Νεκταρία Αναστασιάδου (*)
Yπάρχουνε τόσοι τρόποι να ζεις μαζί με τους πεθαμένους όσοι υπάρχουν να πεθάνεις μαζί με τους ζωντανούς, σκέφτηκε η Άσπα Παγώνη, διασχίζοντας τον άγριο κήπο με τα αγκάθια που πλήγωναν τις γυμνές της κνήμες. Μπήκε κάτω από τα κλαδιά της αρσενικής τερεβίνθου. Περίμενε περισσότερα αγριόχορτα εκεί, αλλά τίποτα δεν είχε τολμήσει να φυτρώσει. Το χώμα κάτω από το κουβούκλιο του δέντρου ήταν καλυμμένο με σκληρά μαύρα τσίκουδα – δάκρυα που είχαν πέσει από την κομμένη θηλυκιά. Παλιά, ήταν ένας κόσμος ολόκληρος, χώρια από το σπίτι και το νησί, όπου η Άσπα και ο αδελφός της μιλούσαν όπως ήθελαν, σιγά ή φωναχτά, λέρικα ή σωστά. Εκεί κυνηγούσαν τζιτζίκια, έπαιζαν τους ναυαγούς ανάμεσα στα φθινοπωρινά τσίκουδα και ξεχνούσαν τους καυγάδες ποιος θα φάει την καρδιά του καρπουζιού. Από αυτό τον ζωντανό τρούλο – τον οποίο είχαν δει τον παππού να τρυπάει για ρητίνη που θα διύλιζε για να κάνει τουρπεντίνη – έμεινε ένα ξερό, ασώματο κούτσουρο και μια ησυχία που έσπαζε μόνο από το κορνάρισμα του λεωφορείου, πάντα δυο φορές στις στροφές του δρόμου.
Η Άσπα κάθισε στον κορμό. Θυμήθηκε πώς, σαράντα και κάτι χρόνια πριν, πρώτη Ιανουαρίου σαν σήμερα, όταν εκείνη ήταν οχτώ χρονών και ο Θωμάς έξι, τα μαλλιά της είχαν μπλεχτεί στα κλαδιά του δέντρου. Ο Θωμάς τής τα έκοψε επιτόπου, μη μείνει η αδελφή του δέσμια του δέντρου όλη νύχτα στην παγωνιά. Αφού είχαν μπει μέσα στο σπίτι να πιουν τσάι λουίζα με μέλι, ο πατέρας χαμήλωσε την εφημερίδα του –διάβαζε στην πολυθρόνα με τα πόδια στο σκαμπό– και είπε «Ποιος σε αγοροκούρεψε εσένα;». Η Άσπα έβαλε το χέρι της στα μαλλιά. Ξεμπλέχτηκε αμέσως, όπως στους εφιάλτες της.
«Αφού ήθελες μόνο αγόρια, βρε Μαρίνε, δεν την προτιμάς έτσι;» είπε η μαμά, η οποία μαγείρευε κουνουπίδι με τυρί, που η Άσπα θα άφηνε στο πιάτο της άθιχτο. Η μαμά δεν είχε κανένα μεράκι ούτε για φαγητό ούτε για παιδιά ούτε για άντρα. Δεν καταλάβαινε κανένας γιατί παντρεύτηκε. Ούτε έγκυος δεν ήταν τότε.
Ο πατέρας σηκώθηκε. Πανύψηλος, ακόμα αδύνατος, με φουντωτά κατσαρά μαλλιά. Μια ανθρώπινη κουκουναριά. «Ποιος σε κούρεψε έτσι;».
Η Άσπα ψιθύρισε: «Η ραμιθιά».
Εκείνος πέταξε την εφημερίδα στην πολυθρόνα. «Δεν είπαμε ότι θα μιλάμε πιο δυνατά;».
Η Άσπα όλο προσπαθούσε να μιλάει κανονικά, αλλά δεν τα κατάφερνε, ειδικά σε τέτοιες στιγμές. Πάντα φοβόταν πως η φωνή της θα ενοχλούσε, ενώ ο πατέρας επέμενε ότι, αντιθέτως, οι ακαταλαβίστικοι ψίθυροί της τον εκνεύριζαν. «Τα πήρε η ραμιθιά» είπε η Άσπα ξανά.
Ο πατέρας την διόρθωσε: «Τερέβινθος».
Η Άσπα κοίταξε στον καθρέφτη πάνω στον παμπάλαιο μπουφέ από μαόνι. Δεν ήθελε να μοιάζει με αγόρι. Και όμως έμοιαζε. «Τα άλλα παιδιά λένε τα δέντρα αυτά ραμιθιές και αβραμιθιές».
«Εμείς μιλάμε σωστά ελληνικά» είπε ο πατέρας. «Λέμε τερέβινθος, όχι ραμιθιά».
«Καλά έκανες, Άσπα» είπε η μαμά πάνω από το θυέλλισμα του απορροφητήρα. «Τα αγόρια περνάνε καλύτερα».
Όταν η Άσπα ήταν έντεκα, ο Μαρίνος Παγώνης πούλησε μερικά κτήματα και τα ενοικιαζόμενα στη Λέρο. Μαζί με συνέταιρο αγόρασε ξενοδοχείο στην Αθήνα. Κατόπιν ανακοίνωσε στην οικογένεια ότι θα μετακόμιζαν στην πρωτεύουσα «μην μεγαλώσετε μιλώντας λέρικα». Το τελευταίο το είπε με τόση καταφρόνηση, που η Άσπα κατάλαβε ότι η λαλιά του νησιού δεν ήταν μόνο χωριάτικη, αλλά και βρόμικη. Η μητέρα χάρηκε· Αθηναία μιας γενιάς εκείνη, ποτέ δεν αγάπησε τη στενή ατμόσφαιρα του νησιού. Ο Θωμάς έκλαψε. Η Άσπα γέλασε, μην κλάψει. Τα μαζέψανε όλα σε κούτες. Πίσω από το κοντέινερ και το αυτοκίνητό τους, η οικογένεια μπάρκαρε ανά ζεύγη, πατέρας-Θωμάς, μητέρα-Άσπα. Το καράβι απέπλεε, αλλά ο νους της Άσπας έμεινε στη μεγάλη ραμιθιά. «Καλύτερα να μην είχα ξεμπλεχτεί» ψιθύρισε στα αφρισμένα απόνερα που το πλοίο σκόρπιζε στο Αιγαίο.
Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εφεξής, πήγαιναν στο νησί για καλοκαιρινά μπάνια και επισκέψεις στη γιαγιά, η οποία πάντα τους έκανε λουκουμάδες. Μόνο που η γιαγιά έλεγε τους λουκουμάδες λαγγίτες και τους σέρβιρε με μαρμελάδα γκαβάφα, ένα φρούτο σαν μεγάλο αχλάδι απ’ έξω, και γλοιώδες ροζ από μέσα, που καλλιεργούσε η γιαγιά στον κήπο της και που κανένας στην Αθήνα δεν γνώριζε. Κάθε Αύγουστο η Άσπα έφευγε από το νησί με βουβό κλάμα, βαστώντας σφιχτά κανένα κλαδάκι αγριολέβαντα, που η γιαγιά έλεγε λαμπρά. Κοιτούσε πίσω προς τις ραμιθιές του σπιτιού· νόμιζε ότι μπορούσε να τις αντικρίσει πάνω από τις στέγες της Αγίας Μαρίνας.
Δυο φορές στη ζωή της έμεινε μόνη με τον πατέρα· μία από αυτές ήταν στο καράβι εκείνο, το 1986, μετά το διαζύγιο των γονιών. O Θωμάς έμεινε στο νησί για μια εβδομάδα παραπάνω με τους παππούδες, ενώ έπρεπε η Άσπα και ο πατέρας να γυρίσουν στην Αθήνα για φροντιστήριο και δουλειά αντίστοιχα. Από τον γυρισμό αυτό –το μοναδικό ταξίδι που έκαναν ποτέ οι δυο τους– η Άσπα θυμόταν τον δυνατό παλμικό βόμβο του καραβιού, όταν μπήκε σαν τέρας στο λιμάνι. Θυμόταν τα φώτα της Πάτμου και της Μύκονου στη μαύρη νύχτα και τα πατατάκια που έφαγαν με κόκα κόλα για βραδινό. Κοιμήθηκαν αγκαλιά στο ανοιχτό κατάστρωμα, ξύπνησαν στη θέα της Αίγινας, πεζή και χαμηλή στο πρώτο φως της ημέρας. Η Πάτμος, η Μύκονος και η Αίγινα καταγράφτηκαν στη μνήμη της Άσπας ως νησιά που είδε όσο ζούσε ο μπαμπάς. Για αυτό και πήρε το αεροπλάνο όταν επέστρεψε από τη Γαλλία δεκαετίες αργότερα, μην τα δει δίχως αυτόν. Η ζωή της είχε χωρίσει σε δύο κομμάτια: αυτό που έζησε όταν ακόμα είχε πατέρα, και αυτό που βίωνε μετά.
Το 1986 ήταν επίσης η τελευταία φορά που η Άσπα ευχαριστήθηκε τη Λέρο. Από το 1987 και ύστερα, ο πατέρας πάντα έφερνε κάποια φίλη. Η μαμά φιλοξενούνταν στο εξοχικό μιας νοσοκόμας φίλης, επίσης διαζευγμένης, και η Άσπα προτίμησε να παραθερίζει με τις οικογένειες των φιλενάδων της. Το 1994, πέθανε η μαμά από καρκίνο ωοθηκών που δεν είχε ανακοινώσει στα παιδιά, απλώς εξαφανίστηκε τον Αύγουστο με τη νοσοκόμα φίλη και δεν έδωσε τα κακά μαντάτα μέχρι τις έσχατες μέρες, λίγο πριν τον τελευταίο ύπνο πριν τον μόνιμο. Δύο μήνες μετά, η Άσπα πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει. Ήρθε και ο Θωμάς επίσκεψη για ένα Σαββατοκύριακο. Ακόμα και ο μπακάλης του quartier κατάλαβε ότι ήταν αδέλφια. Μοιάζανε. Είχανε τα ίδια χοντρά μάγουλα, τους ίδιους στρογγυλούς πισινούς, τις ίδιες μακριές βλεφαρίδες που έπεφταν στα μάτια τους όταν βρέχονταν. Είχαν και μια οικειότητα, μια ψιθυριστή επικοινωνία που έδειχνε ότι είχαν μεγαλώσει μαζί. Όταν η Άσπα συνόδεψε τον Θωμά στο αεροδρόμιο, έκλαψε τόσο, που σχεδόν δεν τον έβλεπε να της κουνάει το χέρι από την ουρά της ασφάλειας. Τόσο έπεφταν οι υγρές βλεφαρίδες της, τέντες βρεγμένες και βαριές.
Γιατί ήρθαν σε ρήξη, η Άσπα δεν θυμόταν καλά. Έγινε μόλις έπιασε δουλειά ως αρχιτέκτων τοπίου στη Γαλλία. Κάτι για το ξενοδοχείο (που ανήκε πια αποκλειστικά στον Μαρίνο Παγώνη, αφότου είχε αγοράσει το μερίδιo του συνέταιρου) και ένα αλαζονικό σχόλιο του Θωμά του τύπου «πήγαινε να δεις πώς είναι ο κόσμος και θα γυρίσεις τρέχοντας σε μας να ζητήσεις εργασία»· το οποίο η Άσπα εξέλαβε ως «δεν είσαι ικανή να τα καταφέρεις έξω από την οικογένεια». Αυτό από έναν μέτριο φοιτητή που δεν έφυγε ποτέ από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ η Άσπα αποφοίτησε με άριστα στην Ελλάδα, maitrise με βαθμό Très Bien στη Γαλλία και κατευθείαν πρόταση εργασίας δίχως καμία μεσολάβηση. Στον καβγά εκείνο ο πατέρας υποστήριξε τον γιο του. Ή Άσπα ξαναέφυγε για τη Γαλλία χωρίς να απαντήσει στον Θωμά, χωρίς να μαλώσει. Την επόμενη δεκαετία τήρησε σιωπή κωφεύοντας στο κροτάλισμα του τηλέφωνου που τόσο ήθελε να σηκώσει, πετώντας κάρτες και γράμματα στα σκουπίδια, δίνοντας σε φίλους τα δώρα που στάλθηκαν από την Ελλάδα.
Αν είχε μείνει στην Αθήνα, σίγουρα θα είχε ζήσει εύκολα. Ίσως θα είχε γίνει υποδιευθύντρια του ξενοδοχείου δίχως ευθύνες υποδιευθύντριας. Θα έπαιρνε έναν καλό μισθό. Θα φρόντιζε τα γεράνια στις ζαρντινιέρες, τις φτέρες στο λόμπι, τις μπουκαμβίλιες στις πέργκολες της στέγης – γυναικεία πράγματα. Διευθύντρια δεν θα γινόταν ποτέ. Δεν υπήρχε περίπτωση ο πατέρας να ορίσει γυναίκα στη θέση αυτή, και ας ήταν το επίθετό τους Παγώνης από κάποια προγονή Παγώνα. Είχαν γίνει Αθηναίοι. Είχαν ξεχάσει τις εποχές που το Αιγαίο διοικούνταν από γυναίκες.
