Οι δυσκολίες της (έμφυλης) ταυτότητας (του Ηλία Γιούρη)

0
369
Από την ταινία του Αλβαρο Γκάγκο "Μητέρα, Πατρίδα"

 

Οι δυσκολίες της (έμφυλης) ταυτότητας. Μια ερμηνευτική πρόταση για τη Μαργαρίτα Ιορδανίδη του Μιχάλη Μακρόπουλου.

 

του Ηλία Γιούρη (*)

Το ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας αποτελεί διαχρονικά ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η κατασκευή του εαυτού, οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες τα άτομα διαμορφώνουν μια αίσθηση ταυτότητας, τα ποικίλα εμπόδια (κοινωνικά, πολιτισμικά, έμφυλα) που παρεμβαίνουν για να αναχαιτίσουν τη διαδικασία ατομικής ανάπτυξης είναι ένα ανεξάντλητο θεματικά πεδίο, στο οποίο η συγγραφική φαντασία επανέρχεται με ακόρεστο και ανανεωμένο κάθε φορά ενδιαφέρον. Το τελευταίο βιβλίο του Μιχάλη Μακρόπουλου (Μαργαρίτα Ιορδανίδη, Κίχλη 2024) αντλεί από αυτή τη μεγάλη αρτηρία και θέτει στο επίκεντρό του τη διαδικασία αναζήτησης της ατομικότητας. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια κοινή γειτονιά της Αθήνας την τελευταία δεκαετία του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Ένας μικροαστικός γάμος, ένας χειριστικός σύζυγος, μια γυναίκα που αυτοκτονεί και μια άλλη που δέχεται να πάρει το όνομα και τη θέση της προκατόχου της­ είναι τα στοιχειώδη συστατικά μιας ιστορίας φαινομενικά τετριμμένης, η οποία όμως στα χέρια του Μακρόπουλου χάνει τον κατά το μάλλον ή ήττον συμβατικό χαρακτήρα της και αποκτά τις ανησυχητικές διαστάσεις ενός κλειστοφοβικού υπαρξιακού δράματος δωματίου. Στήνοντας το αφηγηματικό του εργαστήριο μέσα στο αποπνικτικά κοινότοπο περιβάλλον του μικροαστικού γάμου, ο συγγραφέας δεν αποκαλύπτει απλώς το ανοίκειο και το αλλόκοτο που εμφιλοχωρούν ασταμάτητα κάτω από τη στέγη του οικείου. Η αφηγηματική αναμέτρησή του με τα παράδοξα της προσωπικής ταυτότητας τού δίνει επίσης τη δυνατότητα να ανακινήσει μια σειρά από συναφή και αλληλένδετα ζητήματα, όπως είναι η θέση της γυναίκας στην οικογένεια, η ανδρική κυριαρχία, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, το πρόβλημα της εθελούσιας δουλείας.

  1. Μαργαρίτα: η ταυτότητα ως διερεύνηση

Ο συγγραφέας σχεδιάζει το πορτρέτο της κεντρικής ηρωίδας του, της Μαργαρίτας Ιορδανίδη του τίτλου, μέσα από θραύσματα βιογραφικών στοιχείων, που αναδεικνύουν πιο πολύ τον μοναχικό και μυστηριώδη χαρακτήρα της. Πρόσωπο χωρίς καταγωγή ή συγκεκριμένες ρίζες αφού μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια, χωρίς δίκτυο φίλων και γνωστών, εντέλει χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, η Μαργαρίτα αναζητά, λίγο πολύ ανεπίγνωστα, ένα στέρεο έδαφος για να γαντζωθεί πάνω του και να οικοδομήσει ένα ατομικό σχέδιο ζωής. Το πλαίσιο της οικογένειας φαντάζει εξαρχής στα μάτια της αξιόπιστο, προικισμένο με αρκετή ανθεκτικότητα για να υποδεχθεί τη ρευστή αναζήτησή της. Για την εύθραυστη και κάπως περιθωριοποιημένη Μαργαρίτα, η οποία ούτως ή άλλως δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ενεργό μέλος της κοινωνίας και των εντάσεών της, ο γάμος υπόσχεται μια διαφυγή από την οδύνη της μοναξιάς που είναι σύμφυτη με την ατομικότητα. Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου δηλαδή να συντηρήσει αυτή τη ζωτική για την ίδια πεποίθηση, δεν θα διστάσει να έρθει σε σύγκρουση ακόμη και με την καλύτερη φίλη της και να διαρρήξει αμετάκλητα τη σχέση μαζί της, μόλις η τελευταία διατυπώνει εύλογες επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας λύσης.

