του Γιάννη Μουγγολιά
Δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, που πολλοί ετοιμάζονται για αργοπορημένες διακοπές αλλά και που οι περισσότεροι επιστρέφουν και ετοιμάζονται να προσαρμοστούν στο κλεινόν άστυ. Σε κάθε περίπτωση μια περίοδος πιο χαλαρή που ο ελεύθερος χρόνος είναι διαθέσιμος σε μεγαλύτερες δόσεις για όλους. Τα βιβλία αποτελούν μια πρώτης τάξεως πρόταση για καλή παρέα ωστόσο τα συγκεκριμένα βιβλία που εδώ προτείνονται έχουν να κάνουν με τη μουσική με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Διαφορετικά μουσικά είδη αντιπροσωπεύονται στις συγγραφικές απόπειρες. Από την ελληνική ποπ και ροκ των ετών 1965-1972 και τη μουσική προσωπικότητα του Θάνου Μικρούτσικου έως τις αυτοβιογραφίες του μινιμαλιστή συνθέτη Philip Glass και του πρόσφατα χαμένου κορυφαίου μουσικολόγου-μουσικοκριτικού Γιώργου Λεωτσάκου και τη μελέτη για τις ελεύθερες μουσικές και την αυτοσχεδιαστική πλευρά της τζαζ στην Αμερική, από την αντικουλτούρα των 60΄s μέχρι σήμερα, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να εμβαθύνει σε διάφορα μουσικά ρεύματα με την ασφάλεια έγκριτων και καταξιωμένων συγγραφικών υπογραφών. Βιβλία ωστόσο που δεν απαιτούν απαραίτητα τη συνθήκη της παραλίας αλλά είναι παντός καιρού και παραπέμπουν άνετα και σε σχετικά ακούσματα. Σελίδες λοιπόν που διαβάζονται με ξεχωριστό ενδιαφέρον αλλά και που δίνουν ερεθισμούς για να μεταβείς σε συγκεκριμένα μουσικά παραδείγματα και να αναπλάσεις την αφήγηση των συγγραφέων κάνοντας κτήμα σου τα έργα των μουσικών που τους ενέπνευσαν.
Φώντας Τρούσας «Ραντεβού στο Κύτταρο» (εκδ. Όγδοο, Αθήνα 2024)
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία της πρόσφατης παραγωγής αποτελεί αναμφισβήτητα το «Ραντεβού στο Κύτταρο» του εκλεκτού μουσικοκριτικού, αρθρογράφου και συστηματικού ερευνητή της μουσικής Φώντα Τρούσα, που κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Όγδοο. Μπορεί να πρόκειται για δεύτερη έκδοση του βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει πριν από εικοσιοκτώ χρόνια από τις εκδόσεις Δελφίνι αποκτώντας σήμερα συλλεκτική αξία εξαιτίας της σπανιότητάς του, ωστόσο το σημερινό «Ραντεβού στο Κύτταρο» με κατατοπιστικό για το περιεχόμενό του υπότιτλο «Η ελληνική ποπ & ροκ μουσική μέσα από τη δισκογραφία της, 1965-1982» είναι ουσιαστικά ένα εντελώς «άλλο» βιβλίο αφού έχει εμπλουτιστεί με ανεκτίμητο πρόσθετο πλούτο πληροφοριών, άγνωστα γεγονότα και διπλάσιες σχεδόν τις σελίδες του από την πρώτη έκδοση. Η ανανέωση ξεκινά από την όψη, από το νέο εξώφυλλο με τον Ζορρό της Ζούγκλας (των εκδόσεων του Στέλιου Ανεμοδουρά) του θρυλικού σχεδιαστή Βύρωνα Απτόσογλου, που ήταν υπεύθυνος για το σχέδιο στο κλασικό LP του ελληνικού ροκ «Ζωντανοί στο Κύτταρο: Η Ποπ Στην Αθήνα» το 1971. Ωστόσο οι μεγάλες διαφορές των δύο εκδόσεων εντοπίζονται μέσα στις σελίδες. Όχι γιατί στην πρώτη έκδοση ο Φώντας Τρούσας υπολειπόταν συγγραφικά αφού τότε το «Ραντεβού στο Κύτταρο» ήταν μια πραγματική έκπληξη για τα δεδομένα της εγχώριας μουσικής βιβλιογραφίας και άφησε ανεξίτηλο ίχνος. Όμως τα χρόνια περνούν. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, ο Τρούσας με την εμπειρία μιας γόνιμης αρθρογραφίας με διεισδυτικό, κριτικό πνεύμα και ακριβή τεκμηρίωση σε έντυπα, περιοδικά και ηλεκτρονικούς ιστότοπους, το ερευνητικό του, συστηματικό δαιμόνιο, τη γνώση του για τη μουσική αλλά και για όλο το φάσμα αυτού που θα λέγαμε πολιτιστικό και ιστορικό περιβάλλον, συμπληρώνει το αρχικό του ξεχωριστό και πρωτότυπο συγγραφικό σχεδίασμα και ουσιαστικά ξαναγράφει από την αρχή το βιβλίο.
