του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Τα λευκώματα έχουν βγει από τη μόδα, τα coffee table books που μεσουρανούσαν κάποτε στα αστικά σπίτια εξέλιπαν, κυρίως μετά την κρίση. Τα λευκώματα, ένα κοστοβόρο ειδος, εκδίδονται πια σπάνια και όταν υπάρχει λόγος. Υπάρχουν λίγοι εκδότες που επιμένουν. Ανάμεσα σε αυτά που εκδόθηκαν προς το τέλος του χρόνου ξεχωρίζω πέντε βιβλία – λευκώματα από αυτά που δεν χρειάζεται να τα ξεφυλλίσεις αλλά να τα διαβάσεις. Το φωτογραφικό τους υλικό συνομιλεί με τα κείμενα και δίνουν μια πληρέστερη είκονα της διαπραγμάτευσης του θέματος όσο και μια αναγνωστική απόλαυση.
Γιάννης Σ.Μαμάης, Κολοφώνες, η μνήμη της τελευταίας σελίδας, Gutenberg
Τα παλιά βιβλία, πριν η εκτύπωση γίνει μια μηχανική πράξη αναπαραγωγής αντιτύπων, διέθεταν προσωπικό τυποτεχνικό/ αισθητικό χαρακτήρα. Οι συλλέκτες και όσοι έχουν συναντηθεί με παλιότερες εκδόσεις θα θυμούνται ότι στα μυθιστορήματα ή και στα ποιητικά βιβλία υπήρχαν αρχιγράμματα περίτεχνα σχεδιασμένα, χαρακτικά στο μέσον των βιβλίων, κυρίως εκεί που γινόταν αλλαγή κεφαλαίου, σχεδιάκια στο πλάι πολλές φορές των περιθωρίων (που ήταν πάντα πλούσια ώστε να ανασαίνει το βιβλίο) και βεβαίως στην τελευταία σελίδα οι περίφημοι κολοφώνες. Στους κολοφώνες διαγωνίζονταν οι τυποτεχνίτες για τον ωραίο αισθητικά, συνοπτικό αλλά και πλήρη πληροφοριών, με ειδικό περίγραμμα μέσα στον οποίον άλλοτε με κενά ή και χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων, άλλοτε με σχέδιο χαρακτικό συνήθως, αποτυπωνόταν η ταυτότητα του βιβλίου. Εκεί διαβάζαμε τον τίτλο, τον συγγραφέα, τον εκδότη, τον αριθμό αντιτύπων, τον επιμελητή και διορθωτή, το βάρος και το είδος του χαρτιού στο οποίο τυπώθηκε το βιβλίο, τον χαράκτη ή ζωγράφο , τον βιβλιοδέτη και τέλος τον σχεδιαστή του κολοφώνα. Ένας από τους τελευταίους που σχεδιάζει κολοφώνες είναι ο Γιάννης Μαμάης, ο επικεφαλής τυποτέχνης των εκδόσεων Gutenberg. Στο μεγάλου μεγέθους λεύκωμα με τίτλο Κολοφώνες, η μνήμη της τελευταίας σελίδας, ο Γιάννης Μαμάης έχει συγκεντρώσει τους καλύτερους κολοφώνες με τους οποίους όλα αυτά τα χρόνια φιλοτεχνεί την τελευταία σελίδα των βιβλίων των εκδόσεων Gutenberg.Η τέχνη του κολοφώνα έρχεται από μακριά, από τις αρχές της τυπογραφίας, από τον Άλδο Μανούτιο, από τα μέσα του 15ου αιώνα και φθάνει έως τις ημέρες μας. Ο Γιάννης Μαμάης δεν σχεδιάζει τυποποιημένους κολοφώνες, κάθε ένας είναι κι ένα έργο τέχνης. Στους κολοφώνες του συνυπάρχουν το κείμενο με την εικόνα, σχέδιο ζωγραφικό ή χαρακτικό (ξυλογραφία, λιθογραφία κ.λ.π.), φωτογραφικό ή ακόμα σχέδιο παρμένο από κάποιο συλλεκτικό αντικείμενο.
