H Ayn Rand γράφει για το βιβλίο της ” Έμείς οι ζωντανοί” που κυκλοφορεί και πάλι από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Είχα να διαβάσω το μυθιστόρημα αυτό ολόκληρο από την εποχή που πρωτοεκδόθηκε, το 1936, μέχρι που το τελείωσα, πριν από μερικούς μήνες. Δεν περίμενα ότι θα ένιωθα τόσο περήφανη γι’αυτό, όπως νιώθω τώρα. Είναι πολλοί οι συγγραφείς που δηλώνουν ότι ποτέ δεν καταφέρνουν να εκφράσουν πλήρως αυτό που θέλουν να πουν και ότι το έργο τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα είδος προσέγγισης. Είναι μια άποψη για την οποία δεν έτρεφα ποτέ καμία εκτίμηση και την οποία θεωρώ δικαιολογημένη μόνο όταν εκφράζεται από αρχάριους, αφού κανείς δεν γεννιέται με κανένα είδος «ταλέντου» και, επομένως, κάθε δεξιότητα πρέπει να αποκτηθεί. Συγγραφέας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι. Για να είμαστε ακριβείς, οι συγγραφείς είναι αυτοδημιούργητοι. Ήταν αναφορικά με το Εμείς οι ζωντανοί, το πρώτο μου μυθιστόρημα (και, προοδευτικά, λιγότερο με το έργο μου που προηγήθηκε του The Fountainhead), είχα αισθανθεί ότι τα μέσα που διέθετα ήταν ανεπαρκή για την επίτευξη του στόχου μου και ότι δεν είχα καταφέρει να εκφράσω αυτό που ήθελα, με τον τρόπο που θα ήθελα. Σήμερα, ανακαλύπτω με έκπληξη ότι τα είπα όντως καλά.
Το Εμείς οι ζωντανοί δεν είναι ένα μυθιστόρημα «για τη Σοβιετική Ρωσία». Είναι ένα μυθιστόρημα για τον άνθρωπο ενάντια στο κράτος. Το βασικό του θέμα είναι η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής – και χρησιμοποιώ τη λέξη «ιερότητα» όχι με μυστικιστική χροιά, αλλά με την έννοια της «υπέρτατης αξίας».
Η πεμπτουσία του θέματός μου εμπεριέχεται στα λόγια της Ιρίνα, μιας από τους δευτεραγωνιστές της ιστορίας, ενός νεαρού κοριτσιού που καταδικάζεται σε φυλάκιση στη Σιβηρία, ενώ γνωρίζει ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω: «Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να καταλάβω. Και δεν πιστεύω πως μπορεί κάποιος να το εξηγήσει… Να η ζωή σου. Την ξεκινάς, νιώθοντας ότι είναι κάτι τόσο πολύτιμο και σπάνιο, τόσο όμορφο, που μοιάζει με ανεκτίμητο θησαυρό. Τώρα έχει τελειώσει και αυτό δεν έχει κάποια επίδραση στον κόσμο, και δεν είναι ότι είναι αδιάφοροι, είναι απλά ότι δεν ξέρουν, δεν ξέρουν τι σημαίνει ο εν λόγω θησαυρός μου, και υπάρχει κάτι σχετικά με αυτό που πρέπει να καταλάβουν. Εγώ η ίδια δεν το καταλαβαίνω, αλλά υπάρχει κάτι που πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας. Μόνο που… τι είναι αυτό; Τι, άραγε;»
Εκείνη την εποχή, ήξερα κάτι παραπάνω απ’ την Ιρίνα γι’ αυτό το ερώτημα – όχι πολλά, μα περισσότερα. Ήξερα ότι αυτή είναι η σωστή στάση απέναντι στη ζωή τού καθενός, αλλά τελικά δεν συμμερίζονται όλη αυτήν τη θέση –ότι, δηλαδή, αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σοφότερων ανθρώπων– κι ότι η απουσία της αποτελεί τεράστια συμφορά που δεν επισημάνθηκε ποτέ. Ήξερα ότι αυτό είναι το ζήτημα που βρίσκεται στη βάση όλων των δικτατοριών, όλων των κολεκτιβιστικών θεωριών και όλων των ανθρώπινων δεινών – και ότι τα πολιτικά ή οικονομικά ζητήματα είναι απλώς παράγωγα και συνέπειες αυτού του πρωταρχικού προβλήματος. Εκείνη την εποχή, αντιμετώπιζα κάθε υποστηρικτή της δικτατορίας και του κολεκτιβισμού με δυσπιστία και περιφρόνηση∙ Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γίνεται ένας άνθρωπος να έχει κακοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διεκδικεί το δικαίωμα να αφαιρεί ανθρώπινες ζώες, ούτε πώς κάποιος άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη έλλειψη αυτοεκτίμησης, ώστε παραχωρεί στους άλλους το δικαίωμα να αφαιρέσουν τη ζωή του. Σήμερα, η περιφρόνηση έχει παραμείνει, αλλά η δυσπιστία έχει φύγει, αφού γνωρίζω πια την απάντηση.
