Της Νίκης Κώτσιου.
Η Ιρέν Νεμιρόβσκι γεννήθηκε το 1903 στο Κίεβο από πλούσιους ρωσο-εβραίους γονείς. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, η οικογένειά της διέφυγε αρχικά στις βαλτικές χώρες, για να εγκατασταθεί τελικά στο Παρίσι, όπου ο πατέρας της κατάφερε να επανακτήσει την περιουσία του ως τραπεζίτης. Η Ιρέν έλαβε γαλλική παιδεία και, πριν ακόμα ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν ήδη καταξιωμένη και αναγνωρισμένη συγγραφέας στη Γαλλία, έχοντας αρκετά μυθιστορήματα στο ενεργητικό της. Ήδη το 1939,η Νεμιρόβσκι είχε προσχωρήσει στον καθολικισμό αλλά, κατά το γαλλικό νόμο, εξακολουθούσε να θεωρείται εβραία και αλλοδαπή, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Με την έναρξη του πολέμου κατέφυγε μαζί με το σύζυγό της Μισέλ Επστάιν και τις δυο τους κόρες σ’ένα μικρό χωριό της γαλλικής επαρχίας, όπου διέμειναν κρυμμένοι με την ελπίδα να γλυτώσουν. Ωστόσο, η Ιρέν εντοπίστηκε και εστάλη στο Άουσβιτς, όπου βρήκε το θάνατο. Λίγο αργότερα, ακολούθησε και ο σύζυγός της. Οι κόρες τους φυγαδεύτηκαν και, μετά από περιπέτειες, διασώθηκαν μεταφέροντας πάντα μαζί τους, μέσα σε μία φθαρμένη βαλίτσα που δεν αποχωρίζονταν ποτέ, τα χειρόγραφα της μητέρας τους. Μ’ αυτό τον επεισοδιακό τρόπο σώθηκε η «Γαλλική Σουίτα», που είδε το φως της δημοσιότητας με αρκετή αργοπορία, εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά τη συγγραφή της, όταν πια οι κόρες της συγγραφέως ήταν σε θέση να συμφιλιωθούν με το επώδυνο οικογενειακό τους τραύμα και με τα ζητήματα προσωπικής και συλλογικής μνήμης, που τις είχαν ανεξίτηλα σημαδέψει. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη πριν δέκα χρόνια και επανακυκλοφορεί φέτος στην ωραιότατη μετάφραση της Έφης Κορομηλά, επ’ευκαιρία σχετικής ταινίας, που γυρίστηκε πρόσφατα.
Γράφοντας τη Γαλλική Σουίτα, η Νεμιρόβσκι σχεδίαζε να φιλοτεχνήσει μια φιλόδοξη τοιχογραφία της εποχής πάνω στο πρότυπο του «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, που ήταν η πάγια πηγή έμπνευσής της. Προγραμμάτιζε να συνθέσει πέντε μεγάλα κεφάλαια επικής πνοής, από τα οποία πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο τα δύο. Η Γαλλική Σουίτα αποτελείται, λοιπόν, από δύο μεγάλα μέρη, την «Καταιγίδα τον Ιούνιο» και το «Ντόλτσε».Η «Καταιγίδα τον Ιούνιο» είναι μια σειρά από «πίνακες», που εικονογραφούν με θαυμαστή ενάργεια τη μαζική έξοδο των Παριζιάνων προς την επαρχία, μία μέρα μετά το βομβαρδισμό του Παρισιού, στις 4 Ιουνίου 1940. Η Νεμιρόβσκι αποτυπώνει σπαρταριστά στιγμιότυπα από τη φυγή προς την ύπαιθρο παρακολουθώντας τη ζωή μεγαλοαστών, μεσοαστών και μικροαστών, που εγκαταλείπουν ατάκτως τις εστίες τους, για να γλυτώσουν από την καταστροφή. Οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου, προσωπικές οικογενειακές οικονομικές και κοινωνικές, και ο τραγικός τρόπος που διασταυρώνεται η μοίρα διαφορετικών ανθρώπων μέσα στο φλεγόμενο καμίνι της ιστορίας, είναι η ραχοκοκαλιά αυτής της πολύπαθης Γαλλικής Σουίτας, που πλέον θεωρείται από τα πιο εμβληματικά έργα της λογοτεχνίας του Ολοκαυτώματος.