Όπως ξεφυλλίζεις το βιβλίο βλέπεις την ποικιλία της εικόνας που συνοδεύει τον κάθε κολοφώνα και καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για εργασία επίπονη, από έναν καλλιτέχνη με απεριόριστη φαντασία και αισθητική άποψη. Οι επιλογές του είναι άλλοτε μινιμαλιστικές, αλλού πληθωρικές, ελλειπτικές ή αναλυτικές, εικόνες ιμπρεσσιονιστικές και αλλού ρεαλιστικές, φουτουριστικές ή νατουραλιστικές. Κάθε κολοφώνας σε εκπλήσσει και ξεφυλλίζεις το βιβλίο με την προσμονή να δεις μέχρι που φτάνει η φαντασία του Μαμάη. Τελικό αποτέλεσμα – ένα βιβλίο έργο τέχνης που μιλάει για άλλα βιβλία έργα τέχνης.
Το Βιβλιοπωλείο Κάουφμαν, συλλογική έκδοση, Λεξικοπωλείο
Ήταν καιρός να βγει μια έκδοση για το ιστορικό βιβλιοπωλείο Κάουφμαν, το οποίο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάδοση της γαλλικής γλώσσας στη χώρα μας. Ο ιδρυτής, Χέρμαν Κάουφμαν Ρώσος πολίτης από γερμανική οικογένεια και εβραϊκής καταγωγής μετά τη ρωσική επανάσταση κατεβαίνει το 2018 στην Αθήνα. Στην αρχή πούλαγε βιβλία σ΄ένα πάγκο στη στοά Σταδίου και τελικώς εγκαταστάθηκε στη Σταδίου 28 ειδικευόμενος στα γαλλικό βιβλίο, μιας και η γαλλική ήταν η προτιμητέα γλώσσα από τα ανερχόμενα στρώματα. Έρχεται σε συμφωνία με τον εκδοτικό γαλλικό οίκο Hachette και γίνεται μόνιμος αντιπρόσωπος των εκδόσεων του. Το μικρό αυτό βιβλιοπωλείο θα γίνει στέκι των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών διακινώντας ό,τι πιο σύγχρονο ερχόταν εκ Παρισίων και κυρίως τα ρεύματα της εποχής, κυβισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός, υπαρξισμός, ενώ συμμετέχει και στις Δελφικές γιορτές του Άγγελου Σικελιανού με δικό του περίπτερο. Το 1934 ο Κάουφμαν επεκτείνεται και στις εκδόσεις δημιουργώντας το εκδοτικό οίκο Κασταλία. Στόχος του η προβολή νέων ιδεών και νέων ανθρώπων. Μεταξύ των εκδοθέντων βιβλίων και η Υψικάμινος του Εμπειρίκου και το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη αλλά και βιβλία των Θεοτοκά, Βενέζη, Μυριβήλη, Παπατσώνη, Σημηριώτη κ.τ.λ. Η εκδοτική επιτροπή είχε επικεφαλής τον ιστορικό Κώστα Δημαρά ενώ συνεργάστηκε με ιστορικά τυπογραφεία. Οι γερμανοί θα τον κλείσουν στη αρχή της Κατοχής και μετά θα τον φιμώσουν αναγκάζοντάς τον να συμμετάσχει σε ένα κονσόρτσιουμ με την πλειονότητα των μετοχών να ανήκει σε γερμανική εταιρεία. Το 1965 ο Κάουφμν θα πεθάνει και το βιβλιοπωλείο θα συνεχίσουν η γυναίκα του Μερόπη και ο γιός του Χέρμαν, ο δε ανιψιός του Χατζόπουλος θα κληρονομήσει το Πρακτορείο Διεθνούς Τύπου. Το 1985 το βιβλιοπωλείο θα περάσει στα χέρια της γαλλικής Hatier και κατόπιν στην ελληνική εταιρεία Γιαννίκος – Καλδής μέχρι το τέλος το 2012. Το φωτογραφικό υλικό είναι κάτι παραπάνω από πλούσιο με φωτογραφίες όχι μόνο του χώρου και των βιβλίων που εξέδιδε ο Κάουφμαν αλλά και πολλές από τη ζωή της Αθήνας στις διάφορες εποχές από την ίδρυση του βιβλιοπωλείου έως την εποχή της κρίσης, όπου ο Κάουφμαν ακολούθησε τα άλλα ιστορικά βιβλιοπωλεία που έκλεισαν.
