γράφει η Νίνα Χαριτάτου
Η ανέμελη και ανεξέλεγκτη ζωή της τελευταίας γενιάς που πρόλαβε και έζησε χωρίς κινητά, υπολογιστές και social media αποτυπώνεται με έντονο ρεαλισμό και αμεσότητα στο βιβλίο του Γιάννη Γαβρά Εμείς δεν θα γίνουμε σαν κι’ αυτούς. Πρόκειται για μια ματιά σε μια εποχή που, αν και χρονικά δεν είναι τόσο παλιά, ωστόσο φαντάζει πολύ μακρινή. Ένα κείμενο γεμάτο ένταση και ρυθμό, όπως ακριβώς και η ζωή του ήρωα, που σχεδόν καταργεί τα όρια μεταξύ «κανονικού» και «άγριου» αποδίδοντας με ακρίβεια αλλά και λυρισμό την αίσθηση του «Πουθενά Ανήκειν» αναδεικνύοντας την σαγηνευτική ομορφιά της χαώδους πορείας του αφηγητή ο οποίος φαίνεται να αγωνιά να υπενθυμίζει στην αναγνώστρια την αξία του να ζεις τη ζωή στα άκρα, πριν σε προλάβει ο αναπόφευκτος συμβιβασμός με τη μεσοαστική ρουτίνα.
Το πρώτο βιβλίο του Γαβρά, Το Σαμποτάζ, λειτουργεί ως η ιδανική εισαγωγή για το δεύτερο αυτό βιβλίο του, καθώς εισάγει τον αναγνώστη στο πνεύμα αυτής της ταραχώδους εποχής γεμάτης αντιφάσεις και σκοτεινές απολαύσεις. Στο Σαμποτάζ , ο συγγραφέας μας μεταφέρει, μέσα από μια καταιγιστική αφήγηση, στην καρδιά μιας ζωής γεμάτης πάθη και ακρότητες, με έναν άμεσο και ανεπιτήδευτο τρόπο που επιτρέπει στον αναγνώστη, να βυθιστεί στις έντονες καταστάσεις που περιγράφει, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα μηνύματα του δεύτερου έργου του.
Σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, η ένταση των περιγραφών παίρνει μια ακόμα πιο προσωπική χροιά, καθώς οι σελίδες για άλλη μια φορά γεμίζουν από την καταιγιστική εξομολόγηση του συγγραφέα. Οι αφηγήσεις δεν είναι απλώς αναμνήσεις αλλά διαγράφονται σαν ψυχολογικές αυτοαναλύσεις που φέρνουν στην επιφάνεια την αυτοκριτική και τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται στο δεύτερο βιβλίο, η αρχική σοκαριστική μορφή αφήγησης σταδιακά υποχωρεί (γνωρίζουμε ήδη από το πρώτο βιβλίο τις πιθανές εξελίξεις) δίνοντας πια τη θέση της σε μια γνώριμη πραγματικότητα. Η αναγνώστρια δεν αιφνιδιάζεται από τον εκρηκτικό τρόπο ζωής του ήρωα, αλλά συμβιβάζεται, ακολουθώντας τον σε αυτή τη καθημερινότητα που τελειώνει αναπόφευκτα με την αναχώρησή του από το «μέρος του κακού» ίσως μετανοημένος, ίσως και όχι.
Η αναγνώστρια γίνεται μάρτυρας αυτής της εσωτερικής πάλης, ενώ βλέπει την αναπόφευκτη καταστροφή να πλησιάζει. Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, παρακολουθεί έναν κόσμο που οδεύει προς την καταβαράθρωση, χωρίς, ευτυχώς να αναγνωρίζει την ίδια στιγμή κάποια ανάγκη για λύτρωση και συγχώρεση, κάτι που θα στερούσε το βιβλίο από την φαινομενική και συνάμα γοητευτική ελαφρότητα του ύφους του.
Η απλή αλλά άμεση και ωμή «αντρική» γλώσσα του βιβλίου ενισχύουν την θεματική του: Ατελείωτες κραιπάλες, «γκόμενες» που έρχονται και παρέρχονται, τσιγάρα, μπαράκια και αλκοόλ, αστυνομικά τμήματα, ξέφρενες καταστάσεις και hangover δημιουργούν στον αναγνώστη αυτή την απαραίτητη αίσθηση του εφήμερου και της αποξένωσης που χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε bon viveur που σέβεται τον εαυτό του. Η περιγραφή της άστατης ζωής του όμως, ίσως και να μη καταφέρει να προκαλέσει τη νοσταλγία που θα περίμενε κανείς από ένα έργο με αυτοβιογραφικά στοιχεία και αναφορές σε μια εποχή που συχνά εξιδανικεύεται. Αντίθετα, διακρίνεται μια πικρή υπογράμμιση των αρνητικών πτυχών της ανεξέλεγκτης ζωής, που εδώ δεν παρουσιάζεται ως γοητευτική και επαναστατική, αλλά μάλλον ως κουραστική και επιβλαβής. Ο συγγραφέας φαίνεται να διατηρεί έναν λανθάνον σκεπτικισμό για την πραγματική αξία αυτής της εμπειρίας, σαν να αναγνωρίζει μέσα από την αφήγηση τα όριά της, τα αδιέξοδα και τις φθορές που αφήνει πίσω της.
