Αννίτα Π. Παναρέτου
Φεύγει. Δυτικά. Για μια εβδομάδα αναζήτησης -βολιδοσκόπησης καλύτερα. Και ύστερα πάλι πίσω, με ένα «ναι» ή ένα «όχι» στη βαλίτσα της: με μια απόφαση -για τη ζωή της.
Φεύγω. Δένω τη ζώνη μου κι έχω κιόλας κάνει το δρομολόγιο: μια σταλιά Ιόνιο, Αδριατική, Άλπεις, Γαλλία, ατλαντική απεραντοσύνη, Νέα Γη, Νέα Υόρκη… Νέος Κόσμος. Ακούω νοερά το Largo του.
Βολεύομαι και ησυχάζω μακάρια, ώσπου η ένδειξη fasten your seat belts σβήνει. Κεφάλια τινάζονται σαν ελατήρια πάνω από τα προσκέφαλα των θέσεων και σε λίγο ο διάδρομος γεμίζει περιπατητές. Άλλοι θέλουν να πάνε μπρος, άλλοι θέλουν να πάνε πίσω, στριμώχνονται, κάποιοι παραμερίζουν και η κίνηση άλλοτε ομαλοποιείται και κυλάει, και άλλοτε φρακάρει και κολλάει.
Δεξιά μου ο διάδρομος. Δίπλα μου, όρθιος, κάποιος προσπαθεί να κάνει τόπο στους άλλους. Γέρνει σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου.
Ζητά συγγνώμη. Χαμογελάω.
Τον κοιτάζω. Μέτριο ανάστημα. Πρόσωπο ενδιαφέρον, ευγενές. Καταλαβαίνω ότι επίκειται διάλογος, από αυτούς που ενδημούν στα αεροπλάνα. Σηκώνομαι κι εγώ.
Δυο κουβέντες. Τα τυπικά. Ζείτε μόνιμα στις ΗΠΑ; (Όχι δεν ζούσε μόνιμα.) Θα μείνετε στη Νέα Υόρκη; (Ναι, εκεί θα έμενε.) Θα συνεχίσετε το ταξίδι; (Ναι, θα το συνέχιζα.) Θα επιστρέψετε σύντομα; (-Σε μια εβδομάδα.) (-Σε είκοσι μέρες.)
Έφυγα.
Πήγα, είδα και απήλθα. Με ένα «όχι» στη βαλίτσα μου. Δεν ξέρω αν και πόσο τη βαραίνει. Ψάχνω να δω τι νιώθω. Απογοήτευση και ανακούφιση μαζί. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσω για τίποτα, είμαι ελεύθερη. Όσο για την αναψηλάφηση της απόφασης, μπορεί να περιμένει. Ή και να μην συμβεί ποτέ, στο κάτω-κάτω ό γέγονε, γέγονε.
Αυτή τη φορά κάθομαι στο παράθυρο. Άσκοπα: είναι νύχτα.
Οι δυο διπλανές μου θέσεις είναι άδειες. Θα απλωθώ και θα προσπαθήσω να κοιμηθώ.
Κάποιος έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Πάει ο ύπνος.
Στρέφομαι να τον δω. Είναι ο άνδρας με το μέτριο ανάστημα και το ενδιαφέρον, ευγενές πρόσωπο.
Αιφνιδιασμός.
-Μα δεν επρόκειτο να μείνετε 20 μέρες;
-Επρόκειτο αλλά δεν έμεινα.
Διαπιστώνω ότι η πτήση παίρνει άλλη μορφή. Κάτω μακριά ο σκοτεινός ωκεανός. Εδώ πλέουμε στον αέρα, μέσα σ΄ένα ημίφως σχεδόν συνωμοτικό. Δηλαδή πόσες άλλες συνθήκες θα ήταν «ικανές και αναγκαίες»;
Παίζω με τις λέξεις: το αεροπλάνο τροχοδρόμησε, εγώ τροχιοδρομώ. Μπαίνω σε μια τροχιά που οδηγεί κατευθείαν στο διπλανό κάθισμα.
(-Πότε πρόλαβα;)
Πετάμε, και μαζί οι ώρες.
