Η ποίηση τον Ιούνιο

0
3746

 

(επιμέλεια: Θανάσης Χατζόπουλος). Ελύτης, Δικταίος, Κανελλόπουλος, Γκιμοσούλης.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

(1911-1996)

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ

 

Ι

Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε

Να γεννηθεί κάτω απ’ τη δυναστεία των ρόδων!

 

ΙΙ

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών

Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του

 

Γύρω απ’ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων

Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

 

Ενώ η αθωότητα

Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

 

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά

Η Ζωή.

 

ΙΙΙ   Επίγραμμα

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως

Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας

Κι όταν σε πήρε το φιλί

Γυναίκα.

(ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, 1940)

 

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

 

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.

 

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος

 

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

 

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

 

Χειμώνα ελάχιστε

 

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

 

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

(ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, 1960)

 

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα

 

Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία

 

Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά

 

Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα

 

Έκανε πως δεν έβλεπε

 

Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης

και αναλήφτη.

 

ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΝ

 

Θάρρος: ο ουρανός αυτός είναι

Και τα πουλιά του εμείς

όσοι άλλου δε μοιάζουμε

 

Καταποντισμένη μέσα μας

Θάλασσα δημητριακή με γαίες και αχανή βουστάσια

Μόνος απ’ όξω απόμεινε ο ηλίανθος

 

Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο

Μαύρος   όσο το φως πιο δυνατό;

 

Θάρρος: ο άνθρωπος αυτός είναι

ο Κύων που λένε αλλ’

ο παραλίγο Αρχαλκυών

 

Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι

Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε

 

Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ

 

Αλλά τι να ’ναι αυτό που χαμηλά περνάει κι ανατριχιάζει

Σαν άλλου κόσμου που έφτασε αεράκι;

 

Θάρρος: ο θάνατος αυτός είναι

Στην παπαρούνα την πλατιά

και στο λιανό λιανό χαμομηλάκι.

(ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, 1971)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

 

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

 

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ

Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

 

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

(ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, 1972)

 

MOZART: ROMANCE

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, ΚV 466

 

Όμορφη λυπητερή ζωή

Πιάνο μακρινό υποχθόνιο

Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο

Και τα χόρτα με κυριεύουν

 

Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;

Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες

Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν

Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει

 

Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα

Ούτε τ’ όνειρο ούτε δεν ήταν

Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι

Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.

(ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ, 1974)

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19

 

Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι

σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.

 

Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου

υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.

Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά

διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ

θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

 

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23

 

Μέρα τρεμάμενη σαν νεκροταφείο

με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

 

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

 

Τα χωματένια πόδια μου   άλλοτε

 

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

 

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

 

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

 

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24β

Αντίς για όνειρο

 

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι

αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια

τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση

μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

 

Σαν να ’μαι ο θάνατος ο ίδιος αλλ’

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

 

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

 

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά κάτω από το παράθυρο.

 

Σού ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 1984)

 

 

«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»

 

Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου

Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι

Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια

Μερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ’ αναμμένα φώτα

Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

 

Α τι να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας

Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ

Στο πέρασμα να σου αποσπάσει

Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

 

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα

Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει

Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα[1]

Ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί

 

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

 

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι

Η γη. Χορτάτη από διαμάντια κι άνθρακες

Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει

Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας

Έρχεται να σ’ το επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

 

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει,

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει

Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

 

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

 

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

 

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ

Κοιμούνται οι άνθρωποι με τα’ ασημένιο πρόσωπο (ανω τελεία) άγιοι

Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά

Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι

Και ύστερα;

Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν

Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο

Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν’ αρμοστούν

αγωνίζονται ώστε

Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…

 

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

 

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές

Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε

ο καπνός. Προεξέχουν μόνον

Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα

Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα ως το ταβάνι

Κοντά να ξημερώσει

μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα

Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι

Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

 

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

 

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ’να τους πλευρό, τ’ άλλο τους

Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα

Κύματα η ζωή και να ’ναι τεντωμένο το χέρι σου

Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

(ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, 1991)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

(1919-1983)

 

ΑΙΣΘΗΣΗ

 

Άρρωστη ευδία φθινοπώρου στην άκρη των βλεφάρων,

κάμπτεται η αυγή στα δροσερά πέταλα των ανέμων

κ’ ένας τροχός, που ωρίμασεν η Νύχτα, αργά χλωμιάζει.

Ω ξένιε Δία, που γελάς στα μάτια των βοδιών

και κιτρινίζεις του αμπελώνα θερινά τοπία

δώσε δροσιάς περίγραμμα, στιλπνότητα και σφρίγος

εκεί που η Νύχτα πέρασε κι ωρίμασε ο Καιρός.