Χωρίς υπερβολές, χωρίς κορόνες, εντυπωσιασμούς και ενθουσιασμούς για ένα αντικείμενο που υπεραγαπάει, ρίχνει το βάρος στη συστηματική τεκμηρίωση, στην εξαντλητική δουλειά με πληροφορίες που διασταυρώνει και φιλτράρει πλήρως, και κυρίως στην ανεξάντλητη αξιοποίηση ενός πλουσιότατου αρχείου που φέρει στην επιφάνεια η λεπτομερής και εξονυχιστική εργασία ενός ακάματου σκαπανέα.
Το «Ραντεβού στο Κύτταρο» διατηρεί τη φρεσκάδα και τη σαγήνη όλης εκείνης της εποχής ρίχνοντας φως σε όλες τις μεγάλες περιπτώσεις της ελληνικής ποπ και ροκ μουσικής σκηνής αλλά και σε αθέατες προσωπικότητες και πλευρές της. Σε κάνει να μαθαίνεις, να ανακαλύπτεις, να εκπλήσσεσαι και να συγκινείσαι. Χωρίς ρομαντισμούς και μελό χρωματισμούς που κι αυτές θα δικαιολογούνταν από το αντικείμενο του βιβλίου, αλλά με ουσιαστικές, εμπεριστατωμένες επισημάνσεις και χειρουργική πληρότητα που δίνουν τις πραγματικές διαστάσεις και τη σωστή αποτίμηση της μουσικής αυτής περιόδου.
Οφείλω να υπογραμμίσω τα δυο θαυμάσια νέα κεφάλαια που παρουσιάζονται στη δεύτερη, πλήρως αναθεωρημένη έκδοση: «Ξένοι στην Ελλάδα» και «Έλληνες και ελληνικής καταγωγής μουσικοί στο εξωτερικό. Εννέα περιπτώσεις». Στο πρώτο κεφάλαιο περιπλανιόμαστε στους ξένους μουσικούς που έκαναν καριέρα στη χώρα μας (Guidone, Renatino, The Upsetters-The Prophets, Stan Oberst, The Zoo, Ricardo Credi, The Skyrockets Combo, Rocky Roberts & The Airedales, David & Mary Ann, Fefe, Piero Cotto, Patrick Samson Set, Mike Scott Mastersounds, Silva Grissi, Dave Carroll and The Sing-Sing Four, Giovanni, Mal, The Eden Rocs), που έρχονται να προστεθούν στους Tony Pinelli, Gino. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Τρούσας μας παρουσιάζει εξέχοντες αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς και συγκροτήματα: Theodore “Ted” Alevizos, Apostolis Anthymos, Athenians of Toronto, The Atlantics, Martha & Tena Elefteriadu, Kostas (Lazarides), Ossian, Savvas, Demetrio Stratos-Area, «που διακρίθηκαν στο εξωτερικό χωρίς απαραίτητα να γίνουν γνωστοί στην Ελλάδα, σε πρώτο χρόνο».
Ένα απολαυστικό βιβλίο που διαβάζεται ως αφήγημα μπολιασμένο με την ιστορικοπολιτικοκοινωνική κατάσταση της εποχής, ως λεξικό με σπουδαίες επιμέρους και γενικότερες πληροφορίες για τους μουσικούς και τη μουσική, αλλά και ως καθρέφτης μια νιότης ξεχωριστής και γοητευτικής για πολλούς από τους μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες του. Ταυτόχρονα ένα εντυπωσιακό και ολοκληρωμένο βάφτισμα για τους νεότερους σε μουσικές καθόλα συναρπαστικές, ασύμβατες ωστόσο της επικοινωνίας των κινητών και της τεχνολογίας.