Το μοτίβο του γάμου και της οικογένειας είναι εδώ η δομική μήτρα της αφήγησης.[1] Ο γάμος με τον Κώστα, έναν εξίσου μοναχικό αλλά πνευματικά αβαθή άντρα –τυπικό εκπρόσωπο του κοινού νου και της συμβατικής ηθικής– και η γέννηση των δύο παιδιών όχι μόνο δεν θα κατευνάσουν τις επίμονες εσωτερικές αναζητήσεις της Μαργαρίτας, αλλά θα βιωθούν από την ίδια ως παγίδευση σε έναν ασφυκτικό κλοιό δεσμεύσεων, συνώνυμων με τη στέρηση της ατομικής ελευθερίας. Όσο πιο πολύ τακτοποιείται εξωτερικά στο πλαίσιο της συμβατικής ζωής (συζυγικές υποχρεώσεις, μητρική φροντίδα, μεγαλύτερο διαμέρισμα), τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τον εαυτό της και βυθίζεται στην εσωτερική αποδιοργάνωση. «Αφότου παντρευτήκαμε έχεις αλλάξει, Μαργαρίτα».[2] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Μαργαρίτα αρχίζει πλέον να βλέπει καθαρότερα, να αντικρίζει τον κόσμο από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία, γεγονός που επιτείνει την αδυναμία της να ζήσει εντός του. Η αφήγηση καταγράφει μεθοδικά τα ανησυχητικά συμπτώματα αυτής της αδυναμίας, η οποία δεν θα αργήσει να γίνει εκτυφλωτικά ορατή τόσο για την ίδια όσο και για τον περίγυρό της: «Το σπίτι με πνίγει, Κώστα» (Μ.Ι., 111). Οι μύχιες αμφιβολίες, η ασίγαστη και χωρίς λόγο ανησυχία, η ονειροπόληση και η καταφυγή στη λογοτεχνία, οι μοναχικοί περίπατοι – όλα αυτά είναι διστακτικές κι εντούτοις αποφασιστικές και απερίσταλτες κινήσεις χειραφέτησης της ηρωίδας, που ρηγματώνουν το κέλυφος της συμβατικής ταυτότητας και θα οδηγήσουν βαθμιαία στην κατάρρευσή του. Η Μαργαρίτα εγκλωβίζεται στην οικογενειακή ζωή, μόνο και μόνο για να συναντήσει τις αβύσσους της δικής της ταυτότητας και για να κατακρημνιστεί στα απύθμενα βάθη τους.

Η δυσφορία της κορυφώνεται σε ένα αποκαλυπτικό επεισόδιο, σκηνοθετημένο αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα. Προσκεκλημένη μαζί με τον σύζυγό της στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι οικογενειακών φίλων, η Μαργαρίτα, η οποία ασφυκτιά από τους ακκισμούς και τις μικροαστικές φιλοφρονήσεις της οικοδέσποινας, κατακλύζεται ξαφνικά από ένα αίσθημα αποξένωσης και νιώθει την ακαταμάχητη παρόρμηση να συντρίψει την επίπλαστη εικόνα ξεσκεπάζοντας το βαθύτερο ψέμα στο οποίο στηρίζεται: «Στολίζεσαι, [Τασία], στολίζεις το σπίτι σου, αγοράζεις δώρα, φτιάχνεις τόσα φαγιά, γιατί χωρίς αυτά δεν θα ’χες καμία ταυτότητα» (Μ.Ι., 114). Αυτές οι λιγοστές φράσεις που απευθύνει η Μαργαρίτα στην Τασία σαν τελεσίδικη ετυμηγορία θέτουν διακυβεύματα πολύ επώδυνα και θεμελιώδη, αφού αποκαλύπτουν μια βαθιά ένσταση ενάντια στη μορφή ζωής που ενστερνίζονται οι παριστάμενοι, και ως εκ τούτου λειτουργούν απειλητικά για τα θεμέλια του κόσμου τους. Η ρήξη της ηρωίδας με το περιβάλλον της είναι έτσι αναπόφευκτη. Εφεξής, οι προσωπικές κινήσεις διαφυγής όχι μόνο δεν γίνονται ευμενώς δεκτές στο περιβάλλον αυτό, αλλά ερμηνεύονται ως ακατανόητα καπρίτσια, ως καθαρή και ασυγχώρητη αγνωμοσύνη.

Έτσι, η βιογραφία της Μαργαρίτας στο εσωτερικό της οικογένειας εξελίσσεται σε μια βιογραφία της ρήξης, της διακινδύνευσης. Δρασκελίζοντας τους φραγμούς της κοινωνικής ευπρέπειας, αναλαμβάνοντας ένα τέτοιο ρίσκο, η Μαργαρίτα εισέρχεται σε μια αχαρτογράφητη περιοχή, σε έναν λαβύρινθο χωρίς σχεδιάγραμμα ούτε πυξίδα. Παρόλο που επιθυμεί διακαώς να κατακτήσει μια θέση στον κόσμο, τελικά όχι μόνο δεν καταφέρνει να συμπεριληφθεί στα όριά του, αλλά φτάνει στο σημείο να τα υπονομεύσει, εισάγοντας απρόσκλητα εντός του τα πιο ανεπιθύμητα ερωτήματα και μολύνοντας τη συμβατική χαρά των ενοίκων του με μια δόση υπαρξιακής αγωνίας.[3] Διαλείπουσα, συνεχώς διαφεύγουσα, παράταιρη και αταίριαστη, η Μαργαρίτα απελευθερώνει τη δυναμική ενός αναρχικού, χειραφετητικού γίγνεσθαι, το οποίο διαρρηγνύει τις καταπιεστικές δομές της μικροαστικής ταυτότητας και θέτει υπό αμφισβήτηση σχεδόν όλα όσα θεωρούν δεδομένα οι άλλοι.

