Χαριτίνη Ξύδη
Τέσσερις, μετά τα μεσάνυχτα· ώρα που έχω κατεβάσει τα πάντα. Η θολούρα και το χανγκόβερ δεν με εμποδίζουν. Βγαίνω στο μπαλκόνι, γυμνός, βρέχομαι ως το κόκαλο, στάζω, καταχείμωνο και ψόφος. Σκοτάδι πηχτό· οι γάτοι ουρλιάζουν για ζευγάρι. Ολόγυρα, θεωρίες, θεωρίες, απαρηγόρητοι θεωρητικοί, συνθετικά ρούχα, συνθετικά δραματάκια, πλαστικές τσάντες, καρέκλες, πρόσωπα, πλαστικοί έρωτες. Ένας ψεύτικος κόσμος, παράγωγος του πετρελαίου, για ψεύτικους ανθρώπους, με ψεύτικα αισθήματα.
Το μυαλό μου κόλλησε στον ουρανίσκο σαν αηδιαστική τσίχλα. Ανάμεσα στα δόντια μου, αποφάγι από σφαχτό, ανάξιος κηδεύεται ο χωρισμός σου. Μπροστά στα μάτια μου, αναβοσβήνει, φωτισμένη, με νέον, επιγραφή, άλλοτε, πορτοκαλής σηματοδότης, ενδεχόμενου κινδύνου, ο λόγος του Χειμωνά, «αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο».
Ο χωρισμός σου, λοιπόν, ήταν ρηχός, μικρός και λίγος. Άδοξο και το πένθος του. Και η θητεία στο μουνί σου, πολύ βαριά, ασήκωτη, σκοπιά-φαρμάκι και βάραγα νούμερα γερμανικά. Άντε γαμήσου. Αγάπη. Καριόλα. Καμένο χαρτί. Αρχίδια. Τζάμπα σε βρίζω, θα μου πεις, και δίκιο θα ‘χεις. Δεν σε μισώ. Δεν περισσεύει οδύνη, για ‘σένα. Ξέχειλη αηδία και καταφρόνια, ναι. Πάλι, το σκέφτομαι, πριν πνιγώ μες στην αμφιθυμία, τι έφταιγες και εσύ. Αλλιώς σε φαντάστηκα. Εγώ σε ανέβασα, ερήμην σου, εκεί ψηλά, στο Δάσος της Τιζούκα, να βλέπουμε τον κόσμο, μαζί, από το ίδιο σημείο.
Χαράματα, στέκομαι μόνος, στον εξώστη-Κορκοβάντο, με χέρια απλωμένα, σαν τον Χριστό τον Λυτρωτή, καλωσορίζοντας τον νέο μου έρωτα. Αυτόν, που έρχεται από το βάθος της νύχτας, που έρχεται από τη χώρα της αμείλικτης φτώχειας, των σφριγηλών γλουτών και της αέναης σάμπας.
Στα πλάνα μου, βρίσκομαι, ήδη, «εντός του μέλλοντός μου»*. Παναπεί, έχω πάρει το αεροπλάνο, έχω προσγειωθεί στην Μπραζίλ. Σε έχω απατήσει με την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, που ο κώλος της είναι μια πατρίδα πανσέληνη. Σε ξέστρωτο κρεβάτι, τη γαμώ. Μέσα από τα βογκητά, τους αναστεναγμούς και τη ρέουσα καύλα της, ψιθυρίζει, πόσο όμορφη είναι η ζωή. Με γλείφει αδηφάγα, κοιτώντας με κατάματα· τα μάτια της, οι θάλασσες του οικουμενικού πόθου. Είναι δική μου, και ο έρωτάς της, δικός μου. Και εγώ, δικός της είμαι. Από το υγρό βάθος του κόλπου της, αναδύεται ολοπόρφυρη «η μελωδία της ευτυχίας», η ποίηση, που ενδύομαι, από την αρχή, και βγαίνω στον κόσμο, άπειρος. Εδώ, ξαναγεννιέμαι.
Και ο Χριστός ο Λυτρωτής μου, αγναντεύοντας την κλίνη και το θαύμα του, στέφει θριαμβευτή, δοξασμένο και στρατηλάτη, τον καινούριο έρωτά μας.
*Στίχος του Ανδρέα Εμπειρίκου