του Γιάννη Μουγγολιά
Μεγάλη είναι η ιστορία και η παράδοση της βρετανικής τζαζ, η οποία κατά καιρούς έδωσε εκλεκτά δείγματα που απέκτησαν περίοπτη θέση στον χώρο της ευρωπαϊκής και γενικότερα διεθνούς τζαζ. Ονόματα σαν τους Don Rendell, Kenny Wheeler, Ian Carr, Neil Ardley, Keith Tippett, Mike Westbrook και πολλοί άλλοι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 προκάλεσαν έναν δημιουργικό οργασμό με πολλαπλές παρενέργειες. Η σημαντική δράση των μουσικών αυτών συνεχίστηκε για πολλά ακόμα χρόνια ωστόσο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η βρετανική τζαζ σαν να στέρεψε από ιδέες και το ενδιαφέρον στράφηκε σε άλλες δημιουργικές περιοχές του είδους που αναπτύσσονταν σε άλλες χώρες. Εδώ και αρκετά χρόνια όμως η ανάκαμψη ήταν ραγδαία και τα σπουδαία γκρουπ και καλλιτέχνες από τη Μεγάλη Βρετανία ξεπηδούσαν το ένα μετά το άλλο. Στην εμπροσθοφυλακή βρέθηκαν οι Portico Quartet, οι Mammal Hands, οι Sons of Kemet, οι GoGo Penguin, ο Matthew Halsall, ο Nat Birchall και άλλοι πολλοί που είτε έπαιξαν καθαρόαιμη τζαζ είτε διερεύνησαν τις συνθέσεις της τζαζ με τα ηλεκτρονικά και άλλα σύγχρονα πεδία.
Πέντε δίσκους της σύγχρονης βρετανικής τζαζ που κυκλοφόρησαν το 2014, πριν λίγο καιρό συλλέγουμε εδώ για να περιηγηθούμε στο σημερινό πανόραμα του είδους.
Nala Sinephro «Endlessness»
Η 27χρονη Nala Sinephro με έδρα το Λονδίνο, γεννημένη στις Βρυξέλλες με Βελγίδα μητέρα κλασική πιανίστα και πατέρα τζαζ σαξοφωνίστα από τη Μαρτινίκα/Γουαδελούπη μας είχε εκπλήξει πριν από τρία χρόνια με το δισκογραφικό ντεμπούτο της «Space 1.8» (Warp Records, 2021), ένα απρόσμενα γοητευτικό και ατμοσφαιρικό άλμπουμ όπου οι συνθέσεις όλες υπογεγραμμένες από την ίδια κινούνταν στον χώρο της ambient jazz. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2024 κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ της με τίτλο «Endlessness» (Warp Records) και η ώρα του δεύτερου άλμπουμ ενός μουσικού είναι πάντα καθοριστική και κρίσιμη για να καταλάβουμε πού το πάει και αν τα στοιχεία που μας κέρδισαν στην πρώτη του δουλειά έχουν συνέχεια. Το «Endlessness» όχι μόνο εκπληρώνει τις προσδοκίες μας αλλά και ξεπερνά την παρθενική δισκογραφική της εμφάνιση σε ωριμότητα προσθέτοντας τον δεύτερο πολύτιμο λίθο στην έως σήμερα λαμπερή αλυσίδα της.
Στο υπέροχο αυτό συναπάντημα πνευματικής τζαζ και electronica, η Nala Sinephro παίζει άρπα με πεντάλ, αιτιολογώντας τις σύγχρονες κριτικές που της αποδίδουν συγκρίσεις με την κορυφαία Alice Coltrane, αλλά και πιάνο και synthesizers. Έχει όμως μαζί της σπουδαίους μουσικούς που υλοποιούν με φαντασία, ψυχή και δεξιοτεχνική πληρότητα το όραμά της: τον James Mollison της μπάντας Ezra Collective και τη Nubya Garcia στα σαξόφωνα που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ατμόσφαιρα του ακροάματος, τον 26χρονο ντράμερ Morgan Simpson των Black Midi, την Sheila Maurice-Grey των Kokoroko στο φλούγκελχορν και στην τρομπέτα, τον Lyle Barton στα synthesizers, τον Natcyet Wakili (Eddie Hick) των Sons of Kemet στα κρουστά, τον Dwayne Kilvington (Wonky Logic) στο σύνθι μπάσο. Πρέπει να υπογραμμίσουμε την υποδειγματική παραγωγή που αποτελεί βασικό παράγοντα ώστε να ηχήσει με αυτόν τον τρόπο το όραμα της Sinephro, η οποία φέρει την υπογραφή της ίδιας και του Rick David.
