Γράφει η Ευσταθία Π.
Χαρακίδες: γυναίκες-τραύμα-σώμα-μύθος. Λέξεις που έχουν γραφτεί ήδη για αυτό το βιβλίο και δεν έχω σκοπό να επαναλάβω σε αυτό το σημείωμα. Προβοκατόρικα, αρχικά, σκέφτηκα να ξεκινήσω από τους άξονες: ήλιος-δέντρα-λακκούβες-φόνος. Περνώντας από διάφορες γραφές, κατέληξα να επικεντρώνομαι στις στιγμές βίας, και πιο συγκεκριμένα στις στιγμές της συλλογής όπου σώματα φονεύονται και ανατομούνται.
Ως αντίβαρο σε όσα πρόκειται να συζητήσω παρακάτω, θα ξεκινήσω με μερικά σπαράγματα στίχων με ευθεία αναφορά στο φως:
«και ένα πηχτό κίτρινο φως να μας χωνεύει» («Κίτρινο φως», σελ.25)
«Ο ήλιος καίει καθώς χωνεύεται στον ουρανό/χίλιες αποχρώσεις του ίδιου γκρίζου[…]κι ο ήλιος καίει ακόμα/καθώς χωνεύεται στον ουρανό» («Λούνα παρκ», σελ.28-29).
«Ηλιοπάτητοι δρόμοι,/με βάγιες στρωμένη/η έξοδος» («Έξοδος», σελ.55).
Ο ήλιος ζεστός, επανορθωτικός, πέφτει πάνω στα ακρωτηριασμένα μέλη και στις πληγές για να επουλώσει. Η Κατσαρού δεν φέρνει μέσα στο ποίημα μόνο πόνο, θλίψη και οργή, δεν εξιστορεί απλά το τραύμα στη συλλογή της, δεν παραθέτει άκρατα βία με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις. Έρχεται με μια πρόταση, φέρνει στο χαρτί μια δύναμη επανορθωτική, προτάσσει τον έρωτα –ή και την αγάπη– ως νηπενθές. Ρίχνει τους σπόρους στις λακκούβες των σωμάτων και επιτρέπει στις γυναίκες αφηγήτριές της, παρά και για όσα έχουν συντελεστεί, να ανθίσουν. Σαν από μηχανής Θεά έρχεται, σε ένα κλίμα που θυμίζει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις, να τρέψει τις ηρωίδες της σε δέντρα και φυτά, προκειμένου να καταφέρουν να γλιτώσουν σε δεύτερο χρόνο – να πάψουν να αισθάνονται τον χρόνιο πόνο των ιστοριών που τις οδήγησαν στο περιθώριο άτεκνες, αδικημένες, χαρακωμένες βαθιά.
Στον αντίποδα αυτής της τρυφερότητας, μέσα στα ποιήματα της συλλογής βλέπουμε τις πρωταγωνίστριές τους να ασκούν βία ή και να οδηγούνται στον φόνο. Περιστατικά που συντελούνται στο φως της ημέρας, φανερά, δίχως δισταγμό, έρχονται ως μία λογική κατάληξη στις αφηγήσεις που προηγούνται και έπονται. Θάνατοι και ακρωτηριασμοί που συντελούνται σε ένα πλαίσιο τελετουργικό, το οποίο ως βασική του στόχευση έχει να επέλθει η λύτρωση της αφηγήτριας.
«Τις Κυριακές προσεύχομαι φως να μου δοθεί/Τις Κυριακές προσεύχομαι να με συγχωρέσει ο Θεός/να κρύψει από τους άντρες/τις θανατωμένες αμαρτίες μου: /αθόρυβα τους κυνηγώ/κι από το πόδι τους αρπάζω/από το κρέας τους ζω/καταβροχθίζω πεθαμένους» («Απόπειρες ζωής», σελ.35).