Μόνο στο Atlas Shrugged έφτασα σε ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα της Ιρίνα. Εκεί, εξηγώ το φιλοσοφικό, ψυχολογικό και ηθικό υπόβαθρο των ανδρών που εκτιμούν την ίδια τους τη ζωή και των ανδρών που δεν την εκτιμούν. Δείχνω ότι οι πρώτοι είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρωπότητας και ότι οι δεύτεροι είναι μεταφυσικοί δολοφόνοι, που ψάχνουν για μια ευκαιρία να γίνουν κανονικοί. Στο Atlas Shrugged δείχνω γιατί οι άνθρωποι παρακινούνται είτε από την υπόθεση της ζωής είτε από την υπόθεση του θανάτου. Στο Εμείς οι ζωντανοί δείχνω ότι μόνο έτσι έχουν τα πράγματα.
Ο ραγδαίος επιστημολογικός εκφυλισμός της σημερινής εποχής μας –όταν οι άνθρωποι υποβιβάζονται στο επίπεδο των ζώων, που είναι αλυσοδεμένα στο πάτωμα και είναι ανίκανα να αντιληφθούν τις αφηρημένες έννοιες, όταν οι άντρες διδάσκονται ότι πρέπει να κοιτάζουν το δέντρο, αλλά ποτέ το δάσος– πρέπει να δώσω την ακόλουθη προειδοποίηση στους αναγνώστες μου: μη σας παραπλανήσουν εκείνοι που θεωρούν ότι το Εμείς οι ζωντανοί είναι ξεπερασμένο, ή ότι δεν έχει πλέον σχέση με το παρόν, αφού πραγματεύεται τη Σοβιετική Ρωσία της δεκαετίας του ’20. Μια τέτοια κριτική ισχύει μόνο για τους συγγραφείς της νατουραλιστικής σχολής και αντιπροσωπεύει την άποψη εκείνων που, αφού δεν ανακάλυψαν ποτέ ότι μπορεί να υπάρχει –ή υπήρξε– οποιαδήποτε άλλη λογοτεχνική σχολή, δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τη χρησιμότητα ενός μυθιστορήματος από εκείνη ενός άρθρου σε κυριακάτικο περιοδικό ή εφημερίδα.
Η νατουραλιστική σχολή συνίσταται στην αντικατάσταση των στατιστικών στοιχείων με το μέτρο της αξίας του ατόμου και, στη συνέχεια, στην καταγραφή μικροσκοπικών, φωτογραφικών, δημοσιογραφικών λεπτομερειών μιας συγκεκριμένης χώρας, περιοχής, πόλης ή πίσω αυλής, σε μια συγκεκριμένη δεκαετία, έτος, μήνα ή κλάσμα του δευτερολέπτου, με τη γενική παραδοχή ότι: «Αυτό έκαναν οι άνθρωποι» – σε αντίθεση με την παραδοχή: «Αυτό είναι που έχουν επιλέξει οι άνθρωποι ή/και θα έπρεπε να επιλέξουν να κάνουν». Αυτό το τελευταίο είναι η υπόθεση της ρομαντικής σχολής, η οποία ασχολείται, πάνω απ’ όλα, με τις ανθρώπινες αξίες και, επομένως, με το ουσιώδες και το καθολικό στις ανθρώπινες πράξεις, και όχι με το στατιστικό και το τυχαίο.