Ο Φώντας Τρούσας είναι ένας εκ των συμμετεχόντων στο συγκεντρωτικό έργο που είναι αφιερωμένο στον πολυπράγμονα συνθέτη φωτίζοντας τη συμβολή του στην προώθηση της τζαζ στην Ελλάδα τόσο μέσα από την παρουσία του είδους στα τραγούδια του αλλά και τη συνεργασία του με τον σπουδαίο βιμπραφωνίστα Gary Burton στον δίσκο τους «Music Stories» όσο και από θέσεις που ο Μικρούτσικος ανέλαβε σε διάφορες διοργανώσεις. Τη σχέση του Μικρούτσικου με την τζαζ αλλά και με τη σύγχρονη μουσική προσεγγίζει και ο μουσικοκριτικός Γιώργος Χαρωνίτης με το άρθρο του «Εικόνες και διαστάσεις ενός μουσικού μεγα-κόσμου». Εκτός των δυο εξεχόντων του εκλεκτού περιοδικού Jazz&Τζαζ, πολλοί επιφανείς παρουσιάζουν διαφορετικές παραμέτρους του έργου και της προσωπικότητας του Θάνου Μικρούτσικου μέσα από τα άρθρα τους που στελεχώνουν τρεις θεματικές ενότητες: «Κοινωνία», «Ποίηση», «Μουσική». Στην ενότητα «Μουσική» γράφουν ακόμη ο Γιώργος Μονεμβασίτης με τίτλο «Αναζητώντας τη μουσική απελευθέρωση», η Αλεξάνδρα Μικρούτσικου, κόρη του συνθέτη για τον «Θάνο Μικρούτσικο και την ποιητική της ελευθερίας», ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος για τον «κλασικό Θάνο Μικρούτσικο» αλλά και ο Ηρακλής Οικονόμου για τον «Μικρούτσικο του θεάτρου» σε ένα πολυσέλιδο και πλήρως κατατοπιστικό άρθρο που θίγει τη σχέση της μουσικής του Μικρούτσικου με το θέατρο. Επίσης η Τιτίκα Δημητρούλια μιλά για τη σχέση μουσικής και ποίησης το έργο του, ο Μάρκης Γκαρτζόπουλος αναφέρεται στον «γαλλόφωνο Μικρούτσικο», ο Μιχάλης Γαλεσάκης για τον εμβληματικό «Νίκο Καββαδία του Θάνου Μικρούτσικου», ο ποιητής και μουσικός Θανάσης Χουλιαράς για τις «μελοποιήσεις του Θάνου Μικρούτσικου ως μια τέταρτη διάσταση στο σώμα των μελοποιήσεων του Γιάννη Ρίτσου», η Μαρία Γεωργιάδη επιχειρεί να υπογραμμίσει τη σχέση του συνθέτη με τον Άλκη Αλκαίο μέσα από το άρθρο της «Καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι: Άλκης Αλκαίος και Θάνος Μικρούτσικος» και ο Σπύρος Αραβανής με θέμα «Μάνος Ελευθερίου, Κώστας Τριπολίτης, Οδυσσέας Ιωάννου-Τρεις στιχουργικές γενιές στο έργο του Θάνου Μικρούτσικου». Παράλληλα στην ενότητα για την Κοινωνία, «Ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης των τελευταίων 50 χρόνων» είναι ο τίτλος του άρθρου του Γιάννη Μηλιού. «Ο Θάνος Μικρούτσικος και η αισθητική της αντίστασης» και «Τραγουδώντας το μέλλον που δεν γίναμε ακόμη είναι τα θέματα των Μανώλη Δαφέρμου και Ανδρέα Μαράτου αντίστοιχα. Τέλος το δικό του κείμενο «Για τον Θάνο Μικρούτσικο» συνεισέφερε ο γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Δημήτρης Κουτσούμπας. Τον πρόλογο του βιβλίου υπογράφει η σύζυγος του συνθέτη, Μαρία Παπαγιάννη, η οποία επισημαίνει: «Και ζωγράφιζε στις παρτιτούρες του πάντα με το χέρι –χωρίς να εμπιστεύεται τις ευκολίες της τεχνολογίας, αυτός, ένας μαθηματικός– έτοιμος να φτάσει στα βάθη του κόσμου, αγωνιζόμενος τη χυδαιότητα, τη βαρβαρότητα και τη σκληρή πραγματικότητα, είτε έγραφε ένα κουαρτέτο εγχόρδων είτε έγραφε ένα τραγούδι. Και πώς τα κατάφερνε και τα χωρούσε όλα. Τις πληγές του κόσμου, τα μακρινά ταξίδια στον χρόνο και στον κόσμο, τους έρωτες και τις αγκαλιές, τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν».
Μια σειρά πανεπιστημιακών και μελετητών της ελληνικής μουσικής που επιχειρεί να εκφράσει την αγάπη της στον συνθέτη μετά θάνατον, όπως ακριβώς συνέβαινε και όταν ήταν στη ζωή, ωστόσο αυτή τη φορά χωρίς να απολέσουν στα κείμενά τους την κριτική διάσταση και το γόνιμο, εποικοδομητικό κριτήριο αξιολόγησης. Δεν πρόκειται για ωδές δόξας αλλά κυρίως για καταρτισμένα, ολοκληρωμένα κείμενα, το καθένα από αυτά με διαφορετική θεματική κατεύθυνση αλλά όλα μαζί με κοινό παρονομαστή την διαρκή και αταλάντευτη στάση του συνθέτη να κυνηγά μέσα από το έργο και τις γενικότερες δραστηριότητές του την ουτοπία ξεπερνώντας τα αναμενόμενα και τις καθιερωμένες φόρμες. Κατά αυτόν τον τρόπο και μέσω της συγκεκριμένης προσέγγισης των κειμένων δικαιολογείται απόλυτα ο τίτλος του βιβλίου και βέβαια όταν έχεις κλάσματα με κοινό παρονομαστή επιτυγχάνεται με ιδανικό τρόπο η πρόσθεσή τους χωρίς να χρειάζονται οι απαραίτητες μετατροπές και αναγωγές. Έτσι, το συλλογικό αυτό βιβλίο έχει ουσιαστικά τη μορφή ενός πετυχημένου πρότζεκτ που εν τέλει αναδεικνύει σφαιρικά και επιμέρους την προβληματική του τίτλου του. Το βιβλίο αυτό είναι τελικά πολύ πιο χρήσιμο και ουσιαστικό κατά τη γνώμη μου από κάποιες γενικόλογες μονογραφίες, μέρη των οποίων εύκολα κάποιος μπορεί να συλλέξει με αποσπασματικές ματιές στο διαδίκτυο και σε προσιτές πηγές.