Από τις πρώτες πινελιές του το άλμπουμ σε βυθίζει στην μαγευτική ομορφιά του και στη μινιμαλιστική, ambient ανάπτυξη των μουσικών θεμάτων. Δέκα συνθέσεις με τον ίδιο τίτλο: «Continuum» (Συνέχεια) που η καθεμία διαφοροποιείται και διακρίνεται από τις υπόλοιπες έχοντας έναν αριθμό από το 1 έως το 10. Ένα μουσικό θέμα, χωρίς αυτό να είναι το μοναδικό, δίνει την αφορμή και την αφετηρία για να ξετυλιχτούν οι υπέροχες νωχελικές, χαλαρωτικές αλλά με έντονο αισθητικό και εκφραστικό βάθος μεταμορφώσεις της Nala Sinephro, οι οποίες το περιέχουν, το διαθλούν, το κάνουν να αναπνεύσει σαν ένας οργανισμός μέσα από την τζαζ, τα ηλεκτρονικά τοπία και τις λειτουργικές ενώσεις τους.
Η μουσική που εδώ ακούμε εμπεριέχει και αποκαλύπτει με σπάνια λεπτότητα και ευαισθησία τις ατμόσφαιρες, αξιοποιεί την τεχνολογία μιμούμενη φυσικούς, καθημερινούς ή παραμυθένιους ήχους, δροσίζει και ξεσηκώνει με τη ζωογόνα τζαζ αύρα της, επιβραδύνει και επιταχύνει ρυθμούς παίρνοντας τις ταχύτητες μιας «ζωής» σε διαρκή εξέλιξη που διαρκώς ξετυλίγεται και αναδιπλώνεται. Μια μουσική που χαρακτηρίζεται με μια ζηλευτή ισορροπία εσωτερικότητας και σύγχρονης εξωστρέφειας από έντονα συγκινησιακά φορτία, χωρίς όμως στιγμή να εκβιάζει το συναίσθημα και να κατευθύνει την ακρόαση. Μουσική δραματική με την έννοια της ουσίας αλλά και της δράσης, μουσική με απολύτως θετικό και αισιόδοξο πρόσημο, με σπάνια φρεσκάδα και αξιοθαύμαστη μελωδικότητα, μουσική που προσεγγίζει τη λειτουργία της κάθαρσης, άκρως μυσταγωγική με τα μυστικιστικά στοιχεία να αντλούνται με τον πιο φυσικό, αβίαστο αλλά και ιδιοσυγκρασιακά φιλτραρισμένο τρόπο της Sinephro από τη λαμπρή παράδοση της spiritual jazz, μουσική που αποφεύγοντας τους στείρους ακαδημαϊσμούς και τις στριφνές διατυπώσεις δίνει στον ακροατή τη δυνατότητα ωστόσο να αιωρείται με μια ανάλαφρη ευφορία σαν τη «διαστημική» φιγούρα του εξωφύλλου του δίσκου. Εν τέλει ένας διαλογισμός καίριος και καταπραϋντικός που με την συναρπαστική του ήρεμη και υπόγεια δύναμη σε οδηγεί σε απάτητα μονοπάτια. Και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα αυτού του δίσκου. Ότι η απόλαυση, η εμπειρία και η αξία της ακρόασης συνδέεται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που ο ακροατής ανυποψίαστος αφήνεται να οδηγηθεί από την έμπνευση και τις διαθέσεις της συνθέτριας. Γιατί είναι πολλές οι στιγμές που το στοιχείο της έκπληξης είναι αυτό που κυριαρχεί και ο καλύτερος τρόπος είναι να αφήσεις τη μουσική με τις πολλαπλές παρενέργειές της να σου αποκαλυφτεί και να σε οδηγήσει.