H ιστορία της αθηναϊκής πολυκατοικίας είναι η ιστορία της μεταπολεμικής Αθήνας. Οι πρώτες μεταπολεμικές πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας φιλοξένησαν μαζικά μικροαστικά στρώματα. Μετά τη δεκαετία του ΄70 οι μετακινήσεις των στρωμάτων αυτών ή των παιδιών τους προς τα προάστεια οδήγησαν την πολυκατοικία σε μαρασμό. Μαζί με αυτήν εξέλιπαν οι θυρωροί, οι υπηρέτριες που εργάζονταν σε αυτά τα σπίτια καθώς και οι γύρω μικρομαγαζάτορες που συνιστούσαν έναν ιδιαίτερο ιστό. Μετά το ΄90 η μαζική είσοδος μεταναστών έδωσε ζωή στον αθηναϊκό πλέγμα πολυκατοικιών και ταυτόχρονα άλλαξαν τον εισοδηματικό μέσο όρο των κατοίκων τους. Μετά το 2016 η Αθήνα λόγω και του αυξανόμενου τουριστικού ενδιαφέροντος το κέντρο αναζωογονήθηκε ενώ οι τιμές στο real estate πήραν την άνοδο. Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της ανόδου-πτώσης και νέας ανόδου της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Το Onassia Foundation με την έκδοση του τόμου 37 ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών δίνει πολύ περισσότερα στοιχεία για τις πολυκατοικίες. Οι πολλοί και διαφορετικοί συντάκτες, δημοσιογράφοι, αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγοι μελετούν την αθηναϊκή πολυκατοικία από πολλές οπτικές γωνίες. Κοινωνιολογικά ως ένα κύτταρο οικογενειών και σχέσεων αλλά και οικονομικά ως έναν τρόπο επιβίωσης μέσα από την κρίση και πέρα από αυτήν. Στο τόμο υπάρχουν και πολλές προσωπικές ιστορίες, διαδρομές ζωής, ιδιότυπές κατασκευές πολυκατοικιών, ιστορίες για πολυκατοικίες «καλών» γειτονιών Κυψέλης, Παγκράτι, Κολωνάκι κ.τ.λ. Το αισθητικά πολύ φροντισμένο αυτό λεύκωμα διανθίζεται με φωτογραφικό ενδιαφέρον υλικό.
Λίλη Τσίγκου, Ατελιέ καλλιτεχνών, Χάος και έμπνευση, δίγλωσση έκδοση, Πατάκης
Ο εικαστικός είναι ίσως ο πιο μοναχικός καλλιτέχνης. Μόνος σε ένα δωμάτιο αντιμέτωπος με ένα καμβά, με ένα έργο που δεν γνωρίζει αν θα ολοκληρωθεί και κυρίως δεν είναι σίγουρος αν θα βγει ποτέ από το εργαστήρι του. Γι αυτόν το εργαστήρι είναι ένα τόπος απομόνωσης, πολύ προσωπικός, καθώς κρύβει εκεί την υπαρξιακή του αγωνία. Στο εργαστήρι του καλλιτέχνη αναφέρθηκε πρώτος ο Όμηρος στην Ιλιάδα στην επίσκεψη της Θέτιδος στο ανακτορικό εργαστήρι του κουτσού θεού Ήφαιστου για να παραγγείλει μια ασπίδα για τον γιο της Αχιλλέα.