Philip Glass «Λέξεις χωρίς μουσική» -Αυτοβιογραφία (εκδ. Ροπή, Αθήνα 2024)
Αναμφίβολα το ενδιαφέρον αυτοβιογραφιών πολύ σημαντικών προσωπικοτήτων της τέχνης και στην περίπτωσή μας στον χώρο της μουσικής είναι ξεχωριστό αφού επεκτείνεται πέραν των μουσικών και στα ανθρώπινα σκιαγραφώντας φυσιογνωμίες και πορτρέτα που άφησαν το καταλυτικό τους αποτύπωμα για να πάει πιο μπροστά η ανθρωπότητα. Πόσω μάλλον όταν έχουμε μπροστά μας την περίπτωση του Αμερικανού Philip Glass, ίσως του μεγαλύτερου εν ζωή συνθέτη που εισήγαγε και ανέπτυξε με ιδιαίτερο τρόπο τον μινιμαλισμό στη μουσική, παρότι ο ίδιος σήμερα προτιμά να αυτοχαρακτηρίζεται ως κλασικιστής. Ο 77χρονος σήμερα συνθέτης που πραγματοποίησε ριζικές τομές στη μουσική εξέλιξη με την εφαρμογή των επαναληπτικών μοτίβων και της κυκλικής μουσικής ανάπτυξης των θεμάτων του, συμπυκνώνει στη θαυμάσια αυτοβιογραφία του «Λέξεις χωρίς μουσική» (μετάφραση Αφροδίτης Γεωργαλιού, εκδ. Ροπή, Αθήνα 2024, τίτλος πρωτοτύπου: «Words without music, 2015) τις αναμνήσεις του από μια πληθωρική και συναρπαστική ζωή που δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, είτε ως γόνος μια οικογένειας μεσαίας αστικής τάξης που προσπαθούσε να επιβιώσει (ο πατέρας του είχε δισκοπωλείο και η μητέρα του ήταν από τις πρώτες φεμινίστριες παρότι δεν το δήλωνε) είτε στη δεκαετία του 1950 όπου μοίραζε σπουδές και βιοπορισμό ως εργάτης είτε στη δεκαετία του 1970 ως συνθέτης και ταυτόχρονα ασχολούμενος με υδραυλικές εργασίες.
Μέσα από τις 410 σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε μια απολαυστική και συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση που συμβαδίζει με την πολυκύμαντη ζωή του και το πληθωρικό του έργο το οποίο έφερε σημαντικές αλλαγές στη μουσική και ενθάρρυνε πρωτοπορίες ανταποκρινόμενο σε μια γενικότερη εποχή μεταβολών και μεταιχμίων. Χωρίς να λείπουν οι σταθμοί και τα ακρότατα της δημιουργικής του συνθετικής του πορείας αλλά ούτε και οι επιδραστικές στιγμές στη ζωή του όπως το ταξίδι του στο Νεπάλ και στην Ινδία με την παρακαταθήκη διαλογισμού που του άφησαν, η αυτοβιογραφία μέσα από το χάρισμα και τη θέρμη του ξεχωριστού αυτού αφηγητή δίνει την υπόσταση μιας ζωής πίσω από τις νότες και τη δημιουργία, που δεν είναι τόσο προβεβλημένη. Με στοχαστική ματιά, υπερβατικό τρόπο, αλλά και μια γήινη διάσταση που δραπετεύει από διανοουμενίστικες διατυπώσεις και ασπάζεται τη φυσική ροή ενός δημιουργού, επιχειρείται με αμεσότητα και διαύγεια η σύνδεση ζωής και τέχνης. Από τα χρόνια της παιδικής ηλικίας, των δυσκολιών επιβίωσης, την εκμάθηση του φλάουτου και τα προβλήματα που τη συνόδεψαν εξαιτίας ενός περιβάλλοντος που θεωρούσε το φλάουτο γυναικεία υπόθεση, την καταλυτική επιρροή του ροκ εν ρολ αλλά και του Ravi Shankar στο έργο του έως τα χρόνια της ώριμης συνθετικής δημιουργίας με τις σπουδαίες όπερες όπως τη «Satyagraha», τα σάουντρακς σε ταινίες των Martin Scorcese, Woody Allen κ.α. και τα αριστουργηματικά και διεθνής αναγνώρισης μινιμαλιστικές του συνθέσεις, παρακολουθούμε μια ζωή σε έκρηξη αλλά και σε συμφιλίωση, σε επικοινωνιακές διαδρομές και μοναχικούς μονόλογους, που δεν αλώθηκε από την σφραγίδα της επιτυχίας.
