Λέξεις, σκέψεις, τέρψεις: Το δώρο της ζωής στο “Δώρο του Χάμπολντ” του Σολ Μπέλλοου (του Στέφανου Δάνδολου)

0
287
Saul_Bellow

 

 

Γράφει ο Στέφανος Δάνδολος

 

Στην εισαγωγή της παρούσας έκδοσης, ο Τζέφρι Ευγενίδης γράφει πως το κύριο επίτευγμα του Σολ Μπέλλοου, αυτό που άντεξε στο χρόνο, ήταν «ότι ανύψωσε τη γλώσσα και με αυτόν τον τρόπο αντέστρεψε την ατροφία του πνεύματος». Εμείς θα συμπληρώναμε και κάτι ακόμα: ότι, ανυψώνοντας τη γλώσσα, δεν αντέστρεψε μόνο την ατροφία του πνεύματος, αλλά και την ατροφία της ανθρώπινης ψυχής. Διότι για τον Μπέλλοου, το πνεύμα συνιστούσε πάντα δίπολο με τη ψυχή, και αυτό το δίπολο τού έδωσε το καύσιμο να συνθέσει ύψιστα μυθιστορήματα υπαρξιακής ταυτότητας (Άδραξε την ημέρα), υπαρξιακής αγωνίας (Χέρτσογκ), υπαρξιακής μνήμης (Ο πλανήτης του κυρίου Σάμλερ). Όμως εδώ, στο «Δώρο του Χάμπολντ», που μας πρόσφεραν φέτος οι εκδόσεις Gutenberg, ο Σολ Μπέλλοου παίρνει το πνεύμα και τη ψυχή και εξακοντίζει το δίπολό του σε μια ασύλληπτη, αξέχαστη, απίθανα εμπνευσμένη σύγκρουση. Το αντιπαραθέτει στην Ύλη και στα παράγωγά της, Χρήμα, Ηδονές, Πολυτέλεια. Και μέσα από αυτή τη σύγκρουση συνθέτει το απόλυτο ευαγγέλιο του πνευματικού ανθρώπου υπό κατάρρευση. «Το Δώρο του Χάμπολντ» είναι ο δικός του Μόμπι Ντικ, στη θέση της φάλαινας βρίσκεται η ευδαιμονία, ο Κάπτεν Έιχαμπ καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του συγγραφέα Τσαρλς Σιτρίν, που οι περισπασμοί του χρήματος, των ερωτικών μπλεξιμάτων και της εμμονής με τον νεκρό παλιόφιλό του, τον ποιητή Χάμπολντ, τον έχουν βαλτώσει σε έναν απέραντο ωκεανό βαθιάς προσωπικής μοναξιάς. Έτσι, η υπαρξιακή ταυτότητα, η υπαρξιακή αγωνία και η υπαρξιακή μνήμη των προηγούμενων έργων του εδώ συρράπτονται, και με μια μαεστρία αχαλίνωτη εκτινάσσονται στην στρατόσφαιρα ενωμένες, χτίζοντας μέσα σε οκτακόσιες περίπου σελίδες την Υπαρξιακή Ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου, ενός μεσήλικα ο οποίος αναζητά τη χαμένη του ψυχή εγκλωβισμένος σε ένα σύμπαν απολαύσεων. Το σύμπαν είναι, φυσικά, η Αμερική της δεκαετίας του εβδομήντα, η κοινωνία της αφθονίας και της απόλαυσης, τα στέισον βάγκον, οι ουρανοξύστες, η Coca Cola, οι όμορφες ζωντοχήρες που τρέχουν στα δικαστήρια τους πρώην συζύγους τους για υπέρογκες διατροφές, τα αεροσκάφη κόνκορντ, οι μαφιόζοι, μια εικόνα απόλυτης χλιδής και αποβλάκωσης, εντός της οποίας οι ατόφιοι πνευματικοί άνθρωποι, οι σοβαροί διανοούμενοι, και κυρίως οι ταλαντούχοι ποιητές, αποτελούν είδος μουσειακό, είδος προς εξαφάνιση, είδος σχεδόν προς εμπαιγμό. Ως εκ τούτου η συνθήκη αυτή οδηγεί τον Μπέλλοου στο να εξετάσει με τρόπο αφάνταστα θαρραλέο κατά πόσον οι ίδιοι οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν δηλητηριαστεί από την αφθονία και το κυνήγι της απόλαυσης, κατά πόσον οι ίδιοι οι ποιητές και οι συγγραφείς έχουν ατροφήσει από την Ύλη. Ω, το πανίσχυρο χρήμα και η διαπλοκή του με την τέχνη, γράφει στη σελίδα 575. Το δολάριο ως σύζυγος της ψυχής: ένας γάμος που κανείς δεν είχε ποτέ την περιέργεια να μελετήσει.

