Η Κιθάρα
Δωρικός ήταν ο τόπος που μεγάλωσα. Ένα ορεινό ανάγλυφο γεμάτο πέτρα παντού, με υψόμετρο κοντά στα 500 μέτρα, κι ολόγυρα ολόγυμνα βουνά. Στα χαμηλά δέσποζαν οι απέραντοι ελαιώνες, με τα ασημένια φύλλα να γυαλίζουν στο φως του ήλιου, ιωνικές πινελιές. Ο πατέρας μου, αν και σχεδόν αγράμματος, ήταν προκομμένος άνθρωπος. Πορευόταν με μια ακάματη δημιουργικότητα, ενταγμένη φυσικά σε κάθε του ημέρα. Καλλιεργούσε με τέχνη τη γη, έχτιζε στάβλους και καλύβια για τα ζωντανά του, ακόμη και μικρά αγροτόσπιτα στα απομακρυσμένα χωράφια, προκειμένου να διανυκτερεύει εκεί με τη μητέρα μου σε περιόδους συγκομιδής των καρπών. Εκείνο όμως που περισσότερο τον χαρακτήριζε, και με γοήτευε αφάνταστα, ήταν το τραγούδι, που δεν έλειπε ποτέ από τα χείλη του. Αναπολώ με νοσταλγία τις φορές που με έπαιρνε μαζί του στα πανηγύρια ή στους γάμους, όπου γίνονταν γλέντια με τοπικούς οργανοπαίκτες, στα οποία τραγουδούσε κι εκείνος. Η μουσική άρχισε να με μαγεύει από νωρίς.
Ήταν τρυφερός ο πατέρας μου, μα και πολύ σκληρός ταυτόχρονα. Pater familias μιας επαρχιακής οικογένειας, αλλά εμένα με παρότρυνε διαρκώς να μάθω γράμματα, να φύγω από ’κει, να σπουδάσω και να ζήσω σαν άνθρωπος. Ενίοτε όμως δεν δίσταζε να με χαστουκίζει όταν κάτω απ’ τα τετράδια έκρυβα και διάβαζα κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο, που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου μας.
Στις διακοπές των Χριστουγέννων μάς έπαιρνε με τα αδέρφια μου στα κτήματα για το μάζεμα των ελιών. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό με χαροποιούσε, αλλά τρελαινόμουν να τον ακούω να τραγουδάει πάνω στην ελιά, ειδικά αν έπινε κάνα ποτηράκι παραπάνω κι ερχόταν στο κέφι. Η μουσική με συνέπαιρνε και νοερά έπιανα τον εαυτό μου να συνοδεύει το τραγούδι του με μια κιθάρα.
Κάποια μέρα στο χωράφι, κάτω από μια ελιά την ώρα του φαγητού, για πρώτη φορά οι γονείς μας μάς ρώτησαν τι δώρο θα θέλαμε να μας κάνουν για την Πρωτοχρονιά.
— Μια κιθάρα, φωνάζω εγώ αυθόρμητα.
Ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε μόλις το άκουσε, αλλά στη συνέχεια έσκασε στα γέλια. Δεν το πήρε στα σοβαρά.
Εμένα όμως μου καρφώθηκε. Μέχρι να τελειώσω την Α΄ Γυμνασίου, στην οποία πήγαινα τότε, τη λαχταρούσα ολοένα και περισσότερο την κιθάρα, αυτή μου η επιθυμία δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Σκαρφιζόμουν διάφορα για ν’ αποκτήσω το πολυπόθητο όργανο, αλλά έπρεπε να ξεπεράσω δυο σκοπέλους, την αρνητική διάθεση του πατέρα μου και τα χρήματα που θα χρειαζόμουν.
Τελειώνοντας την τάξη, το ενδεικτικό μου με άριστα 18 και 9/12, πάω να το δείξω στον πατέρα μου. Ταυτόχρονα, σκεπτόμενος ότι μπορεί να συγκινηθεί από τη βαθμολογία και να υποχωρήσει, βρήκα το θάρρος να του το πω ξεκάθαρα.
— Πατέρα, θέλω στ’ αλήθεια να πάρω μια κιθάρα, μου αρέσει πάρα πολύ, θα με βοηθήσεις;
— Τι είναι αυτά που λες, τον βλέπω να συννεφιάζει θυμωμένος, να κοιτάξεις τα μαθήματά σου, δεν θα σε κάνω και οργανοπαίκτη τώρα… Μου το ξέκοψε μια και καλή.
