Γεωργία Συλλαίου
Ανεξιχνίαστοι φόνοι
1.
Η Μαρία Π. ζει επί σαράντα συναπτά έτη με τον σύζυγό της Γιώργο Π. Η κοινή ζωή τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συναρπαστική από εκείνους τους παρατηρητές που καταγράφουν μόνο τον βίο και την πολιτεία των λαμπερών εκπροσώπων του ανθρώπινου είδους. Η Μαρία Π. δεν φιλοδοξεί να περάσει στην ιστορία, έχει τα δικά της ιδιωτικά κεφάλαια – παιδικά χρόνια, ενηλικίωση, γάμος, παιδιά, ε, κι αν έρθουν εγγόνια θα το υποστεί και αυτό. Γιώργο, λέει στον σύζυγό της κατά τη διάρκεια του λιτού δείπνου τους, η λάμπα της κρεβατοκάμαρας κάηκε. Ο Γιώργος ξεφυσάει βαριεστημένα. Σου είπα, θα την αλλάξω, λέει. Τρεις μέρες μου λες πως θα την αλλάξεις, αλλά δεν το κάνεις, απαντά η Μαρία και σηκώνεται για να μαζέψει τα πιάτα. Τα πλένει και μετά πάει στο υπνοδωμάτιο. Ένα βιβλίο που της χάρισε η μεγάλη της κόρη, μαμά είναι απ’ αυτά που σ’ αρέσουν της είπε, είναι επάνω στο κομοδίνο της, από την αριστερή μεριά του κρεβατιού όπου είναι εδώ και σαράντα χρόνια η θέση της κάθε βράδυ, εξαιρουμένων κάποιων σύντομων διακοπών και ελαχίστων ταξιδιών στην ενδοχώρα. Επαναστατεί όταν βλέπει τον σύζυγό της να έχει θρονιαστεί στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, αγνοώντας για τέταρτη συνεχή φορά την παράκλησή της για αλλαγή της λάμπας. Κοιτάει την ώρα, είναι εφτά και μισή. Προλαβαίνω, μονολογεί. Πηγαίνει γρήγορα στο σουπερμάρκετ, παίρνει μια λάμπα και δύο γιαούρτια με φράουλα. Επιστρέφει στο σπίτι. Γιώργο, κλείσε για λίγο τον γενικό, φωνάζει στον σύζυγό της. Σκοτάδι στην κρεβατοκάμαρα, παίρνει τον φακό. Τη στιγμή που βιδώνει την καινούργια λάμπα τυφλώνεται από το φως. Τη χτυπάει το ρεύμα, κουτρουβαλάει από το κρεβάτι και χτυπάει το κεφάλι της στο κομοδίνο. Μια ώρα αργότερα οι αστυνομικοί ξύνουν σκεφτικοί το κεφάλι τους. Καλά, δεν σκεφτήκατε να κλείσετε τον γενικό πριν;, ρωτά ο πιο ηλικιωμένος. Φυσικά, απαντά ο Γιώργος Π., αλλά θα παραπάτησε, κοιτάξτε το βιβλίο, έχει αίματα επάνω. Θα σας χρειαστούμε στο τμήμα, μουρμουρίζει ο ηλικιωμένος αστυνομικός. Φυσικά, είμαι στη διάθεσή σας απαντά ο Γιώργος Π. και ρίχνει μια ματιά στον τίτλο του βιβλίου. «Η τελευταία αναλαμπή». Μισό λεπτό, περιμένετε;, λέει στους αστυνομικούς, πηγαίνει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο και αρχίζει να τρώει το ένα γιαούρτι σκεφτικός, να πάρει η ευχή, μονολογεί, δεν είδε πως ήταν ληγμένο.
2.
Ο Αντουάν Βαρέν, Βέλγος στην καταγωγή και όχι Γάλλος όπως πιστεύουν πολλοί, είναι κριτικός κινηματογράφου, πράγμα που γνωρίζουν όλοι οι ομοτράπεζοί του και όχι μόνον αυτοί. Τα δηλητηριώδη άρθρα του διασκεδάζουν με την οξυδέρκεια και την έως σαδισμού αναλυτική τους ικανότητα – ιδιότητες που συχνά οδηγούν τον δημιουργό σε απόγνωση και το δημιούργημα στα σκουπίδια – περισσότερο τους κινηματογραφόφιλους παρά τους νέους κινηματογραφιστές. Το δείπνο στην μικρή πόλη της Ανατολικής Σκωτίας όπου λαμβάνει χώρα το ομώνυμο φεστιβάλ βρίσκεται εν εξελίξει και ο Αντουάν Βαρέν κάθεται εν μέσω των θυμάτων του μπροστά σε ένα ποτήρι κοκτέιλ. Έλα, Βαρέν, τον προτρέπει ένας νεαρός σκηνοθέτης με πρώιμη φαλάκρα και γυαλιά με φακούς πατομπούκαλα, βρες το θάρρος και πιες! Εν μέσω χαχανητών όλοι υψώνουν τα ποτήρια και ο Βαρέν δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να πιει κι αυτός έστω μία γουλιά. Υπακούει και κατεβάζει το πικρό ποτήρι μέχρι τον πάτο. Λίγα λεπτά αργότερα ο διπλανός του έχει πέσει ξερός, ο Βαρέν ευγνωμονεί την καλή του τύχη, ο γιατρός που εξετάζει το παρ΄ ολίγον θύμα ανακοινώνει ότι το μοιραίο ποτήρι περιείχε απλώς μια γερή δόση υπνωτικού, μια γερή πλύση στομάχου και όλα εντάξει. Η αστυνομία είναι ήδη παρούσα. Μέσα στον γενικό αλαλαγμό ένας παχουλός αστυνομικός με μουστάκι και υπογένειο αναγνωρίζει τον Βαρέν και τον πληροφορεί ότι το αυτοκίνητό του βρέθηκε πυρπολημένο στην άκρη του γκρεμού, παρακαλώ ελάτε μαζί μου, λέει. Ο Αντουάν Βαρέν ακολουθεί μέσα στα μαύρα σκοτάδια το αυτοκίνητο του ένστολου και μόνο όταν φτάνει στο σημείο όπου, πράγματι, ο σκελετός της απανθρακωμένης Μπε εμ Βε του καπνίζει ακόμη, συνειδητοποιεί ότι το όχημα που τον έφερε στον τόπο της καταστροφής δεν είχε τα διακριτικά της αστυνομίας. Καθώς, μετά από ένα γερό σπρώξιμο πλέει στην έναστρη άβυσσο, αναγνωρίζει μάλλον αργά στο πρόσωπο του μυστακοφόρου αστυνομικού εκείνο του νεαρού σκηνοθέτη τον οποίο πριν δύο χρόνια γελοιοποίησε, πάντα με κομψότατη και ευρηματική γλώσσα. Κάτι άλλο που θυμάται επίσης πριν τσακιστεί στα βράχια είναι ότι μόλις χθες έστειλε ακόμη ένα δηλητηριώδες άρθρο με το οποίο αποτελειώνει τον μυστακοφόρο και ταυτοχρόνως συνειδητοποιεί ότι δυστυχώς δεν θα είναι πλέον σε θέση να απολαύσει ακόμη ένα σύντομο διασκεδαστικό διάστημα με απειλητικές επιστολές από τον σκηνοθέτη και συγχαρητήρια τηλεφωνήματα από τους πολυπληθείς κινηματογραφόφιλους θαυμαστές του.
(συνεχίζεται)