Ένα πολλαπλώς διεγερτικό κοκτέιλ

0
506

 

 

Της Νίκης Κώτσιου.

Πυκνοϋφασμένο το «Σενάριο Αθανασίας» του Βασίλη Γκουρογιάννη από αντιθετικά ζεύγη που κονταροχτυπιούνται αμείλικτα ορίζοντας ένα διακεκαυμένο πεδίο αντιπαραθέσεων μέχρις εσχάτων. Το κυρίαρχο δίπολο είναι το αρσενικό/θηλυκό αλλά στο πλαίσιο αυτής της κεφαλαιώδους,πρωταρχικής αντίθεσης ενεργοποιείται κι ένα πλήθος από δευτερεύουσες,εξίσου όμως εκρηκτικές συγκρούσεις που φτιάχνουν συνολικά ένα πολλαπλώς διεγερτικό κοκτέιλ. Πρωταγωνιστεί ένας γηραιός δικηγόρος, ο εστέτ Παναγιώτης Ζαφείρης, που, κάνοντας απολογισμό της ζωής του, προσπαθεί να βάλει σε τάξη τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με το γυναικείο φύλο μέσα από περίεργες νοητικές διαδικασίες, αναγωγές και εκλογικεύσεις. Ο σκοπός του παραμένει πάντα ο ίδιος, να ξορκίσει τις γενετήσιες ορμές και να βρει κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους εκτόνωσης των ενστίκτων, που θα του επιτρέπουν να εκφράζει την ερωτική του ένταση μέσ’από το κανάλι της τέχνης και της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αναπτύσσει,λοιπόν, μια αυξανόμενη φιλοκαλία και επιμένει να φιλτράρει το κάθε ερωτικό ερέθισμα μεσ’από τα αυστηρά κριτήρια της αισθητικής και μόνο,ώστε να έχει την αυταπάτη ότι έτσι λυτρώνεται από την κυριαρχία των ενστίκτων.

Στο πλαίσιο της ιδιάζουσας φιλοκαλίας του, ο Παναγιώτης Ζαφείρης αποφασίζει να προσλαμβάνει την εκάστοτε ερωτικώς ενδιαφέρουσα γυναίκα ως ένα αισθητικό μόρφωμα,δυνάμενο να υπόκειται σε αισθητική κρίση σα να επρόκειτο για έργο τέχνης. Η γυναίκα που τον θέλγει γίνεται, στη συνέχεια, οργανικό κομμάτι μιας ιδιαίτερης προσωπικής μυθολογίας  με μύριες συμβολικές συνδηλώσεις. Αίφνης,τα σταυρωμένα πόδια της προσφιλούς του Μαρίνας φαντάζουν στο μυαλό του Ζαφείρη σα φίδια που ζευγαρώνουν, ενώ τα γαλανά της μάτια γίνονται  αφορμή για μια πλούσια και ανεξάντλητη εικονοποιία, που καταφέρνει να φλογίσει την έμπνευσή του, μια έμπνευση ήδη οιστρηλατημένη από την ασίγαστη ερωτική διάθεση. «Μαρίνα» σημαίνει στα λατινικά «θαλασσινή» και η θάλασσα στη λογοτεχνία είναι συνήθως μεταφορά για τη διπλή φύση του έρωτα, την αγαθή αλλά κυρίως τη σκοτεινή και  (αυτο)καταστροφική.

Σε κάθε περίπτωση, το θηλυκό προκαλεί στον πρωταγωνιστή μας σοκ και δέος ενεργοποιώντας το μηχανισμό της επιθυμίας. Εκστατικός μπροστά στην ομορφιά, αμήχανος και τρομαγμένος από τη δύναμη της επιθυμίας,ο Ζαφείρης κατατρύχεται επιπλέον και από την ιδέα της αμαρτίας.Η ιδέα που έχει για τη γυναίκα περίπου συμπίπτει με την ιδέα του Μπωντλαίρ. Η γυναίκα είναι εγγενώς σατανική και μιαρή,κουβαλά το κακό και το διασπείρει στο πέρασμά της επιμολύνοντας το σύντροφό της. Για να την αντιμετωπίσει και να την ξορκίσει, ο Ζαφείρης επινοεί την τέχνη και την τοποθετεί σαν ασπίδα ανάμεσα στον εαυτό του και το εκάστοτε αντικείμενο του πόθου,όπως ακριβώς ο Περσέας χρησιμοποιούσε την ασπίδα του για να μην αντικρίζει καταπρόσωπο τη Μέδουσα και έτσι να αποφεύγει το θανατηφόρο βλέμμα της.

Η μυθολογία κεντρίζει το ενδιαφέρον του πρωταγωνιστή και η παράδοξη φιγούρα του Κένταυρου εξάπτει τη φαντασία του. Αυτό το παράδοξο πλάσμα με τη διττή φύση ανθρώπου και ζώου σκανδαλίζει τον Παναγιώτη Ζαφείρη γιατί ενσαρκώνει τη σαρωτική δύναμη του ενστίκτου και την τυφλή παραφορά του ερωτικού πόθου. Ο Κένταυρος έρχεται να συμβολίσει τη μαγματώδη επικράτεια του φροϋδικού “id”, τον ερεβώδη κόσμο των ορμών και των ορμέμφυτων που επείγονται να εκτονωθούν βίαια και ασυγκράτητα αγνοώντας  κανόνες και απαγορεύσεις.

