Λίλα Κονομάρα

0
174

 Κάτι μεγάλα, κόκκινα λουλούδια

 

Ποτέ δεν είχε επιθυμήσει κάτι περισσότερο. Είχε περάσει ώρες να την χαζεύει. Να περιεργάζεται την κάθε λεπτομέρεια. Την είχε δει στο σπίτι της Άννας, αλλά και αλλού. Την είχε αγγίξει φευγαλέα, μια φορά μάλιστα την είχε κλείσει για λίγο στην αγκαλιά της. Καθώς το χέρι της γλιστρούσε πάνω στις λείες επιφάνειες, η καρδιά της βούλιαζε μέσα σ’ όλη εκείνη την απαλότητα κι ήταν σαν να μεταμορφωνόταν κι αυτή σε κάτι άλλο και να άνοιγε άξαφνα μπροστά της ένα μονοπάτι εκεί που πριν από λίγο δεν υπήρχε παρά κάτι αδιάβατο και σκοτεινό. Κάποια στιγμή που δεν την έβλεπαν, την έφερε κοντά στη μύτη της και ρούφηξε δυνατά τον αέρα. Άγνωστη μυρωδιά, δεν της θύμιζε τίποτα.  Πολλή ώρα μετά, στριφογύριζε το χέρι της αναζητώντας την.

Μέρα με τη μέρα, τα δώρα στοιβάζονταν κάτω απ’ το δέντρο. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα κουτιά βρισκόταν σίγουρα κι εκείνη. Όταν ξημέρωσαν Χριστούγεννα, έτρεξε στο σαλόνι. Δεν άργησαν να μαζευτούν κι οι υπόλοιποι κι άρχισε το άνοιγμα των δώρων. Δύο βιβλία, ένα επιτραπέζιο, πολύχρωμες κορδέλες για τα μαλλιά, ψέλλιζε ένα ευχαριστώ και τα άφηνε στο πλάι με την αγωνία να της σφίγγει την καρδιά όσο λιγόστευαν τα πακέτα.

«Αυτό είναι για σένα», της είπε ο μπαμπάς λίγο πριν ανοιχτεί το τελευταίο, δίνοντας της ένα μεγάλο κουτί με κόκκινο περιτύλιγμα. Τα μάτια της έλαμψαν καθώς το πήρε στην αγκαλιά της και με βιαστικές κινήσεις άρχισε να σκίζει το χαρτί. Βροχή έπεφταν τα κομμάτια γύρω της και στη θέση τους φύτρωναν λουλούδια, κάτι μεγάλα, όμορφα, κόκκινα λουλούδια κι απανάμεσα έβλεπε να ανοίγεται το μονοπάτι, ναι, το μονοπάτι ήταν εκεί και την καλούσε, μα μόλις άνοιξε το κουτί, τα λουλούδια χάθηκαν μεμιάς σαν να σηκώθηκε ξαφνικά δυνατός αέρας και να τα σήκωσε όλα στο πέρασμά του. Δεν ήταν αυτή. Ήταν μια άλλη που δεν της έμοιαζε σε τίποτα.  Ένα μικρό βογγητό της ξέφυγε που οι άλλοι το πέρασαν για θαυμασμό.

«Σ’ αρέσει;» την ρώτησε ο μπαμπάς κι εκείνη κούνησε σιωπηλά το κεφάλι.

Πέρασε το μεσημέρι κι ήρθε το απόγευμα.

«Δεν θα την βγάλεις από το κουτί;» ρώτησε η μαμά μπαίνοντας στο δωμάτιό της.

«Θα την βγάλω» είπε και την ακούμπησε πάνω στο ράφι.

