του Φώτη Θαλασσινού
Τον Γιώργο Ευσταθίου, τον γνώρισα μέσω του Γιώργου Χρονά και της Ζυράννας Ζατέλη, τελευταία φορά βρεθήκαμε όλοι μαζί σ’ ένα εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας. Απέναντι απ’ την Μητροπολιτική εκκλησία. Μου έκανε, εκεί, δώρο το καινούργιο του βιβλίο Ο Νοσταλγός που κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις της Οδού Πανός. Αναμνήσεις του στο πρώτο μέρος αυτού απ’ την παιδική και την εφηβική ηλικία. Ο Γιώργος στις σελίδες του βιβλίου του ξεδιπλώνει όλες, ακόμη και τις πιο δύσκολες να ανακληθούν στην μνήμη, φάσεις απ’ το φάσμα των πιο μικρών ηλικιών μας. Μαγική η παιδική ηλικία του Γιώργου και η δική μας και όλων των παιδιών. Συνάμα η εποχή που οι πρώτες μαθητείες στην δυσκολία εγγράφουν πάνω μας τα δυσεπούλωτα τραύματα που μας ορίζουν παντοτινά. Στον Νοσταλγό του Γιώργου και στο κομμάτι της μαγείας των παιδικάτων του, συναντούμε και αναθυμόμαστε την δικιά μας αξόδευτη ονειροπαρμένη αυτή παιδική και εφηβική αυθορμησία. Η γραφή του Γιώργου σαν αναμοχλευτής όλης αυτής της μαγείας που στο μεγάλωμα μας ξεχάσαμε. Ο Γιώργος θυμάται και δείχνει στους αναγνώστες προς την ενθύμηση των δικών τους παραμυθητικών εμπειριών απ’ την μακρινή περιοχή της παιδικότητας. Δεν ξέρω αν έχω ξαναδιαβάσει άλλη τόσο καλή και ποιητική ανατομία της παιδικής ηλικίας.
Αυτό ωστόσο που με κλόνισε ήταν η σχέση του με την μητέρα του. Μια μητέρα νομοθέτης, τιμωρός και αυταρχική αλλά και κάπου στο βάθος τρυφερή. Ο Γιώργος περιγράφει στο βιβλίο του, με λεπτομέρειες υπερμνήμονα, γιατί δεν ξεχνιέται η βιαιοπραγία, την σειρά από σκανταλιές -δικές του ή συνωμοτικές με τον αδερφό του και φίλους του- που επέσυραν τιμωρίες χειροδικίας απ’ την πλευρά της μητέρας του. Ως ενήλικας πια γράφει αυτό το βιβλίο με σοφία και αναφέρεται στον νεαρό εαυτό του ως το «πρόχειρο θύμα», η εύκαιρη λύση στην ανάκυψη κάθε προβλήματος. Πολύ με σόκαρε αυτή η ωμή ειλικρίνεια που γέννησε την φράση «πρόχειρο θύμα» και κάπως έτσι θέλησα να μιλήσω στον Γιώργο.
Θέλησα να μιλήσουμε για τον τρόμο που είναι η εμπειρία να ξυπνάς σ’ αυτόν τον κόσμο σαν παράξενος. Γιατί μπορεί να είναι κάποιος παιδί αλλά ξέρει όταν γύρω του πιέζεται να συμμορφωθεί πως είναι σαν προορισμένο να χαράξει κατάμονο την πορεία του στην ζωή. Σε πολλά σημεία του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου ένιωσα ότι διαβάζω την ζωή μου, με το πρώτο ξύπνημά μου στην ομοφυλοφιλία να γίνεται αντιληπτό σαν αυτεπίγνωση της ξενότητάς μου, όπως και στο παράδειγμα του Γιώργου. Αυτό το βιβλίο μοιάζει με το Γράμμα Στον Πατέρα του Κάφκα, μόνο που εδώ ο υιός απευθύνεται στην μητέρα του και το συγγραφικό ύφος είναι πολύ ποιητικό και ίσως πιο πικρό απ’ τον ρεαλιστικό κυνισμό του Τσέχου. Tο βέβαιο είναι, για να μην μεμψιμοιρούμε συνέχεια, πως η επιστολή του Γιώργου είναι εξίσου σπουδαία με αυτήν του Κάφκα.
Σ’ ένα τηλέφωνο που τον πήρα για να κανονίσουμε το ραντεβού μιλήσαμε για την αμεσότητα του φλερτ στην δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα. Κάποιος νέος ομοφυλόφιλος είχε μια μεγάλη γκάμα από λαϊκά αγόρια για να μοιραστεί μαζί τους την καύλα. Αυτό που χάθηκε με τον δικαιωματισμό είναι η καύλα. Δεν χάθηκε ολότελα αλλά εκδηλώνεται διστακτικά και μέσα από πολλές σεμνοτυφίες. Ο δικαιωματισμός επιτάσσει κώδικες επικοινωνίας που είναι πολύ μακριά απ’ το φλερτ. Φλερτ χωρίς συναισθηματισμό δεν υφίσταται. Σ’ αυτό το τηλεφώνημα ο Γιώργος μου είπε ότι κάποιοι οικείοι του που διάβασαν το βιβλίο του έδειξαν να θεωρούν αδιανόητο να την πέφτεις σε άντρες στο δρόμο. Οι άνθρωποι που διατηρούν επαφή με την πραγματικότητα είναι ελάχιστοι. Απ’ την θητεία μου στο Μοναστηράκι και τις κοντινές γειτονιές και δρόμους έχω δει πολλούς άντρες να κόβουν βόλτες ψάχνοντας κάποιον σεξουαλικό σύντροφο. Είτε είναι στρέιτ είτε γκέι. Το βιβλίο του Γιώργου, λοιπόν, είναι στο πρώτο του μέρος αυτή η γλυκόπικρη απεύθυνση προς την μητέρα του μέσω της ανατομίας της παιδικής του ηλικίας. Πρόκειται για μια απαράμιλλη ανατομία που όλοι ανεξαιρέτως οι αναγνώστες θα βρουν στο βιβλίο του Γιώργου Ο Νοσταλγός και θα ταυτιστούν με όλα τα πυρηνικά της χαρακτηριστικά. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου λειτουργεί και σαν εγχειρίδιο για γκέι φλερτ στους δρόμους και τα πάρκα και τα ουρητήρια. Το φλερτ στο δρόμο αν και ξεψυχισμένο, επιμένει.
