Δίπλα στο ποτάμι (της Μαρίας Κέκκου Δεμερτζή)

0
216
SketchPoetic, Prod DB © Celador Films / DR SLUMDOG MILLIONAIRE de Danny Boyle et Loveleen Tandan 2008 USA/GB avec Azharuddin Mohammed Ismail et Ayush Mahesh Khedekar indien, enfant, baluchon, train, passager clandestin, Taj mahal, inde tire du roman Les Fabuleuses aventures d'un Indien malchanceux qui devient milliardaire de Vikas Swarup

της Μαρίας Κέκκου Δεμερτζή

 

Η σειρά των διηγημάτων Δίπλα στο ποτάμι του Βαγγέλη Δημητριάδη, λογικά διαβάζεται από το τέλος. Μέσα από  την αφήγηση του τέλους προβάλλονται οι συντεταγμένες της γραφής εκείνης που αποτελεί την τεχνική και των υπόλοιπων διηγημάτων. Στο διήγημα αυτό παρουσιάζεται η σκιώδης μορφή του αφηγητή-παρατηρητή να μας επεξηγεί, ως κριτικός λογοτεχνικού έργου, ότι δεν ταυτίζεται με τον ήρωά του Αρίστο και ότι και αυτός ο ήρωας «έχει συναρμολογηθεί από το μηδέν για τις ανάγκες του διηγήματος». Παρατηρούμε δηλαδή με ένα τρόπο εντελώς πρωτότυπο να αναλύεται η καθιερωμένη  τεχνική της συγγραφής των διηγημάτων, η προβληματική της γραφής ενταγμένη μέσα στο ίδιο το κείμενο. Είναι ως ο συγγραφέας να  ανοίγει την μυστική του πόρτα στον αναγνώστη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαγγέλης Δημητριάδης «Ο Αρίστος είναι το πολλαπλό θύμα της κοινωνίας, της μοίρας και του αφηγήματος. Φέρεται και άγεται. Κινείται ανάμεσα στην επιθυμία του αφηγητή και στις προσδοκίες του αναγνώστη, στις εμμονές του αφηγητή, τις ανάγκες του αφηγήματος και στους  μηχανισμούς ανάλυσης-σύνθεσης των χαρακτήρων απ’ αυτόν»

Αναλύοντας τα κίνητρα αυτού του τύπου γραφής παρατηρούμε ότι είναι η προσπάθεια εισαγωγής του αναγνώστη στο χώρο των υποσυνείδητων κινήτρων των ηρώων και εν προκειμένω του συγγραφέα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υποστήριξη στην ερευνητική προσέγγιση του κειμένου. Αυτού του είδους η γραφή εμπεριέχει πολλούς κινδύνους, γιατί τέτοιες παραδοχές υπάρχουν πάντοτε, αλλά ο ρόλος αυτός εξ ολοκλήρου αφήνεται στην λογοτεχνική κριτική. Η ευφυής προσέγγιση στο κείμενο «Ο Αρίστος» είναι ότι το επίπεδο ανάλυσης και γραφής εμπλέκονται κατά ένα τρόπο που μας ξενίζει παράδοξα, όπως εμπλέκονται και τα επίπεδα του ασυνειδήτου με το συνειδητό, του ρεαλιστικού με το απίθανο, της αναμενόμενης συμπεριφοράς και της ανατροπής της, της αληθινής αιτίας και της πρόφασης. Όλα αυτά τα  επίπεδα διαχέονται μέσα στο χρονικό ασυνεχές. Από όλες αυτές τις ασυγχρονίες προβάλλεται ένα αισθητικό αποτέλεσμα υψηλό, απολύτως σύμφωνο με τις νέες τάσεις της γραφής, χωρίς τις συχνά παρατηρούμενες ακρότητες με την περιγραφή δυστοπικών καταστάσεων. Έτσι θα λέγαμε ότι το τροχαίο δυστύχημα που επέφερε τον θάνατο των γονιών του Αρίστου, η χρεοκοπία του, οι καθημερινοί καυγάδες με την γυναίκα του, η φροντίδα ή η παραμέληση των παιδιών, είναι τα επιφαινόμενα σε μια συμπαντική ροή γεγονότων που λαμβάνει συχνά διάφορες όψεις, τύπους και ονόματα και όπου η δυναμική του ασήμαντου αναδεικνύεται πρωταγωνιστική, στην αναζήτηση του αιτήματος μιας στοιχειώδους ανθρωπιάς.

Τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν και στα άλλα διηγήματα, συχνά με μεγαλύτερη ένταση. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε  στο διήγημα  «Ο ψαράνθρωπος». Εδώ υπάρχει η μερική ή ολική ταύτιση του ανθρώπου με τα ψάρια και συγκεκριμένα τα ψάρια του ενυδρείου : «…είναι ψάρι σε άφιλη θάλασσα. Θάλασσα βαρετή, ψεύτικη, πνιγηρή.» Η ταύτιση με τα ψάρια του ενυδρείου επιδεινώνει την διαπιστευμένη μοναξιά του υποκειμένου που αποκορυφώνεται στην απόλυτη σιωπή και αδυναμία επικοινωνίας και διατυπώνεται μέσα από μια ποικιλία αισθήσεων, μέσα από τη σιωπή των ψαριών, το ψυχρό αίσθημα που αφήνει  στην παλάμη το κρύσταλλο του ενυδρείου, την απόλυτα αποσπασματική και φευγαλέα  γνώση του κόσμου, όπως περιγράφεται να βιώνεται από την πλευρά των ψαριών και την ατομική ή και συλλογική ταύτιση μαζί τους. Η ταύτιση αυτή μας οδηγεί σε  ένα περιβάλλον εγκλεισμού, τόσο υπαρξιακό όσο και κοινωνικό, με τάσεις φυγής σε μια επιλεκτικά παρανοϊκή προσέγγιση των πραγμάτων. Ο ψαράνθρωπος θα λέγαμε μας θυμίζει τον πίνακα του Magritte[1] στην εικονική του εκδοχή.

Σε άλλα διηγήματα όπως στο «Μετεμψύχωση» ενώνονται επιδέξια η λαϊκή παράδοση με τη μεταφυσική. Στη λαϊκή παράδοση οι ψυχές επισκέπτονται τους ζωντανούς με τη μορφή μιας πεταλούδας. Οι πεταλούδες για τους πενθούντες είναι επισκέψεις των ψυχών. Αυτό οφείλεται στο ότι η πεταλούδα στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται ψυχή και η πεταλούδα συμβολίζει την ψυχή. Είναι ένας συμβολισμός για πολλές κουλτούρες και θρησκείες. Στην πραγματικότητα, η Ψυχή στην ελληνική μυθολογία αντιπροσωπεύει το πνεύμα. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε η πεποίθηση ότι οι πεταλούδες είναι ανθρώπινες ψυχές που ψάχνουν για μια νέα ενσάρκωση.[2] Η πεταλούδα είναι ένα διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο. Εκτός από την ψυχή, συμβολίζει την αλλαγή, την μεταμόρφωση και το όνειρο που ο καθένας κυνηγά. Το ψυχεδελικό διήγημα «Μετεμψύχωση» εμπεριέχει όλα αυτά τα στοιχεία, με αποσπασματικό λόγο υποκρύπτει την ταύτιση του υποκειμένου με την ψυχή του και την συμβολική ή και ακόμα την μεταφυσική αναζήτησή της.

Με το διήγημα «Δίπλα στο ποτάμι» διαγράφονται καθαρά οι συντεταγμένες του ονείρου, της φαντασίας και της πραγματικότητας. Το μικρό αγόρι ένα πλάσμα αλαφροΐσκιωτο είναι ο μικρός ήρωας που κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Το μικρό παιδί σαν ένας άλλος Ηράκλειτος βλέπει το νερό, στην αέναη κίνησή του, πάντοτε ίδιο και πάντα διαφορετικό, η πρωτογενής προσέγγιση του παιδιού μάς παραπέμπει μέσα από την συγγένεια του χώρου και του πνεύματος στην πιο γνωστή ηρακλείτεια φράση «τὰ πάντα ῥεῖ»[3] μια φράση που υποδηλώνει ότι πέρα από την φαινομενική ακινησία και ομοιότητα των πραγμάτων υποκρύπτεται η διαρκής κίνηση και αλλαγή.

