της Νίκης Τρουλλινού (1)
Γεννημένος στο Τσαμαντά της Ηπείρου το 1944. Και είναι αυτή, η Ήπειρος, που θα του χαρίσει υγρό πυρ, τα βουνά, τα χώματα, τα λιθάρια, τα πηγάδια, το χιόνι, τα ποτάμια, το νερό που τρέχει ελεύθερο .Τόπος κεκοιμημένων. Των ανθρώπων μας.
Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα.
Το ‘χτισαν πάλι με την ίδια του την πέτρα.
Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν νερά.
Σημάδεψαν τα βήματα του Θεού στους λόφους
κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους . [‘’Ομαδικό πορτραίτο’’ Μαύρα Λιθάρια]
Το ’48 μάχες, πηχτό βουητό, ‘’ έφυγε ο οχτρός και βγήκαν οι οχιές, παιδάκι μου…’’ η πτώση της Μουργκάνας, στο δρόμο για την προσφυγιά, με τον πάππου και τις γυναίκες, ‘’Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας έβαλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα’’(2) λέει η μάνα Κάλλιω. Γραμμή για τα Σκόδρα, πολωνέζικο το φορτηγό, στ’ αμπάρι πατείς με πατώ σε. Γιβραλτάρ, Μάγχη, 12 μερόνυχτα. Το τρένο. Ουγγαρία. Κι ο πάππους να τον κρατεί πάντα από το χέρι, με τη χλαίνη ριγμένη – κι αυτό πάντα – στις πλάτες. Άσπρα σπίτια, άσπρο χιόνι. Μετά την εκτέλεση του άντρα με το γαρύφαλλο, το χωριό που ζει ο μικρός Γκανάς, θα το βαφτίσουν Νίκος Μπελογιάννης. Το ’54, με το νομικό καθεστώς των απαχθέντων, μπορούν να γυρίσουν στην πατρίδα. Το τρένο πάλι. Αυστρία, Ιταλία, η θάλασσα, Γουμενίτσα, το λεωφορείο, τα μουλάρια, το χωριό, ο πατέρας. Και το χωριό της μητριάς Πατρίδας να φυραίνει, καθώς οι άντρες παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης. Αναχωρήσεις, όπως κάποτε το δελτίο εξαφανίσεων του Ερυθρού Σταυρού. 54 σελίδες όλες κι όλες η Μητριά πατρίδα, ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ή πως το βίωμα μεταπλάθεται σε καθαρή, μεγάλη λογοτεχνία παράγοντας συνάμα λογοτεχνικό ήθος.
Κάθοδος στην Αθήνα, το ’62, Νομική, αντροπαρέες Θεσπρωτών φοιτητών , δρόμοι της νιότης, ‘’ένα πρωί δημοτικά και εμβατήρια, κι εφτά χρόνια η Ελλάδα στο γύψο’’, στρατιώτης στην Κόρινθο, Ηράκλειο Κρήτης στη ΣΕΑΠ, τα δυο Αοράκια για θέα και βόλτες στην πόλη, η δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας, πρωί για την ΕΣΑ, πόσα μας θυμίζουν όλα αυτά! Να ναι καλά τα μελίσσια και η μορφή της μάνας, γιατί όταν κάποτε ο Γκανάς θα πιάσει τις λέξεις – ‘’όπλο μπροστογεμές’’ (3) – που πάντα πετυχαίνει το στόχο του, θα γράψει γι’ αυτά ‘’ κι όχι με ξένα κόλλυβα, παιδάκι μου…’’ όπως θα ‘λεγε κι η γιαγιά. Ύστερα αρνήθηκε ‘’τα επίφοβα και ταραγμένα νερά της μάχιμης δικηγορίας’’ τι τύχη για την Ποίηση! Βιβλιοπώλης στη ‘’Δωδώνη’’ , επιμελητής εκπομπών λογοτεχνίας, κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία. Και τα ποιήματα – νομίζω…