Ο Μακρόπουλος παρακολουθεί διακριτικά την ηρωίδα του στη βασανιστική πορεία αναζήτησης της δικής της αλήθειας. Η έκρηξη δυσφορίας της μπροστά στον αστικό κομφορμισμό εμπεριέχει ένα σπέρμα υπαρξιακής ανατροπής, μια βούληση να διανοιχθεί στο άγνωστο, να κομματιάσει τις στέρεες βεβαιότητες που πάνω τους βασίζεται η ασφάλεια της καθημερινής ζωής. Η εικόνα της να μπαίνει στη θάλασσα και να απομακρύνεται άφοβα από την ακτή κολυμπώντας με απλωτές και αποφασιστικές κινήσεις (Μ.Ι., 76-77) θα μπορούσε να ιδωθεί ως μεταφορά για τη στάση της γενικότερα απέναντι στη ζωή. Αποκαλύπτει τον ασταθή και αβέβαιο χαρακτήρα της κοινωνικής ενσωμάτωσής της, κάτι που της επιτρέπει ακριβώς να αφήνει πίσω όλα όσα την κρατούν ακινητοποιημένη: την αστική ζωή, την οικογένεια, τον ίδιο της τον εαυτό: «Γυναίκα διάφανη, χωρίς σκιά», «εγκατέλειπε ξανά και ξανά τον εαυτό της και ολοένα […] προχωρούσε» (Μ.Ι., 106). Στο τέρμα αυτής της ριψοκίνδυνης πορείας, η οποία την απομακρύνει αναπόδραστα από κάθε ασφάλεια, βρίσκεται ο θάνατος: η Μαργαρίτα θα βάλει τέλος στη ζωή της.

Η νουβέλα του Μακρόπουλου εικονογραφεί την κρίση της ταυτότητας ως μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές συμβάσεις και τις προσωπικές επιθυμίες. Συρρικνωμένο σε στοιχειώδεις και απλοϊκούς όρους, το πρόβλημα θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Αν το εγώ είναι ένα σύνολο από βουλήσεις, προσδοκίες, ανάγκες, τι συμβαίνει όταν το εγώ αυτό έρχεται αντιμέτωπο με το σύνολο απαιτήσεων, άρρητων κανόνων και θεσμοποιημένων μοτίβων συμπεριφοράς που συνιστούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να ενταχθεί;[4] Η Μαργαρίτα Ιορδανίδη εισέρχεται σε αυτό το σύστημα, αλλά δεν καταφέρνει να γίνει μέρος του. Όπως της καταλογίζει εμμέσως ο άντρας της, δεν νιώθει ποτέ σαν να βρίσκεται στο σπίτι της. Η ταυτότητά της απορρέει από την άρνησή της να προσαρμοστεί σε όσα οι άλλοι θέλουν από εκείνη. Η δική της ζωή είναι η ζωή της «ριζοσπαστικής μη ταυτότητας».[5]

  1. Ματζλίντα-Ελευθερία-Μαργαρίτα: η ταυτότητα ως φυλακή

Αλλά ο Μακρόπουλος περιπλέκει και εμπλουτίζει την προβληματική της ταυτότητας προσθέτοντας στην αφήγηση τη μορφή μιας δεύτερης γυναίκας, το πεπρωμένο της οποίας συνδέεται άρρηκτα και μοιραία με εκείνο της Μαργαρίτας. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο Κώστας θα γνωρίσει τη Ματζλίντα, Αλβανίδα μετανάστρια που άλλαξε το όνομά της σε Ελευθερία και εργάζεται ως καθαρίστρια στο γραφείο του. Το νήμα της ιστορίας ξετυλίγεται παράλληλα με την ιστορία της Μαργαρίτας. Ο Κώστας – χωρίς δεσμούς ο ίδιος, ξεκομμένος από την καταγωγή του– θα προσφέρει στη γυναίκα αρχικά το δέλεαρ μιας σταθερής σχέσης και στη συνέχεια τον ασφαλή ελλιμενισμό της στους κόλπους του γάμου και της οικογένειας. Ωστόσο, το καταφύγιο αυτό αποδεικνύεται πλασματικό, αφού στην πραγματικότητα λειτουργεί ως εργαστήριο συστηματικής και αδιάλειπτης άσκησης συμβολικής βίας. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, ο Κώστας αρχίζει να εφαρμόζει πάνω της ένα πρόγραμμα σταδιακής μετάλλαξης της ταυτότητάς της: κατανέμει απαιτήσεις και της αναθέτει ρόλους που αγνοούν και παραβλέπουν εντελώς τις επιθυμίες της ίδιας, εγχαράσσοντας στο σώμα της ένα σύστημα αντιλήψεων, εκτιμήσεων και δράσεων σύμφωνο προς τις δικές του αποκλειστικά ανάγκες, προκειμένου να αναπλάσει και να αναδομήσει εξ ολοκλήρου το εγώ της στο καλούπι της ταυτότητας της πρώτης γυναίκας του.

Αυτή η μεταμόρφωση διενεργείται μέσα από μικρές τελετουργίες, εξωτερικές και επιφανειακές αρχικά, αλλά στη συνέχεια όλο και πιο ουσιαστικές. Έτσι η Ματζλίντα-Ελευθερία, κατ’ απαίτηση του Κώστα, βάφει ξανθά τα μαλλιά της όπως η προκάτοχός της, ντύνεται με τα φορέματά της, αλλάζει –ξανά– το όνομά της και γίνεται πλέον Μαργαρίτα, υποδύεται τον ρόλο της μητέρας των παιδιών εκείνης. Αυτές οι πρακτικές που ξεκινούν ως εφήμερο, γκροτέσκο παιχνίδι μεταμφίεσης και γίνονται αρχικά δεκτές από τη Ματζλίντα-Ελευθερία με μοιρολατρική απάθεια, γρήγορα χάνουν τον προσωρινό τους χαρακτήρα, γίνονται βίαιες λογοκρισίες και εγκαθίστανται ως μόνιμοι τρόποι συμπεριφοράς. Ενσαρκώνοντας την τέλεια παθητικότητα, η Ελευθερία εσωτερικεύει πλήρως τους κραδασμούς των άρρητων επιθυμιών και των ρητά διατυπωμένων υποδείξεων του Κώστα και έτσι παίρνει τη μορφή της γυναίκας που απαιτεί η φαντασίωσή του.