Η νατουραλιστική σχολή καταγράφει τις επιλογές που έτυχε να έχουν κάνει οι άνθρωποι – η ρομαντική σχολή προβάλλει τις επιλογές που μπορούν και πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Εγώ είμαι μια ρομαντική ρεαλίστρια, και διακρίνομαι από τη ρομαντική παράδοση στο ότι οι αξίες με τις οποίες ασχολούμαι αφορούν αυτή τη γη και τα βασικά προβλήματα αυτής της εποχής.
Το Εμείς οι ζωντανοί δεν είναι μια ιστορία για τη Σοβιετική Ρωσία του 1925. Είναι μια ιστορία για τη δικτατορία, οποιαδήποτε δικτατορία, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, είτε πρόκειται για τη Σοβιετική Ρωσία, είτε για τη ναζιστική Γερμανία, είτε –κάτι που το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή του– για μια σοσιαλιστική Αμερική. Το τι κάνει η κυριαρχία της ωμής βίας στους ανθρώπους και το πώς καταστρέφει τους άριστους, θα είναι το ίδιο το 1925, το 1955 ή το 1975 – είτε η μυστική αστυνομία ονομάζεται G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση), είτε N.K.V.D. (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων), είτε οι άνθρωποι τρώνε κεχρί ή ψωμί, είτε ζουν σε καλύβες ή σε συγκροτήματα κατοικιών, είτε οι κυβερνώντες φορούν κόκκινα πουκάμισα ή καφέ, είτε ο επικεφαλής χασάπης φιλάει έναν μάγο-γιατρό από την Καμπότζη ή μια Αμερικανίδα πιανίστρια.
Όταν, στην ηλικία των δώδεκα ετών, την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης, άκουσα για πρώτη φορά την κομμουνιστική αρχή να εκφράζει ότι ο Άνθρωπος πρέπει να υφίσταται μόνο για χάρη του Κράτους, αντιλήφθηκα ότι αυτό ήταν το ουσιαστικό ζήτημα, ότι αυτή η αρχή ήταν κακή και ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει παρά μόνο στο κακό, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μεθόδους, λεπτομέρειες, διατάγματα, πολιτικές, υποσχέσεις και ευσεβείς κοινοτοπίες. Αυτός ήταν ο λόγος της αντίθεσής μου στον κομμουνισμό τότε – και αυτός παραμένει ο λόγος μου και σήμερα. Εξακολουθώ να εκπλήσσομαι ελαφρώς, μερικές φορές, που πάρα πολλοί ενήλικοι Αμερικανοί δεν κατανοούν τη φύση του αγώνα κατά του κομμουνισμού τόσο ξεκάθαρα όσο τον κατανοούσα εγώ στην ηλικία των δώδεκα ετών: συνεχίζουν να πιστεύουν ότι μόνο οι κομμουνιστικές μέθοδοι είναι κακές, ενώ τα κομμουνιστικά ιδεώδη είναι ευγενή. Όλες οι νίκες του κομμουνισμού από το 1917 και μετά οφείλονται σε αυτή τη συγκεκριμένη πεποίθηση που επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι ακόμα ελεύθεροι.