…πουλιά
ανώνυμα βρεγμένα κρυωμένα
αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής…(4)
Ή,
…έρχονται από μακριά
δεν ξέρεις αν χορεύουν ή παραπατάνε’’ (5)
Τα έργα του: (με το χρόνο της πρώτης κάθε φορά έκδοσης )
Ακάθιστος δείπνος 1978. Μαύρα λιθάρια, 1980. Μητριά πατρίδα, 1981. Γυάλινα Γιάννενα, 1989. Παραλογή, 1993 ( κρατικό βραβείο ποίησης ). Τα μικρά, 2000. Στίχοι, τραγούδια, 2002. ( ήδη ο Γκανάς έχει περάσει στα χείλη των ανθρώπων, στη χαρά και στη λύπη, και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η μουσική εμπεριέχεται στον στίχο του Γκανά ) . Ο ύπνος του καπνιστή, 2003. Άσμα ασμάτων, μετάφραση – σταθμός για τους εραστές του Σολομώντα, γλώσσα κρουστή, κελαρυστή, φέρνει στην επιφάνεια την συγγένεια του Άσματος με το ‘’ Μάουτχαουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλη. ) Γυναικών, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, 2010. Πεζός λόγος, πεζός δωρικός λόγος που τώρα, εδώ, η ποίηση δεν πηγάζει από τις λέξεις αλλά από τις εικόνες που απλές καθημερινές λέξεις φτιάχνουν, η ποίηση εδώ είναι πίσω από τις εικόνες, τα βαθύτερα όσο και απλά νοήματα που σ’ αυτά ακαριαία μας οδηγεί ο, σταθερά ποιητής, και στον πεζό του λόγο.
– Βιωματικός ποιητής ο Γκανάς, λένε οι ειδήμονες. Ναι, μόνο που ο Γκανάς δεν εκβιάζει το βίωμα, δεν τρέχει πίσω από την έμπνευση, δεν παρασκευάζει στην κουζίνα του ποιητή τον στίχο του, ώστε να ‘’φαίνεται’’ βιωματικός, μοιάζει να καιροφυλακτεί μ΄ ένα αναμμένο τσιγάρο, κυνηγός κάτω από τα νυκτερινά πλατάνια, περιμένει, φαίνεται, ν’ ανακαλύψει κάθε φορά σαν πρώτη, τις μυστικές σχέσεις της παιδικής του ηλικίας, της προσφυγιάς, της μετανάστευσης των ανθρώπων του, την παρουσία των κεκοιμημένων, το γυναικείο κορμί, τη μνήμη των φίλων και να τ’ αγαπήσει όλα αυτά, κι άλλα πολλά, αβίαστα, πηγαία, με τη δική του γραφίδα.
– Ποιητής που δεν διαλέγεται μόνο με τον Σολωμό και τον Σεφέρη. Αλλά με το σύνολο της μεγάλης ποιητικής παράδοσης του τόπου. Μοιάζει να χαίρεται τον αισθησιασμό του Ελύτη, κρατώντας όμως το δικό του μέτρο, να κλείνει το μάτι στη μελαγχολία αλλά και τον αυτοσαρκασμό του Καρυωτάκη, ν’ έχει αγαπήσει τον Ουράνη, ν’ απαντά πρόσωπο με πρόσωπο στον Μανώλη Αναγνωστάκη :
Οι λέξεις δεν είναι καρφιά
ούτε φύλλα.
Και στο σφυρί αντιστέκονται
και στον αέρα.
Οι λέξεις είναι σαν τα σκάγια.
Ποιες βρίσκουν το στόχο τους
ποιες δεν τον βρίσκουν.
