της Βαρβάρας Ρούσσου
Για τις/τους πρωτοεμφανιζόμενες/ους ποιήτριες/τές συνήθως η δεύτερη συλλογή αποτελεί το διακύβευμα και την παγίδα, ιδίως εάν η πρώτη έγινε ευνοϊκά δεκτή. Στη δεύτερη είτε παγιδεύονται στην επιτυχή «συνταγή» της πρώτης επαναλαμβάνοντάς την είτε αγωνιώντας να την ξεπεράσουν οδηγούνται σε ατραπούς δύσβατες σπανιότερα δε αναδεικνύουν τις πραγματικές ικανότητές τους διατηρώντας ή ξεπερνώντας το επίπεδο του πρώτου βιβλίου.
Στο τρίτο βιβλίο συνήθως η κριτική και οι αναγνώστριες/ώστες εξαντλούν τα περιθώρια αφού η περίοδος χάριτος-αναμονής έχει παρέλθει, ειδικά εάν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των συλλογών εύλογα αυξάνει τις προσδοκίες.
Τα παρόντα σημειώματα κάνουν λόγο για δυο ποιήτριες που εμφανίστηκαν ηλικιακά ώριμες αλλά απέδειξαν αμέσως τις δυνατότητές τους συνεπώς αξίζει να δούμε την πορεία τους έως την τρίτη συλλογή.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη παρουσία ποιητριών/ών σε ώριμη ηλικία αφενός αυξάνει το προσδόκιμο για καλά δουλεμένο λόγο και ωριμότητα αφετέρου δημιουργεί ένα υπόβαθρο κριτικής αντιμετώπισης που υποβάλλει τα κριτήρια αντιμετώπισης συχνά συνδεδεμένα με ageism, ηλικιακή προκατάληψη.
Κορίνα Καλούδη, Άλλος ο φόβος τώρα (Περισπωμένη 2024)
Πιστή στο μεσοδιάστημα της διετίας η Καλούδη τιτλοφορεί τη νέα συλλογή της Άλλος ο φόβος τώρα, σαφώς συνέχεια των δυο προηγούμενων, με τίτλο της πρώτης Και βέβαια τους φοβάμαι (2020) και της δεύτερης Χρειάστηκε να κλέψω (2022). Όπως είχα ήδη παρατηρήσει με αφορμή το δεύτερο βιβλίο της, η ποιήτρια επιμένει συστηματικά σε μορφικές επιλογές, θεματικούς άξονες, εκφραστικούς τρόπους που συγκροτούν ένα ποιητικό σύμπαν ανοιχτό στην αναγνωστική προσέγγιση αλλά κλειστό, μη εξελισσόμενο θεματικά και τροπικά. Ο αρνητικά σημασμένος περίγυρος αισθητικοποιείται σε έναν πρώτο κύκλο όπου κυριαρχεί η εμπρόθετη απομάκρυνση του ποιητικού υποκειμένου από τους απροσδιόριστους «άλλους», η διαρκής προσπάθειά τους να εξαπατήσουν, να απομονώσουν το ποιητικό υποκείμενο, η περήφανη, αλλά διόλου μαχητική, διακήρυξη της διαφοράς του από τους «άλλους»-σκιώδεις παντοειδείς εχθρούς, και της εναντίωσής του σε αυτούς. Σε πρώτο πρόσωπο και κυρίως με υπαινιγμούς αποδίδεται η δυσφορία/αντίδραση σε μια δυστοπική κοινωνία τα γνωρίσματα της οποίας υποθετικά ταυτίζουμε με τα σημερινά. Ο σταθερός ποιητικός τρόπος της Καλούδη είναι μια ταλάντευση μεταξύ αναφορικότητας και αφαίρεσης με στοιχείο τον υπαινιγμό αφήνοντας μεγάλο περιθώριο στην αναγνωστική φαντασία. Αυτή η ποιητική πρακτική διέκρινε και τις δυο προηγούμενες συλλογές δημιουργώντας την εντύπωση μιας ταυτολογικής σχεδόν επανάληψης. Έτσι, παραδειγματικά, το δίστιχο ποίημα της πρώτης συλλογής «Και βέβαια τους φοβάμαι/Είναι οπλισμένοι και ηλίθιοι» επανακάμπτει στο «Αδαείς» της δεύτερης («Δεν έχουν ιδέα τι πετάνε») και στο «Ας με βρουν» (Το χέρι ήρεμο θα βγάλει την περόνη/Κι εκείνοι θα νομίζουν πως με έφτασαν») και στο «Αυτό που μπόρεσαν» της τρίτης («Όταν το θέλω/ ξέρω πώς να μη με βλέπουν[…]Μόνο αυτό/ που μπόρεσαν να δουν»).