Ο αλκοολισμός, κυρίαρχο στοιχείο του μποέμικου ύφους που διατρέχει τη ζωή του συγγραφέα, αναδεικνύεται με έναν σκοτεινό και καταλυτικό τόνο. Αντί να εμφανίζεται ως στοιχείο της ελευθερίας ή της δημιουργικής έμπνευσης, παρουσιάζεται ως μέσο φυγής και αυτοκαταστροφής, με έντονα αρνητικές επιπτώσεις τόσο στον ίδιο τον ήρωα, όσο και στις σχέσεις του με τους γύρω του. Αυτή η προσέγγιση διαφέρει από την πιο ρεαλιστική καταγραφή των «αλκοολικών εμπειριών» στο Σαμποτάζ, στο οποίο, το πάθος αυτό και η ανυπότακτη ζωή παρατίθενται με μια δόση αυτοσαρκασμού και παιχνιδιού. Στην παρούσα αφήγηση, όμως, η φθορά είναι πιο εμφανής, και το αίσθημα της αυτοκαταδίκης πλανάται σαν σκιά σε κάθε σελίδα.
Κατά την διάρκεια της ανελέητης αυτής πορείας, η φωνή του συγγραφέα δεν αποστασιοποιείται ποτέ από τον ήρωά του. Ακόμα και όταν ο πρώτου προσώπου αφηγητής γίνεται omniscient narrator (κάπου στη μέση της αφήγησης) και τούμπαλιν υπάρχει πάντα μια έντονη συναισθηματική εγγύτητα, ένας ακριβής συντονισμός με τις εσωτερικές ταραχές του συγγραφέα και του αφηγητή ή του συγγραφέα-αφηγητή. Η στροφή αυτή στην αφήγηση είναι ανεπαίσθητη και αυθόρμητη (;) ακόμα και όταν γίνεται από τη μία παράγραφο στην άλλη υπογραμμίζοντας την απόλυτη ταύτιση των δύο φωνών: O συγγραφέας μπαινοβγαίνει στη συνείδηση του ήρωα και αντίστροφα. Στη ροή του λόγου οι δύο ταυτότητες χάνονται, η διήγηση όμως συνεχίζεται ανεπηρέαστη και ο αναγνώστης ακολουθεί πιστά χωρίς ίσως καν να εντοπίζει αυτή την αφηγηματική μετατόπιση. Συγγραφική δεξιότητα ή αυθόρμητη ταύτιση του δημιουργού και του διηγητή; Καταλήγω στο δεύτερο..
Ειρωνικός προς τους συμβιβασμένους αλλά και ειρωνικός προς την ίδια του την αφήγηση, ο συγγραφέας υπαινίσσεται την ματαιότητα τελικά του ασυμβίβαστου πνεύματος και της έκλυτης ζωής εφόσον και αυτή οδηγεί στο αδιέξοδο. Αυτό το βιβλίο, εντέλει, μοιάζει περισσότερο με μια αναθεώρηση του παρελθόντος, όπου η διασκέδαση και η περιπέτεια δεν εξιδανικεύονται, αλλά υπονοείται πως ίσως ήταν μια παραίσθηση που οδήγησε σε μια μορφή εσωτερικής αποσύνθεσης. Ο συγγραφέας, χωρίς να το λέει άμεσα, αφήνει να εννοηθεί ότι οι μποέμικες εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν τελικά δεν αξίζουν την αφέλεια με την οποία τις αντιμετώπισε. Η ωριμότητα που αναδύεται, έστω και σιωπηλά, καταδεικνύει την απομυθοποίηση των παθών και την αποδοχή ότι ίσως ο κόσμος της «ελευθερίας» και των άκρων είχε περισσότερο κόστος απ’ όσο ο ίδιος περίμενε ή αντιλαμβανόταν στα νιάτα του.
Για άλλη μια φορά, όπως και στο Σαμποτάζ, ο Γαβράς αφήνει το τέλος ανοιχτό, αφήνοντας στον αναγνώστη να αναρωτηθεί αν η λύτρωση είναι πράγματι εφικτή ή αν όλα επαναλαμβάνονται σε έναν αέναο κύκλο.
Γιάννης Γαβράς, Εμείς δεν θα Γίνουμε σαν κι’ Αυτούς, Ραδάμανθυς