Η συγγραφέας μελετά επισταμένως τις συμπεριφορές των πιο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, χωρίς όμως να διαφεύγουν από την προσοχή της οι μικροαστοί και οι εργάτες. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της συγκαταλέγονται τα μέλη της εύπορης οικογένειας Περικάν, ο επιτυχημένος συγγραφέας Γκαμπριέλ Κορτ και η ερωμένη του Φλωράνς, ένας εκκεντρικός συλλέκτης πορσελάνης, ένα ταπεινό ζευγάρι τραπεζικών υπαλλήλων,οι Μισό, που, εκτός των άλλων, πρέπει να ανησυχούν και για την τύχη του στρατευμένου γιου τους,Ζαν-Μαρί. Τίποτα δεν ξεφεύγει από το ασκημένο μάτι και τη διεισδυτική παρατηρητικότητα της Νεμιρόβσκι, που χαρτογραφεί συναρπαστικά την ανθρώπινη ψυχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ανατέμνοντας πάθη,πόθους, φόβους και αγωνίες. Εστιάζοντας σε όλα εκείνα που υπνώττουν σε καιρό ειρήνης αλλά αφυπνίζονται υπό το καθεστώς της ανασφάλειας και της κακουχίας, η συγγραφέας αποδίδει συγκλονιστικά τις μεταπτώσεις και τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, υπό το πρίσμα της διαφορετικής κάθε φορά συγκυρίας.
Μέσα στη χαώδη κατάσταση που δημιουργεί ο πόλεμος, καθένας προσπαθεί να διασώσει ό,τι θεωρεί πολυτιμότερο, ανάλογα με τις ανάγκες και τις αξίες του: χειρόγραφα, ασημικά, πορσελάνες, σύνεργα και κρέμες μακιγιάζ. Ο καταιγιστικός ρυθμός των γεγονότων επιβάλλει μια επιτάχυνση που αποδιοργανώνει τις αντοχές και συρρικνώνει τις ανθρώπινες ποιότητες. Οι διωκόμενοι αποκτούν χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ζώων, γίνονται συγχρόνως θηράματα και θηρευτές, θύτες και θύματα. Ο λυσσαλέος αγώνας για επιβίωση ξυπνά τα πιο χαμηλά ένστικτα, ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του ζώου και καταργεί με μια μονοκοντυλιά τα κεκτημένα του πολιτισμού. Σιγά-σιγά όλοι αποθηριώνονται, ακόμη και οι μέχρι πρότινος εκλεπτυσμένοι. Τα κεφάλαια που διαδέχονται το ένα το άλλο με διαφορετικό κάθε φορά τέμπο, επικεντρώνονται άλλοτε στο δράμα των επιμέρους ατόμων και άλλοτε στη συλλογική περιπέτεια που, μέσω της ιστορίας, ποδοπατά τους ατομικούς μικρόκοσμους.
Στο δεύτερο μέρος(Ντόλτσε), το κλίμα και ο ρυθμός αλλάζει. Η γερμανική κατοχή έχει πια εμπεδωθεί και παρακολουθούμε τη ζωή μιας γαλλικής πολίχνης, που έχει παραδοθεί στον εχθρό. Οι Γερμανοί έχουν επιτάξει τα σπίτια της περιοχής και αρχίζει να πλέκεται ένα πλατωνικό ειδύλλιο ανάμεσα στον αξιωματικό Μπρούνο φον Φαλκ και τη Γαλλίδα Λουσίλ, που ζει με τη δύστροπη πεθερά της αναμένοντας νέα από τον αιχμάλωτο σύζυγό της. Ο Μπρούνο και η Λουσίλ έρχονται κοντά χάρη στη μουσική κουλτούρα και την παιδεία που τους ενώνει αλλά τελικά ο εφήμερος έρωτάς τους φυλλορροεί.