Σε επόμενο ποίημα βλέπουμε τον φόνο να λειτουργεί ως κομμάτι ενός τελετουργικού ενηλικίωσης, επίδειξη ισχύος σε μια τελετή μύησης όπου το υποκείμενο καταλήγει να κατασπαράζει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πατέρα το σύμβολο της αθωότητας και της ελευθερίας της – ένα περιστέρι, ερχόμενη να αναγνωρίσει ότι μπροστά στη σχέση αυτή καταλύονται αμφότερες:
«Σκοντάφτω στα σκαλιά/το περιστέρι στα χέρια μου μαδάω,/τα πούπουλα καταπίνω,/των σπλάχνων του τους κόμπους λύνω,/το συκώτι μου συσπάται/και στα γόνατά μου πέφτω.//Το περιστέρι κρεμάω στο ταβάνι» («Πατέρας», σελ.46).
Η θανάτωση του ζώου προκειμένου το παιδί να εισέλθει στον κόσμο των ενηλίκων είναι ένα αρκετά συχνό μοτίβο σε διαβατήριες τελετές. Χαρακτηριστικό λογοτεχνικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο «ανδρώνονται» τα παιδιά στον Άρχοντα των μυγών.
Πρόκειται για μια αρχέγονη βία, που στη συνέχεια της συλλογής βλέπουμε να στρέφεται συχνά στο ερωτικό υποκείμενο, μέσα από μια διαδικασία που παραπέμπει σε μια ανορθόδοξη σταύρωση, με το ξέσκισμα του σώματος του εραστή να αποτελεί την υπέρτατη πράξη ένωσης:
«Στο αυτί σου ψιθυρίζω πόθο/να σπάσω τον λαιμό σου/το κεφάλι σου με τη βία να καρφώσω στο κρεβάτι, ποτέ να μη φύγεις, το στήθος σου, το στήθος σου,/το στήθος σου με τα νύχια μου ν’ ανοίξω,/να πιω απ’ την καρδιά σου» («Εγώ είμαι», σελ.53).
Όπως οι περισσότερες πράξεις μέσα στο σύμπαν της Κατσαρού, έτσι και ο φόνος έρχεται να βρει το σύμβολό του, τη Χαρακίδα του. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής («Χαρακίδες», σελ.90-109), όπου η ποιήτρια διαμορφώνει μια γενεαλογία γυναικών που αγάπησαν, πληγώθηκαν, διεκδίκησαν και αρνήθηκαν να δεχτούν τη θέση που επιφύλασσε για αυτές η ιστορία, γυναικών που λατρεύτηκαν βαθιά, εντάσσει και την ινδουιστική θεότητα Ντούργκα, μια θεά-πολεμίστρια, που φονεύει τους δαίμονες που απειλούν τη ζωή:
«Ντούργκα, μάνα μας και αιμοσταγή θεά μας,/Καβάλα εσύ στις τίγρεις με τα πολλά σου χέρια,/σκότωσες τον δαίμονα που μόνο γυναίκα/μπορούσε να σκοτώσει» («Χαρακίδες», σελ.93).
Αντίστοιχα, στο ποίημα «Αγιοσύνη», όπου η αφηγήτρια, σε μια ανοικτή απεύθυνση στον Θεό, σε ένα σκηνικό λουσμένο από φως, μετεωρίζεται ανάμεσα στη δυνητική της ελευθερία, την οποία θα καταφέρει να κατακτήσει με επάρκεια μόνο καταφέρνοντας να σκοτώσει μέσα της τον αγαπημένο:
«Όμορφος κι εκλεκτός ο αγαπημένος μου συνετρίβη/απ’ το μεταξένιο πέλμα μου[…]πάνω από τον ήλιο,/κάτω από τη θάλασσα,/στις πέτρες μέσα,/κι εκείνος σκορπισμένος στον αέρα».
Το σώμα του αγαπημένου, μαζί με όλο το μεταξύ τους κοινό παρελθόν, σφαγιάζεται στον βωμό, θυσιάζεται προκειμένου να κατακτηθεί κάτι πολύ πέρα από το επίγειο, η γυναίκα-Χαρακίδα καταφέρνει να κατακτήσει την αγιοσύνη, τη δική της ελευθερία, ερχόμενη στην κοσμική ισορροπία της, σαν μια άλλη Ντούργκα, μέσα από τη μέχρι θανάτου, σώμα με σώμα μάχη ενάντια στο κακό.