          Κι έτσι, τον μελέτησε ο ίδιος αυτό το γάμο, και το έκανε στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του. Δεν υπήρξε αρτιότερος Μπέλλοου απ’ ό,τι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα. Είχε ήδη κερδίσει τρεις φορές το σημαντικότερο βραβείο της Αμερικής (National Book Award), είχε ήδη γίνει εξώφυλλο στο Time και στο Newsweek, είχε ήδη αγορευτεί θιασώτης του μεγάλου Αμερικανικού μυθιστορήματος, και επίσης λατρευόταν από τη νέα γενιά συγγραφέων. Θεωρητικά είχε όλη την αυτοπεποίθηση για να γράψει ένα μυθιστόρημα στο οποίο θα διακωμωδούσε το ίδιο του το σινάφι, ένα έργο γύρω από την τελική νίκη της Ύλης κόντρα στον ευαίσθητο ψυχισμό του καλλιτέχνη. Και το έπραξε με στυλ, με χάρη, με ανυπέρβλητη μαγεία: η πρόζα του είναι παθιασμένη, ευφυής, ασυγκράτητη και εντούτοις σε κάθε γραμμή τόσο οξυδερκής. Έχει σαλπάρει μακριά από τη βαθιά εγκράτεια του «Άδραξε την ημέρα», από τη βαθιά εσωτερικότητα του «Χέρτσογκ», από το βαθύ συμβολισμό του «Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής», και εξαπολύει λέξεις σαν ξυράφια, με χειμαρρώδη μανία, λες και το ξέρει πως γράφει το μυθιστόρημα της ζωής του. Ο Σιτρίν μπροστά στην κατεστραμμένη του Μερσεντές. Ο Σιτρίν και η νεαρή ερωμένη του. Ο Σιτρίν και ο μαφιόζος Καντάμπιλε. Οι δικηγόροι, οι επιχειρηματίες, οι λέσχες, τα ακριβά διαμερίσματα. Και φυσικά το φάντασμα του Χάμπολντ. Ένας κόσμος από λέξεις, σκέψεις και τέρψεις. Από τη μία το πνεύμα, από την άλλη η σάρκα. Από τη μία τα βιβλία, από την άλλη η ζωή. Από τη μία οι τραπεζικοί λογαριασμοί, από την άλλη διεργασίες και αφορισμοί σχετικά με το θάνατο, τις επόμενες ζωές της ψυχής, τον ύπνο, τη ραθυμία, το παρελθόν, την Ιστορία. Και βεβαίως παντού η ήττα του πνευματικού ανθρώπου, η συντριβή του από αυτό το θηρίο που λέγεται Αμερική. Ο μακαρίτης ο φίλος μου ο Χάμπολντ, γράφει στη σελίδα 611, αισθανόταν απόλυτο δέος μπροστά στην ορθοδοξία της λογικής, και επειδή ακριβώς ήταν ποιητής, αυτό το δέος μάλλον του στοίχισε τη ζωή του.