Greg Foat «The Glass Frog»
Mια σύγχρονη εκδοχή της τζαζ μας παρουσιάζει ο συνθέτης και κιμπορντίστας Greg Foat διερευνώντας ποικίλες και δημιουργικές περιοχές της modal, της jazz-funk, της folk, της pop, της ψυχεδέλειας, των blues των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και της soul-jazz στο τελευταίο του άλμπουμ «The Glass Frog» (Blue Crystal Records) που κυκλοφόρησε στις 26 Ιουλίου 2024 μόνο σε δίσκο βινυλίου σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Ταυτόχρονα τα ambient ηχοτοπία και τα ονειρικά ηχητικά περιβάλλοντα που σκιαγραφεί στα σύνθις ο Greg Foat γίνονται το ασφαλές πλαίσιο για να αναπτυχθούν οι αιθέριες τζαζ αναζητήσεις του.
Μελωδικό και βαθιά ατμοσφαιρικό το «The Glass Frog» πλέει αβίαστα και ρέει άμεσα ακολουθώντας χωρίς ακροβασίες και ρηξικέλευθες πρωτοποριακές εκφράσεις δημιουργώντας πολυεπίπεδα εκφραστικά δυναμικά όπου η πρωτοτυπία συνδέεται περισσότερο με τα πειράματα του ήχου και τις αντισυμβατικές τεχνικές του Greg Foat. Mια διαρκής τάση που κινείται σε οριακές ισορροπίες, αναδύεται από τα ηλεκτρονικά αποθέματα και διαπερνά μέσα από ευέλικτες μορφές και συνεχείς μεταλλαγές τις συνθέσεις του δίσκου. Επτά περίπλοκα δομημένες και αναπτυσσόμενες συνθέσεις με μοντέρνα αφετηρία και αισθητική που χαρακτηρίζονται για τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια τους και απηχούν στο έπακρο φωτεινές στιγμές της τζαζ και των συγγενών στιλιστικών κατευθύνσεων με τις οποίες συνδιαλέγεται. Η μουσική του Greg Foat αναπτύσσεται σταδιακά μέσα από επαναληπτικά τέμπο και κυκλικές ολοκληρωμένες περιηγήσεις. Πάνω σε αυτές τις αέναες κινήσεις ξεδιπλώνεται ο δημιουργικός αυτοσχεδιασμός του Greg Foat και της παρέας του, ένας αυτοσχεδιασμός μετρημένος, μέσα σε ένα πλαίσιο πάντα τονικό, αλλά άκρως γόνιμος και εποικοδομητικός που αναγάγει τις εμπνεύσεις και τη φαντασία της στιγμής σε θεμελιώδεις ερμηνευτικές οδούς.
Ο Greg Foat είτε φτιάχνει τις μοναδικές του ατμόσφαιρες και τα χαμηλόφωνα αλλά τόσο διακριτά μελωδικά του περάσματα είτε ξεκλειδώνει τις υπέροχες μπαλάντες του είτε αξιοποιεί τις funk-jazz και soul jazz ρυθμικές αναφορές του με έναν μοναδικό τρόπο, αποδεικνύεται ένας ακούραστος ξεναγός σε ένα ανεπανάληπτο ηχητικό ταξίδι που συστήνεται με νέους τρόπους. Θραύσματα ονειρικής φαντασίας συναντούν τα απαλά αγγίγματα της smooth jazz ή τη λάουντζ αισθητική μιας κινηματογραφικής μουσικής.
Από την εναρκτήρια σύνθεση «Sea Of Tranquility» έως τον νωχελικό τρόπο που σβήνουν οι φράσεις του γκρουπ στο «O Sacrum Convivium», ο Greg Foat περνά από πολλά διαδοχικά στάδια χαρίζοντάς μας απλόχερα ένα υπέροχο χαλαρωτικό άλμπουμ, καθηλωτικό μέσα στην ομορφιά του και με γερές δόσεις ευφορίας.