Κυρίαρχο στοιχείο στο συγκεκριμένο διήγημα είναι ένα παιχνίδι, ο γάτος, που στα μάτια του παιδιού είναι ένα ζώο που κινδυνεύει και προσπαθεί να το σώσει. Σε όλο το διήγημα υποφώσκει ο φόβος, όχι κραυγαλέος και επιθετικός, αλλά διάχυτος και για αυτό παραλυτικός. «Στις ακροποταμιές καθρεφτίζονται μερικές μαύρες φιγούρες, μοιάζουν με παιδιά που δεν είναι παιδιά είναι οι κακές σκέψεις τους». Το ποτάμι γίνεται έτσι ένα σύμβολο που διατρέχει όλο το διήγημα, αλλά και τα διηγήματα, είναι η ίδια η ζωή με τις πολυπληθείς εμπειρίες της, που πολτοποιεί τις αναμνήσεις και ανακυκλώνει τα γεγονότα με ένα τρόπο πανομοιότυπο ώστε να φαντάζει πάντα σε ακινησία.

Με τον ίδιο τρόπο στα «Γερασμένα παιδιά» βλέπουμε τα παιδιά των προσφύγων να περπατούν ανάλαφρα στους αγρούς να ταξιδεύουν πάνω σε ποτάμια θολά «… γερασμένα παιδιά με δυο πέτρες στα μάτια σαν μάτια να παίζουν διαρκώς το ίδιο παιχνίδιήταν θέαμα αποκρουστικό είδηση εσχάτης απελπισίας να χάνονται παιδιά, γιατί με πέτρινα μάτια δεν πρόλαβαν να μικρύνουν τα ζώα κι εκείνα τα κατασπάραζαν, ευτυχώς, χωρίς να χυθεί αίμα σταγόνα, γιατί τα παιδιά περπατούσαν ανάλαφρα στους αγρούς χωρίς αίμα.» Με αυτό τον τρόπο παρατηρούμε όντα αναιμικά να κινούνται χωρίς αίμα, και επομένως χωρίς υπόσταση, ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, μεταφέροντας την «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» τους, μεταπίπτοντας με αφάνταστη ευκολία από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, από το πραγματικό στο φανταστικό, ώστε κινδυνεύουν να γίνουν οπτασίες ονείρου, κάτι σαν τη fata morgana[4] του μοναχικού οδοιπόρου.

(*) Η Μαρία Κέκκου Δεμερτζή είναι φιλόλογος, διδάκτωρ θεατρολογίας

 

[1]Man in the Bowler Hat Funny Bluegill Fish

[2] https://www.therapia.gr/petalouda-ena-symvolo-prosopikis-exelixis/

[3] Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων: «Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι ‘τα πάντα ρεῖ, πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει’, και παρομοιάζοντας τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές» (Κρατύλος 402a). Για τον Πλάτωνα πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τον Ηράκλειτο. Τον αντιμετώπιζε ως τον φιλόσοφο της διαρκούς ροής και γι’ αυτό ακριβώς του καταλόγιζε φιλοσοφική αφέλεια. [https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/history/filosofia/page_022.html]

[4] Οφθαλμαπάτη. Η «Φάτα Μοργκάνα» υπάγεται στους ανώτερους αντικατοπτρισμούς (superior mirage), που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς (inferior mirage), οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και «υγρού οδοστρώματος» στους πολύ ζεστούς δρόμους. [https://el.wikipedia.org/wiki/Φάτα-μοργκάνα-φαινόμενο]

 

Βαγγέλης Δημητριάδης, Δίπλα στο ποτάμι, διηγήματα, Σμίλη 2024

Προηγούμενο άρθρο Οι “ιερές αγελάδες στη λογοτεχνία” και τα κριτήρια (του Αλέξη Πανσέληνου)
Επόμενο άρθροΘυμέλη: Ένα δυναμικό πολυμεσικό Λεξικό Ανοικτής Πρόσβασης για τις Παραστατικές Τέχνες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