Υπάρχει άραγε τρόπος διαφυγής από αυτό το άκαμπτο σύστημα πειθάρχησης που έχει εφαρμόσει ο άντρας της ιστορίας; Ποιες δυνατότητες αντίστασης μπορεί να αναπτυχθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ο συγγραφέας δεν αφήνει αβοήθητη την ηρωίδα του: εφοδιάζει την έγκλειστη ζωή της με μικρές σωτήριες διεξόδους. Όπως η Μαργαρίτα, έτσι και η Ελευθερία-Μαργαρίτα θα ανακαλύψει ότι μια τέτοια διέξοδος είναι το διάβασμα. Η λογοτεχνία θα γίνει «το δικό της δωμάτιο», όχι τόσο με την έννοια της χωρικής διάταξης (όπως στη Βιρτζίνια Γουλφ), αλλά με την έννοια της διαμόρφωσης και της διασφάλισης ενός εσωτερικού χώρου, όπου αποσύρεται απελευθερωμένη από εσωτερικούς και εξωτερικούς καταναγκασμούς και ονειροπολεί προστατευμένη από το αυστηρό εποπτικό βλέμμα της ανδρικής εξουσίας. «Το μόνο πράγμα που του φάνηκε δικό της ήταν οι φανταστικές ιστορίες άλλων μέσα στα βιβλία» (Μ.Ι., 63). Μέσα από το διακειμενικό δίκτυο των ταυτίσεων με τις ηρωίδες των αγαπημένων τους συγγραφέων –Φλωμπέρ, Τολστόι, Καραγάτσης, Καραπάνου, Κούντερα–, οι δύο γυναίκες καταλαβαίνουν καλύτερα την ιστορία της δικής τους ζωής: κάτι από το άλλο (αξίες, αρχές, ιδεώδη) εισδύει στη σύνθεση του ίδιου. Έτσι η λογοτεχνία έχει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των ηρωίδων, αφού τα μυθιστορήματα παρέχουν μια προνομιούχο μεσολάβηση για την ερμηνεία του εαυτού τους.[6] Μέσα στο σύστημα καταπίεσης στο οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένες, η ανάγνωση αποδεικνύεται ένα από τα μείζονα συμβάντα που καταφέρνουν να αλλάξουν τις εσωτερικές διαμορφώσεις του εαυτού. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο του Μακρόπουλου είναι ένα σχόλιο στην απελευθερωτική δύναμη της λογοτεχνίας.

  1. Μια ιστορία εξέγερσης και υποταγής

Η νουβέλα ξεκινά όταν η μετάλλαξη της ηρωίδας έχει ήδη ολοκληρωθεί. Η ταυτότητά της –ένα αλλόκοτο συμπίλημα από ξένους ρόλους, ονόματα, ιδιότητες που έχουν συγκολληθεί αδέξια και αυθαίρετα πάνω της– πυροδοτεί αναπόφευκτα υποκειμενικές εμπειρίες ντροπής και αμηχανίας, προσωπικές ενοχές, φόβους και διλήμματα. Σε μια τέτοια κρίση, και με πρωτοφανή για την ίδια ενεργητικότητα, η πειθήνια μέχρι τότε ηρωίδα ξεσπά και επιχειρεί να αποτινάξει την παγίδα του διττού ρόλου που της είχε επιβληθεί, με δύο κοφτές αρνήσεις: «Δεν με λένε έτσι: Μαργαρίτα», «Δεν είμαι η μητέρα σας» (Μ.Ι., 15 και 127). Η διπλή άρνηση είναι ουσιαστικά η εξωτερίκευση ενός καταπιεσμένου αιτήματος: να γίνει επιτέλους το υποκείμενο της δικής της ζωής, η σχεδιάστρια της δικής της βιογραφίας.

Ποια είναι η έκβαση του αιτήματος; Η νουβέλα ξεκινά με τη σκηνή όπου τίθεται το αίτημα της χειραφέτησης, αλλά η εξέλιξη του αιτήματος μένει μετέωρη και εκκρεμής μέχρι το τέλος, οπότε η ίδια σκηνή παρουσιάζεται ξανά, αυτή τη φορά ολοκληρωμένη, με τις απαντήσεις που είχαν αποσιωπηθεί στην αρχή. Διαγράφοντας έναν κύκλο, η αφήγηση επανέρχεται στο επεισόδιο εξέγερσης με το οποίο ξεκινά, μόνο όμως για να δείξει την πλήρη αποτυχία της και να επιβεβαιώσει την καταστολή της. Διότι το αίτημα χειραφέτησης και η δυνατότητα φυγής συντρίβονται αμέσως, και η Ελευθερία ωθείται ξανά στη φυλακή της ξένης ταυτότητας, η οποία πλέον σφραγίζεται ερμητικά.