Έναν δεύτερο, εσωτερικό κύκλο, συνιστά η εντύπωση εγκλεισμού της ποιητικής φωνής σε ένα μεταφορικό «σπίτι»-προσωπικό παρελθόν ή παρόν όπου η αοριστία των προσώπων και η αφαίρεση είναι πλέον δραστικά και καθώς υποστηρίζονται από το πρώτο ενικό βοηθούν το στόχο δηλαδή την εξομολογητική μεταφορά του συναισθήματος και της αίσθησης.
Γίνεται βέβαια αντιληπτό ότι στόχος της Καλούδη δεν είναι να συνθέσει ποίηση κοινωνικής διαμαρτυρίας αλλά να εξωτερικεύσει την εσωτερική αντίδραση μιας υποκειμενικότητας σε διαρκή εγρήγορση αλλά και διάσταση με το κοινωνικό πλαίσιο που όμως, καθώς στοιχειοθείται με την επαναληπτική αφαιρετικότητα κατατείνει σε αοριστολογία μεταφορών σε ένα κενό ιστορικά σκηνικό, οδηγώντας συχνά στη μείωση της δυναμικής και της έντασης των ποιημάτων. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα της λειτουργικότητας αυτής της αφαίρεσης η οποία μάλιστα επιχειρεί να ισορροπήσει με μια αδύναμη αναφορά στο πραγματικό τακτική που εντέλει οδηγεί σε αοριστία. Αντίθετα, όταν η αφαιρετικότητα υπακούει στη λογική υπαινικτικής διατύπωσης του προσωπικού βιώματος αποβαίνει θετικό στοιχείο γιατί εκεί το βίωμα εμφανίζεται ποιητικά πιο δραστικό. Η θεματική λοιπόν της Καλούδη γύρω από την έκφραση του βιώματος από το χώρο του ατομικού όπου η περιστολή του βιωματικού συμπλέει με την αφαίρεση και την κυριαρχία του μη συγκεκριμένου διακρίνεται από υποβλητικότητα που μεταδίδει συγκίνηση. Οι αναφορές στο οικογενειακό περιβάλλον και η θεματοποίηση των τραυμάτων από την αμφίθυμη σχέση με τη μητέρα (που ορίζεται από την αναζήτηση της μητρικής αγάπης και αποδοχής έως τη συγχώρεση και την τρυφερότητα των τελευταίων ετών) και την απώλεια των γονιών (στους οποίους αφιερώνεται το βιβλίο) δημιουργεί ένα ισχυρό φορτίο που συνδυαστικά με την λιτή διατύπωση προς αποφυγή πλεονάζοντος λυρισμού παράγει την ένταση,
Οι εκφραστικοί τρόποι της Καλούδη μένουν και αυτοί σταθεροί: αστιξία που υποκαθίσταται από τη χρήση κεφαλαίου υπονοώντας τελεία, παύση/τέλος στίχου άλλοτε, το συνηθέστερο, με πλήρες νόημα, άλλοτε με διασκελισμό, η οικονομία μέσων και επιθέτων, η λιτότητα εικόνων και η ιδιαίτερη χρήση μεταφοράς (συνήθως όλο το ποίημα αποτελεί μια μεταφορά εκφρασμένη με κυριολεκτική σημασία των λέξεων).
Το στοίχημα για την ποιήτρια και τον ποιητή δε βασίζεται στην καινοτομία της/του κάθε συλλογή ή οπωσδήποτε στη διαφοροποίηση και απόσταση από τις προηγούμενες αλλά στην επεξεργασία της λειτουργικότητας των τρόπων έτσι ώστε να παράγεται μια ποίηση που διαπερνά την επιφάνεια, που κάθε φορά, ακόμη και με τα ίδια υλικά επιμένει να ξαφνιάζει και να γοητεύει είτε εξομολογείται είτε στηλιτεύει είτε στοχάζεται.
Για την Καλούδη μένω με την αίσθηση αναμονής για μια περισσότερο ουσιαστική και τολμηρή επόμενη συλλογή.