          Ναι, είναι ένα έργο ανοικονόμητο, σχεδόν χωρίς δομή και με πλοκή εξίσου χαλαρή (αυτό το τελευταίο χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα του Μπέλλοου). Και για έναν αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με τη μαγική γραφή του συγγραφέα, ενδεχομένως να επιφυλάξει και άλλα μειονεκτικά στοιχεία: νεκρά διαστήματα που δεν προσφέρουν τίποτα στην εξέλιξη της ιστορίας, ατελείωτο name dropping, επεισόδια χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακόμα και το γεγονός ότι για το δώρο του τίτλου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις πρώτες πεντακόσιες σελίδες, μπορεί να οδηγήσει σε συνειρμούς σχετικά με τον σχεδιασμό του μυθιστορήματος. Όμως, για τον λάτρη της πρόζας όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Ο Μπέλλοου από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία μοιάζει ασυγκράτητος, οι προτάσεις του έχουν διαύγεια, μουσικότητα, λάμψη, ανθρωπιά. Κανείς άλλος Αμερικανός δεν έγραψε σαν αυτόν το ’60 και το ’70, και τούτο το μοναδικό πνεύμα της γραφής του το υπηρετεί θαυμάσια στα ελληνικά η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (και το επισημαίνω με χαρά, διότι άλλες μεταφράσεις του έχουν ατυχήσει δυστυχώς στο παρελθόν).

Ο ίδιος ο Μπέλλοου, τις εβδομάδες πριν από την έκδοση του βιβλίου, φαίνεται πως έτρεφε αμφιβολίες για «Το Δώρο του Χάμπολντ». Σε ένα γράμμα του προς την Τζόις Κάρολ Όοουτς στις 15 Απριλίου 1975 το χαρακτηρίζει «an amusing and probably unsatisfactory novel» (ένα διασκεδαστικό και πιθανότατα μη ικανοποιητικό μυθιστόρημα). Την ίδια περίπου εποχή, σε μια επιστολή του προς τον James Laughlin, παρότι αναφέρεται στον ποιητή Ντέλμορ Σβαρτς, του οποίου η δραματική περσόνα ενέπνευσε τον χαρακτήρα του Χάμπολντ, ομολογεί τη δυσκολία που αντιμετώπισε στην ανάπτυξη του ήρωα: «I am writing of a composite part, inevitably», γράφει. «Sometimes I feel there wasn’t a whole man in the lot, and I include myself as a fragment» (γράφω έναν σύνθετο ρόλο, αναπόφευκτα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπήρχε ένας ολοκληρωμένος άντρας στην παρτίδα, και έτσι συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου ως θραύσμα). Σίγουρα το άγχος της επικείμενης δημοσίευσης, έπειτα από τρία National Book Awards, ήταν αρκετό ώστε να είναι επιφυλακτικός απέναντι σε φίλους και γνωστούς. Αφού παρέδωσε τα διορθωμένα δοκίμια του Χάμπολντ στον εκδότη του, έφυγε για την Αλμέρια της Ισπανίας μαζί με την τέταρτη σύζυγό του, την διακεκριμένη μαθηματικό Alexandra Ionescu Tulcea (είχαν παντρευτεί το προηγούμενο φθινόπωρο), όπου πέρασε το μισό καλοκαίρι του. «I arrived in an exhausted state and have been sleeping, swimming, eating, reading and little else», γράφει από κει στον David Peltz (2 Ιουλίου 1975). «Oddly enough, I don’t think much about Humboldt. Its like the end of something». Στο ίδιο συγκρατημένο πνεύμα (ως προς το τελικό αποτέλεσμα του Χάμπολντ) βρισκόταν και τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας του βιβλίου. Όταν ο Τζον Απντάικ το χαρακτήρισε έργο «σε υπερδιέγερση» και «χωρίς μορφή» στην κριτική του στον New Yorker, ο Μπέλλοου έγραψε στην Margaret Staats για να της πει: «Κανένας δεν με έχει κατηγορήσει στο παρελθόν ότι γράφω κακά Αγγλικά – αν και είμαι βέβαιος ότι σε ένα βιβλίο με τόσες σελίδες μπορεί αναπόφευκτα να ξέφυγα εδώ κι εκεί» (15 Σεπτεμβρίου 1975). Παρά την ομολογία του, ο Μπέλλοου μοιάζει σοκαρισμένος από την επίθεση του Απντάικ (αυτού του «antiSemitic pornographer», όπως τον αποκαλεί στο ίδιο γράμμα προς την Staats). Εξίσου τον συνταράζει όμως και μερικές μέρες αργότερα ο Louis Simpson, που δημοσιεύει στο New York Times Magazine την δική του αρνητική ανάγνωση του Χάμπολντ. Όπως και η άποψη της φίλης του Ruth Miller, η οποία του έγραψε πως «Το Δώρο του Χάμπολντ» είναι η παραδοχή της πλήρους αποτυχίας του. «I didn’t expect you to say kind things to me», της απαντάει εκείνος, «but I didn’t expect unkind things in print».

