Γιάννης Πάσχος
Και τι δεν της υποσχέθηκα. Ταξίδια, δείπνα, πρωινά με φρούτα εξωτικά φρούτα, μεταμεσονύχτιες βόλτες με τη μηχανή, ήλιους και αμμουδιές, αρώματα και μουσικές, όλα στα πόδια της. Και αυτή εκεί, κολλημένη. Τι τον θες ρε κοπέλα μου τον φλώρο; Τον έτσι, τον αλλιώς; Δάκρυ κορόμηλο που την παράτησε. Προσπαθούσα να πιαστώ από μια χαραμάδα της σκέψης της και, σερνάμενος σαν ερπετό, να φτάσω στο κατάλληλο κέντρο του εγκεφάλου που της κάνει τη ζημιά. Να περάσω ήθελα στο αίμα της και στην καρδιά της να κάνω τους κατάλληλους χειρισμούς να πάψει να χτυπά για τον μαλάκα. Να σταθώ σαν άγαλμα μπροστά της, να γιγαντωθώ, να μην βλέπει τίποτε άλλο εκτός από μένα. Όλα τα δοκίμασα, τα λόγια μου στέρεψαν, το στόμα μου ξεράθηκε, η σκέψη μου μαράθηκε. Μέχρι και χρήματα σκέφτηκα να της δώσω, να την πληρώσω για να μου καθίσει, ελπίζοντας (ο ηλίθιος) ότι θα ξυπνήσει η πουτάνα μέσα της και θα μας δει όλους ισότιμα και ο φλώρος θα χάσει τον θρόνο του. Εξαντλήθηκα, ξεφτιλίστηκα και αποσύρθηκα απογοητευμένος στην άκρη της θάλασσας.
Κοντά στο δειλινό, καθώς με κλειστά τα μάτια ήμουνα και στων κυμάτων την παρηγοριά τον εαυτό μου είχα αποθέσει, άκουσα τα βήματά της όλο και πιο κοντά μου. Μια τούφα από τα μαλλιά της με άγγιξε στο πρόσωπο κι έγειρε πάνω μου ολόγυμνη, κάτι πήγα να πω μα δεν πρόλαβα, με το δεξί της χέρι έκλεισε απαλά το στόμα μου φοβούμενη ότι τα λόγια μου θα μπλοκάρουν την οπίσθια ανώτερη κροταφική αύλακα του εγκεφάλου της όπου εδράζεται το κέντρο ελέγχου του αλτρουισμού.