Ευαγγελία Τάτση, Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά (Βακχικόν 2024)
Με τον ανά διετία ρυθμό και με πρώτη συλλογή το 2020 (Ακακίες στη σαβάνα) και δεύτερη Φυτά εσωτερικού χώρου (2022) και η Τάτση παρουσιάστηκε για τρίτη φορά το 2024. Η ποιήτρια δεν χειρίζεται το ατομικό και συλλογικό βίωμα με τον υπαινιγμό και την αοριστία, αντίθετα το αποκαλύπτει για να εξορκίσει το πρώτο και να καταδείξει το δεύτερο, και τα δυο ως στοιχεία δυσφορίας της ποιητικής φωνής για το πλαίσιο στο οποίο κινείται τόσο η ποιητική φωνή όσο και τα άτομα γύρω της. Η κοινωνική πραγματικότητα,, η μίζερη καθημερινότητα αναδεικνύονται σε ενδιαφέρουσα προβληματική που παρουσιάζεται συνήθως με αφηγηματικό τρόπο ως στοιχείο της αρνητικής διάθεσης του ποιητικού υποκειμένου. Με τη γυναικεία οπτική στην τρίτη αυτή συλλογή να γίνεται περισσότερο ορατή η Τάτση αναδεικνύεται αρκετά τολμηρή αν και διατηρεί τις ίδιες θεματικές και τους ίδιους εκφραστικούς τρόπους με τις προηγούμενες συλλογές της. Η χρήση της μεταφοράς αποδεικνύεται λειτουργική όπως και κάποιες διακειμενικές αναφορές (κάποτε και διακαλλιτεχνικές) που παράγουν μια ενδιαφέρουσα διαπλοκή και αναδεικνύουν διπλά τα βιώματα ως συγκροτητικά στοιχεία: ως προσωπικά δεδομένα πρώτης τάξης (της άμεσης εμπειρίας) και διαμεσολαβημένες από τέχνες, δεύτερης τάξης, εμπειρίες. Μένοντας περισσότερο στο χώρο της άμεσης βίωσης, η Τάτση επιμένει ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό-επιθυμητό (ενότητα «Του παρελθόντος»), στο βιωμένο και το ευκταίο/φαντασιακό, στο τότε και το τώρα, στο απτό και το υποθετικό.
Η διαλεκτική αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον αλλά δεν αξιοποιείται πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Συχνά, τα ποιήματα γίνονται κάπως αναλυτικά ή/και φορτώνονται ώστε η αρχική σύλληψη αντί να κορυφώνεται μετεωρίζεται, χάνοντας το στόχο. Παραμένει δηλαδή η εντύπωση του περιττού που αν αφαιρεθεί επιτρέπει την απρόσκοπτη ροή του ποιήματος. Έτσι το IV, της ενότητας «Των αφαιρέσεων» και το Ι της ενότητας «Οι εικασίες Α΄» έχουν έναν πυρήνα μεστό. Το Ι ξεκινά «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία/και ζει σ΄ αυτήν όλη του τη ζωή.» Οι επόμενοι στίχοι αναλύοντας με παραδείγματα αυτή την ηλικιακή στασιμότητα ως βιοτική συνθήκη επιφέρουν πλαδαρότητα ενώ η αρχική ιδέα παρεκτρέπεται αρκετά. Αντίθετα το V διατηρεί τη φόρτιση, το κλίμα και το συναίσθημα αν και έχει ως βάση μια θεματική κοινά ολισθηρή που αφαιρεί τον όποιο αρχικό βαθμό έκπληξης ή ενδιαφέροντος. Στα ποιήματα της Τάτση η αμεσότητα της αναφοράς σε συγκεκριμένα βιώματα, η αναφορά δηλαδή στο πραγματικό με τρόπο αναγνωστικά οικείο, συγκροτεί μια καλή βάση εκκίνησης, συχνά και μια πρωτότυπη θέαση της εμπειρίας αλλά που εύκολα εκπίπτει.
Όταν η Τάτση κινητοποιεί την ανάμνηση ή επικεντρώνεται στην έννοια του χρόνου έχοντας μια αφηγηματική αρχή, και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο, επιχειρεί να ισορροπήσει το προσωπικό/εξομολογητικό από το οποίο εκκινεί το ποίημα με το γενικό/στοχαστικό στοιχείο στο οποίο συχνά καταλήγει. Με αυτό τον μάλλον κλασικό τρόπο δόμησης ενός ποιήματος και με αυτή τη θεματική διακρίνεται η δυνατότητα της ποιήτριας. Η έλλειψη όμως πύκνωσης είτε με υποδόρια μεταφορά της έντασης είτε με ρητό αλλά λιτό και εύστοχο λεκτικά τρόπο μαζί με την έκταση και το συχνά καθημερινό μεν αλλά ανεπεξέργαστο λεξιλόγιο αφαιρούν την αιχμηρότητα. Ένα τέτοιο ποίημα είναι, κατά τη γνώμη μου, το [Πράσινο] βασισμένο στο χρώμα όπως αυτό εμφανίζεται στη φύση ή σε προσωπικά αντικείμενα της ποιητικής φωνής άμεσα συνδεδεμένα και τα δυο με το παρελθόν της. Το ποίημα ωστόσο παρά τον κατορθωμένο τόνο του αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τόσο αυτό το στοιχείο όσο και την ενδιαφέρουσα εικονοποιΐα. Αντίθετα, περισσότερο εύστοχο το ΧΙ (ενότητα «Αέναη δυνατότητα») παρά το κοινότοπο του πράγματος που διαχειρίζεται τόσο ως έννοια όσο και ως δισημία (κύριου ονόματος-σημαινόμενου). Η Τάτση, καλλιεργώντας προσδοκίες, βρίσκεται στη μεταιχμιακή στιγμή αξιοποίησης της ευρηματικής δυνατότητάς της, σε μια ανανεωμένη ματιά για τον κόσμου που την περιβάλλει και για την συνομιλία με τον εαυτό, σε μια πιο «δεμένη» οργανικά ποιητική.