*
Το καλοκαίρι του 2019, η Άσπα ταξίδεψε στην Ελλάδα, για να επισκεφτεί Γάλλους φίλους. Πέταξε κατευθείαν από την Αθήνα στην Ικαρία. Μετά από λίγες μέρες στο νησί δεν άντεχε άλλο, πήρε τηλέφωνο στο πατρικό στην Αγία Μαρίνα της Λέρου και ρώτησε τον πατέρα: «Να έρθω;».
«Έλα, κόρη» είπε. «Είμαι μόνος».
Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έμειναν μόνοι. Ο πατέρας την περίμενε στην αποβάθρα με ανοιχτή αγκαλιά. Είχε γίνει παχουλός και στρογγυλός. Δεν έμοιαζε πια με κουκουναριά. Άπλωνε και άνοιγε κλαδιά σαν τερέβινθος, μια ζωντανή σκεπή, ένας κόσμος ολόκληρος. Συμφιλιώθηκαν χωρίς συγνώμες και σκηνές, όπως πρέπει να συμφιλιώνονται οι άνθρωποι. Έκαναν περίπατους στην παραλία των Άλιντων, πλάι στα γερμένα αρμυρίκια. Βγήκαν στη θάλασσα με το καΐκι. Κλάδεψαν τις τερεβίνθους και μάζεψαν της προηγουμένης χρονιάς τα σκληρά μαύρα τσίκουδα, χαλασμένα, που μύριζαν νοσοκομείο και θάνατο. Στο τέλος των πέντε ημερών η Άσπα δεν ήθελε να αφήσει τον πατέρα, που χρόνια περίμενε να αποκτήσει. Άλλαξε το εισιτήριό της, να μείνει μια εβδομάδα παραπάνω μαζί του. Νόμιζε ότι θα χαιρόταν, αλλά εκείνος, όταν το έμαθε, τίναξε την εφημερίδα του νευρικά και κρύφτηκε από πίσω. Το ίδιο απόγευμα, ενώ πήγαιναν με το αυτοκίνητο στη Γούρνα να δουν το ηλιοβασίλεμα, είπε ότι θα ερχόταν ο αδελφός της μετά από δύο μέρες. Ο πατέρας δεν ήθελε εντάσεις. Η Άσπα κατάλαβε. Πλήρωσε τη χρέωση αλλαγής για δεύτερη φορά και έφυγε κανονικά. Προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυά της στη σκάλα της Αγίας Μαρίνας. Μόλις μπήκε στο καράβι, ανέβηκε στο κατάστρωμα για να αντικρίσει τον μπαμπά, λες και μπορούσε να τον κρατήσει κοντά με το βλέμμα. Ελαφριά σκυμμένος, περπατούσε πάνω κάτω στην προκυμαία, προσπαθώντας με την κίνηση να κάψει κάτι μέσα του. Όταν είδε την Άσπα, σταμάτησε το περπάτημα μια στιγμή, χαμογέλασε παράξενα, κούνησε χέρι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκανε.
Η πανδημία άρχισε τον επόμενο χειμώνα. Ο πατέρας, συνταξιούχος πια, επέστρεψε μόνιμα στο νησί που είχε αρνηθεί χρόνια πριν μαζί με τη λαλιά του. Ήθελε να μένει ήσυχος από καραντίνες και μάσκες, να διαβάζει την εφημερίδα του στον κήπο, να κάνει βόλτες στην ακροθαλασσιά δίχως να τον ενοχλούν αστυνομικοί, να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη διοίκηση επιχειρήσεων. Δυστυχώς βρήκε το γράψιμο δύσκολο και μοναχικό. Οι τερέβινθοι και οι γκαβαφιές, τις οποίες ο δικός του πατέρας είχε φέρει πίσω από την Αίγυπτο ως δενδρύλλια, δεν ήταν τόσο καλή παρέα όσο περίμενε. Και καμία ωραία γυναίκα δεν εμφανίστηκε στην παραλία, ούτε πέρασε για ένα ποτό στην αγαπημένη του ταβέρνα, ούτε αναδύθηκε από τη θάλασσα – άσε που και η ομορφιά είχε κρυφτεί κάτω από τις μάσκες. Το ηθικό του έπεσε τόσο που, μετά, η Άσπα σκέφτηκε ότι η σύνταξη έπρεπε να είχε γραφτεί ως αιτία θανάτου μαζί με την άλλη.
Η τελευταία επιθυμία του πατέρα ήταν να ταφεί στo νησί, ψηλά στο νεκροταφείο της Αγίας Μαρίνας. Η Άσπα δεν πήγε στην κηδεία, όχι τόσο λόγω περιορισμών αλλά από φόβο μην τσακωθεί με τον Θωμά, ο οποίος την είχε μαλώσει άσχημα στο τηλέφωνο όταν αρρώστησε ο μπαμπάς: «Είναι σοβαρή η αρρώστια αυτή, δεν είναι κρύωμα! Εσύ έκανες το εμβόλιο;»
«Γιατί μου φωνάζεις;»
«Σε κανένα δεν φωνάζω, μόνο σε εσένα, μόνο εσύ μου το κάνεις αυτό!»
Έκλεισαν το τηλέφωνο, αλλά οι φωνές του Θωμά έμειναν και στο αυτί και στην ψυχή της Άσπας. Δεν τόλμησε να πάει στην κηδεία του πατέρα.
Μόλις ήραν τους περιορισμούς, η Άσπα πούλησε την κηπουρική επιχείρησή της, χάρισε τα μισά της πράγματα σε φίλους και φτωχούς, έστειλε μερικά άλλα, ξενοίκιασε το διαμέρισμα στη Νίκαια και έκλεισε το κεφάλαιο «Γαλλία». Λένε να μην παίρνεις μεγάλες αποφάσεις όταν έχεις πένθος. Το είχε ακούσει και η Άσπα, αλλά χρόνια πια νοσταλγούσε το νησί, τις τερεβίνθους, τον πατέρα. Κορόιδευε τον εαυτό της λέγοντας ότι δεν είναι καινούρια απόφαση, πλην μια συνέχεια, μια προσπάθεια να τραβήξει μπροστά. Δεν κατάλαβε ότι το πένθος είναι μια χρυσαλλίδα· μέσα του αλλάζεις, θέτεις καινούριες προτεραιότητες και επιθυμίες, συχνά δίχως σχέση με το παρελθόν. Ο παλιός της εαυτός είχε θαφτεί μαζί με τον πατέρα· ο καινούργιος δεν είχε σπάσει ακόμα την χρυσαλλίδα.