Ο  Ζαφείρης, έχοντας εσωτερικεύσει τις επιταγές μιας χριστιανικού τύπου ηθικής, που του την εμφύσησε κυρίως η μητέρα του με τη μαρτυρική ζωή της, σοκάρεται μπροστά στη σκοτεινή και εντελώς ανορθολογική δυναμική του ερωτικού πόθου. Παρακολουθεί τη σκοτεινή όψη του διονυσιακού έρωτα πάντα από απόσταση ασφαλείας και με τη μεγαλύτερη δυνατή διαμεσολάβηση ώστε να μη μολυνθεί ο ίδιος. Συλλέγει μανιωδώς πορνοταινίες  προκειμένου να μελετήσει το φαινόμενο από αισθητικής πλευράς αλλά δεν παύει να είναι δέσμιος ενός κυρίαρχου φόβου, που τον παραλύει. Σ’αυτό το καταπληκτικό αφήγημα που εικονογραφεί με λαμπερές εικόνες τη φροϋδική σκέψη, ο Ζαφείρης φαντάζει δέσμιος ενός πολιτισμού – ούτως ή άλλως ο πολιτισμός είναι «πηγή δυστυχίας», κατά τον Φρόυντ- που προσπαθεί να εξουδετερώσει τα ένστικτα μέσα από ποικίλους ψυχολογικούς μηχανισμούς, ικανούς να μετατρέψουν το υποκείμενο, μέσω της νεύρωσης, σε πλάσμα εντελώς ανίκανο για έρωτα.

Χειμαρρώδες, πληθωρικό αλλά σοφά οργανωμένο, το Σενάριο Αθανασίας ξεδιπλώνεται σαν υπερρεαλιστική ταινία. Γεμάτο από αναφορές και από πλάνα που παραπέμπουν στις πιο εμβληματικές ταινίες του μέγιστου Μπουνιουέλ και όχι μόνο, γραμμένο με μια εντελώς κινηματογραφική τεχνική εμπνευσμένη από τις  κινήσεις της κάμερας και το στρατηγικό σχεδιασμό ενός υποθετικού παντεπόπτη «σκηνοθέτη»-αφηγητή, το Σενάριο Αθανασίας πλέει με τόλμη στα πιο σκοτεινά νερά του έρωτα και προσεγγίζει περιοχές αχαρτογράφητες. Χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο το ζευγάρι, ο Βασίλης Γκουρογιάννης διερευνά με λοξή ματιά μια σειρά από κρίσιμα δίπολα, όπως Έρωτας/Θάνατος, Φύση/Πολιτισμός, Αρσενικό/Θηλυκό, Απολλώνιο/Διονυσιακό και καταγράφει λεπτότατες αποχρώσεις μαζί με σημαίνουσες λεπτομέρειες. Η εικονοποιία του βιβλίου είναι συγκλονιστική. Ο καταξιωμένος συγγραφέας πλάθει εικόνες που ανασαίνουν και πραγματικά στοιχειώνουν τον αναγνώστη με την ενάργεια, το συμβολικό τους πλούτο, την αμφισημία και τον παλμό τους.

Το Σενάριο Αθανασίας συνδιαλέγεται ισότιμα με μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα και αποτελεί μια σπουδαία κατάθεση. Αρδεύεται απ’ τα πιο γόνιμα κανάλια της ερωτικής λογοτεχνίας αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω. Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα αξιώσεων πάνω στην απελπισμένη και ατελέσφορη προσπάθεια που κάνει το ανθρώπινο πλάσμα να υπερβεί τη θνητότητα και το φόβο του θανάτου μέσα από τον έρωτα και την καλλιτεχνική δημιουργία, που είναι κι αυτή ένα ακόμα φανέρωμα της δύναμης του έρωτα. Η εμμονή με τη θρησκευτική έννοια της αμαρτίας, η συχνή σύναψη του ιερού με το βέβηλο, η βλάσφημη ομορφιά που αποπνέουν οι εικόνες της μυθοπλασίας, η αιρετική προσέγγιση που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο απηχούν επιδράσεις από το σύμπαν του Μπατάιγ αλλά και από τον ανατρεπτικό κόσμο των σουρεαλιστών. Ο συγγραφέας φλερτάρει με τη ζοφώδη σκέψη του Μπατάιγ αλλά οι δικές του εικόνες, μπολιασμένες με σύμβολα προερχόμενα από τη μυθολογία και την ελληνορθόδοξη παράδοση, έχουν μια «ελληνοπρεπή» διαφάνεια και φωτεινότητα, μιαν άλλη διαύγεια, που τις καθιστά απολύτως ξεχωριστές και ιδιαίτερες.

INFO: Βασίλης Γκουρογιάννης: Σενάριο Αθανασίας, εκδ.Μεταίχμιο,2015

Προηγούμενο άρθροΣτον μικρόκοσμο χαρακτήρων της Ελένης Κατσαμά
Επόμενο άρθρο«Τσουνάμι» χτύπησε τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