Κανονίσαμε με τον Γιώργο να βρεθούμε στο καφέ Centrale, το καφέ στο οποίο συναντιόμουν επί είκοσι χρόνια με την Ζυράννα Ζατέλη και βρίσκεται και αυτό έναντι της Μητροπολιτικής εκκλησίας της Αθήνας. Πηγαίνοντας απ’ την πλατεία Μοναστηρακίου προς το Centrale ένας νεαρός Αιγύπτιος με προσέγγισε, ζυγίζοντας το φιλήδονο βλέμμα μου επάνω του, για αγοραίο έρωτα. Γέλασα και τον προσπέρασα.
Στο καφέ μιλήσαμε για την γεωγραφία των σεξουαλικών ηδονών στην δική μου παλιότερη Ελλάδα και την ακόμη παλιότερη του Γιώργου. Ρώτησα τον Γιώργο για μια άποψη που είχε διατυπώσει στο βιβλίο του σχετικά με την προτίμηση που είχε να συνευρίσκεται με λαϊκούς άντρες αντί με εγγράμματους και σεμνότυφους και μου έιπε ότι στην πρώτη περίπτωση ο ερωτισμός ήταν πιο έντονος και εκδηλωνόταν με μια αφοπλιστική αμεσότητα. Άκουγα τον Γιώργο Ευσταθίου και ήταν σαν να ακούω τον Γιώργο Χρονά με τον Παζολίνι του.
Όσο παρακινδυνευμένο κι αν ακούγεται, αυτό που λείπει απ’ την σύγχρονη ωμή πραγματικότητα του σεξ είναι τα σχεδόν τελετουργικά προκαταρκτικά -για την ευόδωση της θέλησης ενός άντρα να σμίξει μ’ έναν άλλο- στις συνευρέσεις στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Σήμερα που το σεξ είναι παντού λείπει απ’ αυτό η λατρεία του σώματος και άρα της μορφής του άλλου. Δεν υπάρχουν κριτήρια με τα οποία ένας άνθρωπος επιλέγει έναν άλλο. Είναι το σεξ για το σεξ. Τίποτα βαθύτερο απ’ αυτό.
Ίσως να είμαστε και boomers. Συζήτησα με τον Γιώργο για τις αλλαγές που επιχειρεί να κάνει η woke ατζέντα στην ελληνική γλώσσα. Σε μια απ’ τις πιο αρχαίες γλώσσες του κόσμου και γι’ αυτό και τις πιο συμπεριληπτικές κάποιοι ανόητοι επιχειρούν να την κάνουν όργανο διαχωρισμού των ανθρώπων μεταξύ τους. Ναι, υπάρχει το κοινωνικό φύλο και το βιολογικό φύλο. Οι δεκάδες, όμως, συνομοταξίες του ανθρώπινου είδους γεφυρώνονται ακριβώς με το όρο ομπρέλα «άνθρωπος». Να δημιουργήσουμε είκοσι διαφορετικές γραμματικές προσεγγίσεις στον ολιστικό άνθρωπο εν τέλει τον απομακρύνει απ’ τον πλησίον του. Στο κείμενο αυτό γράφω για ανθρώπους που ερωτεύονται και κάνουν σεξ και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπερδέψω τον αναγνώστη με την κατάχρηση του συμβόλου «@». Οι αυτοπροσδιορισμοί είναι ανεξέλεγκτοι και το κατακερματισμένο ανθρωποσύνολο στενάζει για το μοναχικό του πλήθος. Ο Γιώργος μίλησε απαυδισμένος για τα 72 καταγεγραμμένα φύλα κι εγώ αφορμώμενος απ’ το χρώμα του λόγου του καταλήγω να γράψω ότι η επιθυμία είναι πάντα και στο τέλος αναστεναγμός. Είναι ήχος από τα σωθικά μας. Δεν είναι λέξη. Ας αγαπηθούμε σαν άνθρωποι κι όχι σαν εξειδικεύσεις της ανθρωπινότητας.
Πριν φύγουμε ο Γιώργος μου είπε πως την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου του 2025 σε γνωστή εφημερίδα θα δημοσιευόταν κάποιο κείμενο του για τα 40 χρόνια απ’ τον θάνατο του γνωστού λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου. Κάποιος απ’ το διπλανό τραπέζι μας άκουσε και μας έδειξε στο κινητό του μια αδημοσίευτη φωτογραφία του μαζί με τον μεγάλο συγγραφέα. Η στιγμή ήταν πολύ δυνατή γιατί ο Γιώργος (Ευσταθίου) συγκινήθηκε για τις αναμνήσεις του με τον εκλιπόντα Ιωάννου. Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν και ο μόνο επώνυμος για τον οποίο μιλήσαμε πολλή ώρα. Το ενδιαφέρον μας μονοπωλούσαν οι παζολινικοί άντρες.
Κείμενο Φωτογραφίες, Φώτης Θαλασσινός, https://fotisthalassinos.gr/