Το «The Greg Float» μοιάζει σαν να ξεπήδησε μέσα από μια βαθιά εξομολόγηση και να καθρεφτίζει με τον καλύτερο τρόπο τον δημιουργό του. Ταυτόχρονα μοιάζει να απηχεί ένα πανόραμα ηχητικών σκίτσων βγαλμένων από ένα παραγωγικό εργαστήρι μέσα στο οποίο δρουν οι τζαζ προσεγγίσεις μέσα από πλήκτρα και σαξόφωνο χρωματίζοντας με ιμπρεσιονιστικούς ιριδισμούς. Πάνω από όλα όμως είναι ένας ακόμα σταθμός της διαρκώς εξελισσόμενης τέχνης του Freg Foat που κάθε φορά ξεπερνά σε ωριμότητα και ευφυία την προηγούμενη δισκογραφική του απόπειρα. Αναμφίβολα στην αφρόκρεμα σήμερα των δημιουργών της σύγχρονης αγγλικής σκηνής, ο Greg Foat αποτελεί μια εξέχουσα μονάδα με άκρως ιδιοσυγκρασιακή ταυτότητα που ηχογραφεί τα τελευταία χρόνια στις δισκογραφικές εταιρείες Jazzman Records, Athens Of The North και Strut αφήνοντας έντονο αποτύπωμα. Στο «The Greg Float» δεν είναι μόνος του αλλά υποστηρίζεται καίρια από μια ομάδα μουσικών που προέρχονται από πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Art Themen στο σοπράνο και τενόρο σαξόφωνο, Binker Golding και Idris Rahman στο τενόρο σαξόφωνο, Ayo Salawu στα ντραμς, Daniel Casimir στο ηλεκτρικό μπάσο, Trevor Walker στο φλούγκελχορν και στην τρομπέτα, Baldomero Verdu, Henry Bravo και Orlando Gomez στα κρουστά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους.
Είτε σόλο, ως συνιδρυτής των Hampshire & Foat (με τον πολυοργανίστα του indie rock, ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος των Bees, Warren Hampshire), είτε ως επικεφαλής του Greg Foat Group, όλα αυτά τα χρόνια, από το δισκογραφικό ντεμπούτο του το 2011 με τίτλο «Dark Is the Sun» έχει δημιουργήσει μουσική απαλλαγμένη από τα τεχνητά όρια μεταξύ μουσικών ειδών και εποχών. Στη δισκογραφία του σημαντική θέση έχουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα άλμπουμ «Dancers at the Edge of Time» (2015) και «Galaxies Like Grains of Sand» (2017) με τον Hampshire.
Shabaka «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace»
Ο 40χρονος με έδρα το Λονδίνο τενόρο σαξοφωνίστας και συνθέτης Shabaka Hutchings, γνωστός σαν αρχηγός των εκλεκτών συγκροτημάτων Sons of Kemet και The Comet Is Coming αλλά και ως συμμετέχων μουσικός σε γκρουπ των Mulatu Astatke, Floating Points και Andre 3000 αλλά και στους Melt Yourself Down, Sun Ra Arkestra, Polar Bear, Heliocentrics, London Brew και Zed-U, δημιουργεί στο πιο πρόσφατο προσωπικό δισκογραφικό του άλμπουμ «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace» (Impulse!, 2024) μια άκρως συγκινητική και συναισθηματικά εκφραστική σουίτα οργανικής μουσικής. Έχοντας ως μουσικούς συνοδοιπόρους ένα θαυμάσιο τρίο αποτελούμενο από τον πιανίστα Jason Moran, τον ντράμερ Nasheet Waits και τον κρουστό Carlos Niño, την κοντραμπασίστρια Esperanza Spalding σε δυο κομμάτια αλλά και επίλεκτες μονάδες της αγγλικής σκηνής όπως τους Andre 3000, Floating Points και πολλούς άλλους ξετυλίγει τη στοχαστική του μουσική σε μια από τις πιο ώριμες στιγμές της καριέρας του αφήνοντας ο ίδιος ως δεξιοτέχνης το όργανο που συνδέθηκε μαζί του όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας του, το σαξόφωνο και πιάνοντας το φλάουτο αναγάγοντάς το σε πρωταγωνιστή μέσα από διάφορες μορφές του όπως το shakuhachi και το svirel. Παίζει επίσης κλαρινέτο, ενώ τενόρο σαξόφωνο παίζει μόνο στο τέλος ενός κομματιού. Μερικά κομμάτια περιλαμβάνουν φωνητικά από τραγουδιστές όπως οι Moses Sumney, Lianne La Havas και Laraaji, καθώς και τον ράπερ Elucid και προφορική ποίηση από τον Saul Williams.