Ήταν ως έναν βαθμό λογικό η υψηλή διανόηση της Αμερικής να υποδεχθεί αμήχανα ένα μυθιστόρημα σαν αυτό. Είπαμε ότι ο Μπέλλοου κατεδαφίζει την αγία υπόσταση των πνευματικών ανθρώπων ως άτομα που τα υποκινεί μια υψηλότερη ιδέα, και το κάνει σκανδαλωδώς, μιλώντας για την εξάρτηση του συγγραφέα από το χρήμα, του ποιητή από τις υλικές ανάγκες, του δοκιμιογράφου από τις τραπεζικές επιταγές. Η ειλικρίνειά του είναι αφοπλιστική: γράφουμε για να ζούμε, για να απολαμβάνουμε το όποιο κέρδος από τη γραφή. Γράφουμε όχι μόνο για να αποθεώνουμε το πνεύμα ως αισθητική, αλλά (κυρίως) για να συνταιριάζουμε το πνεύμα ως αισθητική με την ύλη ως αισθητική. Είναι κι αυτό μέρος της σύγκρουσης που κυριαρχεί στο βιβλίο, της σύγκρουσης που ενδόμυχα βασανίζει έναν δημιουργό, και που ενίοτε τον σκοτώνει κιόλας. Και είναι μια πραγματικότητα. Όπως ο ταξιτζής οδηγεί και πληρώνεται, όπως ο υδραυλικός μαστορεύει και πληρώνεται, όπως ο κουρέας κουρεύει και πληρώνεται, έτσι και ο συγγραφέας (ο Σιτρίν και ο Χάμπολντ του βιβλίου, ο Μπέλλοου στην πραγματικότητα, ή κάθε άλλος συγγραφέας) γράφει και στο πίσω μέρος του μυαλού του λογαριάζει το χρήμα που έχει πληρωθεί, ή που δεν έχει πληρωθεί, ή που πρόκειται κάποια στιγμή να πληρωθεί. Το δίκαιο και ζεστό χρήμα που προκύπτει από τη δουλειά. Το θαυματουργό χρήμα που παρέχει μια άνετη καθημερινότητα.

Πώς θα μπορούσαν μια τέτοια κεντρική ιδέα (τόσο εξόφθαλμα ειλικρινή και μέχρι ενός σημείου μάλλον καθολική) να την επεξεργαστούν οι δύσκαμπτοι, αρτηριοσκληρωτικοί πνευματικοί δεινόσαυροι τύπου Louis Simpson, καθώς και οι φίλοι του Μπέλλοου, που τον είχαν αγορεύσει ύψιστο εκφραστή μιας ολόκληρης γενιάς; Όχι, παραήταν θρασύ από μέρους του. Άλλοι λοιπόν τον κατακεραύνωσαν ως δημιουργό ενός confession of utter failure, άλλοι είπαν ότι κακοποίησε το φάντασμα του ποιητή Ντέλμορ Σβαρτς, ενώ ακόμα και ο υπέροχος Απντάικ, που έγραφε ένα βιβλίο τον χρόνο (συχνά και δύο) για να υποστηρίζει τον άνετο τρόπο ζωής του στα αστικά προάστια, χρησιμοποίησε την όντως χαοτική φόρμα του βιβλίου για να τον χτυπήσει.