Ύστερα από μια στιγμή αμηχανίας, ο Κώστας αναλαμβάνει ξανά δράση και, επιβεβαιώνοντας τα δικαιώματά του ως αποκλειστικός κατασκευαστής και σκηνοθέτης της βιογραφίας της γυναίκας του, σπεύδει σκανδαλισμένος να κατακεραυνώσει αυτό το ανήκουστο διάβημα αυτονόμησης. Της υπενθυμίζει τις πρακτικές υπακοής που αρμόζουν στη θέση της, καταδικάζει τις ανάρμοστες συμπεριφορές απείθειας, καταπνίγει εν τη γενέσει του κάθε σκίρτημα ελευθερίας. Ο επιτακτικός, αδιαπραγμάτευτος τόνος με τον οποίο της απευθύνεται, η βλοσυρότητα της φωνής του όταν την προσφωνεί με το δανεικό όνομα σαν να αναγγέλλει την ισόβια καταδίκη της (: «Είσαι η Μαργαρίτα») δεν αφήνουν από πλευράς της περιθώρια αντίρρησης. Μέσα στην τρομακτική ταυτολογία «Είσαι η Μαργαρίτα» όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες «εαυτού» στραγγαλίζονται για χάρη της μοναδικής ταυτότητας, όλες οι γραμμές σχηματισμού άλλων εαυτών αναχαιτίζονται οριστικά. Ο άντρας ανατρέπει τη δυναμική της εξέγερσης και επαναφέρει την παραστρατημένη στην τάξη. Εγκαθιστά τοίχους, ορθώνει εμπόδια, περιχαρακώνει, εγκλωβίζει σε σύνορα. Την καθηλώνει οριστικά στην ταυτότητα που έχει επινοήσει αυτός για εκείνη και αναστέλλει το ταξίδι διερεύνησης που είχε ήδη ξεκινήσει, δηλαδή την εμποδίζει οριστικά να δραπετεύσει.

Έτσι, χάρη σε μια ριζική ειρωνεία, ο Κώστας, ο χωρίς φαντασία σύζυγος της Μαργαρίτας, ο οποίος «δεν διάβαζε ποτέ μυθιστορήματα – δεν του άρεσαν οι ιστορίες, τον έκαναν να πλήττει και ποτέ δεν τον έπειθαν» (Μ.Ι., 37), γίνεται εντέλει ο ίδιος ένας μοιραίος δημιουργός μυθοπλασίας: ο επινοητής της φαντασιακής ταυτότητας μιας γυναίκας, η δεσποτική και κραταιά φιγούρα που σφυρηλατεί μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ένα άκαμπτο βιογραφικό αφήγημα, προκειμένου να το εφαρμόσει με την πυγμή της αυθαιρεσίας στο πεδίο του πραγματικού. Όχι μόνο πλάθει μια μυθοπλασία, αλλά τη φυσιοποιεί και της δίνει μια διάσταση οντολογικής πραγματικότητας.

Η έκπληξη που επιφυλάσσει ο συγγραφέας για το τέλος προέρχεται από την αντίδραση της ηρωίδας σε αυτή τη βίαιη απόπειρα φίμωσής της. Ενδίδοντας στον αταβιστικό φόβο του θύματος, η Ελευθερία αποδέχεται τις αμείλικτες ανακλήσεις στην τάξη. Το βιβλίο κλείνει με μια επανορθωτική έκφραση μεταμέλειας: «Συγχωρέστε τη μαμά σας» (Μ.Ι., 128). Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι ακριβώς το θεμελιώδες ερώτημα που θέτει ο Λα Μποεσί στην περίφημη πραγματεία του Περί εθελοδουλείας:[7] Γιατί τελικά η Ματζλίντα-Ελευθερία-Μαργαρίτα υπομένει την τυραννία του Κώστα, ο οποίος δεν έχει άλλη ισχύ παρά μόνο εκείνη που του εκχωρεί η ίδια; Γιατί αποποιείται την ευθύνη της ελευθερίας της και αναδιπλώνεται στην υποταγή και την παραίτηση; Τι είναι αυτό που την εμποδίζει να πει «όχι» στην επαχθή εξουσία του άντρα; Πώς γίνεται να δίνει τη συγκατάθεση για την ίδια της την καταδυνάστευση;[8]