Τα παραπάνω μοτίβα, δεν έρχονται πρώτη φορά στις Χαρακίδες, αντίθετα, ανάλογο πρόταγμα βρίσκουμε στην αρχή της προηγούμενης συλλογής της, Παπούσα (Ενύπνιο, 2021), όπου ο φόνος, ο έρωτας και η σαρκοφαγία εμπλέκονται στην πρώτη περιγραφή της ζωής στη γυναικεία κοινότητα:
«[…]νεκρούς έριχνε η μια στην αγκαλιά της άλλης,/τρώγαμε τις σάρκες τους,/χτενίζαμε με τα οστά τους τα μαλλιά μας,/μέχρι που εξαντλημένες αρπάζαμε άντρες/ που η μοίρα τους τους έφερε κοντά μας/ κι όλο το βράδυ γλείφαμε τα σώματά τους/το υγρό τους στόμα, τις άκρες των δαχτύλων τους,/ το στήθος τους ανοίγαμε/ και παίρναμε την καρδιά και τα στομάχια τους,/αχόρταγα ήτανε τα σπλάχνα μας,/εφευρίσκαμε παιχνίδια πάθους» (σελ.14-15).
Είτε είναι οι γυναίκες αφηγήτριες και ηρωίδες της Κατσαρού, είτε οι άντρες τους αυτοί που στον βωμό της σχέσης καταναλώνουν και καταναλώνονται, το κανιβαλιστικό μοτίβο είθισται να καθρεφτίζει τη σεξουαλική ένωση, μέσα από την επιθυμία να καταβροχθιστεί το υποκείμενο του πόθου.[1],[2]
Περνώντας ωστόσο στην αντίπερα όχθη, και οδεύοντας προς ένα μοντέλο ερμηνείας με άξονα την εξουσία και τη δύναμη και όχι τόσο την επιθυμία, οι γυναίκες που ασκούν βία ή και δολοφονούν, καταλήγουν να απογυναικοποιούνται (unwomaned) εξαιτίας της βίας που άσκησαν, και τελικά να εξορίζονται από την κοινότητα και το φύλο τους.[3] Σε αυτή την εξορία είναι που οι Χαρακίδες, κατ’ ανάλογο τρόπο με τον γυναικείο «θίασο» της Μπρονισλάβα Βάις στην έναρξη της Παπούσας, δομούν έναν χώρο με τις αφηγήσεις τους, αφηγήσεις ωστόσο που –όπως ανέφερα και στην αρχή του κειμένου– ενέχουν μια διάθεση επανόρθωσης, παρά τη βίαιη φύση τους. Επισημαίνουν ξανά και ξανά πως η ελευθερία τους και ο τραυματισμός τους δεν αναιρεί τη γυναικεία τους φύση, αντίθετα, αυτήν έρχονται να επικαλεστούν ξανά και ξανά. Ο έρωτας, η συντροφικότητα και η επιθυμία αποτελούν για αυτές τόσο τόπο προέλευσης όσο και στόχο.
Φόνισσες και φονευμένες, γυναίκες δίχως πατρίδα, ανέστιες, γυναίκες που αγάπησαν και βρέθηκαν στο κενό της ιστορίας, μέσα από το οποίο μας αφηγούνται –ή μάλλον μας τραγουδούν– τις ιστορίες τους. Τα χέρια τους, χέρια ανθρώπων που έχασαν την ταυτότητά τους μαζί με τα αποτυπώματά τους: «Μα εσύ στο στόμα σου μ’ αρπάζεις,/τα αποτυπώματά μου καίγονται στα γαστρικά υγρά» (Χαρακίδα, σελ.30). Τα τραύματα των Χαρακίδων αποτελούν την ίδια στιγμή πηγή δύναμης και αφετηρία ελευθερίας. Ο τραυματισμός είναι μια νέα Γένεση, ένα σημείο μηδέν. Η απώλεια της ομορφιάς σε έναν κόσμο που βασίζει την ύπαρξή του στην εικόνα, αυτόματα φέρνει στην επιφάνεια όλες τις ιδιότητες που η γυναίκα διαθέτει και ταυτόχρονα τις αναιρεί. Οι συχνές αναφορές στα μέλη του γυναικείου σώματος εντός της συλλογής, φέρνουν περισσότερο στο νου σκηνές μαθημάτων ανατομίας, όπου η ποιήτρια αφαιρεί ένα ένα τα όργανα και εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους αντιδρούν στα διάφορα ερεθίσματα.