Ηχογραφημένο το 2022 στο στούντιο του Van Gelder, το «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace» έρχεται να επεκτείνει δημιουργικά τη συλλογιστική του προηγούμενου άλμπουμ-EP του με τίτλο «Afrikan Culture» που κυκλοφόρησε πριν δυο χρόνια προσφέροντάς μας μια πρώτη γεύση στην απόπειρά του να μας καταθέσει την διαλογιστική μουσική του.
Μια σπάνια εμπειρία ακρόασης που αρχίζει με το βαθιά εσωτερικό και γλυκύτατα μελαγχολικό δυόμιση λεπτών διάρκειας κομμάτι «End of Innocence» («Τέλος της αθωότητας»: τίτλος ενδεικτικός του κλίματος και της φιλοσοφίας του δίσκου) και τελειώνει με το πεντάλεπτο «Song of the Motherland» στο οποίο συμμετέχει ο πατέρας του Orville Hutchings, γνωστός και ως Anum Iyapo απαγγέλλοντας ένα ποίημά του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1985 ο Anum Iyapo ηχογράφησε ένα άλμπουμ ποίησης και reggae μουσικής με τον τίτλο «Song of the Motherland». Ενδιαμέσως στο άλμπουμ «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace» ο Shabaka μας καθηλώνει με εννέα υπέροχα κομμάτια που ρέουν με εξαιρετική αμεσότητα διατηρώντας σε υψηλότατα επίπεδα τη διερευνητική τάση του πάνω στον μουσικό διαλογισμό και την ιδανική σύζευξη jazz και new age με την πιο ουσιαστική ερμηνεία του όρου.
Κατά την προσωπική μου άποψη εδώ έχουμε την πιο πλήρη, ολοκληρωμένη και ώριμη δουλειά του Shabaka Hutchings, έναν πληθωρικό, ενδοσκοπικό μονόλογο που ωστόσο δονείται από την ισχύ πολλών οργανικών διαλόγων. Σε αυτό το άλμπουμ ο Shabaka καταλύει με έναν μοναδικό τρόπο τους ασφαλείς δεσμούς και τους περιορισμούς που συνδέονται με τα πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη με τα οποία καταπιάνεται και μας χαρίζει απλόχερα την ονειρική μουσική του όπως ποτέ δεν το έκανε με αυτόν τον τρόπο στο παρελθόν. Μια μουσική στην οποία βυθίζεσαι αργά, σταδιακά και χωρίς όρους συμμετέχοντας ενεργά ως αποδέκτης αλλά κυρίως ως συνένοχος μιας αποκαλυπτικής, εκστατικής διαλογιστικής εμπειρίας.
Jasmine Myra «Rising»
Εννέα μέρες μετά το «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace» του Shabaka και συγκεκριμένα στις 3 Μαϊου 2024 κυκλοφόρησε από την εκλεκτή δισκογραφική εταιρεία του Matthew Halsall, Gondwana Records το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ της σαξοφωνίστριας, συνθέτριας και αρχηγού συγκροτήματος Jasmine Myra, γεννημένης στο Λιντς (ο πατέρας της τζαζ πιανίστας και δεινός συλλέκτης δίσκων), με έδρα το Λονδίνο που έχει τον τίτλο «Rising» και το οποίο ήρθε να προωθήσει ένα βήμα παραπάνω την σημαντική της δουλειά μετά το εντυπωσιακό και πρωτοποριακό δισκογραφικό της ντεμπούτο «Horizons».