Εννοείται ότι ο Μακρόπουλος δεν δίνει απαντήσεις. Η νουβέλα θέτει μόνο ερωτήματα. Ωστόσο, σε όλη την έκταση του κειμένου, ο συγγραφέας σκιαγραφεί με προσεκτικές πινελιές το λεπτό αλλά αδήριτο πλέγμα έξεων, μηχανισμών, δυνάμεων που ενεργούν επάνω στην ηρωίδα του, για να παραβιάσουν το δικαίωμα στη φυσική της ακεραιότητα και να υφαρπάξουν την ελευθερία της. Υπάρχουν πολυάριθμα στοιχεία που δείχνουν ότι η Ελευθερία είχε ενσταλαγμένα σε όλα τα επίπεδα συμπεριφοράς της τη συμβολική βία και τους καταναγκασμούς που αυτή επιβάλλει, γεγονός που την καθιστά εξαρχής ευεπίφορη σε κάθε είδους καταπατήσεις της ταυτότητάς της. Ευάλωτη λόγω του μεταναστευτικού υποβάθρου, παραιτημένη από κάθε προσωπική επιθυμία, συνηθισμένη να αφήνει στους άλλους να αποφασίζουν για εκείνη ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας, όπως η επιλογή του φαγητού ή του προορισμού, η Ελευθερία, σε κάθε πτυχή της ζωής, εφαρμόζει κατηγορίες που είναι προϊόν της υποταγής της, ακριβώς επειδή τα ίδια τα γνωστικά εργαλεία της είναι δομημένα σύμφωνα προς τις δομές της σχέσης κυριαρχίας που της έχει εξαρχής επιβληθεί.[9] Συνεπώς, το άδοξο τέλος της εξέγερσής της, ο εκφυλισμός αυτού του ξεσπάσματος σε παθητική και μοιρολατρική συναίνεση δεν είναι προϊόν κάποιου συνειδητού υπολογισμού, αλλά απορρέει από ενδόμυχους φόβους, από εκείνη την υπόγεια, ασυνείδητη συνενοχή με τις κοινωνικές λογοκρισίες που έχει ενσταλάξει η ανδρική κυριαρχία και τις οποίες με τόσο υπαινικτικό τρόπο αποκαλύπτει ο συγγραφέας. Γι’ αυτό και την κρίσιμη στιγμή ως κυριαρχούμενη δεν μπορεί να μην αποδώσει στον κυρίαρχο την επιζητούμενη από εκείνον αναγνώριση της εξουσίας του.

Η θεώρηση του Μακρόπουλου είναι βαθιά απαισιόδοξη. Το κείμενο ξεκινά με τη δυνατότητα μιας εξέγερσης και κλείνει με την οριστική καταστολή της, διαγράφοντας έναν κύκλο στον οποίο παγιδεύεται η πρωταγωνίστρια χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής. Στην εξιστόρηση της βιογραφίας της Ελευθερίας δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί τίποτα που να αναδεικνύει την ίδια ως υποκείμενο της δικής της ζωής. Η ταυτότητα που αποκτά δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής αναζήτησης, αλλά κάτι που της επιβάλλεται «έξωθεν», από την πατριαρχική εξουσία του Κώστα. Όλα όσα της συνέβησαν προέρχονται από τις ενέργειες εκείνου, και η ίδια δεν είναι παρά ο παθητικός και άβουλος αποδέκτης τους. Αν έχει κάτι δικό της, είναι ακριβώς οι παραλείψεις, οι σιωπηρές υποχωρήσεις, οι συμβιβασμοί και οι ήττες της. Δεν έχει γνωρίσει ποτέ τι σημαίνει να έχει γεννηθεί και να ζει στο στερέωμα μιας ζωής δικής της.[10]

 Από τη μια ιστορία στην άλλη

Η πλοκή του βιβλίου δεν ξετυλίγεται ευθύγραμμα, αλλά κινείται αριστοτεχνικά ανάμεσα στις δύο αυτές γυναίκες, την πραγματική και τη φαντασιακή Μαργαρίτα. Χάρη στο εξαιρετικό μοντάζ, ο συγγραφέας δημιουργεί εναλλασσόμενες αφηγηματικές ακολουθίες, στις οποίες οι πράξεις της μιας γυναίκας δίνουν διαρκώς την παραπλανητική εντύπωση ότι αποτελούν φυσική συνέπεια των πράξεων της άλλης. Τα δύο πρόσωπα κατέχουν ισοδύναμη θέση και εναλλάσσονται αμοιβαία, χωρίς να διακρίνονται πάντοτε ευκρινώς τα σημεία συρραφής των ιστοριών τους. Η νουβέλα είναι γεμάτη από καθρέπτες, από σκηνές που καθρεφτίζονται η μία στην άλλη. Κατοπτρικές αφηγήσεις όπου το πρόσωπο της κάθε γυναίκας συγχέεται με την αντανάκλασή του: το βίωμα της Μαργαρίτας στο παρελθόν αναπαράγεται από την Ελευθερία στο παρόν, σαν να δίνουν τη σκυτάλη μεταξύ τους σε μια ενιαία και αξεδιάλυτη ροή εμπειρίας – τεχνική που δημιουργεί μια ήπια αίσθηση αποπροσανατολισμού και επιτείνει σκόπιμα τη (στιγμιαία) σύγχυση της αναγνώστριας. Οι συνεχείς αλλαγές οπτικής γωνίας, τα ανεπαίσθητα, δυσδιάκριτα περάσματα από την ιστορία της Μαργαρίτας στην ιστορία της Ελευθερίας-Μαργαρίτας, οι τεθλασμένες μετακινήσεις σε χρονικά επίπεδα (από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα), αυτή η σπαστή δομή αναπαράγει τα πιο ορατά θεματικά μοτίβα του βιβλίου: η εναλλαξιμότητα των γυναικών σε επίπεδο περιεχομένου αντικατοπτρίζεται στον ίδιο τον τρόπο άρθρωσής του.