Κλείνω την αναφορά στο βιβλίο αυτό κρατώντας κάποια χαρακτηριστικά λόγια του: «Ξεκίνημα και κλείσιμο μαζί, αρχή και τέλος. Όλα όσα συμβαίνουν στο ενδιάμεσο γίνονται εν ριπή οφθαλμού. Κάθε ξεκίνημα έρχεται ύστερα από μια αιωνιότητα και κάθε κλείσιμο προηγείται μιας άλλης – αν όχι της ίδιας αιωνιότητας. Κατά κάποιον τρόπο όλα όσα βρίσκονται στο ενδιάμεσο φαίνονται για μια στιγμή πιο ζωντανά. Ό,τι είναι πραγματικό για εμάς, ξεχνιέται, και ό,τι δεν καταλαβαίνουμε θα ξεχαστεί επίσης». Μια ειλικρινής, ρεαλιστική και αποστομωτική δήλωση από έναν κορυφαίο της μουσικής, έναν μεγάλο των τεχνών που ξεχωρίζει για το έργο και την προσφορά του, όχι όμως και από τους άλλους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του.
Jack Wright «The Free Musics» (εκδ. Ηδύφωνο, Αίγιο 2024)
Ένα εξέχον βιβλίο της σύγχρονης παραγωγής στο χώρο της τζαζ αλλά και της ανθρωπολογίας που αφορά την εξέλιξη των μουσικών ειδών που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2017, έχουμε την τύχη να διαβάσουμε στα ελληνικά μέσω των εκδόσεων Ηδύφωνο από το Αίγιο και τη μετάφραση του Φώτη Νικολακόπουλου που κυκλοφόρησε το 2024. Πρόκειται για το «The Free Musics» με υπότιτλο «Η αυτοσχεδιαστική πλευρά της τζαζ στην Αμερική από την αντικουλτούρα των 60΄s μέχρι σήμερα» του Αμερικανού μουσικού του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και συγγραφέα Jack Wright, προσώπου «αντισυμβατικού για τον μη γραμμικό τρόπο σκέψης του, αλλά και για όσα παράτησε ώστε να είναι ελεύθερος ως προσωπικότητα και ως καλλιτέχνης («παίχτης» όπως προτιμά να λέει), συχνά δυσάρεστου μιας και δεν υιοθετεί καμιά άποψη πριν να κουράσει το μυαλό του με αυτή, ούτε και επιδιώκει να σε ευχαριστήσει συμφωνώντας, ξεκάθαρα αρνητικού να ακολουθήσει τη ροή οποιουδήποτε αφηγήματος, όντας έτοιμου ανά πάσα στιγμή να διαμορφώσει μια νέα γνώμη με βάση τα νέα δεδομένα που υπάρχουν», όπως σημειώνει ο μεταφραστής του βιβλίου.
Το βιβλίο ασχολείται με τις «ελεύθερες μουσικές» προσεγγίζοντας τη μη φόρμα του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού χωρίς να φιλοδοξεί να αποτελέσει μια ασφαλή περιήγηση στην ιστορία του ελεύθερου παιξίματος αλλά κυρίως μια ενδιαφέρουσα πορεία γύρω από αυτή την ιστορία που εξετάζει τις ελεύθερες μουσικές μέσα από το πρίσμα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της ελευθερίας στη μουσική και της συμβολή τους στην εξέλιξη του πολιτισμού μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ελεύθερες μουσικές εξετάζονται με την αντανάκλαση που έχει σε αυτές η ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι από την απαρχή της χρήσης των όρων free jazz και ελεύθερος αυτοσχεδιασμός στην περίοδο των πολιτικών εκτροπών των 60΄s, η μουσική αυτή συνδέθηκε άρρηκτα με την ελευθερία του ανθρώπου που είχε περίοπτη θέση στις ριζοσπαστικές πολιτικές και στις τέχνες εκτός κατεστημένου συστήματος. Με την «ελευθερία» επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί ο αμερικανικός τρόπος ζωής εντός ΗΠΑ και σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής λαβαίνοντας απρόοπτη αλλά καταλυτική σημαίνουσα κεντρική θέση στην αμερικανική ιδεολογία.