Η Λίλη Τσίγκου είχε την ιδέα να φωτογραφίσει τα ατελιέ γνωστών εικαστικών και να τα παρουσιάσει σε αυτόν τον τόμο. Ο James Hall στην εισαγωγή του κάνει μια ιστορική αναδρομή στα εργαστήρια καλλιτεχνών από τον Όμηρο έως τον Μπέικον. Ανεξαρτήτως πως ονομάζονταν (studio, cabinet, painting room, closet, με την επικράτηση του atelier τους τελευταίους αιώνες) παρέμειναν σημεία που καθόριζαν τη δημιουργία. Από εκεί και μετά studio ή atelier ονομάστηκαν όλοι οι χώροι που στέγαζαν τον καλλιτέχνη οποιασδήποτε τέχνης. Η Λουίζα Καραπιδάκη ονοματίζει τους χώρους αυτούς «φωλιές καλλιτεχνών» που διαθέτουν μια ιερότητα. Η Λίλη Τσίγκου επέλεξε καλλιτεχνικά εργαστήρια εικαστικών που της είναι οικείοι. Έτσι διεισδύουμε στα εργαστήρια των : Μιχάλη Μαδένη, Κυριάκου Ρόκου, Στέφανου Δασκαλάκη, Ειρήνης Ηλιοπούλου, Βασίλη Παπανικολάου, Γιώργου Ρόρρη, Βάσου Καπαντάη, Τίμου Μπατινάκη, Δημήτρη Νικολαΐδη, Πέτρου Καραβέβα, Ρουμπίνας Σαρελάκου. Στο τέλος του βιβλίου ο Γιώργος Ρόρρης μιλάει για το ατελιέ του, τις δυσκολίες και τις ευκολίες του, ο Στέφανος Δασκαλάκης γράφει για τη σχέση φωτογραφίας και ζωγραφικής, η Λίλη Τσίγκου εξομολογείται γιατί πάντα την ενδιέφεραν τα μέρη έξω από τον συνήθη κόσμο ενώ ο Ν.Παϊσιος σχολιάζει το φωτογραφικό της έργο. Ένα λεύκωμα καταβύθισης στον χώρο της γημιουργίας.
Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης μας έδωσαν τη δυνατότητα να αναστοχαστούμε πάνω στα πεπραγμένα μισού αιώνα και στην πορεία της Δημοκρατίας όλα αυτά τα «ήσυχα» σε σχέση με τα ταραγμένα προηγούμενα 50 χρόνια. Η επέτειος μας κληροδότησε ένα πλήθος ιστορικών ντοκουμέντων και βιβλίων πολιτικού προβληματισμού. Ο τόμος Από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία, περιέχει άρθρα περισσότερο πολιτιστικού στοχασμού και πλήθος ντοκουμέντων που παρουσιάστηκαν σε έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Η Μεταπολίτευση δεν αποτελεί την απλή μετάβαση από τη Δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά συνιστά μια τομή στο σύγχρονο βίο των ελλήνων πολιτών. Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για την περίοδο που διαμόρφωσε το φαντασιακό μιας νέας κοινωνίας. Μελετά τις πρώτες αντιδικτατορικές κινήσεις για να καταλήξει στην εποποιΐα του Πολυτεχνείου. Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο έχει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου για την πολιτισμική δημόσια σφαίρα της εποχής των μεταβάσεων (1974-1989). Στο κείμενό του αναφέρεται στο νέο παραδειγματικό πρότυπο που συνίσταται από το τρίπτυχο εκδημοκρατισμός, εξευρωπαϊσμός, ελευθεριακή κουλτούρα. Εξετάζει το πέρασμα από το συντηρητισμό των πρώτων χρόνων στον λαϊκισμό και την καταναλωτική ευμάρεια. Στέκεται ιδιαίτερα στα πολιτισμικά μοντέλα της 15ετίας 1974-1989 μελετώντας τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα μυθιστορήματα αλλά και τις προκλήσεις της μαζικής κουλτούρας. Στα περιοδικά και τα βιβλία της Μεταπολίτευσης αναφέρεται και ο Φίλιππος Παππάς. Το λεύκωμα κλείνει με δύο μεγάλες ενότητες με σημαντικές και σπάνιες φωτογραφίες και ντοκουμέντα από την αντιδικτατορική περίοδο και από την εποχή της Μεταπολίτευσης.