  1. Ταυτότητες σε ρευστή κίνηση

Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο ο συγγραφέας έδωσε ως τίτλο στο βιβλίο το όνομα της ηρωίδας του. Για τη Ματζλίντα-Ελευθερία, το όνομα είναι αδιάφορο‧ όταν ο Κώστας την προσφωνεί με το όνομα της πρώτης γυναίκας του, εκείνη το δέχεται χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία. Απεναντίας, η Μαργαρίτα είναι πολύ πιο ευαίσθητη σε ζητήματα που αφορούν την ακεραιότητα του δικού της ονόματος‧ οι επίμονες υποδείξεις του Κώστα να αλλάξει το επίθετό της –το Ιορδανίδη να γίνει Ιορδανίδου– προσκρούουν στη σθεναρή και ανυποχώρητη αντίστασή της. Γι’ αυτήν, το κύριο όνομα συνδέεται με την τροχιά μιας συγκεκριμένης βιογραφίας –της δικής της–, είναι αδιαχώριστο από την πορεία της δικής της ζωής, και γι’ αυτό είναι απρόθυμη, έστω και υπό το πρόσχημα της διόρθωσης, να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο. Αυτή η στάση προδιαγράφει κατά κάποιον τρόπο για καθεμιά το ξεχωριστό πεπρωμένο της. Η Ελευθερία επιτρέπει εξαρχής στον Κώστα τη διεστραμμένη λαθροθηρία του ονόματος, άρα συναινεί στην κλοπή της ταυτότητάς της – κι έτσι ανοίγει ασυναίσθητα τον δρόμο για τον ετεροκαθορισμό και τη μεταγενέστερη πλήρη υποδούλωσή της. Η Μαργαρίτα, από την άλλη, καθώς προστατεύει το επίθετό της από οποιαδήποτε απόπειρα αλλοίωσης, επιδεικνύει μια δυναμική στάση αντίστασης, η οποία ταιριάζει πολύ περισσότερο με την πορεία που θα ακολουθήσει στη συνέχεια: όπως με το επίθετο έτσι και στη ζωή της υψώνει συνεχώς αναχώματα ενάντια στο ενδεχόμενο ολικού εποικισμού της ζωής της από την εξουσία του Κώστα‧ διαφυλάσσει κάτι για τον εαυτό της κι έτσι περιφρουρεί την ταυτότητά της, ακόμη κι αν αυτό οδηγεί στη μοναξιά και την τελική συντριβή της.

Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, οι δύο γυναίκες έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Με μια κάπως αυθαίρετη σχηματοποίηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στη νουβέλα του Μακρόπουλου συγκρούονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες υπαρξιακές διαδρομές. Από τη μια, η εκδοχή μιας ταυτότητας περιχαρακωμένης, εγκλειστικής, μονοδιάστατης, την οποία αντιπροσωπεύει ο Κώστας, ο μοιραίος σύζυγος των δύο γυναικών. Ο Κώστας, αδιάφορος για τη δική του ταυτότητα, χωρίς κανέναν κώδικα επεξεργασίας του εσωτερικού του κόσμου, αντιλαμβάνεται τον εαυτό ως παγιωμένη και αμετακίνητη οντότητα, ως αγκύρωση και οριστική εγκατάσταση στον στενό ορίζοντα της ζωής του. Όπως του καταλογίζει η Μαργαρίτα: «Αθροίζεις όλη μέρα τα νουμεράκια σου στο γραφείο, έπειτα γυρνάς στο σπίτι και βρίσκεις ζεστό φαΐ, θρονιάζεσαι μπρος στην τηλεόραση… Δεν έχεις ούτε τόση δα φαντασία, δεν σου περνάει καν απ’ το μυαλό ότι σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να υπάρχει και πιο βαθιά κάτι […]» (Μ.Ι., 116). Οι δύο γυναίκες, από την άλλη, η Μαργαρίτα και η Ματζλίντα-Μαργαρίτα, καθεμιά με τον δικό της τρόπο και με τις δικές της αποτυχίες, κάνουν διστακτικά βήματα αναζητώντας μια εμπειρία που δεν καλύπτεται από τα παραδοσιακά κοινωνικά πλαίσια, μια εμπειρία της οποίας η μορφή δεν είναι αναγνωρίσιμη ούτε καν από τις ίδιες. Ο εαυτός που αναζητούν δεν μπορεί να ενταχθεί σε προκαθορισμένους κανόνες‧ δεν είναι ένα σταθερό νόημα, αλλά μια ρευστή διαδικασία: παραπέμπει στην εμπειρία μιας μυστικής ή λαθραίας ταυτότητας.[11]

Οι δύο αυτές υπαρξιακές εκδοχές προφανώς δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν. Η ταυτιστική λογική του Κώστα όχι μόνο αντιπαρατίθεται στη λογική της αναζήτησης και της διερεύνησης που αντιπροσωπεύουν οι δύο γυναίκες, αλλά επιπλέον είναι ολότελα εχθρική απέναντι στα προβλήματα και τις δυσκολίες αυτής της διαδικασίας. Οι δύο γυναίκες διανοίγονται στην εμπειρία, αλλά ο Κώστας είναι απρόθυμος να παρακολουθήσει, να διευκολύνει ή να υποστηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο ένα τέτοιο δυναμικό γίγνεσθαι. Η σύγκρουση αυτή –απόπειρα ανοίγματος από τη μια, βίαιη καταστολή της διαδικασίας, από την άλλη– διατρέχει το βιβλίο απ’ άκρου σ’ άκρον. Δεν είναι μόνο η δομική ραχοκοκαλιά του, αλλά και το πεδίο στο οποίο ο Μακρόπουλος δοκιμάζει την ηθική της γραφής του.

 

 

[1] Σε αναρίθμητα συμβατικά μυθιστορήματα το μοτίβο αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση της ταυτότητας: η είσοδος σε μια προκαθορισμένη δομή επιτρέπει στα άτομα να επανατοποθετήσουν τον εαυτό τους σε νέα, ασφαλέστερα συμφραζόμενα. Όπως θα φανεί παρακάτω, ο Μακρόπουλος χρησιμοποιεί αυτό το πλαίσιο με σκοπό να αναδείξει κυρίως τα όρια και εντέλει τη δομική ανεπάρκειά του.