Πότε ο πληθυντικός έγινε ενικός; Πότε ειπώθηκαν όλα αυτά, τα ποια, ούτε ξέρω…
Μπερδεύομαι.
Χαύνωση.
Ίσως η νύστα. Αυτή η αλλόκοτη διάσταση στο μεταίχμιο ύπνου και ξύπνου -μια άλλη διάσταση της ύπαρξης. Στον ύπνο η ψυχή αλητεύει ασύδοτη. Στην αφύπνιση εισβάλλει η λογική και τη συγκρατεί. Ακροβατώ στο ανάμεσα, όπου βρέθηκα για μια ολόκληρη νύχτα.
Βρέθηκε κι εκείνος. Βρεθήκαμε. Ξανα-βρεθήκαμε.
Σαν να θέλω να φυγαδεύσω τη διαφαινόμενη αδυναμία μου, λοξοδρομώ από την τροχιά και για λίγο σκέφτομαι άλλα αντ΄άλλων. Πως είμαστε κλεισμένοι σε μια κιβωτό. Και σαν πειθαρχημένα στρατιωτάκια, όλοι μας μπήκαμε μαζί και όλοι μαζί θα βγούμε. Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι. Φαντάζομαι στάλες από άγνωστους βίους και από άγνωστες γλώσσες να ξεφεύγουν από κάποιες αόρατες χαραμάδες και να χάνονται. Μερικές να φτάνουν στον ωκεανό, και μεμιάς ο ωκεανός να γαληνεύει, όπως όταν θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί ρίχνουν λάδι στη θάλασσα για να την εξευμενίσουν. Και πάνω από τις ακτές της Γαλλίας, οι στάλες ακόμα να φεύγουν. Ύστερα να πέφτουν στις Άλπεις και να γίνονται έντελβάις…
Το δεξί της μισό ακουμπούσε στο μικρό τμήμα ατράκτου που της αναλογούσε -ήταν παγωμένο.
«Kρυώνω», είπε, διαπιστώνοντας πως δεν ήξερε αν μονολογούσε ή αν απευθυνόταν στον ξένο δίπλα της.
Το αριστερό της χέρι βρέθηκε κλεισμένο σ΄ένα άλλο.
Τον κοίταξε μειδιώντας αχνά. Δεν ήξερε τι περισσότερο να κάνει.
Μόνο μάτια υπήρχαν. Και χέρια. Τα χείλη ήταν μόνο για τον λόγο.
Για ποιον λόγο; Για ποιον λόγο γίνονται όλα αυτά;
Αναρωτήθηκε αν το «κρυώνω» ήταν ένας τρόπος να προκαλέσει αυτό το σμίξιμο. Το ήθελε; Ναι. Το προκάλεσε; Ίσως, αφού το ήθελε. Αισθανόταν ευάλωτη.
(-Μου αρέσει να αισθάνομαι ευάλωτη…)
Ελευθέρωσε μαλακά το χέρι της και το έφερε στον αυχένα του, στη βάση των μαλλιών. Τόσο απαλά, απαλά, απαλά. Απαλά τα μαλλιά του, απαλό και το χάδι της. Τα μάτια του έκλεισαν στιγμιαία. Την κοίταξε ύστερα. Ένα βλέμμα ζεστό και οικείο.
(-Μα πότε κιόλας οικείο;)
Αν εξακολουθούσε να τον χαϊδεύει θα καταντούσε γελοίο. Δεν ήταν γατί, ο άνθρωπος. Έτσι κατέβασε το αριστερό χέρι και το άφησε πάνω στο δικό του. Τα δάχτυλα πλέχτηκαν. Σφιχτά. Σιωπή. Φλύαρη σιωπή.
Tι είναι αυτό; Πώς ορίζεται, με ποια λέξη περιγράφεται; Φλερτ; Όχι βέβαια. Ευτελισμός.
Έρωτας; Με την πρώτη ματιά; Δεν πίστευε σ΄αυτές τις αλχημείες.
Δεν ήξερε τι άλλο να υποθέσει, πολύ περισσότερο να πιστέψει.
(-Μου αρέσει να μην ξέρω…)
Τα «μη» και τα «δεν» είχαν εξανεμιστεί στα 37 χιλιάδες πόδια.
Οι ώρες πετούν μαζί μας.