Όπως γράφει ο συγγραφέας: «Αυτό που επιθυμώ είναι: μια μουσική που να παρουσιάζει την εικόνα του κόσμου, την πραγματικότητα, το συναίσθημα, την επιθυμία, την ανάγκη, τις αντιθέσεις του. Επιθυμώ μια μουσική βαθιά μέσα στο παρόν, στο πώς υπάρχουμε σήμερα, μια μουσική που μας καθορίζει και δύναται να μας δώσει το μέλλον που ακολουθούμε. Επιθυμώ μια μουσική που παράγεται από την αγάπη για το παίξιμο, η οποία για αυτό ακριβώς πρέπει να υπάρχει και να περικλείεται από την ύπαρξή της. Μια μουσική έντονης ευχαρίστησης, πολυμορφική, αθώα, γεμάτη ρίσκα. Αυτή η μουσική είναι εδώ για εμάς και δεν θα εξαπατήσει τις προσδοκίες μας αν της δώσουμε τα πάντα».
Ένα πολύτιμο βιβλίο από έναν άνθρωπο και μουσικό βαθιά χωμένο στην ουσία και τη σαγήνη των ελεύθερων μουσικών, που με απολαυστικό τρόπο διαβάζεις για πάρα πολλούς και σημαντικούς αυτοσχεδιαστές John Coltrane, Archie Shepp, Cecil Taylor, Derek Bailey, Cornelius Cardew, John Zorn, John Cage και πολλούς άλλους έως τη σημερινή εποχή, κατανοείς σε βάθος τι σημαίνει πνευματικότητα της τέχνης, ταξίδι της ελευθερίας και αντιλαμβάνεσαι την οντότητα των ελεύθερων μουσικών σε σχέση με την ελευθερία άλλων τεχνών και πρωτίστως της ποίησης.
Γιώργος Λεωτσάκος «Ισοβίτης σε ελληνικό κάτεργο» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2022)
Τελευταία πρόταση αυτού του άρθρου αποτελεί το βιβλίο του Γιώργου Λεωτσάκου «Ισοβίτης σε ελληνικό κάτεργο» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2022) που φέρνουμε στην επιφάνεια με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του κορυφαίου μουσικολόγου, κριτικού μουσικής και πρωτοπόρου στην έρευνα της έντεχνης ελληνικής μουσική. Εξέχουσα μορφή με σπάνιο έργο στους προαναφερόμενους τομείς αλλά και εξαιρετικός γνώστης της καλλιτεχνικής και ειδικότερα μουσικής αθηναϊκής ζωής ο Γιώργος Λεωτσάκος μας πρόσφερε ένα συγκλονιστικό ογκώδες πόνημα 1000 περίπου σελίδων όπου αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την αυτοβιογραφία του με έμφαση στα τελευταία χρόνια της ερευνητικής του πορείας. Το ανεξίτηλο πέρασμά του από σημαντικές εφημερίδες της πρωτεύουσας όπου κρατούσε μουσική στήλη ως κριτικός-δημοσιογράφος, η στενή επαφή του με πρόσωπα και καταστάσεις που κατείχαν περίοπτη θέση στον χώρο της ελληνικής μουσικής, αναρίθμητα σπάνια, πολλά εκ των οποίων ανέκδοτα, περιστατικά που παρατίθενται με γλαφυρότητα, χιούμορ, αμεσότητα, πολύ πίκρα και κυρίως με εξαιρετικά τολμηρό και αιχμηρό τρόπο και τα οποία συνθέτουν ένα ανεκτίμητο, πληθωρικό πληροφοριακό υλικό, γίνονται οι κεντρικοί άξονες του συναρπαστικού όσο και αποκαλυπτικού αυτού βιβλίου. Πραγματική αναγνωστική απόλαυση που μας προσφέρεται απλόχερα από έναν σπουδαίο της μουσικής και της γραφής, ο οποίος μιλά έξω από τα δόντια, με τρομερή τόλμη, συχνά με επιθετικότητα, θίγοντας διάσημα πρόσωπα και πράγματα, συχνά κατεστημένα που έχουν περιβληθεί μέχρι τις μέρες μας με την ασφάλεια του απυρόβλητου και με τη λάμψη του φωτοστεφάνου της δόξας. Στο στόχαστρό του μπαίνουν καθολικά αποδεκτοί συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, εν μέρει ο συνθέτης και μουσικολόγος σύγχρονης μουσικής Χάρης Ξανθουδάκης, επιφανείς παράγοντες της δημοσιογραφικής, πολιτικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής ζωής της χώρας όπως ο Χρήστος Λαμπράκης και πολλοί άλλοι. Όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, δεν είναι λίγες φορές που ο συγγραφέας υπερβαίνει