Έγραψε στον Θωμά ότι ταξιδεύει στη Λέρο μέσω Αθήνας και θέλει να πάρει τα κλειδιά του πατρικού και να δει την οικογένεια. Η απάντηση ήρθε μετά από τρεις μέρες: πρότεινε να συναντηθούν την Κυριακή που θα έφτανε η Άσπα στην Αθήνα, στο Zonar’s. Δεν προσφέρθηκε ούτε να την πάρει από το αεροδρόμιο ούτε να τη φιλοξενήσει ούτε μίλησε για δωμάτιο στο οικογενειακό ξενοδοχείο. Η Άσπα κατάπιε την κρυάδα και δέχτηκε. Τουλάχιστον θα γνώριζε τα ανίψια της. Περίμενε μισή ώρα για τον συρμό του μετρό στο αεροδρόμιο. Έκανε υπομονή άλλη μια φορά όταν το μετρό σταμάτησε ανάμεσα στην Παλλήνη και στη Δουκίσσης Πλακεντίας, αλλά όταν σταμάτησε ξανά ανάμεσα στον Χολαργό και στην Εθνική Άμυνα, αναρωτήθηκε σε ποια τριτοκοσμική χώρα είχε γυρίσει. Κατέβηκε στο Μοναστηράκι, άφησε τα πράγματά της σε ένα φθηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο, άρπαξε τα δώρα και πήγε στο ραντεβού χωρίς καν να αλλάξει.
Το ανακαινισμένο Zonar’s δεν είχε καμία σχέση με το ζαχαροπλαστείο ξεφτισμένου μεγαλείου που η Άσπα θυμόταν. Είχαν εξαφανιστεί οι πάγκοι με ψεύτικο μπεζ δέρμα που κολλούσαν στα γυμνά της πόδια. Στη θέση τους υπήρχαν χρωματιστές πολυθρόνες, ψηλά τραπέζια και καρέκλες μπαρ, αυτές που πονάνε τη μέση. Η Άσπα αναστέναξε και ζήτησε ένα τραπέζι για έξι άτομα, έξω, κάτω από τον πλάτανο και πλάι στα παρτέρια με τα λευκά κυκλάμινα. Μπορεί τα παιδιά να θέλουν να παίξουν, σκέφτηκε, αλκυονίδα μέρα που είναι, με τον γλυκό αέρα της Αθήνας που λέει ότι έρχεται η Άνοιξη πριν καθίσει καλά-καλά ο χειμώνας. Η Άσπα έβαλε την τσάντα με τα δώρα στην έβδομη καρέκλα –τη μοναδική που θα έμενε άδεια– και κάθισε. Ο σερβιτόρος ρώτησε αν ήθελε κάτι να πιει. Η Άσπα είπε όχι, θα περιμένω την οικογένειά μου. Και περίμενε. Τριάντα επτά λεπτά. Μέχρι που άκουσε τη φωνή του Θωμά, παράξενα δυνατή, σαν να τη μάλωνε: «Ασπασία!». O αδελφός της φορούσε καλοκαιρινό σορτσάκι και φούτερ. Τα στρατιωτικά κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει. Έμοιαζε με τον παππού Θωμά, ο οποίος είχε μεταναστεύσει νέος στην Αλεξάνδρεια και γύρισε γέρος με διπλάσιο μέτωπο.
Η Άσπα σηκώθηκε και άνοιξε την αγκαλιά της. «Γεια σου, αδελφέ».
Ο Θωμάς κάθισε απέναντί της δίχως να την αγκαλιάσει.
Η Άσπα κατέβασε τα χέρια της. «Τα παιδιά; Η Έρση;».
«Δεν μπορούν να έρθουν. Ποδόσφαιρο, ταεκβοντό, μπαλέτο, shopping».
Ξανακάθισε η Άσπα, κοιτάζοντας τις άδειες καρέκλες και την τσάντα με τα δώρα. Ο Θωμάς έβαλε τα χέρια του στο τραπέζι. Ήταν μαυρισμένα. Φορούσε και μια χοντρή, κλασσική βέρα που η Άσπα έβλεπε για πρώτη φορά. Ούτε στον γάμο του δεν είχε πάει ούτε στις κηδείες των παππούδων.
«Δεν θα γνωρίσω τα παιδιά;» ρώτησε η Άσπα.
«Τι περίμενες; Να επιστρέψεις μετά από τόσα χρόνια και να έχεις την ίδια θέση στη ζωή μας όπως θα είχες αν δεν είχες φύγει;»
«Είναι τα ανίψια μου».
«Αν θέλεις σχέση με αυτά, πρέπει πρωτύτερα να έχεις σχέση με μένα και την Έρση».
Η Άσπα χαμήλωσε το βλέμμα στα κυκλάμινα. «Δεν ήρθα να ζητήσω λογαριασμούς, Θωμά. Ήρθα να σας δω».
«Ως γονείς, οφείλουμε να τα προστατεύουμε τα παιδιά μας».
«Από τη θεία τους;»
«Δεν μπορείς πια να χρησιμοποιείς τον μπαμπά ως μέσο να τους μιλάς».
Η Άσπα κοίταξε τα γυμνά κλαδιά του πλάτανου πάνω από κεφάλι της. Κατάπιε την προσβολή του και την αγανάκτησή της και είπε «Θες να πάρουμε τα σοκολατάκια που μας άρεσαν μικροί;».
«Δεν τα πουλάνε πια».
Η Άσπα έκανε νόημα στον σερβιτόρο, σαν να λέει σώσε με από αυτόν. Παρήγγειλε δυο ελληνικούς σκέτους, μετά σκέφτηκε ότι ο Θωμάς μπορεί να άλλαξε γούστα. «Ή μήπως θέλεις κάτι άλλο;»
Ο Θωμάς σήκωσε το πηγούνι του. «Εγώ δεν αλλάζω».
«Θα θέλατε κάποιο γλυκό;» είπε ο σερβιτόρος.
Ο Θωμάς έμπλεξε τα δάχτυλα πάνω στο τραπέζι με έναν τρόπο επιχειρηματικό, διαπραγματευτικό. «Δεν έχω χρόνο. Ευχαριστούμε».
Έφυγε ο σερβιτόρος. Η Άσπα έσκυψε προς τον αδελφό της. «Ήρθα από τη Γαλλία να σας δω».
Ο Θωμάς έχωσε το ένα χέρι στην τσέπη του φούτερ, έβγαλε ένα μάτσο κλειδιά και τα άφησε στη μέση του τραπεζιού. «Του πατρικού στο νησί. Ήρθα να στα δώσω».
«Τότε γιατί συναντηθήκαμε εδώ;».
«Δουλεύω και τα Σάββατα. Βολεύει».
«Αν βιάζεσαι, μπορούμε να συναντηθούμε αργότερα».
«Σκέψου καλά τι θέλεις, Άσπα. Δεν μπορείς να μπαινοβγαίνεις στη ζωή μας».
Σφίχτηκε η Άσπα. Ψιθύρισε «Εγώ δεν θα σού έλεγα τίποτα για αυτό που μου είχες πει εσύ… » Πήγαινε να δεις πώς είναι ο κόσμος και θα γυρίσεις σε εμάς εκλιπαρώντας. Και όμως, δεν μπορούσε να το επαναλάβει.