«Σ’ αρέσει να την κοιτάς ε;»

«Ναι», απάντησε εκείνη κι έσκυψε το κεφάλι κάνοντας πως διαβάζει ενώ τα γράμματα, χορεύοντας, χάθηκαν στον πάτο μιας λίμνης από δάκρυα. Πώς ήταν δυνατόν να διάλεξε αυτήν ο μπαμπάς; Δεν έβλεπε πόσο άσχημη ήταν; Ούτε ψηλή ούτε ξανθιά με μακριές, μεταξένιες μπούκλες, μόνο κάτι απαίσια, σγουρά μαλλιά και χοντρά πόδια σαν τα δικά της, άσε τα ρούχα, ίδια με εκείνα που της έπλεκε η γιαγιά και την κορόιδευαν στο σχολείο όπως θα την κορόιδευαν κι αν έβλεπαν αυτή την απαίσια κούκλα που την κοιτούσε χαμογελαστή. «Τα παλιόρουχα!» είπε σχεδόν συλλαβιστά και ξαφνικά, άρπαξε την κούκλα κι άρχισε να τα σκίζει ένα ένα. Μέσα στη μανία της ξερίζωσε μαζί δυο τούφες από τα μαλλιά. Κουρέλια, μπούκλες και χρωματιστές κλωστές γέμισαν το πάτωμα μα αυτή τη φορά, δεν φύτρωσαν λουλούδια. Τα μάζεψε βιαστικά στις χούφτες της και βγήκε έξω στην αυλή. Πίσω από τη λεύκα, άνοιξε μια τρύπα και τα παράχωσε βιαστικά κι ύστερα πατίκωσε καλά καλά το χώμα κι ας είχαν παγώσει τα χέρια της απ’ το κρύο. Γυρίζοντας στο δωμάτιό της, πέταξε θυμωμένη την κούκλα κάτω απ’ το κρεβάτι.

Τις επόμενες μέρες, η κούκλα απόμεινε εκεί. Δεν την έβγαλε όταν έστησε τα παιχνίδια της ούτε την πήρε μαζί της όταν πήγε στην Άννα, κι όταν αυτή την ρώτησε είπε ψέματα ότι της είχαν δωρίσει μια κούκλα σαν τη δική της.

Το τρίτο βράδυ, εκεί που πήγε να σβήσει το φως, το βλέμμα της έπεσε στο κενό ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο και συνάντησε της κούκλας που συνέχιζε να την κοιτάζει χαμογελώντας. Γύρισε γρήγορα απ’ την άλλη και κουκουλώθηκε, το βλέμμα της κούκλας όμως πρόλαβε να τρυπώσει κάτω απ’ τα σκεπάσματα και δεν την άφησε σε ησυχία ούτε όταν βάρυναν τα βλέφαρά της και την πήρε ο ύπνος πηδώντας από το ένα όνειρο στο άλλο, όπως τα τετράγωνα στο κουτσό.

Όταν ξημέρωσε, όλα ήταν άσπρα. Χοντρές νιφάδες έπεφταν αργά, είχαν ήδη σκεπάσει τον δρόμο, τα σπίτια, και μόνο πού και πού ξεχώριζε κάτι, τα γυμνά κλαδιά της λεύκας, το σκοινί για την μπουγάδα, το καμπαναριό στο βάθος σαν κομμάτια πλαστελίνη κολλημένα πάνω στο άσπρο. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο ζωγραφίζοντας το χνώτο της εδώ κι εκεί. Τα σχέδια πρόβαλλαν και την άλλη στιγμή χάνονταν. Απόμεινε να κοιτάζει την αντανάκλασή της στο τζάμι. Ύστερα, γονάτισε, χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι και τράβηξε προς το μέρος της την κούκλα.

«Έλα» της είπε «θα κρυώσεις» και την τύλιξε με τη ζακέτα της πηγαίνοντας να συναντήσει τους άλλους.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΛέξεις, σκέψεις, τέρψεις: Το δώρο της ζωής στο “Δώρο του Χάμπολντ” του Σολ Μπέλλοου (του Στέφανου Δάνδολου)
Επόμενο άρθροΝίκος Α. Μάντης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