Σε εκείνους που μπορεί να αναρωτιούνται αν οι συνθήκες της πρώην εξουσίας στη Σοβιετική Ρωσία έχουν αλλάξει ουσιαστικά από το 1925, θα σας κάνω μια πρόταση: ρίξτε μια ματιά στα αρχεία των εφημερίδων. Αν το κάνετε, θα παρατηρήσετε το ακόλουθο μοτίβο: Πρώτα, θα διαβάσετε ενθουσιώδεις αναφορές για την ευτυχία, την ευημερία, τη βιομηχανική ανάπτυξη, την πρόοδο και τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης, και ότι οποιεσδήποτε δηλώσεις περί του αντιθέτου είναι ψέματα προκατειλημμένων αντιδραστικών – στη συνέχεια, περίπου πέντε χρόνια αργότερα, θα διαβάσετε αναφορές ότι τα πράγματα ήταν αρκετά άθλια στη Σοβιετική Ένωση πριν από πέντε χρόνια, τόσο άσχημα όσο ισχυρίζονταν οι προκατειλημμένοι αντιδραστικοί, αλλά τώρα τα προβλήματα έχουν λυθεί και η Σοβιετική Ένωση είναι μια χώρα ευτυχίας, ευημερίας, βιομηχανικής ανάπτυξης, προόδου και δύναμης. Περίπου πέντε χρόνια αργότερα, θα διαβάσετε ότι ο Τρότσκι (ή ο Ζινόβιεφ ή ο Κάμενεφ ή ο Λιτβίνοφ ή οι «κουλάκοι» ή οι ξένοι ιμπεριαλιστές) ήταν υπεύθυνοι για την άθλια κατάσταση των πραγμάτων πριν από πέντε χρόνια, αλλά τώρα ο Στάλιν τούς έχει καθαρίσει όλους και η Σοβιετική Ένωση έχει ξεπεράσει την παρακμιακή Δύση σε ευτυχία, ευημερία, βιομηχανική ανάπτυξη, κ.λπ. Πέντε χρόνια αργότερα, θα διαβάσετε ότι ο Στάλιν ήταν ένα τέρας που είχε συντρίψει την πρόοδο της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά τώρα είναι μια χώρα ευτυχίας, ευημερίας, καλλιτεχνικής ελευθερίας, εκπαιδευτικής τελειότητας και επιστημονικής υπεροχής έναντι όλου του κόσμου. Πόσα τέτοια πενταετή σχέδια θα χρειαστείτε για να αρχίσετε να καταλαβαίνετε; Αυτό εξαρτάται από τη διανοητική σας ειλικρίνεια και την αφαιρετική σας ικανότητα. Όμως, τι γίνεται με τη σοβιετική κατοχή της ατομικής βόμβας; Διαβάστε τις αναφορές για τις δίκες των επιστημόνων που ήταν Σοβιετικοί κατάσκοποι στην Αγγλία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τον Σπούτνικ; Διαβάστε την ιστορία του «Project X» στο Atlas Shrugged.
Μπορούν να γραφτούν –και έχουν γραφτεί– τόμοι για την έννοια της ελευθερίας σε σχέση με αυτήν της δικτατορίας, αλλά, στην ουσία, καταλήγουμε σε ένα και μόνο ερώτημα: θεωρείτε ηθικό να αντιμετωπίζετε τους ανθρώπους ως ζώα που θυσιάζονται και να τους κυβερνάτε με φυσική βία; Αν, ως πολίτης της πιο ελεύθερης χώρας στον κόσμο, δεν ξέρετε τι θα σήμαινε αυτό στην πραγματικότητα, το Εμείς οι ζωντανοί θα σας βοηθήσουμε να το μάθετε.
Επιστρέφοντας στις εισαγωγικές παρατηρήσεις αυτού του προλόγου, θέλω να εξηγήσω τις εκδοτικές αλλαγές που έκανα στο κείμενο αυτού του μυθιστορήματος για την παρούσα επανέκδοσή του: η κύρια ανεπάρκεια των λογοτεχνικών μου μέσων ήταν γραμματική – ένα ιδιάζον είδος αβεβαιότητας ως προς τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, η οποία αντανακλούσε τη μεταβατική κατάσταση ενός μυαλού που σκεφτόταν όχι πια στα ρωσικά, αλλά και όχι ακόμη πλήρως στα αγγλικά. Άλλαξα μόνο τα πιο αμήχανα ή περίπλοκα λάθη αυτού του είδους, επαναδιατύπωσα τις προτάσεις και διευκρίνισα το νόημά τους, χωρίς να αλλάξω το περιεχόμενό τους. Δεν έχω προσθέσει ή εξαλείψει τίποτα στο ή από το περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Έχω κόψει μερικές προτάσεις και μερικές παραγράφους που ήταν επαναλαμβανόμενες ή τόσο συγκεχυμένες στις νύξεις τους, που η αποσαφήνισή τους θα απαιτούσε μακροσκελείς προσθήκες. Εν ολίγοις, όλες οι αλλαγές είναι απλώς επιμελητικές αλλαγές, διορθώσεις στο κείμενο. Το μυθιστόρημα παραμένει αυτό που ήταν και όπως ήταν.