[2] Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη, Κίχλη, Αθήνα 2024, σ. 94. Εφεξής οι παραπομπές στην έκδοση θα γίνονται εντός παρενθέσεως μέσα στο κείμενο με την ένδειξη (Μ.Ι.) και τον σχετικό σελιδάριθμο.

[3] Υπό αυτή την έννοια, η ταυτότητα της Μαργαρίτας, όπως τη σχεδιάζει ο Μακρόπουλος, έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ξένης. Για ένα πορτρέτο του ξένου βλ. Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, μτφρ. – πρόλογος Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός, Αθήνα 2002, σ. 30-34, 44-76‧ Colin Wilson, Ο ξένος [Περιπλανήσεις του αταίριαστου στον κόσμο των δημιουργών], μτφρ. Γιάννης Ανδρέου, Οξύ, Αθήνα 1999, σ. 22-35.

[4] Για την προβληματική αυτή –ενισχυμένη με θεωρητικές αναλύσεις και πολλά παραδείγματα– βλ. Helga Schier, Going Beyond. The Crisis of Identity and Identity Models in Contemporary American, English and German Fiction, Max Niemeyer Verlag, Τύμπιγκεν 1993, σ. 40-44 (: 42).

[5] Βλ. Ulrich Beck και Ulf Erdmann Ziegler, Μια ζωή δική μας. Περιηγήσεις στην άγνωστη κοινωνία που ζούμε, με φωτογραφίες του Timm Rautert, μτφρ. – επιμ. Λένα Σακαλή, Νήσος, Αθήνα 2000, σ. 16.

[6] Για τον ρόλο της αφήγησης στη συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας βλ. Paul Ricœur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, επίμετρο Γιώργος Ξηροπαΐδης, Πόλις, Αθήνα 2008, σ. 156-157, 165-166, 215-217.

[7] Étienne de La Boétie, Λόγος περί εθελοδουλείας, μτφρ. – σχόλια Δημήτρης Κοτρόγιαννος, στον τόμο Δημήτρης Κοτρόγιαννος, Το πρόβλημα της εθελοδουλείας. Κριτική και ερμηνευτική προσέγγιση στο «Λόγος περί εθελοδουλείας» του Étienne de La Boétie, Κριτική, Αθήνα 1996, σ. 271-374 (: § 1-5, σ. 277-287).

[8] Ας σημειωθεί εδώ παρεκβατικά ότι η εθελούσια υποταγή αποτελεί κεντρικό θέμα και στην πρόσφατη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου Kinds of Kindness (Ιστορίες καλοσύνης) (2024).

[9] Σύμφωνα με τον Πιερ Μπουρντιέ, ο οποίος μελέτησε διεξοδικά την ανισότητα των φύλων μέσα από την προοπτική της κοινωνικής θεωρίας, η ανδρική κυριαρχία επιβάλλεται μέσω της συμβολικής βίας. Η βία αυτή λειτουργεί μέσω των κοινωνικών δομών οι οποίες αναπαράγουν και διαιωνίζουν τη θέση των ανδρών ως κυρίαρχων και των γυναικών ως υποταγμένων. Βλ. Πιερ Μπουρντιέ, Η ανδρική κυριαρχία, μτφρ. Π. Γεωργίου, Α. Καπέλλα (κ.ά.), επιμέλεια – επίλογος Νίκος Παναγιωτόπουλος, Δελφίνι, Αθήνα 1996, σ. 24-26, 42-43.

[10] Βλ. Βλ. Ulrich Beck και Ulf Erdmann Ziegler, Μια ζωή δική μας…, ό.π., σ. 16. Σύμφωνα με τον Ούλριχ Μπεκ, η έννοια της «δικής μας ζωής» αναδύεται στις σύγχρονες κοινωνίες και προέρχεται από την αποσταθεροποίηση των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Ο όρος αναφέρεται στην προσπάθεια των ανθρώπων να σχεδιάσουν και να δημιουργήσουν την προσωπική ζωή τους σε ένα περιβάλλον όπου οι παραδοσιακές βεβαιότητες έχουν εξαφανιστεί, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας και του κινδύνου.

[11] Για τους τρόπους με τους οποίους οι επίσημες ταυτότητες –δηλαδή εκείνες που  αποδίδονται από κοινωνικούς θεσμούς– περιορίζουν την ατομική έκφραση και αναγκάζουν τους ανθρώπους να ζουν μυστικές ή κρυφές ζωές προκειμένου να διατηρήσουν την αυθεντικότητα της εμπειρίας τους, βλ. Thomas Docherty, “Official Identity and Clandestine Experience” στον τόμο Ana María Sánchez-Arce (επιμ.), Identity and Form in Contemporary Literature, Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2014, σ. 19-37.

 

(*)Ο Ηλίας Γιούρης, δρ φ., είναι φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας.

Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη, Κίχλη

Προηγούμενο άρθροΑνεξιχνίαστοι φόνοι (μικρο-διηγήματα της Γεωργίας Συλλαίου)
Επόμενο άρθροMad Men- μια λοξη ματιά στην αμερικανική δεκαετία του ΄60 (του Ιάσονα Νεύρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