την συμβατική κριτική και φτάνει σε οξείς επιθετικούς, πάντα κριτικούς, χαρακτηρισμούς, δυσαρεστώντας σίγουρα πολλούς. Ίσως και για αυτό η αυτοβιογραφία του που ολοκλήρωσε στα 86 του, τρία χρόνια πριν πεθάνει, πέρασε στα ψιλά και δεν έτυχε διαλόγου και στήριξης από τα ΜΜΕ με συνέπεια να μη βρει πλατιά απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Ίσως γιατί όπως ο ίδιος λέει: «Όμως, όλως συμπτωματικά όσα με πλήγωσαν καθ΄ οδόν δεν αφορούσαν μόνον εμένα αλλά και, κυρίως, τα κρανία όσων Ελλήνων εμπεριέχουν ακόμη φαιάν ουσία. Έτσι, γι΄ αυτούς, αλλά και ελπίζοντας να ξαλαφρώσω την ψυχή μου, καθηλώθηκα το 2010, μπροστά στον υπολογιστή μου επί 8 χρόνια». Σε κάθε περίπτωση ωστόσο είναι μια προσωπική εκ βαθέων εξομολόγηση, με απίστευτο τεκμηριωμένο υλικό και τον καταιγιστικό κριτικό χείμαρρο του σπουδαίου αυτού ανθρώπου της μουσικής, που ό,τι έκανε στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του έκανε και σε όλη τη διάρκεια του δημιουργικού βίου του. Αξίζει να σταθούμε με μεγάλο σεβασμό μπροστά στο «Ισοβίτη σε ελληνικό κάτεργο», με κάποια αποσπάσματα του οποίου αναφερόμενα στον αγαπημένο συνθέτη του Λεωτσάκου, Γιάννη Χρήστου, κλείνω αυτό το άρθρο:
Προσπαθώ να κατατάξω τις αναμνήσεις σε χρονολογική σειρά. Λ.χ. μόλις επετράπη η κυκλοφορία μετά το πραξικόπημα της 21.4.1967 και επικοινωνήσαμε, τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει ότι λόγω του ότι δεν κυκλοφορούσαν καθόλου τροχοφόρα (τουλάχιστον μη στρατιωτικά) στη Βασιλίσσης Σοφίας, επικρατούσε σχεδόν αδιατάρακτη σιγή. Επωφελήθηκε απ΄ αυτήν, βγήκε στο φαρδύ μπαλκόνι και εκεί βυθίστηκε επί 14 ώρες συνέχεια στη σύνθεση, όπως μου είπε. Απολιτικός; Κάθε άλλο! Απλώς μεγαλοφυώς αποστασιοποιημένος, λες και συνειδητοποιούσε τη ζωώδη μικρόνοια, που μέσω ξένων δυνάμεων κινητοποιούσε όλη αυτή την ένστολη επιθετικότητα. Κάπου 40 μέρες αργότερα, 6 ή 7 Ιουνίου 1967, το ζεύγος είχε καλέσει τη … κι εμένα σπίτι τους. Καλεσμένος κι ένας φίλος τους, ηλικίας 45 ετών περίπου τότε, ονόματι Παπαστράτος (έκτοτε δεν τον ξαναείδα), προφανώς ο καπνοβιομήχανος ή στενός του συγγενής, ο οποίος, σχολιάζοντας τα γεγονότα είπε πως «πρέπει να δούλεψε (ενν. πολύ) computer», προφανώς στις ΗΠΑ, στο Πεντάγωνο. Πάνω σ΄ αυτή τη συζήτηση, σαν να μονολογούσε, ο Γιάννης πέταξε το τρομερό εκείνο «Man has failed» (Ο άνθρωπος απέτυχε), ετυμηγορία συνταρακτικότερου βάθους από οποιοδήποτε, έστω εύστοχο, επικαιρικό σχόλιο. Και ο ίδιος τον Φεβρουάριο του 1968, στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας, σε ερώτηση πολιτειακής εφημερίδος, ξεστόμισε «τοιάδε», άξια να τα πληρώσει πανάκριβα επιστρέφοντας: «Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ποτέ ελευθερία. Τώρα υπάρχει … ακόμη λιγότερη»!!! Και τέλος το βράδυ της Παρασκευής 29 Νοεμβρίου 1969, μετά την πρώτη ελληνική εκτέλεση της «Αναπαραστάσεως ΙΙΙ» ή «Ο πιανίστας» από το «Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής» υπό τον Θόδωρο Αντωνίου και πρωταγωνιστή τον αλησμόνητο Γρηγόρη Σεμιτέκολο (1935-2014), όταν ανέβηκα στη σκηνή για να τον συγχαρώ, συγκλονισμένος από τη σύλληψη, του ψιθύρισα, καθώς προχωρούσαμε από τη σκηνή αριστερά στο παρασκήνιο: «Ο ευνουχισμός και το αβάστακτο άγχος του;»
Στράφηκε, σαν να ξαφνιάστηκε από την αμεσότητα της απηχήσεως (πάντα έλεγε ότι τον καταλάβαινα καλύτερα από όλους) και μου ψιθύρισε απλά (ανατριχιάζω ανακαλώντας τη σκηνή), κοιτάζοντάς με κατάματα: «Ναι … αυτό είναι».
