Ομίχλη(*)
Σήμερα είχε από το πρωί ομίχλη. Το απόγευμα έγινε πιο βαριά, αδιαπέραστη. Όταν άναψαν τα φώτα της πόλης, τα δένδρα βγήκαν βόλτα στις πλατείες και τους δρόμους και τρόμαζαν τους ανθρώπους και τα αδέσποτα σκυλιά.
Γύρισα σπίτι. Έμεινα για λίγο αναποφάσιστος, οι δουλειές με έπνιγαν, αδιαφόρησα και ξάπλωσα στον καναπέ. Η τηλεόραση έπαιζε, ούτε ξέρω από πότε ήταν ανοιχτή. Ξαφνικά, σε είδα στην οθόνη να διαβάζεις κάποιο ποίημα, σε ακολούθησα.. Δρόμος και ξανά δρόμος, το χωριό έρημο, ο πατέρας σου φρεσκοξυρισμένος στην αυλή περιμένοντας, ο σκύλος, δεν πολυγούσταρες τις χαρές που σούκανε, έγινε αθηναίος ο Μιχάλης, σκέφτηκα. Άναψα ένα τσιγάρο άφιλτρο, από τα δικά σου.
Σε κάποια στιγμή έβαλες όλους τους θανάτους στη σειρά και πήγαν να σε πάρουν τα δάκρυα. Η δημοσιογράφος πρέπει να σάστισε. Ο φακός έκανε ζουμ στα μάτια σου. Ανασηκώθηκα και κοίταξα προς το βάθος του δωματίου, στο συρτάρι, εκεί που έχω τα μαντήλια, σιδερωμένα κι ατσαλάκωτα.
«Άνοιξε το συρτάρι και πάρε ότι θες» σου είπα.
Δεν απάντησες, σηκώθηκες αργά, φαινόσουν κουρασμένος. Διάλεξες ένα καρώ μαντήλι με κόκκινες ρίγες. Το έφερες κανα δυο στροφές στον αέρα σα να κρατούσες κάποιον που χόρευε, σκούπισες τα μάτια σου και το πέταξες στο αναμμένο τζάκι.
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν» σου απάντησα κι ακούμπησα στο τραπέζι δυο ποτήρια και μια μποτίλια κρασί κόκκινο.
«Κόκκινο;» με ρώτησες.
«Ναι ρε, κόκκινο. Μια φορά στο τόσο δεν θα σε πειράξει».
«Μεζέ;»
«Μεζέ; Δεν έχω κάτι πρόχειρο».
«Χωρίς μεζέ;» επέμεινες «Έχω ταξίδι».
Σηκώθηκα, πήρα μια κυνηγητική καραμπίνα από το χωλ, άνοιξα το παράθυρο και πυροβόλησα προς την κατεύθυνση της λίμνης. Περίμενα κανά δυο λεπτά και νάσου μια φαλαρίδα πληγωμένη, ίσα που σερνόταν. Την ξεπουπούλιασα στα γρήγορα και την έριξα στην φωτιά.
«Σε δυο λεπτά θα είναι έτοιμη».
«Πρέπει να φύγω» είπες «τελειώνει η εκπομπή».
«Είναι επανάληψη» σου υπενθύμισα. Έδειξες να ησύχασες.
Ανοίξαμε και δεύτερη μποτίλια. Δεν μιλούσαμε. Κάποια έπλενε πιάτα στην κουζίνα. Κοιταχτήκαμε με απορία. Μετά ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος από μπλάστρι.
«Ανοίγει φύλλο» μου εξήγησες «τέτοια ώρα πάντα άνοιγε φύλλο για πίτα. Μας έβαζε για ύπνο κι αυτή πλακωνόταν στις δουλειές».
«Νυχτιάτικα;» σε ρώτησα.
«Νυχτιάτικα. Πάντα νυχτιάτικα».
Φαινόσουν ανήσυχος.
«Τι έχεις μωρέ;»
«Τελειώνει η εκπομπή, ένα βήμα θα κάνω και θάμαι Αθήνα» και μούδειξες την οθόνη της τηλεόρασης: «Βαριέμαι το πρωινό λεωφορείο».
«Ξάπλωσε στον καναπέ» σου πρότεινα «φεύγεις αύριο με την ησυχία σου, άλλωστε το μαντήλι καίει ακόμη στο τζάκι».
«Θα καίει για καιρό» ψιθύρισες, πήρες τη μισογεμάτη μποτίλια με το κόκκινο κρασί, τα πακέτο με τα τσιγάρα σου κι έφυγες.
(*)Από τη συλλογή διηγημάτων «Μη φεύγεις», εκδόσεις της Ινδίκτου,2013
Η Ήπειρος πότισε τα παιδιά της με λογής λογής πόνους.Ο Μιχάλης Γκανάς τους έκανε ποίηση και τραγούδια κι έβαλε μέσα εκεί όλη την ομορφιά του τόπου και την ευγένεια των ανθρώπων της.
Ώρα καλή σου, ποιητή!