της Ξένιας Μουστάκα
Η Βερόνικα ή Βέρικο ή Βέρο είναι η ηρωίδα του βιβλίου της Ράιμο και θα μπορούσαμε, σύμφωνα και με τον τίτλο βέβαια, να πούμε πως είναι (και δεν είναι, όπως θα εξηγήσω παρακάτω) η ίδια η συγγραφέας αυτοπροσώπως, σε πρώτο πρόσωπο. Αυτή και η οικογένειά της, μια τυπική ιταλική οικογένεια, που θα μας θυμίσει πολύ τους εαυτούς μας και όσα ζήσαμε μεγαλώνοντας στα σπίτια και τα διαμερίσματά μας, πίσω από τις κλειστές μας πόρτες, με τους σημαντικούς μας άλλους, με την απουσία τους ή την εκκωφαντική και θυελλώδη και επίμονη παρουσία τους παντού, μέσα και έξω μας, στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές μας, τις μικρές και τις μεγάλες ώρες.
Η αφηγηματική φωνή, η ηρωίδα, είναι μια πνευματώδης, αυτοσαρκαστική, ελευθερόστομη, με αίσθηση του χιούμορ και πολλή ευαισθησία (αλλά όχι μελοδραματισμό) συγγραφέας που αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, να ανακαλέσει στιγμές που καθόρισαν την ενηλικίωσή της εστιάζοντας στον ρόλο που διαδραμάτισαν τα μέλη της οικογένειάς της και οι κατά καιρούς ερωτικοί της σύντροφοι στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, της κοσμοθεωρίας και των ιδεολογικών παραδοχών της σε μια σειρά από πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως η απόφαση να μην γίνει μητέρα και η αντίληψή της για την τέχνη της συγγραφής. Μέσα από μιαν αφήγηση αποσπασματική, συνειρμική, αλλά βαθιά προσωπική και βιωματική η Ράιμο ψυχογραφεί τεχνηέντως την αφηγήτρια. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της διαγράφει διάφανη μια πορεία στην ενήλικη ζωή μέσα από μια μετ’ εμποδίων και στερεοτύπων διαδικασία.
Η Βερόνικα είναι το νεαρότερο μέλος μιας τετραμελούς πυρηνικής οικογένειας που διαμένει στη Ρώμη. Ο πατέρας είναι υποχόνδριος και μικροβιοφοβικός, η μητέρα επιβλητική, νευρωτική, παρεμβατική και απολύτως ελεγκτική. Ο μεγάλος αδερφός, ο πρωτότοκος της οικογένειας, έλκει όλα τα φώτα πάνω του, απορροφά όλη την ενέργεια και την προσοχή της μητέρας, που επιτονίζει τα ταλέντα και επιβραβεύει τις ασχολίες του. Έτσι, η Βέρο, η μικρότερη αδελφή, όπως προανέφερα, μεγαλώνει σκαρφιζόμενη ψέματα, δημιουργώντας σενάρια διανθισμένα με άπλετη δημιουργική και καλπάζουσα φαντασία. Η Βέρο αναπτύσσει μια σειρά από μηχανισμούς που την βοηθούν να υπερκεράσει συμπλέγματα. Αυτοσαρκαζόμενη παραδέχεται: «το γεγονός ότι είχε καπαρώσει εκείνος το ρόλο της μεγαλοφυίας του σπιτιού, επέτρεψε σε μένα να ζήσω πολύ πιο ήρεμα».
Η Ράιμο αποδομεί την ιδέα μιας αυθεντικής αυτοβιογραφίας, καθώς, όπως πιστεύει, η αυτοβιογραφία ενέχει την ακούσια ή εκούσια παράλειψη περιστατικών και στοιχείων από τη ζωή του αυτοβιογραφούμενου. Λειτουργεί σε αυτήν την περίπτωση ένα φίλτρο που απομονώνει και αποσιωπά όσα δε συμβάλλουν στην τρόπον τινά «αγιογράφηση» του αυτοβιογραφούμενου. Υιοθετεί το autofiction, αποφεύγει τον ρομαντισμό και τη δραματοποίηση, τη μελαγχολία που φλερτάρει με τη θλίψη -και ενδεχομένως τη νοσταλγία- και αφηγείται γεγονότα της ζωής της, όπως την απώλεια του πατέρα της, την άμβλωση, τον χωρισμό, με πηγαίο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη συγγραφέα, το βιβλίο αυτό αρχικά γράφτηκε ως θεατρικός μονόλογος, γεγονός που εξηγεί τη ζωντάνια των αφηγήσεων, τη σκωπτική διάθεση, τα μνημονικά τεχνάσματα μέσω φράσεων που επαναλαμβάνονται, όπως η χαρακτηριστική φράση «το απόγειο της παραδοξότητας», την οποία συνήθιζε να αναφωνεί σε διάφορες περιστάσεις, μπροστά σε ευτράπελα περιστατικά, ο πατέρας της Βέρο και θα μπορούσε -σχολιάζω εγώ- να λειτουργεί ως κεφαλίδα των εφηβικών χρόνων της Βερόνικα.