Για τους αναγνώστες που εξέφρασαν μια προσωπική περιέργεια για μένα, θέλω να πω ότι το Εμείς οι ζωντανοί είναι το κοντινότερο σε αυτοβιογραφία κείμενο που θα έγραφα ποτέ. Δεν είναι αυτοβιογραφία με την κυριολεκτική, αλλά μόνο με τη πνευματική έννοια. Η πλοκή είναι επινοημένη – το υπόβαθρο δεν είναι. Ως συγγραφέας της ρομαντικής σχολής, δεν θα ήμουν ποτέ πρόθυμη να μεταγράψω μια «πραγματική ιστορία ζωής», κάτι που θα ισοδυναμούσε με αποφυγή του πιο σημαντικού και πιο δύσκολου μέρους της δημιουργικής γραφής: της κατασκευής μιας πλοκής. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα ήταν βαρετό μέχρι θανάτου. Η άποψή μου για το τι πρέπει να είναι μια καλή αυτοβιογραφία εμπεριέχεται στον τίτλο που έδωσε ο Louis H. Sullivan στην δική του ιστορία ζωής: Η αυτοβιογραφία μιας ιδέας.
Μόνο με αυτή την έννοια, το Εμείς οι ζωντανοί είναι η αυτοβιογραφία μου, και η Κίρα, η ηρωίδα, είμαι εγώ. Γεννήθηκα στη Ρωσία, σπούδασα όταν ξεκίνησε το σοβιετικό καθεστώς, έχω δει τις συνθήκες ζωής που περιγράφω. Οι λεπτομέρειες της ιστορίας της Κίρα δεν ήταν δικές μου∙ δεν σπούδασα μηχανικός, όπως εκείνη, σπούδασα Ιστορία∙ δεν ήθελα να χτίσω γέφυρες, ήθελα να γράψω. Η εξωτερική της εμφάνιση δεν έχει καμία ομοιότητα με τη δική μου, ούτε και η οικογένειά της. Τα συγκεκριμένα γεγονότα από τη ζωή της Κίρα δεν έμοιαζαν καθόλου με τα δικά μου. Αλλά οι ιδέες της, οι πεποιθήσεις της, οι αξίες της ήταν και είναι ίδιες με τις δικές μου.
Νέα Υόρκη, Οκτώβριος 1958
Σημείωση
Η Άυν Ραντ γεννήθηκε στην Πετρούπολη το 1905. Το 1917, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η οικογένειά της κατέφυγε στην Κριμαία, όπου εκείνη τελείωσε το σχολείο. Αργότερα επέστρεψε στην Πετρούπολη και σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία στο πανεπιστήμιο. Έπειτα συνέχισε τις σπουδές της στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφικών Τεχνών με σκοπό να γίνει σεναριογράφος. Το 1925 πήρε άδεια να επισκεφθεί συγγενείς της στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Χόλιγουντ, όπου ο διάσημος Σεσίλ ντε Μιλ την προσέλαβε σαν αναγνώστρια σεναρίων. Εκεί γνώρισε και τον Φρανκ Ο’ Κόννορ, με τον οποίο παντρεύτηκε. Η Άυν Ραντ άρχισε τη συγγραφική της δράση σαν σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το πρώτο της μυθιστόρημα, “Εμείς οι ζωντανοί”, δημοσιεύτηκε το 1936. Αργότερα δημοσίευσε άλλα δυο μυθιστορήματα (“Κοντά στον ουρανό”, 1943, και “Atlas Shrugged”, 1957). Και τα τρία αυτά βιβλία τής εξασφάλισαν αμέσως εντυπωσιακή επιτυχία και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Έγραψε επίσης και πολλά άλλα έργα, επιστημονικά, πολιτικά, φιλολογικά, και κυρίως φιλοσοφικά, όπου αναπτύσσει τη φιλοσοφική θεωρία της, τον λεγόμενο αντεικιμενισμό. Η Άυν Ραντ πέθανε το 1982, αλλά τα βιβλία της εξακολουθούν να ανατυπώνονται μέχρι σήμερα και συνολικά έχουν πουλήσει πάνω από είκοσι εκατομμύρια αντίτυπα.
Ayn Rand, Εμείς οι ζωντανοί. μτφρ. Καλλιφατίδη Έφη , Εκδόσεις Παπαδόπουλος