Ύστερα όμως ήρθαν οι αποθεωτικές κριτικές, που μίλησαν για το σκοτάδι που διατρέχει τις σελίδες, για την σκληρή υπαρξιακή διάσταση που ζωντανεύει ο Μπέλλοου ξεγυμνώνοντας τους ήρωές του, για την απόσταση που χωρίζει τον θρίαμβο από την καταστροφή, για το φως του ταλέντου που ξεθωριάζει μέσα από τις υλικές αξίες και την τεράστια επιτυχία. Ο Φίλιπ Ροθ το ύμνησε, η λογοτεχνική επιθεώρηση Ontario Review της Όοουτς το χαρακτήρισε μυθιστόρημα της χρονιάς. Ο Μπέλλοου έγινε εξώφυλλο σε όλα τα κυριακάτικα ένθετα, «Το Δώρο του Χάμπολντ» καρφώθηκε στις πρώτες θέσεις των μπεστ σέλερ, και παρά τις όποιες ενστάσεις του πνευματικού λόμπυ, και τις πρώιμες αμφιβολίες του ίδιου του συγγραφέα (ίσως επειδή φανταζόταν αυτές τις ενστάσεις), ο Χάμπολντ κατέκτησε μια δίκαιη θέση πλάι στον Χέρτσογκ, τον κύριο Σάμλερ και τον Όγκι Μαρτς. Ώσπου λίγους μήνες αργότερα ήρθε και το Βραβείο Πούλιτζερ, και έτσι αυτό το θαρραλέο, αστείο, παραληρηματικό roman a clef κατατάχτηκε ανάμεσα στα σπουδαιότερα επιτεύγματα του ένδοξου Σικαγοανού.

Προσωπικά θεωρώ «Το Δώρο του Χάμπολντ» το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα που έγραψε ο Σολ Μπέλλοου, και ίσως το καλύτερό του. Ποτέ ξανά δεν είχε υπάρξει τόσο εμπνευσμένος. Σε εμβάθυνση, σε χιούμορ, σε αυτοσαρκασμό, σε ωριμότητα, ξεπέρασε ό,τι είχε δημιουργήσει μέχρι τότε και κατέθεσε ένα πληθωρικό κωμικό αριστούργημα που παρέχει αμείωτη απόλαυση μισό αιώνα αργότερα. Τα επόμενα βιβλία του (το μάλλον άνευρο Decembers Dean, οι ασήμαντες νουβέλες Κλοπή και Η μοναδική, και το αμήχανο κύκνειο άσμα του Ράβελσταϊν) δεν άγγιξαν ούτε στο ελάχιστο την αχαλίνωτη γοητεία του «Δώρου». Όπως τονίζει και ο Ευγενίδης στην εισαγωγή του (μετάφραση Κώστας Καλτσάς) πρόκειται για ένα βιβλίο «κεφάτο, ένα βιβλίο εσωτερισμού χωρίς συμβάσεις», όπου «κάθε φράση λάμπει με τη δική της αύρα». Ένα μυθιστόρημα του οποίου η μεγαλειώδης αρετή είναι η χρήση του λόγου. Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μπέλλοου δεν αγαπήθηκε ποτέ από το ελληνικό κοινό όσο άλλοι, μικρότερης εμβέλειας σε σύγκριση με το δικό του ανάστημα, Αμερικανοί συγγραφείς (Πολ Όστερ, Τζον Γουίλιαμς, Μπέρναρντ Μάλαμουντ). Γιατί άραγε; Η προφανής απάντηση είναι ότι παραήταν Αμερικανός για τα γούστα του Έλληνα αναγνώστη. Και πράγματι: ο Μπέλλοου, ακτινογραφώντας την ανθρώπινη ψυχή, προσπάθησε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο το αμερικανικό όνειρο, αλλά κυρίως τις αντιφάσεις της Αμερικής. Πάντως, μέσα από τις λέξεις, τις σκέψεις και τις τέρψεις που συνθέτουν «Το δώρο του Χάμπολντ», μας μίλησε για το μέγιστο δώρο που υπήρχε πάντα: Το δώρο της Ζωής.

Μόλις έναν χρόνο μετά την πρώτη κυκλοφορία του μυθιστορήματος, κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Και πέρασε στην αιωνιότητα.

 

*Οι επιστολές που αναφέρονται έχουν παρθεί από το βιβλίο Saul Bellow: Letters (Viking, 2010, Edited by Benjamin Taylor).

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2024.               

 

Σολ Μπέλλοου, Το Δώρο του Χάμπολντ, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Gutenberg

 

  

Προηγούμενο άρθροΗ γεωμετρία του αποτρόπαιου (Η Λίλυ Εξαρχοπούλου για τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος»)
Επόμενο άρθροΛίλα Κονομάρα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