Η Jasmine Myra προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον και τη μεγάλη προσοχή στους τζαζόφιλους κύκλους σε κοινό και κριτικούς και πλασαρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα νέα ταλέντα της γενιάς της στο είδος. Και δικαίως. Οι πρωτότυπες, αυθεντικές συνθέσεις της χαρακτηρίζονται από μια φρέσκια αύρα δροσιάς και ο εξωστρεφής ήχος της οδηγεί σε απολαυστικές ακροάσεις δίνοντας μια αίσθηση ευφορίας.
Το «Rising» δημιουργήθηκε από την Jasmine Myra κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου του lockdown και αποτελεί όπως ήταν αναμενόμενο τον αντικατοπτρισμό της εσωτερικής της ψυχοσύνθεσης και της εμπειρίας της εκείνο το χρονικό διάστημα. Παρά τη δυσοίωνη κατάσταση των ημερών εκείνων, η Jasmine Myra οπλίστηκε με σθένος και έχτισε την αυτοπεποίθησή της για να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις του εγκλεισμού και το αποτέλεσμα αντανακλάται καίρια στο δισκογράφημα. Με τον αιθέριο, ξεσηκωτικό, αναζωογονητικό και εμψυχωτικό ήχο της στο άλτο σαξόφωνο και στο φλάουτο καθοδηγεί με σπάνια επιδεξιότητα και σολιστική ικανότητα, αξιοσημείωτη διαύγεια και ενορχηστρωτική μαεστρία, παρά το νεαρό της ηλικίας της, μια ομάδα θαυμάσιων μουσικών: Ben Haskins στην κιθάρα, George Hall στα ντραμς, Jasper Green στα keyboards, Greg Burns στα κρουστά, Arron Kent και Joel Stedman στο μπάσο κλαρινέτο, Sam Quintana στο κοντραμπάσο, Alice Roberts στην άρπα (οι δυο τελευταίοι συνεργάτες του Matthew Halsall στο συγκρότημά του) και σε κάποιες περιπτώσεις ένα κουαρτέτο εγχόρδων υφαίνοντας ένα πολυποίκιλο πανόραμα λεπτών, απαλών και ευαίσθητων αποχρώσεων και ξεναγώντας μας σε ένα ολοφώτεινο ταξίδι.
Οι συνθέσεις της Jasmine Myra αλλά κυρίως το υπέροχο παίξιμό της και ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί με τους συνεργάτες της μουσικούς εκπέμπουν σπάνια γλυκύτητα, ομορφιά, λεπτούς ιριδισμούς, μετρημένη έξαρση και εμπνέουν τον αυτοσχεδιασμό σε ελεγχόμενες δοσολογίες ως πηγή φαντασίας και ευρηματικότητας. Η παρηγορητική, εξυψωτική, συναισθηματική, γεμάτη εσωτερική ενέργεια μουσική της εκκινεί από τις δεξαμενές ξεχωριστών στιγμών της πνευματικής τζαζ χωρίς να εκτρέπεται σε ασκήσεις εντυπωσιασμού αλλά έχοντας απόλυτη αίσθηση της μελωδίας και του ρυθμού. Κομμάτια σαν το ομώνυμο και τα «Still Waters», «Glimmers» και «How Tall The Mountains» δείχνουν πως μπορεί σήμερα να ακουστεί η τζαζ με συναρπαστικό τρόπο χωρίς στιγμή να εγκλωβίζεται στα μονοπάτια δυσνόητων εκφραστικών τρόπων αλλά να προσφέρει ξεχωριστές στιγμές ουσιαστικής απόλαυσης.
Kessoncoda «Outerstate»
Από το Δυτικό Λονδίνο μας έρχεται το ντουέτο των Kessoncoda που κινείται σε μια γοητευτική συνύπαρξη ηλεκτρονικών και ακουστικών ήχων με σαφή προτεραιότητα στους πρώτους αναπτύσσοντας τον απόλυτα μοντέρνο ήχο τους. Το ντουέτο κυκλοφόρησε στις 12 Ιουλίου 2024 το δισκογραφικό του ντεμπούτο με τίτλο «Outerstate» που εκδόθηκε από την Gondwana Records.
Η μουσική των Kessoncoda απηχεί με μοναδικό τρόπο τον ανοιχτό και δημιουργικό διάλογο τζαζ και electronica έχοντας μια σαφώς δομημένη χορευτική βάση, πάνω στην οποία οι ρυθμοί οδηγούν με μια φευγαλέα αίσθηση τις μελωδικές γραμμές ενεργοποιώντας το εκφραστικό οπλοστάσιο των Kessoncoda.
Ακούγοντας το ντουέτο αναπόφευκτα το μυαλό πηγαίνει στον ήχο του τρίο των GoGo Penguin και του Portico Quartet και οι συγκρίσεις είναι απόλυτα δικαιολογημένες αφού τόσο οι ιδέες και η υλοποίησή τους όσο και η δυναμική, ο πληθωρικός μελωδισμός και η αστείρευτη ενέργεια παρατηρούνται και στα τρία σχήματα. Οι Kessincoda, δηλαδή ο Tom Sunney στα ντραμς και στα κρουστά και ο Fil Sowa στα πλήκτρα (πιάνο και ηλεκτρονικά) εκτονώνουν τον ηλεκτρονικό χείμαρρο μέσα από την ambient αφήνοντας ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την ροκ, την ποπ και κυρίως με την κινηματογραφική μουσική, η οποία κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο σαν ουσία και σαν αίσθηση στο ακρόαμα. Με βάση όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία η τζαζ τους αποκτά πρόσωπο και ταυτότητα αφήνοντας την αφήγηση σε διαφορετικά θέματα, διαθέσεις και συναισθήματα που έχουν το πρώτο λόγο. Η μουσική άλλωστε και αυτού του άλμπουμ (ενδεικτικός ο τίτλος του «Outerstate») είναι γέννημα της εποχής της πανδημίας και του lockdown όπου το ντουέτο «πείραζε» τα ηλεκτρονικά και έστηνε μελωδίες στο σπίτι και η ψυχή ακολουθούσε τις δικές της διαδρομές μέσα σε ένα πλέγμα απαγορεύσεων και απομόνωσης. Η μουσική των Kessoncoda με την ζωντάνια, την εφευρετικότητα, την καταλυτική αυτοσχεδιαστική λειτουργία και τον ελπιδοφόρο προσανατολισμό της δραπετεύει από τα περιοριστικά όρια, χωρίς ωστόσο να εκλείπουν οι μελαγχολικές στιγμές οι οποίες υποστηρίζονται θαυμάσια από τον λυρισμό τους. Μουσική υποβλητική και ατμοσφαιρική μέσα από τη χορευτική της διάθεση, που ανανεώνει τους εκφραστικούς κώδικες της ηλεκτρονικής τζαζ, όρου αδόκιμου αλλά αναγκαίου να περιγράψει τί συμβαίνει στο «Outerstate» με την αρμονική και απολύτως επιτυχημένη συνταγή της σύγκλισης οργανικών και συνθετικών ήχων. Αξίζει να αναφέρουμε τη συμμετοχή τριών μουσικών που διευρύνουν την ακουστική ηχητική διάσταση του δίσκου με τα όργανά τους: Jasmine Myra (σαξόφωνο), Krystyna Pezínska (βιολί) και Andreas Manoras (τσέλο).
Από την ξεχωριστή αυτή παρθενική δισκογραφική εμφάνιση των Kessoncoda επιλέγω μερικά κομμάτια τους που μπορούν να σταθούν στον αφρό του υβριδικού αυτού μουσικού ιδιώματος, αντιπροσωπευτικά της φρέσκιας, καινοτόμας ματιάς τους: «Greyscale», «Talk To Me I’m Sleeping», «Dreambend» και το καταληκτικό «Amaya» το οποίο συμπυκνώνει ιδανικά όσα συναρπαστικά προηγήθηκαν, με την ελπίδα ότι σύντομα θα έχουμε νέα τους ενισχυτικά της πρώτης τους αυτής απόπειρας.