Ο Θωμάς –ένας πυγμαίος ευκάλυπτος με κουφάλα που δεν θα φιλοξενούσε κανένα ορφανό ζώο– σηκώθηκε και είπε «Καλό ταξίδι». Έσπρωξε πίσω την καρέκλα με τη γυμνασμένη γάμπα του, γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Ήρθαν οι καφέδες. Σε κάθε πιατάκι υπήρχε ένα σοκολατάκι μέντας, ακριβώς αυτά που αγαπούσαν μικροί. Η Άσπα ήπιε μια γουλιά καφέ, αλλά ο σπαραγμός δεν την άφησε να πιει δεύτερη. Πλήρωσε τους χρυσούς καφέδες και συλλογίστηκε ότι ο Θωμάς θα μπορούσε να είχε διαλέξει πιο οικονομικό καφέ για να την παρατήσει με τον λογαριασμό. Σίγουρα δεν σκεφτόταν καν λογαριασμούς, τόσο είχε συνηθίσει το τζάμπα στο ξενοδοχείο του πατέρα. Η Άσπα πλησίασε μια σοκολάτα στα ρουθούνια της. Μύριζε φρεσκάδα και τις Κυριακές που έπαιζε με τον Θωμά κάτω από το τραπέζι ενώ καβγαδίζανε οι γονείς. Δεν έφαγε τη σοκολάτα. Την άφησε στο πιατάκι και έφυγε.
Στην πτήση την επόμενη μέρα, κάπου πάνω στη Σύρο, άρχισαν οι σκέψεις, αέρινες σειρήνες που φουρφουρίζουν από τα σύννεφα αντί να τραγουδούν ανάμεσα στα κύματα της θάλασσας, προκαλώντας αμφιβολίες, ενδοιασμούς, νοσταλγία, θανάτους. Μέχρι να εμφανιστεί η Λέρος, σαν μια κουταλιά καφές που επιπλέει πάνω στο νερό του μπρικιού περιμένοντας κάποιος να την ανακατώσει, οι φωνές ήδη μουρμούριζαν μέσα της: τα ανίψια σου τα έχασες, θα μεγαλώσουν μακριά σου, θα αδιαφορούν για σένα. Η Άσπα απάντησε σιωπηλά: όσο και να τα αγαπώ, δεν μου ανήκουν, μόνο ένας τάφος μού ανήκει στη μέση του Αιγαίου.
Κατάπιε την πίκρα, καυτερή και σκληρή σαν τσίκουδο. Γύρισε στην Αγία Μαρίνα, στο άδειο πατρικό, στο κρεβάτι ακόμα με τα σεντόνια πάνω στα οποία είχε αρρωστήσει ο πατέρας· στις τελευταίες εφημερίδες του πεταμένες χάμω, ποιος ξέρει αν κατάφερε να τις διαβάσει· στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τα εγγόνια· στο πράσινο σαπούνι, ξεχασμένο στα πλακάκια, που θα του γλίστρησε από το χέρι λίγο πριν καλέσει το ασθενοφόρο· στα περιοδικά Playboy κρυμμένα κάτω από το στρώμα· στα κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτάκια πάνω στο στυπόχαρτο του γραφείου, γεμάτα σημειώσεις για το βιβλίο διοίκησης που ποτέ δεν έγραψε.
Η Άσπα μάζευε και καθάριζε, μάζευε και καθάριζε. Για διάλειμμα έβγαινε στις τερεβίνθους, αν και μόνο μία είχε μείνει· η άλλη είχε κοπεί σχεδόν ίσα με τη γη. Ποιος άραγε να είχε κάνει το έγκλημα αυτό; Η Άσπα ρώτησε τους γείτονες και τους εναπομείναντες συγγενείς. Η θεία Βιργινία είπε ότι η μεγάλη ραμιθιά ακόμα στεκόταν μετά την κηδεία, αν και αποξεραμένη. Η κυρία Καλλιόπη, η οποία είχε γεμίσει τον γειτονικό της κήπο με ηλιόφιλους ιβίσκους και τριανταφυλλιές, είπε ότι δεν είχε δει τίποτα· την Άνοιξη επέστρεψε από την Αθήνα και ανακάλυψε ότι είχε κοπεί το δέντρο κατά την απουσία της. Τουλάχιστον το αρσενικό γλίτωσε, αλλά οι τερέβινθοι, για να ευδοκιμήσουν, χρειάζονται και το άλλο φύλο κοντά. Να του δώσουμε λίγο χρόνο, σκέφτηκε η Άσπα, μήπως ξαναβγεί, ακόμα και οι κομμένοι κορμοί των τερεβίνθων μπορούν να βγάλουν βλαστούς. Άγιοι σπόροι είναι, το λέει και η Γραφή.
Οι γείτονες και οι συγγενείς ρώτησαν την Άσπα τι σκόπευε να κάνει στο νησί. Είπε ότι θα εκμίσθωνε μερικά δωμάτια του σπιτιού το καλοκαίρι. Επίσης, θα άνοιγε στο ισόγειο ένα μαγαζί-καφέ με θεραπευτικά βοτανικά εγχύματα, βάμματα και εκχυλίσματα. «Δεν θα πιάσει» είπε η κυρα-Καλλιόπη με επανειλημμένα τσουκ. «Τα δωμάτια είναι εύκολο χρήμα, αν έχεις κάποια να καθαρίσει. Αλλά τι τα θέλεις τα βότανα; Φαρμακείο έχει το χωριό, δεν είμαστε τόσο χωριάτες όσο νομίζεις».
«Θα στεναχωρηθείς» είπε και η θεία Βιργινία, η οποία περνούσε τον μισό της χρόνο με τις φίλες της μέχρι τον λαιμό στη θάλασσα, κόκκινο καπελάκι επάνω στο κεφάλι, σαν ζωντανή σημαδούρα. «Freddo θέλει ο κόσμος, όχι τσάι του βουνού».
«Και περιμένεις να βγάλεις λεφτά από αυτό;» είπε ο θείος Σταμάτης, συνταξιούχος από το ψυχιατρείο, όπου είχε πάθει κρίση βλέποντας τους ασθενείς να γυρνάνε γυμνοί και παρατημένοι και να ξαπλώνουν κάτω στο τσιμέντο, στον καυτό ήλιο και στην παγωμένη βροχή. «Άντε να πιάσεις δουλειά σωστή με μισθό. Ζήτα από τον αδελφό σου καμία θεσούλα».