Δεν φταίει πάντα ο κυνηγός’’
[‘’Περί ποιήσεως 2’’, Τα Μικρά]
Και μ’ έναν τρόπο που δεν έχω θεωρητικά εργαλεία να σας τον μεταφέρω, συνομιλεί με την πολύ σπουδαία Τζένη Μαστοράκη αλλά και τον Σπύρο Τσακνιά. Βρίσκει, και έτσι, μέσα από τον διάλογο με το ποιητικό σώμα της χώρας, τον στόχο του: μεταφράζει απαράμιλλα τη δική του και τη δική μας ανάγκη για Ποίηση. Μοναδικός, ναι, αλλά και με συνείδηση του ανήκειν .
Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την τέχνη του λόγου, μοιραία φθάνουμε και στο θέμα ‘’μορφή και περιεχόμενο’’. Μόνο που στον Γκανά μια τέτοια συζήτηση μοιάζει να αυτοκαταργείται. Τι εννοώ… Κατ’ αρχήν, ο 15σύλλαβος που χρησιμοποιεί ο ποιητής, καθώς διαλέγεται γόνιμα με το δημοτικό τραγούδι, δεν έχει, πιστεύω, καμία σχέση με την συζήτηση για την ελληνικότητα στο έργο τέχνης που άναψε η γενιά του ’30, ούτε με το σύνθημα του ’70 για ‘’επιστροφή στις ρίζες’’ ή όποιο άλλο θεωρητικό παρεμφερές κατασκεύασμα. Η ποίηση του Γκανά είναι και εισπράττεται από τον αναγνώστη ως πηγαία ανάγκη του ίδιου του ποιητή, ως επιστροφή στον γενέθλιο τόπο, ως, ακόμη – ακόμη, η ίαση του τραύματος της απώλειας. Βάσανος και παραμυθία μαζί.
Δεκαπεντασύλλαβος, λοιπόν, είτε ελεύθερος στίχος, είτε σονέτο, είτε πεζός λόγος δίπλα στη ρίμα, η μορφή των ποιημάτων του κάθε φορά έρχεται να απαντήσει στο αίτημα του περιεχομένου, σε μιαν αξιοθαύμαστη ενότητα, που το ένα ρέει, παρεισφρέει μέσα στο άλλο. Το ένα υπηρετεί το άλλο, η μορφή γονιμοποιεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε φορά, και το ανάποδο, εισπράττοντας, εν τέλει, το κέρδος της αρμονίας και των δύο. Με τον Τόπο και τον Χρόνο να κρατούν τα ιστία, – παραφράζοντας την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, – με τρόπο υπόγειο, και γι’ αυτό δυνατό καταφέρνει εκ βαθέων να μεταμορφώνει τον κόσμο του αναγνώστη του. Με μια κουβέντα: ο Γκανάς παράγει ποιητικό Λόγο και όχι στυλ.
‘’Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα …
………………………………………………………………….
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και μας μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας….
{‘’Χριστουγεννιάτικη ιστορία’’, Γυάλινα Γιάννενα}
Πατώντας σε ένα πρόσφατο, ως προς την έκδοσή του, δοκίμιο του Κώστα Αξελού για την τέχνη, επιτρέψτε μου να πω πως η ποίηση του Γκανά διατηρεί μια σχέση με τη φύση, με τον παρόντα ή απόντα θεό και με τον ατομικό ιστορικό και κοινωνικό άνθρωπο. Πετυχαίνοντας έτσι, η σχέση με την ποίησή του να μετατρέπεται σε ‘’επώδυνο όνειρο, φαντασίωση με αιματηρή αναφορά στην καίρια ατομική όσο και συλλογική ύπαρξή μας.’’