Nέα Γη, ατλαντική απεραντοσύνη, Γαλλία, Άλπεις, Αδριατική, μια σταλιά Ιόνιο…
Αλήθεια, αν πέσει αυτό το πράγμα; Κάνω υποθέσεις: ο κόσμος θα ουρλιάζει. Eγώ δεν θα ουρλιάζω, απεχθάνομαι τα ουρλιαχτά, εξάλλου θα κρατώ στα δόντια το στομάχι μου. Ο κόσμος θα προσεύχεται. Μάλλον ούτε αυτό θα κάνω. Ίσως μόνο μια επίκληση.
Ο άλλος δίπλα; Τι θα κάνει; Το -άγουρο- α΄πληθυντικό θα εξακολουθεί να ισχύει για αυτή την απίθανη συνάντηση; Ή ο σώζων εαυτόν σωθήτω και ο καθένας για την πάρτη του;
Ίσως όμως επιπλεύσουμε για λίγο. Ίσως να υπάρχουν πλοία κοντά, για να σώσουν τους ναυαγούς των αιθέρων. Που θα έχουν ξετρυπώσει από την κιβωτό και θα περπατούν πάνω στα ατσάλινα φτερά. Μια χαρά θα είναι στα φτερά. Μόνο να μην βουτήξουμε στη θάλασσα, μ΄αυτόν τον ψόφο. Κρυώνω, αλλά δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ζεστάνει στις χούφτες του εκτός από το δεξί μου χέρι, πράγμα θέσει αδύνατο.
Ατέλειωτο κοίταγμα, ατέλειωτο άγγιγμα…
Η νύχτα διακόπηκε απότομα. Οι ώρες στάθηκαν στην ένδειξη fasten your seat belts, που άναψε ξανά. Tο σουλάτσο στους διαδρόμους καταλάγιασε. Τα χέρια λύθηκαν. Γύρισε στη θέση του.
Μαζί με τα χέρια λύθηκαν και τα μάγια. Βρέθηκε ξανά ανάμεσα σε ένα παράθυρο και σε μια άδεια θέση. Από κάτω λαμπύριζε το λεκανοπέδιο.
Η προσγείωση είχε διπλά συντελεστεί: τα «μη» και τα «δεν» άρχισαν να παραπαίουν στις «Αφίξεις».
“Nothing to declare”.
(- Κι όμως είχα τόσα να δηλώσω…)
Την παρακολουθούσε που απομακρυνόταν. Το «όχι» μέσα στη βαλίτσα της είχε σχεδόν ξεχαστεί. Ένα «ναι» ξεπρόβαλε, που ολοένα μεγάλωνε, αλλά αυτή απομακρυνόταν. Ένιωθε πίσω της το βλέμμα του και ένιωσε γυμνή. Όχι, δεν την έγδυνε με το βλέμμα, ήταν σίγουρη. Ίσως να ήταν απλά η ανασφάλεια της αυταρέσκειας. Ίσως πάλι ένας ανεπίδοτος χαιρετισμός με τα μάτια -τα χείλη είχαν σωπάσει, το ίδιο και τα χέρια.
Πέρασε καιρός. Κάπου-κάπου αναλογιζόταν εκείνη την πτήση με νοσταλγία. Και διαπίστωνε έκπληκτη πως μερικές φορές η νοσταλγία αφορούσε ένα μέλλον που δεν θα γινόταν παρόν.
Πέρασε καιρός. Μετρημένος τρεις φορές στα δέκα δάχτυλα. Άλλοι δρόμοι χαράχτηκαν έκτοτε. Ένας λέγεται «σόσιαλ» και εντοπίζει ακαριαία lost and found σε ολόκληρη την υδρόγειο. Οι τροχιές θα μπορούσαν να είχαν συμπέσει εκεί.
Ή, ίσως, σε έναν συνηθισμένο δρόμο με πεζούς. Πεζούς διαβάτες, πεζούς ανθρώπους.
Κάποια του θύμισε. Κάποιον της θύμισε. Διασταυρώθηκαν και προχώρησαν ο καθένας την πορεία του.
Μερικά βήματα αργότερα, στράφηκε. Είχε κι εκείνος στραφεί.
Ιανουάριος 2025