Πράγματι, το Ντόλτσε ακολουθεί ένα άλλο τέμπο, πιο ήρεμο και πιο γλυκό. Οι μέρες μοιάζουν να κυλούν σχεδόν ανώδυνα, οι Γερμανοί εμφανίζονται να ασκούν την εξουσία με σχετική ηπιότητα και η καθημερινότητα δείχνει να έχει επιστρέψει σε παλιές μέρες ανεμπόδιστης ρουτίνας. Μέχρι και έρωτας βρίσκει έδαφος για να ανθίσει μέσα στις καινούριες συνθήκες «ομαλότητας», που προσπαθούν να καλλιεργήσουν οι κατακτητές, έστω και σαν ψευδαίσθηση. Ωστόσο, αυτό το σύντομο andante(για να μιλήσουμε με όρους μουσικούς) γρήγορα θα ανατραπεί και πάλι από τους θούριους και τα εμβατήρια. Όμως, ο Γερμανός Μπρούνο που, παραδόξως και κατά τραγική ειρωνεία, είναι το πιο συμπαθές πρόσωπο της ιστορίας(της ιστορίας που αφηγείται μια μελλοθάνατη Εβραία λίγο προτού θανατωθεί από τους Γερμανούς…)θα έχει προλάβει να οραματισθεί έναν άλλο κόσμο επενδυμένο με τις δικές του τρυφερές νυχτερινές μουσικές, που για λίγο μόνο τον ένωσαν με την αλλοεθνή αγαπημένη.
Η ψυχραιμία της Νεμιρόβσκι φαντάζει παροιμιώδης. Συγγράφει εντατικά για όσο διάστημα κρύβεται, ενόσω ξέρει ότι οι διώκτες βρίσκονται στα ίχνη της. Διαισθάνεται ότι τελικά θα τη συλλάβουν αλλά δεν επιτρέπει στο φόβο να την κυριέψει και να την καθηλώσει. Υπερασπίζεται την αρτιότητα του υπό εξέλιξη έργου της κάθε στιγμή, χωρίς να υποκύπτει σε περισπασμούς, που θα την αποπροσανατόλιζαν. Αυτό που την απασχολεί είναι το κείμενό της, ο εσωτερικός του ρυθμός, οι λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας, η λαξεμένη έκφραση, η αρμονία που δεν πρέπει να διαταραχτεί από την πραγματικότητα του επικείμενου θανάτου. Επιλέγει τη μυθοπλασία και όχι την ημερολογιακή καταγραφή όπως θα περίμενε κανείς δεδομένων των συνθηκών, για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ορίζοντα και ευρύτερη προοπτική στο έργο της αποδεσμεύοντάς το από την ολοδική της ατομική περίπτωση. Πάντως εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ανάμεσα στους χαρακτήρες αυτής της εκτεταμένης τοιχογραφίας δεν συγκαταλέγεται κανείς Εβραίος. Η Νεμιρόβσκι, νιώθοντας διωγμένη και από τη δεύτερη πατρίδα της, τη Γαλλία, εστιάζει στη μικροπρέπεια και την υποκρισία του γαλλικού πληθυσμού και των ιθυνόντων αποφεύγοντας να θίξει ευθέως το θέμα, που την αφορούσε ως Εβραία. Δείχνοντας ότι το καθεστώς του Βισύ διερμήνευε γενικότερα αισθήματα, που αντανακλούσαν ροπές και στάσεις ζωής πολλών Γάλλων, η συγγραφέας εκδηλώνει εμμέσως μια βαθιά θλίψη και παράπονο για τη χώρα, που δεν την προστάτεψε και δέχτηκε να την παραδώσει ανυπεράσπιστη στον πιο αμείλικτο εχθρό.
INFO: Ιρέν Νεμιρόβσκι: Γαλλική Σουίτα, μτφρ. Έφη Κορομηλά,σελ.640, εκδ. Πατάκης,2015