Από την Αλεξάνδρα Χαΐνη
Κάθε φορά όταν επισκέπτομαι το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς νιώθω σαν παιδί που καταβυθίζεται σε έναν κόσμο μαγείας – σα να ανοίγω μια πόρτα μυστική για να βρεθώ σε έναν τόπο φωτεινό όπου όλα είναι δυνατά (όσο κι αν τσουρουφλάνε έξω τα τσιμέντα).
Έτσι ήταν και φέτος στην 12η τελετή απονομής των λογοτεχνικών βραβείων του Αναγνώστη. Το γεγονός δε ότι τα «εκθέματα» ήταν συγγραφείς και βιβλία, έκανε τη βραδιά ακόμη πιο μαγική.
Κόσμος και ντουνιάς. Συγγραφείς, κριτικοί, εκδότες, γραφίστες και τυπογράφοι, κορίτσια, αγόρια, μεγάλοι και μικροί. (Όλοι και όλες δε, ήταν εκείνοι και εκείνες ακριβώς που μου θύμιζαν – ανάθεμα την ασθενή μου μνήμη.)
Δεν θα γράψω λεπτομέρειες για την κάθε κατηγορία βραβείων ξεχωριστά, δεν είναι αυτός ο στόχος του σύντομου αυτού σημειώματος – μόνο δυο πράγματα για την ατμόσφαιρα θέλω να πω και να μοιραστώ τη χαρά μου που ήμουν κι εγώ εκεί.
Την εκδήλωση άνοιξε η Μαρίζα Ντεκάστρο με εύστοχες επισημάνσεις σχετικά με την έλλειψη σοβαρής πολιτικής και στρατηγικής για το βιβλίο, την απουσία των λογοτεχνών από το πρόγραμμα επισκέψεων στα σχολεία, την πρόσφατη έρευνα για την φιλαναγνωσία στα παιδιά του δημοτικού και πάει λέγοντας.
Γενικώς, η προτροπή/ευχή «να διαβάζουμε περισσότερο» ήταν το κυρίαρχο διακύβευμα, παρόλο που οι αποδέκτες της ήταν πρωτίστως αν όχι αποκλειστικά, άνθρωποι που διαβάζουν, γράφουν ή τέλος πάντων έχουν κάποιου τύπου στενή σχέση με το βιβλίο. Εντάξει όμως, ας μην είμαι άδικη, αν θεωρήσουμε ότι λειτουργούν και ως «πρεσβευτές» της φιλαναγνωσίας, τότε η επανάληψη είναι πάντα ευπρόσδεκτη, αν όχι αναγκαία.
Στα highlights η παρουσία της Χαράς Μαραντίδου, εικαστικού και μέλους της επιτροπής κρίσης βιβλίων για παιδιά, η οποία προλόγισε και απένειμε τα βραβεία παιδικής και νεανικής / εφηβικής λογοτεχνίας και γνώσεων. Συγκινητική και αστεία ταυτόχρονα, η στιγμή που διάβασε ένα «ερωτικό» γράμμα της μητέρας της προς τον ξενιτεμένο, απ’ όσο συμπεράναμε, πατέρα της, αντίγραφο της οποίας χάρισε στον Μάνο Κοντολέων, νικητή του βραβείου Λογοτεχνικού βιβλίου για εφήβους για το μυθιστόρημα «Ποτέ πιο πριν» (εκδόσεις Πατάκης). Δυσκολεύτηκε να διαβάσει τα «ιατρικά» γράμματα της μάνας της, αλλά το περιεχόμενο ήταν ενδιαφέρον, από πολιτικής άποψης τουλάχιστον.
Ωραίο ενσταντανέ και όταν έδωσε στον Πάνο Χριστοδούλου και την Μαριάννα Ψύχαλου το βραβείο για το παιδικό Βιβλίο γνώσεων, «Έχω δικαίωμα; Έχω δικαίωμα!» (εικονογράφηση: Στέλλα Στεργίου, Μικρή Σελήνη) θέτοντας το καίριο ερώτημα «αν εξαφανίζονταν όλα τα δικαιώματα και έπρεπε να διαλέξεις ένα μόνο, ποιο θα ήταν αυτό;». Ο μεν διάλεξε το δικαίωμα στην ταυτότητα, η δε στο παιχνίδι.
Στο κομμάτι των βραβείων για τα βιβλία ενηλίκων ανέβηκε στη σκηνή ο κριτικός λογοτεχνίας και μέλος της επιτροπής κρίσης για βιβλία ενηλίκων Γιώργος Περαντωνάκης. Φόρεσε τη «στολή» του ψυχιάτρου -λευκή ρόμπα και πίπα- και επιχείρησε να ψυχογραφήσει/ψυχαναλύσει τους/τις συγγραφείς, οι οποίοι/ες, με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν κατάφεραν δυστυχώς να συντονιστούν. Θες το άγχος, θες η ζέστη, παρόλες τις ευφάνταστες ερωτήσεις και τη θετική διάθεση του παρουσιαστή, δεν έκαναν γκελ. Με εξαίρεση βέβαια την Ιωάννα Μπουραζοπούλου η οποία και έλαβε το βραβείο για το μυθιστόρημά της «Ο δράκος της Πρέσπας: Η μνήμη του πάγου» (Καστανιώτης), που ήταν «ετοιμοπόλεμη» και μαζί μας χάρισαν ένα από τα πιο διασκεδαστικά «σκετς» της βραδιάς.
Το βραβείο διηγήματος πήγε στην Αλεξάνδρα Κ* για τη συλλογή «Πράγματα που σκέφτεται η Παρθένος Μαρία καπνίζοντας στο μπάνιο» (Πατάκης). Η ίδια δεν παρέστη αλλά ήρθαν ο σύντροφός της Ντάνιελ και η έφηβη κόρη της Νίκη για να το παραλάβουν. «Η μητέρα μου ευχαριστεί κυρίως εμένα» είπε στην αποστροφή του λόγου της η Νίκη, και κάτι θα ξέρει.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει νομίζω στη μουσική επένδυση της εκδήλωσης, με τις τζαζ μελωδίες του πιανίστα Βασίλη Τζαβάρα αλλά και στα ξεχωριστά βίντεο της Φραντσέσκας Ντόγκα σε γραφιστική επιμέλεια της Αγγελικής Μπασκόζου, που έντυσαν όλες τις κατηγορίες.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και φέτος, όπως όλα τα τελευταία χρόνια απονεμήθηκε Βραβείο για τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό και την τυποτεχνία, το οποίο έδωσε ο πολύ γνωστός γραφιστας Δημήτρης Αρβανίτης στον Αχιλλέα Τζάλλα για το βιβλίο της Λήδας Καζαντζάκη «Χωρίς επαφή», των πάντα καλαίσθητων εκδόσεων Το Ροδακιό.
**
Ήταν περασμένες 11 όταν βγήκα τελικά από το μουσείο. Η θερμοκρασία κολλημένη στους 31 βαθμούς, αλλά η νύχτα μου φάνηκε ανάλαφρη. Έξω από το μουσείο μια οικογένεια Ρομά έστηνε τη σκηνή της. Παπλώματα και sleeping bag κι ένα μωρό που κουτρουβαλούσε.
Στην Ασκληπιού, στο ύψος της «Πολιτείας» είδα ένα κορίτσι με χρυσό στέμμα. Το t-shirt του συντρόφου της έγραφε Puta Calor, πουτάνα ζέστη.
Κι ύστερα μου λες δεν είναι όλα μυθιστόρημα μωρό μου…