Ωστόσο εμένα η επιθυμία μου ήταν ασίγαστη και αδιαπραγμάτευτη, είχε ριζώσει μέσα μου για τα καλά και με έτρωγε. Και καθώς συνειδητοποίησα ότι χρήματα από τον πατέρα μου δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω, άρχισα να λογαριάζω πώς θα μπορούσα να τα βρω μόνος μου.
Το γυρόφερνα στο μυαλό μου όλο το καλοκαίρι, άρχισα να φοιτώ στη Δευτέρα και πάλι το ίδιο αναλογιζόμουν. Φτάνοντας στα Χριστούγεννα, με το που κλείσαν τα σχολεία, πήγα και ζήτησα δουλειά σ’ ένα λιοτρίβι. Δεν τους πολυγέμισα το μάτι, ήμουν αδύνατος και καθόλου ψημένος, αλλά τελικά με πήραν για ν’ αδειάζω το λιοκόκι απ’ τους ντορβάδες. Σκληρή δουλειά, μα αρκούσε που θ’ αποκτούσα την κιθάρα μου! Στο μεταξύ, στην απέναντι γειτονιά, είχε έρθει για τις γιορτές από τη Γερμανία, όπου δούλευε με τ’ αδέρφια του, ο Κώστας ο Ντιβούτας, 5-6 χρόνια μεγαλύτερός μου. Μαζί του έφερε και μια κιθάρα, την οποία έλεγε ότι πουλούσε. Να λοιπόν η ευκαιρία…
— Πόσο τη δίνεις, τον ρωτάω.
— 500 δραχμές, μου λέει. Άκοπες.
— Εντάξει, μόλις τελειώσουν οι γιορτές θα την πάρω.
Άρχισα να τη σκέφτομαι ασταμάτητα αυτή την κιθάρα, ονειρευόμουν να παίζω με τις ώρες, οι νότες της ήδη γλιστρούσαν απ’ τα δάχτυλά μου πλημμυρίζοντας τον αέρα.
Στη δουλειά μού έδιναν 20 δραχμές την ημέρα, τη βραδιά δηλαδή. Την ημέρα πήγαινα για το μάζεμα των ελιών με τους γονείς μου και το βράδυ στο λιοτρίβι, από τις 6 μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Είχα μείνει μισός από την καταπόνηση…
Δεκαπέντε ημέρες επί 20 δραχμές την ημέρα ίσον 300 δραχμές. Υπολόγιζα και τους μποναμάδες της πρωτοχρονιάς από θείους, νονούς, παππούδες, οπότε πίστευα ότι θα το συμπλήρωνα το ποσό.
Πέρασε το δεκαπενθήμερο των διακοπών, μετράω τα χρήματα από όλες τις πηγές, τα βγάζω 430 δραχμές. Πάω και τον βρίσκω.
— Τόσα έχω, του λέω, κι αν θέλεις, τα υπόλοιπα θα σ’ τα χρωστάω.
Με κοιτούσε περίεργα κι ίσως περιφρονητικά, ενώ εγώ κρεμόμουν από τα χείλη του.
— Ένα πεντακοσάρικο άκοπο δεν σου ’χα πει; Άντε φύγε από δω, δεν σου τη δίνω την κιθάρα με λιγότερα.
Έμεινα σύξυλος… Αίφνης, ένιωσα τη μουσική να ξεφεύγει από μέσα μου, όπως ξεφεύγει η άμμος από τη χούφτα άμα χαλαρώσουν τα δάχτυλα. Πονούσα και υπέφερα, έκλαιγα, αλλά τα λεφτά που είχα δεν γεννούσαν. Στο μεταξύ εκείνος ξανάφυγε για τη Γερμανία.
Εκείνη η κιθάρα έγινε ο μεγάλος μου έρωτας, κι ας μην την είδα ποτέ, κι ας μην ήξερα να παίζω ακόμα, θα μάθαινα, ήμουν βέβαιος. Μ’ έπιασε το πείσμα. Ο κόσμος να χαλάσει, εγώ αυτή την κιθάρα θα την πάρω, θα ξανάρθει ο Κώστας. Κι ένιωσα ξανά μέσα μου τις νότες να ηχούν και να με ξεσηκώνουν.
Λίγο αργότερα, σαν κεραυνός έπεσε στον τόπο μας το μαντάτο. Ο Κώστας, με την κιθάρα στον ώμο, επέστρεφε μεσάνυχτα με τη μοτοσικλέτα του από ένα πάρτι. Ώσπου την κακιά την ώρα, για να κάνει προσπέραση, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα χωρίς να προσέξει τίποτα, ούτε καν την νταλίκα που εκινείτο κανονικά στη λωρίδα της.