Ποιος να ΄λεγε ότι σε λιγότερο από 45 μέρες, με μάτια θολά από δάκρυα, θα κουβαλούσα το φέρετρό του; …
… Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1970, 15 ώρες πριν από το δυστύχημα, ο Γιάννης μού τηλεφώνησε περιχαρής ότι είχε τελειώσει το ως τότε opus maximum του, την κατά τον Αισχύλο «Ορέστεια». Και κατέληξε λέγοντας, «Θα σας δούμε, φυσικά, το βράδυ στου “Κανάκη”» (ταβέρνα στο Λιόπεσι), όπου, όπως και το 1969, είχε οργανώσει γλέντι τρικούβερτο για τα γενέθλια και την ονομαστική του εορτή. Παρ΄ όλα ταύτα, επειδή εγώ ήμουν παιδιόθεν φυγόκοσμος, και παλεύοντας ολοζωής με τον ελαττωματικό μεταβολισμό μου (καίω περί τις 400 θερμίδες λιγότερο του φυσιολογικού, με αποτέλεσμα να παχαίνω ευκολότατα) διαπίστωσα ότι λόγω εορτών είχα πάρει δύο κιλά. Έτσι, παρά την επιμονή της … , αποφάσισα να μην πάμε στο τσιμπούσι και να ευχηθούμε λίγο ετεροχρονισμένα στον Γιάννη, το βράδυ της επομένης. Θυμούμαι ότι το βράδυ εκείνο έβρεχε κατακλυσμιαία. Ωστόσο η … , καίτοι κόντευαν μεσάνυχτα, επέμενε να σηκωθούμε, να βρούμε ταξί (το 1970 το ραδιοταξί αποτελούσε science fiction), πράγμα αδιανόητο … τις ηλιόλουστες μέρες. Κατά τις 12.30 αποκοιμηθήκαμε∙ 2.30 μισοξύπνησα από σειρήνες ασθενοφόρων, αλλά αμέσως ξανακοιμήθηκα. Πρωί, βγήκα νωρίς για ένα γύρο των κλασικών δισκοπωλείων, που μου δάνειζαν δίσκους για τη στήλη δισκογραφίας στο Βήμα. Γύρισα στο τότε σπίτι μου, οδός Σουηδίας 64, φορτωμένος δίσκους. Πριν τους ακουμπήσω χτύπησε το τηλέφωνο. Περιέργως ήταν η Ρηνούλα Παπαϊωάννου, σύζυγος του «δασκάλου» μου Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου, η οποία άρχισε με έναν ατελείωτο πρόλογο: «Κύριε Λεωτσάκο, συγγνώμη για την ενόχληση, λυπούμαι πάρα πολύ που θα γίνω άγγελος κακών ειδήσεων …» και αφού με έπρηξε, με ενημέρωσε για το δυστύχημα και τον θάνατο του Γιάννη…
… Για ένα δεκαπενθήμερο περίπου μετά το δυστύχημα τα πράγματα έμεναν μετέωρα: η Σία, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, βαριά τραυματισμένη αλλά με ελπίδες επιβιώσεως, είχε μεταφερθεί στο «Λαϊκό Νοσοκομείο» (προφανώς εφημερεύον) και όλοι ευχόμαστε ολόψυχα να κέρδιζε τη μάχη για ζωή∙ αν αυτό είχε συμβεί, πιθανόν σήμερα να σώζονταν στο άρτιο όσα είχε συνθέσει ο Γιάννης. Πέθανε όμως στις 24 (νομίζω) Ιανουαρίου 1970, όχι από τα τραύματά της αλλά από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη! Γ … Ελλάδα! Δεν θυμούμαι πώς, την αντίκρισα για τελευταία φορά στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Προσδοκώμενα χλωμή, μελαχρινή, κειτόνταν με μια υπερκόσμια γαλήνη στο πανέμορφο πρόσωπό της. Έμοιαζε με αρχαία Αιγύπτια πριγκιποπούλα, θυγατέρα Φαραώ –κι αυτή η στερνή της εικόνα με σφράγισε τόσο, ώστε ξέχασα τα πάντα από την κηδεία της.
Είχε ήδη αρχίσει μια πολύ μεγάλη φάση ονείρων: επί ενάμιση χρόνο τουλάχιστον, κάθε βράδυ, έβλεπα στον ύπνο μου ζωντανούς τον Γιάννη ή / και τη Σία. Τα πρωινά ξυπνούσα, όπως συνήθως μετά το «Μεγάλο Αστροπελέκι», με τρόμο, που τώρα όμως αγρίευε περισσότερο η συνειδητοποίηση ότι είχαν φύγει για πάντα … Τα άλλα, ήταν τόσο αηδή και θλιβερά.