Η Άσπα δεν έδωσε σημασία. Είχε βαρεθεί πια τους ζώντες. Χώθηκε στο διώροφο νεοκλασικό με τα γαλάζια παντζούρια και το πλεγμένο με αγιόκλημα μπαλκονάκι. Στα κρυφά, δίχως να πάρει άδειες που δεν είχε τα λεφτά να πληρώσει, μετέτρεψε το πίσω δωμάτιο του ισογείου σε επαγγελματική κουζίνα, όπου θα παρασκεύαζε φυτικά φάρμακα. Ό,τι είχε βάλει στην άκρη δουλεύοντας δύο δεκαετίες στη Γαλλία ως αρχιτέκτων τοπίου, το ξόδεψε σε πλακάκια, εργασίες, υδραυλικά, εξοπλισμούς, ηλεκτρολογικά και εργαλεία. Όσο οι μάστoρες εργάζονταν στο σπίτι, η Άσπα εργάστηκε στο κτήμα. Κλάδεψε, ξεχορτάριασε, μάζεψε ελιές και σάπια τσίκουδα, και έβγαλε τα κάθε λογής ανεπιθύμητα. Το δάσος από κρεμμυδάκια, γεράνια, μαύρα μούρα, δάφνες, γκαβαφιές, ελαιόδεντρα, λεμονιές και μία τερέβινθο έγινε, μετά από τρεις μήνες, ένας κήπος.
Κάθε φορά που το μάτι της έπεφτε επάνω στον κορμό του κομμένου δέντρου, στεναχωριόταν. Ίσως έπρεπε να πάρει μπαλτά και να το βγάλει. Όμως δεν της πήγαινε η καρδιά. Ακόμα και αν ήταν πεθαμένο, δικό της ήταν. Ανέβαλλε την εκταφή. Τριγύρω φύτεψε και μεταφύτεψε βαλεριάνα για να κοιμάται ο κόσμος, δυόσμο για γαστρίτιδες και νευραλγίες, φλόμο και γλυκάνισο για βρογχική καταρροή, δεντρολίβανο για τα μαλλιά, μαϊντανό για ουρολοιμώξεις και εμμηναγωγά, μαντζουράνα για ορεκτικά αφεψήματα, πολύχρωμες αλθαίες για βήχα, μελισσόχορτο ως κατευναστικό, μολόχα για φλεγμονές του δέρματος, ρίγανη για τα ούλα.
Τα Σάββατα πήγαινε επίσκεψη στον μπαμπά. Έβαζε στα μαρμάρινα βάζα γεράνια, υακίνθους, λεμονανθούς. Καθόταν στην ταφόπλακα, στην άκρη του γκρεμού πάνω από θάλασσα και πόλη. Χάζευε τους αργόσχολους τσαλαπετεινούς, επισκέπτες από την Αίγυπτο του παππού, και έλεγε «Αχ, μπαμπά, να είχα γεννηθεί αγόρι, να με είχες αγαπήσει πιο πολύ». Συνειδητοποίησε ότι σε όλη της τη ζωή μόνο τον πατέρα της έψαχνε. Τον έψαχνε αποφεύγοντάς τον και παρατώντας τον. Τον αγαπούσε τόσο, που έφυγε όσο πιο μακριά μπορούσε, επειδή πονάει το να είναι κοντά του και να μην τον έχει. Αυτός ήταν ο λόγος που η Άσπα δεν του μίλησε καθόλου για εννέα χρόνια, μόνο που δεν το κατάλαβε μέχρι να τον θάψουνε ψηλά, εκεί που θα έβλεπε όλο το Αιγαίο μέχρι να αναστηθεί.
Οι μάστορες τελείωσαν τα δωμάτια και την κουζίνα. Η Άσπα έκανε αίτηση για άδεια καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ήλπιζε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών και να χορηγηθεί αυτόματα η βεβαίωση χωρίς έλεγχο, αλλά ορίστε που κάποιος δημόσιος υπάλληλος είχε κέφια για βόλτα και της χτύπησε την πόρτα. «Έλεγχος ρουτίνας» ανακοίνωσε.
Μια λεύκα με καλό ύψος και δυνατό κορμό, σκέφτηκε η Άσπα· σίγουρα θα τα κάνει όλα σκατά αφήνοντας εκνευριστικά χνούδια παντού. Το στομάχι της χάλασε τόσο που, όσο ο άλλος ήλεγχε βρύσες και εξαερισμό, εκείνη βγήκε να κόψει ένα μάτσο δυόσμο. Ορίστε κάτι που δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο στην απουσία μου: η θηλιά του δημοσίου. Προς έκπληξή της, ο υπάλληλος, μετά από πέντε λεπτά, βγήκε έξω, έβαλε το στιλό του στην τσέπη και είπε «Όλα τέλεια, συγχαρητήρια. Μέσα στις επόμενες μέρες θα εκδοθεί η άδεια».
«Πέρασα;» μουρμούρισε η Άσπα.
«Μάλλον κρυώσατε από το στρες. Βάλτε και λίγο μέλι στο τσάι για τη φωνή σας. Δεν θα ρωτήσω αν κάνατε ράπιντ τεστ, αν και το εύχομαι…»
Η Άσπα ξέχασε το τσάι και συνόδεψε τον σχολαστικό ελεγκτή – καλή του η ώρα. Καθώς προχωρούσε προς το αυτοκίνητό του, έδειξε τον κομμένο κορμό της τερεβίνθου. «Έχετε γραπτή έγκριση Εργασιών Μικρής Κλίμακας για την κοπή;»
«Έτσι το κληρονόμησα».
«Στην πολεοδομία πήγατε;».
Ή Άσπα ένιωσε ντροπή και αδικία. Σαν να την επιτιμούσε ο πατέρας για το νταβαντούρι που έκανε ο Θωμάς. Είπε «Είμαι αρχιτέκτων τοπίου, κύριε, ποτέ δεν θα έκοβα δέντρο, και πόσο μάλλον το συγκεκριμένο, όπου έπαιζα μικρή».
«Κατάλαβα. Κλέφτης τό ’κοψε νύχτα. Τι είδος;».
«Ραμιθιά».
«Δεν σας ακούω, κυρία Παγώνη. Πιο δυνατά παρακαλώ».
«Τερέβινθος».
«Προστατευμένο δασικό. Πρέπει να αναφερθεί στην πολεοδομία».
Ορίστε, δεν είχε πέσει έξω, λεύκα ήτανε ο άνθρωπος.
Η Άσπα διαμαρτυρήθηκε: «Μα έτσι το κληρονόμησα».
«Κληρονομήσατε αδίκημα τότε. Ανοίξτε το καφέ με το καλό, αλλά για το δέντρο είμαι υποχρεωμένος να ενημερώσω την αρμόδια υπηρεσία».
