Ξημέρωμα των Φώτων
Λένε ότι τότε ανοίγουν οι ουρανοί
και πραγματοποιούνται οι ευχές των ανθρώπων.
Σε ένα καμαρικό σπιτάκι[1] κοντά στην εκκλησία του χωριού ζούσε η Ζωή η «Μυλλιώνα». Το παρατσούκλι το κληρονόμησε από τον πατέρα της, τον Κωνσταντή τον «Μυλλιό», τον μυλωνά δηλαδή. Ως μοναχοκόρη κληρονόμησε και τον νερόμυλο κάπου στα βάθη της κοιλάδας του Αίθωνα [2], εκεί όπου ανάμεσα στα εσπεριδοειδή δέντρα, τις αλεσφακιές και τις ροδιές ξεπηδούσαν οι πιο τρομακτικές ιστορίες, για τα δίστρατα και τις ανεράδες [3].
Μέρα ακριβή των Φώτων θα ξημέρωνε. Έτσι θρήσκα που ήταν η Ζωή η «Μυλλιώνα», άναψε το καντηλάκι που κρεμόταν στην καμάρα του σπιτιού, θύμιασε τον χώρο και το εικονοστάσι και προσευχήθηκε δυνατά μπροστά στους Αγίους Αναργύρους. Το δάνειζε συχνά εκείνο το εικόνισμα. Ήταν φορτωμένο τάματα, ασημένια και χρυσά πόδια, χέρια, κεφάλια, καρφιτσωμένα σε ένα πλεκτό λευκό κουρτινάκι. Λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων των συγκεκριμένων αγίων (έτσι λένε), τι άλλο να ευχηθεί; Να γίνει καλά το εγγονάκι της. Ένα αρσενικό είχε απομείνει στην οικογένεια. Μην το έχανε κι αυτό. Μια βδομάδα ψηνόταν στον πυρετό το κακόμοιρο και έχανε το χρώμα και το αίμα του. Να το ‘βαλαν στο μάτι οι ανεράδες;
Δεν θα άντεχε άλλο κακό. Δυο φορές χήρα, φορτωμένη και με τον καημό του αδερφού της, που κρέμασαν σε ένα πεύκο κοντά στον μύλο τους. Μα η πιο μεγάλη συμφορά τη βρήκε όταν πέθανε η κόρη της, το μοναχοπαίδι της. Τρία μικρά παιδιά τής άφησε να θρέψει, τον Παναγιώτη που χαροπάλευε, την Τασία «την παλαβή του χωριού» κι εμένα. Ο πατέρας μας βρήκε γρήγορα παρηγοριά σε μέρη μακρινά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ούτε ένα γράμμα δεν είχαμε δικό του. Από τη μάνα μου τίποτα δεν θυμάμαι. Φωτογραφία της δεν είχαμε. Μονάχα την πλεξούδα της. Την έκοψε και τη φύλαξε η γιαγιά, πριν τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Συχνά μοιρολογιότανε μπροστά της. Κι εγώ τη χάιδευα. Πολλές φορές την έβαζα κρυφά πάνω στο μαξιλάρι μου, να τη μυρίζω για να μπορέσω να κοιμηθώ.
Η γιαγιά, εκτός από το μοιρολόι, συνήθιζε να βλασφημά και να καταριέται τους πάντες και τα πάντα κι ύστερα να κάνει τον σταυρό της και να ψιθυρίζει «Θεέ μου συγχώρεσέ με». Άραγε τη συγχώρεσε ο Θεός εκείνη τη νύχτα, όταν παρακαλούσε τον χάρο να πάρει την Τασία κι όχι τον Παναγιώτη της; Ποιος ξέρει…
Όλη τη νύχτα ήταν δίπλα του. Να τον ραντίζει τακτικά με αγιασμό και να του βρέχει τα χείλη. Με νανούριζε γλυκά ο ήχος από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι και οι φλόγες που χόρευαν και φώτιζαν αμυδρά το καμαρικό μας. Τα βλέφαρά μου βάραιναν όλο και πιο πολύ. Όμως δεν έπρεπε να κοιμηθώ. Όχι εκείνη τη νύχτα. Θυμόμουν τα λόγια της Φατιμέ.
«Να βγεις ξημέρωμα των Φώτων σε ώρα μονή. Να κρατάς ένα τσίγκινο ποτήρι με νερό. Τρεις φορές να πεις την ευχή σου και να κοιτάς τον ουρανό. Ύστερα πιες τρεις φορές. Ό,τι περισσέψει ρίξε το σε χώμα».
Η Φατιμέ ήταν η ράφτρα του χωριού. Είχε έρθει πριν από χρόνια με τη θεία της από τη Σμύρνη. Είχε το χάρισμα να μιλά με τους πεθαμένους. Η γιαγιά δεν τη συμπαθούσε, γιατί την έλεγε συνέχεια κακορίζικη. Εγώ όμως πολύ την αγαπούσα. Μου έφερνε συνέχεια μηνύματα από τη μάνα μου.
Ώρα 3, ξημερώματα. Αφού σιγουρεύτηκα ότι η γιαγιά τελικά αποκοιμήθηκε, ετοίμασα τα υλικά μου. Φύλαγε το κλειδί της πόρτας στον κόρφο της σαν Κέρβερος, όπως πάντα. Κανένα πρόβλημα. Έτσι μικρή κι ατροφική που ήμουν, μπόρεσα και ξεγλίστρησα από τον φεγγίτη δίπλα στο στρώμα μου.
Φεγγάρι δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο μαύρο πηχτό. Τα αστέρια σαν ασημένιες πληγές στο σώμα της νύχτας. Η παγωνιά τρύπωνε μέσα στα κόκαλά μου. Δεν φοβόμουν. Ούτε τα νυχτοπούλια που φτερούγιζαν ούτε τους μακρινούς απροσδιόριστους ήχους. Κάτι σαν κλάμα κάτι σαν κραυγή. Ευχήθηκα. Με όλη μου την ψυχή ευχήθηκα. Μπήκα ξανά μέσα και περίμενα.
Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 5 το πρωί, όταν την είδα. Να κάθεται στο πλάι του Παναγιώτη. Να του χαϊδεύει τα χέρια, να τον φιλάει στο μέτωπο. Είχε γυρισμένη την πλάτη της σε εμένα και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω καθαρά ήταν η πλεξούδα της. Έλαμπε.
-Ήρθες, μαμά;
-Ήρθα, παιδί μου.
Κι ύστερα, ένα σύννεφο από φως τύλιξε τα μάτια μου. Όλα αιωρούνταν μέσα στο δωμάτιο. Μ’ έναν εκκωφαντικό αντίλαλο από νανουρίσματα και μοιρολόγια.
Με το ζόρι τους έβλεπα πια. Αγκαλιασμένους μέσα στο σύννεφο. Μέχρι που χάθηκαν.
Σημ:
[1] Καμαρικό σπίτι: παραδοσιακό ροδίτικο σπίτι που στο κέντρο του υπάρχει μια καμάρα για αντισεισμική προστασία.
[2] Κοιλάδα του Αίθωνα: περιοχή της Ρόδου με σημαντική βιοποικιλότητα.
[3] Δίστρατα και ανεράδες (νεράιδες): όντα με κακόβουλες προθέσεις, απαντώνται στη λαϊκή παράδοση της Ρόδου και στην προφορική αφήγηση.
* Η Ζωή η «Μυλλιώνα» ήταν υπαρκτό πρόσωπο κι έζησε στον Αρχάγγελο της Ρόδου.