«Η Γυναίκα και ο Ακροβάτης»: μια βραδιά, μια πτήση, «Πέντε γράμματα» (της Όλγας Σελλά)

0
280

της Όλγας Σελλά

Ένα άλλο σπιτικό στήθηκε αυτή τη φορά στον λιλιπούτειο θεατρικό χώρο που έχει φτιάξει ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης και η ομάδα bijoux de kant, στην καρδιά του ιστορικού τριγώνου της Αθήνας, στην οδό Πολυκλείτου.

Μπαίνοντας σ’ αυτό το θεατράκι που χωράει 30 θεατές όλους κι όλους, βλέπουμε, δίπλα μας ακριβώς, (τόσο δίπλα μας που νομίζουμε ότι είμαστε εντός του) ένα μικρό, τακτοποιημένο διαμέρισμα, με τα χρειώδη για έναν άνθρωπο που ζει μόνος. Κι εκεί ζει η Ουρανία (Αμαλία Μουτούση), ένας μοναχικός άνθρωπος, που κάποτε υπήρξε δασκάλα και μάλλον έχει παραμείνει –σαν άμυνα- στα χρόνια της αθωότητας. Τα ροζ ρούχα της το επιβεβαιώνουν. Είναι το ένα από τα δύο πρόσωπα του πρώτου θεατρικού έργου που έγραψε ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, το 1986, με τίτλο «Η Γυναίκα και ο Ακροβάτης». Το έργο βραβεύτηκε, το 1987, από το υπουργείο  Πολιτισμού στο διαγωνισμό για Νέους Θεατρικούς Συγγραφείς, και σχεδόν 40 χρόνια μετά βρήκε το δρόμο του για τη σκηνή.

Η Ουρανία περπατά με αργό βήμα στους χώρους του σπιτιού και αγγίζει τις μνήμες της, όπως ακριβώς αγγίζει τη γυάλινη τζαμαρία που χωρίζει το υπνοδωμάτιο από το υπόλοιπο σπίτι. Θυμάται τη βραδιά που πέθανε ο πατέρας της. Θυμάται πώς είχε βγει μέσα στη βροχή και στη λάσπη να κόψει «κόκκινα χοντρόφλουδα νεράντζια»  που του άρεσαν. Αλλά δεν πρόλαβε να τα γευτεί… Από τότε φτιάχνει γλυκό του κουταλιού με νεράντζια κόκκινα… Κάπου κάπου στέκεται στο μοναδικό παράθυρο του σπιτιού. Ή ανοίγει το ραδιόφωνο και ακούει (ακούμε) τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι να τραγουδάει, με τον μοναδικό του τρόπο, το τραγούδι του Νίκου Γκάτσου «Πέντε γράμματα»: «Πέντε γράμματα /Ταιριάξανε και κάναν την αγάπη /Πέντε γράμματα /Γεννήσανε τον πόνο και το δάκρυ /Πέντε γράμματα /μας παν ως του παράδεισου την άκρη».

Και τότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας άντρας. Είναι ο Θόδωρας, έτσι συστήνεται. Ο Θόδωρας ο Ακροβάτης (Θανάσης Δόβρης). Που βάζει φτερά στην πλάτη και πετάει. Που σπάει κόκκαλα, χέρια, πόδια, κεφάλι, αλλά ξανασηκώνεται και ξαναπετάει. Το αντίθετο απ’ τον τρόπο ζωής της Ουρανίας δηλαδή. Εκείνη ζει μια ζωή με συγκεκριμένες κινήσεις, συγκεκριμένες διαδρομές. Ο Θόδωρας αλλάζει τόπους πτήσης, ρισκάρει, πέφτει, σηκώνεται ξανά. Ο Θόδωρας είναι ένας αυθόρμητος, λαϊκός άνθρωπος. Της ζητάει να κάνει την επόμενη πτήση του από το παράθυρο του σπιτιού της, γιατί έχει άπλα, για να προσγειωθεί κατευθείαν στην πλατεία της μικρής πόλης.

Σιγά σιγά δημιουργείται ένα φλερτ –διακριτικό, αθόρυβο, ζεστό, αναγκαίο- ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Το μόνο κοινό τους σημείο είναι το πέταγμα, διαφορετικό πέταγμα. Ο Θόδωρας πετάει με μηχανικά φτερά. Η Ουρανία ήταν δασκάλα και προσπαθούσε να μάθει στα παιδιά ν’ ανοίγουν τα φτερά τους. Μια έλξη, που γίνεται για μια στιγμή αγκαλιά.  Τον φιλοξενεί, τον κερνάει γλυκό νεράντζι, και του ζητάει να φορέσει κι εκείνη τα μηχανικά φτερά.  Θέλει κι εκείνη να πετάξει. Να δοκιμάσει. Το πέταγμα. Κάθε είδους πέταγμα. Έστω για μια φορά, για μια νύχτα. Αλλά, «μια νύχτα δεν είναι και λίγο…».

