Δύο άντρες, μία φιλία κι οι γυναίκες (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
398
Απο την ταινία "Η γραμματέας" του Στίβεν Σάινμπεργκ

του Φίλιππου Φιλίππου

 

Ο Γιάννης Πάσχος (Γιάννενα, 1954), καθηγητής Ιχθυολογίας, με σπουδές στη Βιολογία, έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα και την αυτοβιογραφική νουβέλα Το χρονικό ενός δυσλεκτικού που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο και το Βραβείο του Αναγνώστη το 2023. Το μυθιστόρημα Παραδείσια πουλιά (εκδ. Περισπωμένη) είναι η ιστορία της φιλίας δύο ανδρών που δρουν στην αθηναϊκή νύχτα, μια φιλία που δοκιμάζεται από ποικίλους παράγοντες. Θ’ αντέξει; Αυτό θα εξαρτηθεί από τις παρέες τους, από τις αντοχές τους και από τις γυναίκες με τις οποίες συνδέονται φιλικά, ερωτικά ή εξ αίματος. Διότι, οι δύο φίλοι συχνάζουν σε οίκους ανοχής, έχουν σχέσεις με άτομα του υποκόσμου και παίρνουν μέρος σε επικίνδυνες κόντρες με μηχανάκια.

Ο ένας λέγεται Ιεροκλής και είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Ο άλλος είναι ο Μαρκήσιος (ή Μάρκος), ο οποίος βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές του Κορυδαλλού. Ο Ιεροκλής συνδέεται αισθηματικά με την Μπέλα, μια ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, όπου εργάζονται Ελληνίδες και ξένες κοπέλες. Ο Ιεροκλής φιλοδοξεί να γίνει διάσημος συγγραφέας και στέλνει το χειρόγραφό του σ’ έναν εκδότη.

Μια από τις ιστορίες που αφηγείται ο Ιεροκλής είναι εκείνη με τη θεία Τούλα, ένα πλάσμα ερωτικότατο που τον αφήνει να ανεβεί στο κρεβάτι της, λέγοντάς του «Τι θες, μωρό μου, νυχτιάτικα». Άλλη είναι η ερωτική σχέση κάποιου Τζόνυ Φίνου με τη μητέρα του Μαρκήσιου. Ο Τζόνυ είναι άνθρωπος του υποκόσμου με κακή συμπεριφορά κι έχει έναν αδελφό, τον Μπρούκλη, ο οποίος είναι ναυτικός σε ποντοπόρα πλοία. Έχοντας μεγάλη πείρα από γυναίκες των λιμανιών, ο Μπρούκλης (ή Βασίλης) λέει τη φράση «Αν σε αγαπάνε οι πουτάνες, σε αγαπούν όλες οι γυναίκες και σε σέβονται οι άντρες». Για τις γυναίκες των λιμανιών μιλάει επίσης κι ο παππούς του αφηγητή, ο οποίος ήταν κι αυτός ναυτικός και του διηγείται μια ιστορία με μια Κουβανή μιγάδα, εκείνη που του εμπνέει τη φράση «Αν νιώσεις αθάνατος σε μιαν αγκαλιά, εκεί είναι ο παράδεισος».

Μπορούμε να πούμε πως ο Γιάννης Πάσχος έχει διάθεση να κάνει τους αναγνώστες να χαμογελάσουν ή να σκάσουν στα γέλια. Ενίοτε εισάγει στην αφήγηση πραγματικές ιστορίες και πραγματικά πρόσωπα με αλλαγμένα ονόματα. Αυτό είναι εμφανές στο κεφάλαιο που αρχίζει στη σελίδα 12, όταν ο Ιεροκλής, ο συγγραφέας-αφηγητής, μιλάει για την επίσκεψή του στα γραφεία ενός εκδοτικού οίκου στον οποίο έστειλε το χειρόγραφό του. Η αντιμετώπισή του από τον εκδότη και τη γραμματέα του είναι μάλλον αγενής. Κι όταν επιτέλους εκδίδεται το βιβλίο του, το Καλοκαιρινός κήπος, πώς άραγε αυτό θα αντιμετωπιστεί από το αναγνωστικό κοινό; Ευτυχώς, υπάρχει το «συνδικάτο» των γυναικών του αγοραίου έρωτα που θα το στηρίξει, όπως μπορεί.

Τα Παραδείσια πουλιά έχουν μικρές ανατροπές, ενίοτε παραπέμπουν στην αστυνομική λογοτεχνία (υπάρχουν βιαιότητες, συλλήψεις, δίκες, καταδίκες, φυλακίσεις, θάνατοι). Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα είναι να μιλήσει για το σεξ και τις χαρές που προσφέρει. Γραμμένο με ανάλαφρο και ειρωνικό λογοτεχνικό στιλ, καθώς διακωμωδεί τα πάντα, το μυθιστόρημα είναι μια περιήγηση στα στέκια της νυχτερινής Αθήνας, από Κολωνάκι μέχρι  Μοναστηράκι και Άγιο Παντελεήμονα. Από τις σελίδες του περνούν κάθε είδους γυναίκες, Ελληνίδες και ξένες, οι οποίες ασχολούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με τον έρωτα.

Κάπου κάπου ο αναγνώστης συναντάει το όνομα του Ντε Σαντ και του Μπουκόφσκι, του Χένρι Μίλερ και του Ζορζ Μπατάιγ, μα και της Αναΐς Νιν, όπερ σημαίνει πως ο Γιάννη Πάσχος έχει επηρεαστεί από αυτούς και ίσως θα ήθελε να τους μοιάσει. Αυτό προσπαθεί να κάνει, μάλιστα γράφει κι ένα σχετικό ποίημα (σαπουνίζω απαλά τις τρίχες του @@@@@ , τη σαπουνίζω εκεί με απαλές κινήσεις). Στο τέλος, υπάρχει και η ρήση μιας γριάς –σοφής, υποτίθεται–, η οποία αποφαίνεται ποιοι άνθρωποι «θα απολαύσουν τη βασιλεία των ουρανών». Το μυθιστόρημα είναι ένα ερωτογράφημα με παρωδιακό ύφος, που προκαλεί ευθυμία και ποικίλες σκέψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Γιάννης Πάσχος, Παραδείσια πουλιά,Εκδόσεις Περισπωμένη, 2024

Προηγούμενο άρθρο“Η αρπαγή της Ευρώπης” στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Επόμενο άρθροDirty Valentine 2, “Τιζούκα” (διήγημα της Χαριτίνης Ξύδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