«Τεμαχισμένη, στέκω εδώ,/από το χέρι μου κρέμονται μήτρα κι ωοθήκες,/ στο βαγόνι επιβιβάζονται ένα ένα τα όργανά μου./Άδεια επιτέλους,/ένα σακί από δέρμα – μάτια, νεφρά,/κύστη, έντερα, στομάχι/στα βαγόνια έκλεισα, μόνο πόνο μου ‘δωσαν,/κράτησα μονάχα την καρδιά,/να μαρτυρά πως κι εγώ κάποτε υπήρξα». (Χαρακίδα, σελ.30)
Προσωπικά με παραξένεψε το γεγονός ότι από το κόρπους απουσιάζει η Μήδεια, μια φιγούρα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της πολλές από τις ιδιότητες μιας Χαρακίδας: γυναίκα προδομένη και μακριά από το σπίτι, αναγκασμένη να στραφεί στη βία για να επιβιώσει, με δυνάμεις υπερκόσμιες να συγκεντρώνονται στο πρόσωπό της (μαγεία, εξουσία). Στη θέση της, βέβαια, βρίσκουμε τη Φαύστα, κυρίαρχη φιγούρα, που ανά στιγμές φέρνει στον νου τη Λαίδη Μάκβεθ, να δίνει το τέμπο της συλλογής με τον μονόλογό της στο ποίημα «Κωνσταντινάτο» – προάγγελο του τελικού και εκτεταμένου ποιήματος «Χαρακίδες», αλλά και γέφυρα με την αμέσως προηγούμενή της συλλογή Παπούσα.
«Δεν ανταλλάσσαμε αγκαλιές και χάδια,/τραβούσαμε τα δέρματά μας,/λες και θα ξεριζώναμε τα σώματά μας/και θα ενώνονταν τα σπλάχνα μας,/καρδιά με καρδιά, στομάχι με στομάχι,/οι φλεβες μου προέκταση στις φλέβες του,/οι φλέβες του ρίζες που επέλασαν στον αφαλό μου/και τύλιξαν τη μήτρα μου». (Κωνσταντινάτο, σελ.79)
Οι γυναίκες τραγουδούν, γιορτάζουν την ελευθερία τους και ταυτόχρονα συχνά επιλέγουν ένα μαζί, θεματοποιούν την αγάπη και τη βία που άσκησαν και δέχτηκαν, επιλέγουν μία καλύτερη για εκείνες –μέσα στο σκοτάδι και τη βία της λουσμένη με φως– ζωή.
Θα κλείσω με μερικούς στίχους από την πρώτη συλλογή της, Τα κεράσια της Εύας, οι οποίοι αποτελούν προάγγελους αυτής της πτυχής της ποιητικής της: «Είμαι η Εύα. Η αμαρτία,/η ατίμωση, η πτώση,/ο δήμιος της θέωσης/όλων των ανθρώπων.[…]Στις φλέβες μου γεννιέται/ένα θυσιαστήριο ελευθερίας».
[1] S. Thompson, Motif-Index of Folk-Literature, Bloomington, Indiana University Press, 1956, p. 238.
[2] Για την αντίστροφη διαδικασία, αναφορές στην κατανάλωση του γυναικείου σώματος από τον άνδρα στην παρούσα συλλογή βλ. την κριτική της Βαρβάρας Ρούσσου «Η γυναίκα ως σώμα, τροφή και τραύμα στην ποίηση της Βίκυς Κατσαρού» https://www.oanagnostis.gr/i-gynaika-os-soma-trofi-kai-trayma-stin-poiisi-tis-vikys-katsaroy-tis-varvaras-royssoy/
[3]Beatrix Campbell, «Πρόλογος» στο Ann Jones, Women Who Kill, The Feminist Press, 1991.
Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες, ενύπνιο