Το έργο του  Μιχάλη Βιρβιδάκη ανιχνεύει με φαντασία και  τρυφερότητα το όνειρο μιας ζωής γειωμένης. Που σκέφτεται –ή φαντάζεται- πώς θα πετάξει. Και συναντά (ή ονειρεύεται ότι συναντά) έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο. Ρισκάρει στη φαντασία της η Ουρανία. Τολμά όσα δεν τολμά στην καθημερινή της ρουτίνα.

Ο Γιάννης Σκουρλέτης διαχειρίζεται με ευαισθησία, τρυφερότητα, κατανόηση και ποίηση αυτά τα έργα κι αυτούς τους χαρακτήρες. Ξέρει, μ’ έναν δικό του, ξεχωριστό τρόπο, να φωτίσει τις σιωπές τους, τις ματαιωμένες ελπίδες τους, τις φαντασιώσεις τους, τις στιγμιαίες ελπίδες τους. Και είναι λες κι αυτός ο χώρος, ο σχεδόν στριμωγμένος, να αναδεικνύει επίσης αυτά τα έργα. Να είναι μέρος τους, μέρος του σκηνικού τους, που για άλλη μια φορά έφτιαξε υπέροχα ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης.

Παραξενεύτηκα για να πω την αλήθεια όταν πρωτοδιάβασα ότι θα παίζει ο Θανάσης Δόβρης, μόνο και μόνο γιατί η σκηνική του ιδιοσυγκρασία μου φαινόταν ότι απέχει πολύ από το σύμπαν του Γιάννη Σκουρλέτη. Ίσως γιατί οι ρόλοι που τον έχουμε δει ως τώρα να είχαν άλλη  «απόχρωση» και δυναμική.  Όμως, ο Θανάσης Δόβρης έπαιξε μ’ έναν τρόπο που δεν τον έχουμε ξαναδεί, αποδεικνύοντας έτσι το εύρος της γκάμας του και της υποκριτικής του ικανότητας. Και ζωντάνεψε τον Θόδωρα, τον απλό, λαϊκό τύπο, που δεν το βάζει κάτω, που ονειρεύεται το ακατόρθωτο, προσπαθεί γι’ αυτό, διαρκώς και διαρκώς. Και κάθε φορά που κινδυνεύει σκέφτεται ένα πιάτο μακαρονάδα! Τόσο απλό και τόσο γήινο! Όσο είναι και η σχέση του με τη ζωή.

Όσο για την Αμαλία Μουτούση, ξανά μας μάγεψε, ξανά παρατηρούσαμε τις κινήσεις της, μέχρι και των ακροδάκτυλών της, ακολουθούσαμε τη μελωδία με την οποία έντυνε τον κάθε φθόγγο, της κάθε λέξης. Σκεφτόμουν –ακόμα και την ώρα της παράστασης το σκεφτόμουν- ότι η σκηνική της παρουσία, αύρα και δεινότητα, συνομιλεί ευθέως μόνο μ’ εκείνην της Έλλης Λαμπέτη.

«Η Γυναίκα και ο Ακροβάτης» είναι από εκείνες  τις χαμηλόφωνες παραστάσεις που κρύβουν δουλειά, ακρίβεια, ταλέντο, φαντασία. Που μοιάζει να καταπιάνονται με πιο ταπεινά θέματα, αλλά καταφέρνουν και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα μαγική. Δεν είναι μεγάλο αυτό;

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Μιχάλης Βιρβιδάκης, Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια – props: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Βενετία Long, Κίνηση: Διονύσης Νικολόπουλος, Φωτισμοί: Γιώργος Μαρουλάκος, Σύμβουλος δραματουργίας: Ασημένια Ευθυμίου, Φωτογραφίες: Valeria Isaeva, Γραφιστικά: Λένα Δελλαδέτσιμα, Βοηθός σκηνοθέτη: Αλίκη Πιτσινίγκου

Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Παπαδάκης

Παίζουν: Αμαλία Μουτούση, Θανάσης Δόβρης

bijoux de kant HOOD art space, Πολυκλείτου 21, Μοναστηράκι

Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, στις 9μ.μ. ως τις 2 Ιουνίου.

Προηγούμενο άρθροΟικουμενική Γλώσσα, του Μάθιου Ράνκιν «Ας κρατήσουμε τριάντα λεπτών σιγή» (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθροΟ έρωτας και το σεξ στο σινεμά (γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