του Γιάννη Ν. Μπασκόζου (*)
Τον γνώρισα μεγάλο πια. Ως φοιτητής διάβαζα τις κριτικές του στη εγκυρότερη εφημερίδα της χώρας, και μαζί με μένα χιλιάδες άλλοι. Ο μουσικός κόσμος περίμενε πως και πως τις μουσικοκριτικές του. Δεν διατύπωνε θέσφατα, ούτε μπορούσες να πεις ότι ήταν αυστηρός. Η γνώμη του όμως ήταν τόσο εμπεριστατωμένη που δεν επέτρεπε πολλές αντιρρήσεις. Ανακαλούσε και χρησιμοποιούσε με τόση ευκολία τα μουσικά τεκμήρια σε ένα πεδίο άπειρων γνώσεων – όπως μου φαίνονταν εκείνη την εποχή- που δύσκολα μπορούσες να ανατρέψεις το τελικό συμπέρασμα. Αργότερα τον είχα δει σε αίθουσες συναυλιών. «Να, αυτός είναι ..» Η φίλη μου , σπουδάστρια μουσικής, τον ήξερε από κάποιες διαλέξεις. Μου είχε κάνει εντύπωση. Είχε ένα παιδικό πρόσωπο, που κοκκίνιζε μεριές – μεριές, με αραιά μαλλιά και ένα εύσωμο σαρκίο, το οποίο προς γενική έκπληξη το έσερνε ανάλαφρα μαζί του, σαν χορευτής. Μιλούσε στο διάλειμμα με πολλούς, υπολογίζω μουσικόφιλους. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να έχει πολλούς εχθρούς λόγω της αυστηρότητας του. Τι θέλανε άραγε όλοι αυτοί γύρω του; Μήπως ήταν συνθέτες και ερμηνευτές που απέβλεπαν σε μια μελλοντική ευμενή κριτική;
Γνωριστήκαμε όταν χρειάστηκε να του ζητήσω ένα κείμενο για ένα αφιέρωμα στο περιοδικό που συνεργαζόμουν. Δεν πίστευα ότι είχα πολλές ελπίδες. Μου φαινόταν ότι αυτό που του ζητούσα ήταν εντελώς αδιάφορο γι αυτόν. Προς μεγάλη μου έκπληξη έδειξε ενδιαφέρον και ανταποκρίθηκε με σχολαστικό ζήλο. Τήρησε με ευλάβεια τον αριθμό των λέξεων που έπρεπε να έχει το κείμενο ( «μου είπες 500 ενώ αυτό είναι 503, χρειάζεται να κόψω τις τρεις;») και ταυτόχρονα ήταν απόλυτα συνεπής με την ημέρα παράδοσης, σπάνιο γι ανθρώπους που ασχολούνταν με τις τέχνες. Ίσως η τριβή του με την δυτική έντεχνη μουσική, η οποία συντίθεται από πλήθος συγκροτημένων κανόνων, να του είχε επιβάλλει μια ανάλογη στάση ζωής. Δεν ήξερα για την προσωπική του ζωή απολύτως τίποτα.
Καθισμένος στον φαγωμένο καναπέ του σπιτιού του περιφέρω το βλέμμα μου στις παλιές βιβλιοθήκες που γεμίζουν τους τοίχους. Περιμένω και πάλι ένα κείμενο αφού η συνεργασία μας έχει εδώ και καιρό γίνει μόνιμη. Ο ίδιος είναι στην κουζίνα και φτιάχνει καφέ. Σηκώνομαι και περιεργάζομαι τα βιβλία του. Όλα παλιές εκδόσεις, κλασικοί, γερμανοί ερευνητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού , Μπαλζάκ και Ντοστογιέφκσι μαζί με εκδόσεις άγνωστων σε μένα μελετητών για την ιστορία των βαλκανικών λαών, πολλά μουσικά βιβλία και παρτιτούρες. Μια ατμόσφαιρα τέχνης με αναφορές στα πιο σπουδαία επιτεύγματα της. Και όλα κλασικά. Τραβάω κάποιες παλιές εκδόσεις με ρομαντικά ποιήματα Φιλύρας, Ρώμας, Λαπαθιώτης. Δεν ταιριάζουν με τα υπόλοιπα και συνειρμικά σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να με εκπλήσσει αφού ο ίδιος ήταν που μας εξέπληξε μια Κυριακή πριν δεκαετίες πολλές όταν είχε γράψει – αυτός ένας απόλυτος υπερασπιστής την δυτικής αρμονίας – ένα διθυραμβικό κείμενο για το ρεμπέτικο. Ούτε λίγο ούτε πολύ έκανε αυτοκριτική που αγνοούσε τόσο καιρό αυτό το σπάνιας μουσικής ομορφιάς είδος. Έκτοτε το κείμενο αυτό αποτέλεσε οδηγό και βασική αναφορά για όλους τους υπερασπιστές της λαϊκής αυτής μουσικής που τον καιρό εκείνο είχε, πρέπει να σημειώσω, και πολλούς εχθρούς.