Και τίθεται το ερώτημα – Ο Γκανάς είναι πολιτικός ποιητής; Ενοχλεί, ίσως, και μόνο που τίθεται το ερώτημα. Επειδή όμως δεν είναι οι λέξεις ένοχες για τις δικές μας αμαρτίες, ναι, νομίζω ότι ο Γκανάς είναι και πολιτικός ποιητής. Όχι με την έννοια του πολιτευόμενου, ή του στρατευμένου, αλλά όπως έθεσε το θέμα ο Στρατής Τσίρκας για τον πολιτικό Καβάφη. Δηλαδή, πολιτικός με την έννοια του ποιητή που στοχάζεται πάνω στις τύχες του τόπου, που – μπορούμε να προσθέσουμε – με σημαία του τη Μνήμη, σκαλίζει το παρελθόν, κοιτάζει μελαγχολικά ίσως το παρόν, σχολιάζει, χωρίς ποτέ όμως να γλιστρήσει στα αγοραία, κρατώντας ψηλά τον ποιητικό λόγο του :
Κι η μνήμη
για να φυλάει τα σύνορα (6)
ή
Κάποτε τα βουνά χιονισμένα χειμαδιά της φυλής’’ (7)
ή
Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.
Κανένας δεν τη χόρτασε. (8)
Ή το σπαρακτικό ‘’Εθνική Οδός’’ (9)
Από δω έφυγε
η μισή πατρίδα
για τα ξένα
Καταναλωνόμαστε προσφάτως σε ατέλειωτες κουβέντες με ξενόγλωσσους, οικονομικούς συνήθως όρους – οικεία κακά. Πόσο ωραίοι και σημερινοί οι στίχοι :
Φέρτε τους άρχοντες
να ευθυμήσουμε λιγάκι
να θυμηθούμε τις ευθύνες μας {Τα μικρά}
Κι όμως… είναι τυχερή η πατρίδα, μάνα ή μητριά, Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή λέει ο ποιητής, που έχει τέτοιες ποιητικές φωνές. Να το ξέρει, άραγε;
Σε πολύ πρόσφατο κείμενό του ο Κωστής Παπαγιώργης σημειώνει πως το σπάραγμα του Γκανά, Θα ‘ χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί / κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια. ‘’ (10) το απευθύνει ο ποιητής στον εαυτό του. Νομίζω πως κάνει λάθος ο αξιότιμος κύριος Παπαγιώργης. Ή τουλάχιστον μας αφορά εξίσου πολύ με τον ποιητή, δικό μας το ράγισμα στα μάτια, το κουβαλάμε μαζί του, κοινωνώντας ποίηση, στερνό καταφύγιο και αποκούμπι, ‘’ταμένοι στην αγάπη…’’ Αμήν !
Σημειώσεις: 1. Από το ποίημα ‘’ Μέσα στην άφθονη ανωνυμία’’ Γυάλινα Γιάννενα, σελ. 32
- Μητριά Πατρίδα, εκδόσεις Καστανιώτης, 1996 σελ. 10
- ‘’ο θάνατος παλιό μπροστογεμές’’, Μαύρα λιθάρια, σελ. 45 και Τα μικρά σελ 62 και ‘’μακρύκανο παλιό μπροστογεμές’’ Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Γυάλινα Γιάννενα σελ. 14.
4.’’ Εύνοια’’, Τα μικρά, σελ. 44
- ‘’ το ποίημα έρχεται από μακριά’’, Ο ύπνος του καπνιστή σελ. 54
6.Τα μικρά, σελ. 16
- ‘’Μονόξυλα’’ Μαύρα Λιθάρια, σελ. 43
- Τα μικρά, σελ. 35
- ‘’ Ακαριαία’’ Ακάθιστος Δείπνος, σελ. 41
- ‘’Ακαριαία 1’’, Μαύρα Λιθάρια σελ.43
Νίκη Τρουλλινού
Σημείωση: το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία της Νίκης Τρουλλινού στην τιμητική εκδήλωση για τον Μιχάλη Γκανά το Σάββατο 17 Απριλίου 2010 στο Ηράκλειο Κρήτης. Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο ποιητής, ο οποίος διάβασε και σχολίασε δημοσιευμένα και ανέκδοτα κείμενά του. Πρωτότυπη μελοποίηση στίχων του Γκανά παρουσίασαν οι μαθητές του 8ου ΓΕ.Λ Ηρακλείου Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης.