Γευστικές λογοτεχνικές “μπουκιές” (της Ελένης Αντωνιάδου)

0
293

 

της Ελένης Αντωνιάδου [1]

 

Η αγαπημένη, και κοινή με τη Μαρία Στασινοπούλου, φίλη μας Ρένα Πατρικίου, έλεγε πάντα: «Για να γράψεις, πρέπει να διαβάσεις». Έτσι κι εγώ, «τοις ρήμασι πειθομένη», για να ετοιμάσω αυτό το κείμενο, για το καινούργιο βιβλίο της Μαρίας, Του καιρού που επιμένει  στην καλαίσθητη έκδοση της Κίχλης, πέραν των άλλων αναγνωστικών αναζητήσεων, προσπάθησα λίγο μέσα από τις συνεντεύξεις της, να δω και τι λέει ή ίδια, αλλά τι ενδιαφέρον λένε και οι άλλοι για τα κείμενά της. Είτε συνομιλώντας μαζί της σε συνεντεύξεις, είτε σε κριτικές παρουσιάσεις των βιβλίων της.

Αλιεύω, εν προκειμένω, κάποιους πολύ επιτυχημένους χαρακτηρισμούς, τους οποίους και επικροτώ απολύτως.

«Ιστορίες σαν σπίθες» χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις της Μαρίας Στασινοπούλου στην Καθημερινή ο  Νίκος Βατόπουλος,[2] που φαίνεται να ακολουθεί την εκδοτική της πορεία συστηματικά, αν κρίνω από τα δημοσιεύματα. «Γευστικές “μπουκιές”  αξιοζήλευτης λογοτεχνίας» στην εφημερίδα Πελοπόννησος η Κρίστυ Κουνινιώτη, στο πλαίσιο μιας πρόσφατης και πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξης, στην οποία η Μαρία Στασινοπούλου μιλά πολύ αποκαλυπτικά για το έργο της.[3] Λέει σε κάποιο σημείο για παράδειγμα:

«Απαιτεί χρόνο η πύκνωση και συμπύκνωση του λόγου και  πολλές επανεγγραφές. Ο Πασκάλ έλεγε σε φίλο του: “Σας ζητώ συγγνώμη που σας γράφω πολλά, αλλά, δυστυχώς, δεν είχα χρόνο να σας γράψω λίγα”». Και αλλού:

«Αγαπώ την ακρίβεια και τη συντομία στον λόγο και η μικρή φόρμα με βοηθάει να εκφράσω καθαρότερα όσα έχω να πω. Εξάλλου, νομίζω ότι  αυτό υπαγορεύει και η εποχή των εικόνων στην οποία ζούμε. Βλέπω λίγο τις ιστορίες μου και σαν φωτογραφικές λήψεις με ιδιαίτερο φωτισμό»

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, πρέπει να πω ότι, διαβάζοντας τα πιο πάνω, μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Ανδρέα Αντωνιάδη, που είναι σκηνοθέτης στο επάγγελμα, ο οποίος, έτσι όπως συζητούσαμε για το βιβλίο της Μαρίας, είχε εντοπίσει αμέσως τη φωτογραφική-κινηματογραφική ματιά της, κάτι που και όλοι εμείς οι μη ειδικοί φυσικά αντιλαμβανόμαστε, αλλά η γνώμη του ειδικού μετρά πάντα παραπάνω. Συμπλήρωσε όμως και τούτο: «Κρίμα που δεν το είχα ως διδακτικό αυτό το βιβλίο, στα χρόνια που είχα διδάξει σκηνοθεσία ή σενάριο. Οι ιστορίες της Μαρίας είναι έτοιμος καμβάς για ταινίες μικρού μήκους». Του είπα, έτσι για παιχνίδι, να διαλέξει μια ιστορία που θα την θεωρούσε υποδειγματική για να την δώσει ως άσκηση στους μαθητές του. Διάλεξε αυτήν με τίτλο «Ο καφές»:

«Δεν θα την έλεγες και άσχημη την Ερμιόνη∙ πρόσωπο οβάλ, χλωμό, με λίγο καμπουριαστή μύτη και μάτια μελιά. Ήταν όμως αυτό που λέμε κακοσουλούπωτη. Κοντή, αδύνατη, με δυο καλαμένια ποδαράκια και περίεργο βιαστικό βάδισμα. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να την αγαπήσει κανείς. Γι’ αυτό ψήλωσε μέχρι τον ουρανό, όταν ο Γιώργος, το όμορφο γειτονόπουλο, έστειλε να τη ζητήσουν σε γάμο. Τον αγάπησε με όλη της την ψυχή. Πέρασε καλά μαζί του. Παιδιά δεν έκαναν. Δούλεψαν και οι δυο και καζάντισαν. Όταν εκείνος έφυγε πρώτος, τον έθαψε με δόξα και τιμή. Πάνω από τον περίτεχνα κοσμημένο τάφο – όλον από μάρμαρο- έχτισε ένα μικρό καμαράκι με αετωματική στέγη. Κάθε απόγευμα, την ίδια ώρα η Ερμιόνη έφτιαχνε καφέ και πήγαινε να τον πιούνε μαζί. Ανανέωνε τα λουλούδια στα βάζα, άναβε το καντήλι, άνοιγε το σπαστό τραπεζάκι, καθόταν στο σκαμνάκι, έβαζε δυο φλιτζάνια αντικριστά και του ΄λεγε τους καημούς της».

Πραγματικά, πιστεύω, πως τα βιβλία της Μαρίας θα ήταν ένα εξαιρετικό βοήθημα για μικρομικάδες και όχι μόνο.

Ασχολούμαι καιρό με το έργο της αγαπημένης φίλης μου της Μαρίας Στασινοπούλου. Είχα την τύχη να μιλήσω για τα δύο προηγούμενα βιβλία της, που εκδόθηκαν επίσης από την Κίχλη και ανήκουν στο ίδιο κειμενικό είδος των σύντομων αφηγήσεων με το πρόσφατο βιβλίο της, Του καιρού που επιμένει[4]. Ένα είδος που, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, είναι ως να το έχει εφεύρει η ίδια. Το πρώτο,  με τίτλο Χαμηλή βλάστηση εκδόθηκε το 2018 και το δεύτερο, με τίτλο Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο το 2021. Με αυτό το τρίτο βιβλίο παγιώθηκε η άποψή μου ότι πρόκειται για ένα “work in progress”. Ένα έργω εν προόδω, εν εξελίξει, ένα μωσαϊκό που συμπληρώνει τις ψηφίδες του για να μας αποκαλύψει “την  τοιχογραφία προσώπων εκείνης της προσιτής καθημερινότητας”, όπως προσφυώς την αποκάλεσε ο Νίκος Βατόπουλος.[5] Δεν εννοώ φυσικά ότι αυτή η εξέλιξη καταργεί την αυτοτέλεια καθενός από τα βιβλία. Μιλώ για εμπλουτισμό, για την εικόνα που γίνεται διαρκώς υψηλότερης ανάλυσης.

Έχοντας υπόψη και τα τρία βιβλία της, αν θέλουμε να μιλήσουμε για την κυρίαρχη θεματική, αυτή είναι ο Χρόνος με Χ κεφαλαίο. Όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή, μικρά και μεγάλα, δημόσια και ιδιωτικά είναι παρεπόμενά του. Νομοτέλεια η φθορά, ο πόνος, οι απώλειες που όσο μεγαλώνουμε διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από τη ζωή.  Η κλεψύδρα, που σοφά κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου για το οποίο συζητάμε, μαρτυρεί και του λόγου το ασφαλές. Το πιο γεμάτο πάνω μέρος της όμως, είναι νομίζω ο τρόπος να μας υποδείξει η  συγγραφέας, ευθύς εξαρχής, ότι το ποτήρι είναι μισογεμάτο, ότι οι γλυκόπικρες και συχνά αστείες, μέσα στην τραγικότητά τους ιστορίες της, γέρνουν προς την κατάφαση και όχι προς την άρνηση της ζωής.

Ξέρω πως δεν είναι ωραίο να επαναλαμβάνεσαι. Αλλά καθώς χαρακτήρισα τα βιβλία της Μαρίας ως ένα έργο εν εξελίξει, διαπίστωσα ότι και η δική μου ανάγνωση είναι ακριβώς το ίδιο. Βλέπω δηλαδή ότι ισχύουν απολύτως όσα παρατήρησα για τις δύο προηγούμενες συλλογές των αφηγήσεών της, αλλά μπορώ και να προσθέσω στοιχεία που κάνουν διαυγέστερη την άποψη που έχω σχηματίσει εξαρχής.

Μιλώντας για παράδειγμα για το βιβλίο Χαμηλή βλάστηση, είχα εστιάσει στην τόλμη της να ονοματίζει τα πράγματα και να μιλά χωρίς περιστροφές γι’ αυτά, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, να απενοχοποιεί τη γλώσσα και τις συνήθειες των Νεοελλήνων, να αναγνωρίζει την αστεία πλευρά της ζωής. Στο βιβλίο της Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, στα πιο πάνω χαρακτηριστικά είχα προσθέσει την τρυφερότητα με την οποία παρατηρεί και αγκαλιάζει όλα εκείνα τα ετερόκλητα πλάσματα που συνθέτουν τον πληθυσμό των βιβλίων της και συναποτελούν τη δική της και δική μας καθημερινότητα. Στο τωρινό βιβλίο Του καιρού που επιμένει, η ψηφίδα, που θέλω να προσθέσω, αφορά   στη γλώσσα που είναι και το ισχυρότερο όπλο της στην επέλαση του χρόνου.

Έχω ασφαλώς επισημάνει και προηγουμένως τη γλωσσική της επάρκεια και τη φιλολογική της σκευή που είναι ευδιάκριτη σε όλα τα κείμενα και που της επιτρέπει να αποδίδει με ακρίβεια και σαφήνεια το νόημα της ιστορίας της. Και όσο μικρότερη η φόρμα τόσο δυσκολότερο το επίτευγμα. Είχα προσέξει ακόμα εξαρχής τη γλωσσική ασφάλεια που διαθέτει, ώστε να μην φοβάται τις λέξεις. Εκείνο που τώρα, σε αυτό το βιβλίο, συνειδητοποιώ καλύτερα είναι αυτό που θα χαρακτήριζα ως «δημοκρατία των λέξεων», καθώς δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να χαρακτηρίσω την ισοτιμία και την παρρησία με την οποία χρησιμοποιεί τις λέξεις.  Λόγιες,  τρέχουσες, επιστημονικές, αγοραίες, όλο δηλαδή τον γλωσσικό μας πλούτο, με τον ίδιο σεβασμό και  χωρίς διάκριση. Παράδειγμα το κείμενο με τίτλο «Γλωσσικές εκρήξεις»:

«Δεν είναι λίγες οι φορές που εκπλήσσομαι με τη δύναμη της γλώσσας, αλλά κυρίως με τον ήχο και με τη σημασία κάποιων λέξεων. Εκεί βέβαια που η ακριβολογία σε αφήνει άναυδο, είναι στην επιστημονική χρήση της γλώσσας. “Ετεροντροπή”, διάβασα πρόσφατα σε ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης. Είναι η ντροπή που νιώθεις για λογαριασμό κάποιου άλλου. “Nτρέπομαι για λογαριασμό σου”, μας έλεγαν οι γιαγιάδες στα μικράτα μας, όταν δεν ενέκριναν κάποια από τις πράξεις μας∙ όλο αυτό το βάλαμε σε μια λέξη. “Αλληλοβοήθεια”, “αυτοκαθορισμός”, “διαδραστική σχέση”, “συμψηφισμός”, “διάσπαρτα”, “σχοινοτενής”, “υπερακάνθιος σύνδεσμος”, “κλυδωνισμός”, “επανεκκίνηση”, “θυμοσοφία”, ένα μικρό δείγμα. Ιδιαίτερη αδυναμία έχω στις λέξεις με υγρά και ένρινα σύμφωνα, ακόμα κι αν είναι ξένες. “Bradoral”, “καλντερίμι”, “κλαράκι”.

Στον νου μου έρχονται συχνά ορισμοί από τα μαθηματικά του δημοτικού ακόμα: Όταν θέλουμε να κάνουμε διαίρεση κλασμάτων αντιστρέφουμε τους όρους του κλασματικού διαιρέτη και αντί διαιρέσεως κάνουμε πολλαπλασιασμό. Πόσο πιο σαφές θα μπορούσε να είναι;

Ύστερα σκέφτομαι την αντιστοιχία ανάμεσα σε μια λέξη και στο αντικείμενο, στην έννοια ή στην κατάσταση όπου αναφέρεται. Η λέξη “θάλασσα”, ας πούμε, με αυτά τα τρία άλφα στη σειρά, αποδίδει επακριβώς την απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Αλλά και η λέξη “ουρανός” περιέχει την έκπληξη εκείνη που κάνει τα μάτια να διαστέλλονται, όταν κοιτάς προς τα πάνω.

Δεν ξέρω αν είναι υπερβολή, νομίζω όμως ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τα λεξικά μου».

Και στον αντίποδα, το κείμενο με τίτλο «Διαφορά οπτικής γωνίας»:

«Δεκαπεντάχρονοι έφηβοι σε πολιτιστική εκδήλωση στην περιοχή της Ακρόπολης ανηφορίζουν από Αποστόλου Παύλου προς τον λόφο του Αρείου Πάγου. Προπορεύεται ο πιο ζωηρός.

Είμαι ποταπός! Είμαι ποταπός», κραυγάζει.

Διερχόμενη κυρία, ίσως παλιά εκπαιδευτικός, τον ακούει και σχολιάζει:

“Εσύ που ξέρεις να χρησιμοποιείς το ‘ποταπός’ έχεις ανέβει επίπεδο”.

Μετά από λίγο ακούγεται και πάλι η φωνή του προλαλήσαντος προς τον διπλανό του:

“Τι θα πει ‘ποταπός’, ρε μαλάκα;”».

Στο πρώτο κείμενο η Μαρία Στασινοπούλου κλείνει το μάτι στην επιστημονικότητα, λόγος πιο μακροπερίοδος του συνήθους, προσεκτική στίξη, μια κατάθεση τιμής ενός τεχνίτη που τιμά την τέχνη του. Στο δεύτερο, λόγος στακάτος, μικροπερίοδος, ένα προκλητικό ανακάτεμα του παλαιότερου με το νεότερο, γλώσσα που σπαρταράει, όπως άκουσα τον Σταμάτη Φασουλή να χαρακτηρίζει τη ζωντάνια κάποιου θεατρικού έργου.

Και στα δύο κείμενα φαίνεται να παίζει με τη γλώσσα η συγγραφέας. Αλλά βέβαια, μόνο αυτό δεν κάνει. Απλώς χρησιμοποιεί  με τρόπο ευρηματικό όλα τα εργαλεία που μπορεί να της δώσει η ελληνική γλώσσα, προκειμένου να μας σαγηνεύσει και να μας κάνει κοινωνούς των ιστοριών της.

Πριν καιρό, στο εξαιρετικό δοκίμιο του Joseph Brodsky «To please a shadow»,[6] ανακάλυψα το ποίημα του Auden «In memory of W. B Yeats», το οποίο έχω και σε άλλες περιπτώσεις μνημονεύσει. Στο ποίημα αυτό διαβάζουμε ότι «Ο χρόνος προσκυνά τη γλώσσα» που σημαίνει ότι η γλώσσα υπερέχει του χρόνου, είναι ανώτερη από τον χρόνο, σχολιάζει ο Brodsky, με όλες τις συνδηλώσεις που μπορεί να έχει αυτή η ρήση. Εδώ, στα μικρά και μεγαλύτερα πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου θεωρώ ότι έχουμε την επαλήθευση αυτής της συγκλονιστικής σκέψης που την μετέτρεψε σε ποιητικό λόγο ένας σπουδαίος ποιητής.

Το βιβλίο Του καιρού που επιμένει διαβάζεται απνευστί. Το σημαντικό είναι ότι ξαναδιαβάζεται με τον ίδιο τρόπο.

 

[1] Κείμενο που διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό, 18.10.2024

[2] Νίκος Βατόπουλος, Εφημερίδα Καθημερινή, 3 Ιουλίου 2018

[3] Εφημερίδα Πελοπόννησος, 5 Σεπτεμβρίου 2024.

[4] Δεν αναφέρω εδώ το πρώτο της βιβλίο Κυρία, με θυμάστε; (2010), γιατί είναι ιδιαιτέρου θέματος.

[5] Ο.π.

[6] Joseph Brodsky, “To please a Shadow”, Less than one / Selected Essays, Farrar Straus Giroux, New York 1986, σ. 361-362.

 

Μαρία Στασινοπούλου, Του καιρού που επιμένει, Κίχλη

Προηγούμενο άρθροΗ αφρόκρεμα της σύγχρονης βρετανικής τζαζ μέσα από τη δισκογραφική σοδειά του 2024 (του Γιάννη Μουγγολιά)
Επόμενο άρθρο1967 -1974 Κουλτούρες σε αντιπαράθεση, Ζωή, Τέχνη, Προπαγάνδα (Μπενάκη από 28/11)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