Τελικά η Άσπα χρειάστηκε το τσάι για να χωνέψει το γεγονός ότι είχε κληρονομήσει αδίκημα. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκε· όλο στριφογύριζε στη ζέστη. Ήρθε καύσωνας, σκέφτηκε, Μάιος μήνας, τρελάθηκε η φύση. Βγήκε στην αυλή ξυπόλυτη και κοίταξε το θερμόμετρο: 21ο C. Ο καύσωνας ήταν μέσα της. Περπάτησε στα μονοπάτια του κήπου. Πάντα της άρεσε η αίσθηση του νωπού χώματος στις πατούσες, αν και φοβόταν μην πατήσει κανένα ζωύφιο. Ο κόκορας του γείτονα λάλησε πριν την ώρα του. Η Άσπα κάθισε σε μια σιδερένια καρέκλα που είχε βάλει για τους μελλοντικούς πελάτες, φάτσα στον κορμό της θηλυκιάς ραμιθιάς, και ψιθύρισε «Η διαδικασία μπορεί να τραβήξει, κόρη. Άντε, έχεις λίγο χρόνο, βγάλε κανένα βλαστάρι». Έσυρε το χέρι της πάνω στην κομμένη επιφάνεια και πρόσθεσε «Δεν ξεράθηκες ακόμα εσύ. Άντε, μπορείς, ξέρω ότι μπορείς».
Τις επόμενες μέρες προσέλαβε ως σερβιτόρα μια νεαρή Ροδίτισσα, η οποία ήθελε να γίνει κτηνίατρος, και συνεννοήθηκε με μια Μολδαβή καθαρίστρια, παντρεμένη στο νησί, η οποία μιλούσε τα βαριά λέρικα που απεχθανόταν ο πατέρας. Στήσανε τραπέζια δίπλα στα παρτέρια, γύρω από τις γκαβαφιές και κάτω από την αρσενική τερέβινθο. Ανοίξανε, δουλέψανε σκληρά και κεφάτα. Μαθεύτηκε το μέρος. Έρχονταν Ιταλοί και Γερμανοί από την Πάτμο, Τούρκοι από το Μπόντρουμ, Αθηναίοι και διάφοροι ξένοι, για να πάρουνε σαπούνια από τσίκουδα, εκχυλίσματα αντιφλεγμονώδη και αντιδιαβητικά, αφεψήματα και έλαια από φύλλα γκαβαφιάς.
Ένα πρωί του Ιουλίου εμφανίστηκε και η Λόλα, υπάλληλος της πολεοδομίας. Θαύμασε τον κήπο, τόσο που κόντεψε να ξεχάσει το καθήκον της. Κάτω από τον τρούλο της χηρεμένης αρσενικής τερεβίνθου, και ανάμεσα σε κεράσματα από γλυκό γκαβάφα και τσάι χαμομήλι-βαλσαμόχορτο, η Λόλα άναψε τσιγάρο. Φλυάρησε με την Άσπα για γιόγκα, βιταμίνες, χορτοφαγία και την αποτυχημένη προσπάθειά της να τρέφεται δίχως γλουτένη, αν και είχε διαγνωστεί με κοιλιοκάκη. Η Άσπα προσευχόταν να περάσει η επίσκεψη χωρίς σχολαστικό έλεγχο και να διαγραφεί από τα αρχεία η κομμένη ραμιθιά, αλλά η Λόλα έσβησε το δεύτερό της τσιγάρο, ξεφύσησε καπνό με ένα ανεξήγητο γέλιο και είπε «Ας δούμε και το κούτσουρο».
Εκείνο πια δεν φαινόταν πίσω από τις ψηλές ιώδεις αλθαίες, τα κοτσάνια γλυκάνισου με λουλούδια-νυφικά, τις ανάποδες ροζ ομπρέλες της βαλεριάνας και τους κίτρινους φλόμους που η Άσπα είχε μαζέψει από τις άκρες κάποιων ξεμακρυσμένων δρόμων. Η Λόλα –μια γυναίκα ακανθώδης ακακία– σηκώθηκε και έπιασε τη μέση της. «Κρίμα που άνοιξες το εστιατόριο, αλλιώς δεν θα είχαμε μάθει καν για την υπόθεση αυτή. Και αν δεν ήταν προστατευμένο είδος, θα το ξεχνούσαμε μετά από άλλο ένα τσάι. Πούντο;»
H Άσπα έκανε σήμα στη Φλώρα, τη Ροδίτισσα, να φέρει και άλλα κεράσματα – έτσι συνεννοούνταν, με χειρονομίες αντί για φωνές, μην ενοχλήσουν κανέναν τουρίστα στα ενοικιαζόμενα που ίσως κοιμόταν. Μετά η Άσπα πήγε κοντά στην κομμένη ραμιθιά με την ελπίδα ότι θα είχε βγάλει κάποιο βλαστό. Όμως όχι. Ακόμα στεκόταν ακίνητη, πονεμένη και ξερή.
Η Λόλα άναψε τρίτο τσιγάρο. «Πρέπει να το αναφέρω στο δασαρχείο. Τέλος πάντων, βρες δενδροκόμο να υποβάλει αίτηση κοπής και να φυτέψει άλλο, έτσι πιθανώς θα γλιτώσεις από το πρόστιμο».
«Μέχρι να περάσει ένας χρόνος, δεν ξέρουμε αν είναι πραγματικά πεθαμένo».
«Ξεραμένο» διόρθωσε η Λόλα. «Μάλλον έμεινες πολλά χρόνια έξω, ξέχασες και τα ελληνικά σου. Τέτοιος κορμός δεν ανασταίνεται, πουλί μ’. Γεωπόνος σπούδασα, ξέρω».
Η Άσπα σώπασε μην προκαλέσει άλλα προβλήματα. Το βράδυ, όταν συνέτασσε την απαιτούμενη έκθεση, δυσκολεύτηκε να περιοριστεί στα απολύτως τυπικά. Λέγεται ότι η εν λόγω τερέβινθος ξεράθηκε, έγραψε, αλλά ήξερε ότι η ραμιθιά σχεδόν ποτέ δεν ξεραίνεται. Ούτε καίγεται. Λόγος υπήρχε που οι αρχαίοι Εβραίοι το είχαν για θείο δέντρο. Κόπηκε σε άγνωστη ημερομηνία από άγνωστο χέρι μετά από τον θάνατο του πατέρα μου, Μαρίνου Παγώνη, πριν κληρονομήσω το κτήμα. Και αυτό ψέμα. Η γειτόνισσα κυρα-Καλλιόπη σίγουρα ήξερε και δεν έλεγε. Δεν κόβει κανείς τέτοιο δέντρο ούτε μπορεί να μεταφέρει τόσο ξύλο απαρατήρητος, και η κυρα-Καλλιόπη ήταν μια ανθρώπινη γλάστρα, πάντα στο μπαλκόνι της, καμία επίσκεψη στην Αθήνα. Άθελά της, η Άσπα πρόσθεσε το εξής: Το δέντρο δυστυχώς γεννήθηκε θηλυκό, ενώ ο ιδιοκτήτης, Μαρίνος Παγώνης, θα είχε προτιμήσει δυο αρσενικά. Το δέντρο υπέφερε οπωσδήποτε από σεξισμό και έλλειψη αγάπης. Τις τελευταίες φράσεις δεν τις έσβησε. Τις άφησε έτσι και έστειλε την έκθεση μαζί με το αντίγραφο του τοπογραφικού σχεδίου, στο οποίο σημειώνεται η θέση των δέντρων, και αυτού που κόπηκε, και αυτού που έμεινε.