« Να και ο καφές»…μπήκε σέρνοντας με άνεση πίσω το σώμα του και βυθίστηκε απολαυστικά στην πολυθρόνα απέναντι μου. Μισό λεπτό να σου δείξω κάτι, είπε και τράβηξε από δίπλα του ένα βιβλίο. Ήταν η τελευταία μελέτη του πάνω στα απομνημονεύματα Επτανήσιου συνθέτη έντεχνης μουσικής : «Γιάννη, αυτή η μουσική δεν πρόκοψε ποτέ γιατί το ελληνικό κράτος και οι Έλληνες Κροίσοι ευεργέτες αν και δυτικοί στον τρόπο ζωής εντούτοις παρέμειναν Ανατολίτες. Συνεπικουρούμενοι από την τότε Ορθόδοξη εκκλησία και τους Φαναριώτες πολέμησαν την έντεχνη ελληνική μουσική, ειδικότερα τους Επτανήσιους συνθέτες που τους θεωρούσαν ξενόφερτους. Αυτοί μας έδωσαν αριστουργήματα, πολύ ανώτερα αυτών που διακονούνται στις πρωτεύουσες της Εσπερίας» . Συνέχισε να μιλάει καταφερόμενος εναντίον των αρνητών της έντεχνης δυτικής μουσικής και ξαφνικά σε μια αποστροφή του λόγου του μίλησε με πολύ αρνητικά σχόλια για την λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Θεώρησα, η φιλία μας το επέτρεπε, να τον διακόψω: «μα , δάσκαλε το πρώτο και πιο εντυπωσιακό πράγμα που θυμάμαι από εσάς είναι εκείνο το περίφημο κείμενο αυτοκριτικής που είχατε γράψει που ήταν ένας ύμνος στην λαϊκή, ανατολίτικης καταγωγής, μουσική».
Χαμογέλασε. Είχε χαλαρώσει, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στην πολυθρόνα του. «Θα σου πω πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι. Ήταν αργά το βράδυ , εποχή της δικτατορίας, και είχα γνωρίσει μια κοπέλα, αμερικανίδα, σε μια συναυλία. Την επόμενη συμφωνήσαμε να βγούμε. Ζήτησε να την πάω κάπου παραδοσιακά και έτσι βρεθήκαμε στην Καισαριανή , στου Τσιτσάνη το κέντρο, στο «Χάραμα». Βραδιά μαγική, τραγούδια αγαπησιάρικα και εγώ με αυτό το κοριτσάκι, καταλαβαίνεις που μ΄άρεσε πολύ…». Σταμάτησε , χαμογελούσε ολόκληρος. « Έγραψα εκείνο το κομμάτι γυρνώντας ξημερώματα σπίτι μου. Τώρα πια έχω μετανιώσει, μιλούσε βλέπεις ο έρωτας και τότε , πίστεψε με , ήταν πολύ δυνατός .. »
(*) Διήγημα /ανάπλαση πραγματικής ιστορίας από τη συλλογή Γιάννης Μπασκόζος, ΜΕΖ, Καστανιώτης, 2005.