Η αφήγηση είναι χιουμοριστική και σε ορισμένα σημεία γλυκόπικρη. Είναι αυτοαναφορική και αναδημιουργεί εικόνες, μνήμες, βιώματα, χωρίς να ανάγει το προσωπικό σε συλλογικό, παρά μόνο για να σαρκάσει στερεότυπα και προκαταλήψεις που σχετίζονται με τις ταυτότητες, τους ρόλους της μητέρας, του πατέρα, του μεγάλου αδερφού, αλλά και του άνδρα – συντρόφου, της γυναίκας – συντρόφου.
Η ηρωίδα της Ράιμο δε λυτρώνεται μέσα από την επενέργεια της Λογοτεχνίας, δεν αλλάζει, δε μεταμορφώνεται, δε γίνεται καλύτερη ούτε χειρότερη. Αυτή η προβοκατόρικη άποψη εκφράζεται τόσο από τη συγγραφέα Βέρο, όσο και από την αναγνώστρια Βέρο, αφού το διάβασμα στην οικογένειά της, όπως μαρτυρά, αποτελούσε δραστηριότητα που «γέμιζε» τον ελεύθερο χρόνο και απόδιωχνε ένα πάγιο αίσθημα βαρεμάρας.
Με τον ίδιο τρόπο που απομυθοποιεί τα πρόσωπα και ξεγυμνώνει τα στερεότυπα, η Ράιμο αποϊεροποιεί τα ίδια τα σύμβολά της, αφού τα σατιρίζει και τα συναρμόζει με ένα μειδίαμα (δεν επεκτείνομαι εδώ, αφού θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την αναγνώστρια και τον αναγνώστη να εντοπίσει αυτά τα σύμβολα και να τα ερμηνεύσει, αλλά πάντως εφιστώ την προσοχή και συνιστώ υποψιασμένη ανάγνωση στα σημεία που η αφηγήτρια κάνει λόγο για την εμμονή του πατέρα της με τη διαρρύθμιση του σπιτιού και της μητέρας της με την «καθώς πρέπει» αμφίεση, καθώς και το γαστρεντερικό πρόβλημα της Βέρο και το πρόσωπο που πάντα την ανακούφιζε).
«Κάποτε άκουσα μια συγγραφέα να λέει ότι θα έδινε και τη ζωή της για το γράψιμο. Δεν αμφισβητώ την καλή της πίστη, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει κάτι τέτοιο. Αν κάποιος είναι πρόθυμος να δώσει και τη ζωή του για την πατρίδα, φαντάζομαι πως είναι πρόθυμος να θυσιαστεί στη μάχη για να την υπερασπιστεί, αλλά τι πάει να πει να δίνεις και τη ζωή σου για το γράψιμο; Δυστυχώς, κανένας, ούτε καν εγώ, δεν της ζήτησε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα» αναφέρει η Ράιμο δια στόματος της ηρωίδας της, Βέρο, κι έτσι, με αφοπλιστική ειλικρίνεια σχολιάζει όλες κι όλους όσοι θεωρούν ότι υπηρετούν τη Λογοτεχνία υποδειγματικά.
Η Βερόνικα Ράιμο με μιαν αφήγηση τρυφερή, κοφτή, ευθεία, ευέλικτη, ανίερη, κωμική, ιδιόρρυθμη αφηγείται πώς έγινε ο εαυτός της και εμείς, τόσο γοητευμένες και γοητευμένοι, απολαμβάνουμε κυριολεκτικά αχόρταγα σε ένα Σαββατοκύριακο αυτήν την μετάβαση από το παιδί στη γυναίκα.
Βερόνικα Ράιμο,Ας πούμε πως είμαι εγώ, μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις ΔΩΜΑ, 2024