Τέλος Ιουλίου, κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, όταν το καφέ ήταν γεμάτο με ξένους, ένας κύριος πάρκαρε πλάι στην αρσενική τερέβινθο, μισοκατέβασε το παράθυρό του και φώναξε στην Μολδαβή καθαρίστρια Έλενα, η οποία περνούσε βιαστικά με ένα καλάθι σεντόνια, «Είναι εδώ ο κύριος Νούλας;»
«Δεν σας εννόησα» είπε η Έλενα.
Η Άσπα τούς άκουσε πάνω από τους ήχους της κουζίνας και τις σιγανές ομιλίες στον κήπο. Βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά και είδε έναν άντρα με στραβή μύτη. Στεκόταν με ανοιχτή την πόρτα του αυτοκινήτου και το ένα πόδι πάνω στο σκαλοπάτι, διάβαζε έναν φάκελο, που ευθύς πέταξε στο κάθισμα του συνοδηγού, όταν άκουσε το καλωσόρισμα της Άσπας. «Μπερδεύτηκαν οι φάκελοι» είπε ο κύριος. «Και έλεγα εγώ, σε κτήμα αυτού του μεγέθους δεν είναι δυνατόν να κόψει κανείς εννέα πεύκα τη νύχτα. Στην Κω είναι ο Νούλας. Εσείς είστε η ιδιοκτήτρια εδώ; Ασπασία Παγώνη;»
Η Άσπα έγνεψε ναι. Ο κύριος έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου πίσω του. «Κρίμα που μας αναγκάσατε να κάνουμε ταξίδι ενώ μπορούσατε να το λύσετε μόνη σας. Είμαι βιαστικός, πρέπει να φύγω με το απογευματινό. Δείξτε μου, σας παρακαλώ».
Η Άσπα τον πήγε στη ραμιθιά και παραμέρισε τα φυτά γύρω της σαν να ξεσκέπαζε βρέφος που κοιμάται. «Δεν το έκοψα εγώ» είπε χαμηλόφωνα, μην ακούσουν οι πελάτες.
«Το ξέρω, διάβασα τα ασυνάρτητά σας». Ο δασάρχης έδειξε τον κομμένο κορμό με έναν μαρκαδόρο. «Βγάλτε το, φυτέψτε καινούριο και κλείνουμε τον φάκελο».
«Αποκλείεται. Μπορεί να ξαναβγ—»
«Πού σπουδάσατε εσείς;»
«Αθήνα».
«Δεν σας φαίνεται».
«Αυτό το δέντρο ήταν ο κόσμος μου όταν ήμουν μικρή. Δεν το έκοψα και δεν θα το βγάλω πριν κλείσει χρόνος».
Ο δασάρχης έσφιξε τα μάτια του στον ήλιο. «Θα σας ειδοποιήσουμε».
Πεύκο στραβό και παραμορφωμένο είσαι εσύ, σκέφτηκε η Άσπα.
Είκοσι εφτά Αυγούστου έφτασε το χαρτί: πρόστιμο 1050 ευρώ και εντολή αναφύτευσης, για να παραγραφεί το αδίκημα. Η Άσπα τράβηξε μερικά σιωπηλά σικτίρια, βγήκε στον γεμάτο πελάτες κήπο και είπε στο κούτσουρο «Δεν σε προδίδω. Στον διάολο τα λεφτά».
Άφησε το εστιατόριο στα χέρια της Φλώρας, ταξίδεψε την επόμενη μέρα στη Ρόδο και πλήρωσε αυτοπροσώπως το πρόστιμο στο δασαρχείο. Ο ίδιος στραβός που είχε έρθει στη Λέρο τράβηξε μια γραμμή επάνω στην απόδειξη με κόκκινο μαρκαδόρο και ρώτησε «Το ξαναφύτεψες;»
«Έλα να δεις» είπε η Άσπα, γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Το πρωινό ταξίδι στη Ρόδο είχε περάσει με παραγγελίες και άλλες εργασίες στον υπολογιστή. Το βραδινό της επιστροφής ήταν αλλιώς. Η Άσπα είχε καλμάρει από τον θυμό στο δασαρχείο και τον άγνωστο φονιά της ραμιθιάς. Μπροστά της είχε έξι ώρες και είκοσι πέντε λεπτά στο Αιγαίο, που θα διακόπτονταν από δύο μόνο στάσεις, μία στη Σύμη, την ώρα που η ζέστη καταλαγιάζει και οι μυρωδιές του καφέ αιωρούνται από τα μισοκλεισμένα παντζούρια, και μία στην Κω, βράδυ πια, με τις μουσικές να παίζουν χαμηλά στις ταβέρνες όπου ο κόσμος τρώει καταψυγμένα καλαμαράκια και χόρτα ξαναζεσταμένα σε φούρνους μικροκυμάτων. Η Άσπα αποφάσισε ότι πρέπει να κάνει βήμα. Θα καλούσε τον Θωμά στο νησί. Εκείνος μάλλον θα έλεγε όχι. Πιο εύκολα χωνεύεται πάντως ένα όχι από το να πάει η ίδια στην Αθήνα και να φάει άλλη πόρτα. Ανάμεσα στην Κάλυμνο και στην Καλόλιμνο, έστειλε το μήνυμα. Καμία απάντηση. Μια ώρα αργότερα, πήρε τηλέφωνο. Ο αδελφός της δεν το σήκωσε. Η Άσπα κράτησε το κινητό στο χέρι μέχρι να πλησιάσουν τη Λέρο. Καμία ηλεκτρονική μελωδία δεν έσπασε το τρέμουλο του καραβιού και το φλοίσβισμα της θάλασσας.
Το πρωί, ενώ η Άσπα τηγάνιζε λαγγίτες, που δεν αποκαλούσε πια λουκουμάδες ακόμα και όταν μιλούσε με Αθηναίους, η Φλώρα μπήκε στην κουζίνα και φώναξε «Πρε Άσπα, έλα!». Πήρε την Άσπα από το χέρι, την πήγε στην κομμένη ραμιθιά, παραμέρισε φλόμους και της έδειξε τα τρία βλαστάρια που είχαν ξεπεταχτεί από τα πλαϊνά του κορμού, δύο κοντά στην τομή, και ένα χαμηλά, σχεδόν από το χώμα.
«Κόρη μου, ραμιθιά» είπε η Άσπα. «Ραμιθιά, κόρη μου».
(*) Η Νεκταρία Αναστασιάδου είναι συγγρφέας