 

Μέθη από χρώμα σκοταδιών, μέθη από Ποίησης γεύση…

(ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, 1939-1941)

 

ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΡΑΤΣΑΣ

 

Πέντε ήτανε τ’ αδέλφια μου που φτάσανε τη Γνώση, –

μα εγώ ’χασα στοργή πολλή, λιτής καρδιάς αγάπη:

Θάνατος, και δε μέτρησε το τι μου ’χει στερήσει.

Κ’ έχουν, βαθιά μες στο αίμα μου, πολλήν οργή οι προγόνοι

και κλαιν κι ουρλιάζουν και μηνούν και λεν και μ’ απειλούνε:

τρελέ, το χρέος σου ποιο όνειρο σ’ έκαμε να ξεχάσεις;

Το χρέος ολόκληρης γενιάς στους ώμους σου σηκώνεις.

 

Ω άνεμοι, τρυφερά παιδιά, του ονείρου πιστοί δούλοι,

ποιο ’ναι το αθάνατο νερό να πλύνω το κορμί μου,

κόρη γερή και γόνιμη να σπείρω νύχτα γάμου,

γενιά γενναία απ’ τα σκέλια της να στείλω μες στον αιώνα,

να βουβαθούν οι πρόγονοι που ορίζουν τη γενιά μου,

να βουβαθούν οι πρόγονοι τα σκέλια μου που ορίζουν!

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

Του ήλιου γελώ κατάμουτρα, κ’ έχω στο χέρι

το δρεπάνι, που του Καιρού τα στάχυα σύρριζα θερίζει,

και στο φαρδύ της Ιστορίας κατώφλι στέκω, σα χωριάτης

που αντίπερα κοιτά μ’ αντήλια την παλάμη,

με σιγουριά να δω, μες στο πηχτό σκοτάδι,

οι πρόγονοι όσα μου όρισαν να επιτελέσω.

(ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, 1942-1944)

 

Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ

 

Η αγωνία μου την ύπαρξή σου ανασταίνει. Ακόμη

ο θάνατος δεν έχει φθείρει το χαμόγελό σου:

στις άκριες των βλεφαρίδων μου τρέμει

σαν πυκνό σύννεφο από αστέρια, σα σταγόνες

βροχής μπροστά στον ήλιο.

Διϋλισμένος

απ’ τ’ όνειρο στέκεις

ακίνητος, αντίκρυ μου, στην ακατοίκητη χώρα

της Σιωπής, βυθισμένος: όχι νεκρός! Μονάχα

ωριμασμένος θάνατο, και μου κομίζεις

την πείρα των σιωπηλών πραγμάτων.

 

Η ακινησία, η Σιωπή: θυμούμαι

τη νύχτα με τους παράφρονες συντρόφους, τα τέκνα

του αμαρτήματος.

Σε πυκνό σκοτάδι

προχωρούσαμε, όταν,

περί το μεσονύχτι

βγαίνουν στη γη τα φαντάσματα του παρελθόντος,

και λέγαμε: Να χαθούμε! Να χαθούμε πριν ξημερώσει,

να χαθούμε πριν ευτυχίσουμε! Με μαύρο

θάνατο, εδώ, ας τελειώσουμε τη ζωή μας!

 

Η παρουσία σου, τώρα, με διδάσκει πόσον,

ο θάνατος, μπορεί να ’ναι απλός κι γιομάτος γαλήνη,

καινούργιος κ’ εκπληκτικός, σαν άνθρωπος που μόλις

τον έχουμε γνωρίσει: ένα αίνιγμα λυμένο, που είναι

όμως πολύ αργά να μεταδώσουμε το μήνυμά του:

– η ώρα που μας κερδίζουν, επιτέλους,

όσοι πολύ μας αγάπησαν στον κόσμο τούτο…

(ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1946-1948)

 

Η ΕΞΟΡΙΑ

 

Ω χαμένος! Ξαφνικά χαμένος, μες σε αβύσσους

που δεν τις φανταζόμουν (άνω τελεία) κι άλλοτε είχε γίνει

να περιπλανηθώ σε δίβουλη ερημιά. Μα υπήρχε πάντα

ένα σίγουρο χέρι να βοηθήσει την επιστροφή μου

κ’ έμενε πάντα η μνήμη της ερημίας εκείνης

ζωντανή μέσα μου, και πως επιστροφή είχε ο δρόμος

ήξερα (άνω τελεία) αλλά χαμένος, ξαφνικά χαμένος, τώρα μόνον

ένιωσα, πως επιστροφή δεν έχει πάντα ο δρόμος.

 

Πώς ξαφνικά εξορίστηκα από εμέ τον ίδιο;

Και πώς πια έτσι εξόριστος απ’ ό,τι υπήρξα

ώς τώρα, να νοσταλγήσω να γυρίσω στον εαυτό μου

που δεν υπάρχει πια και μήτε βολεί πια ποτέ να υπάρξει;

 

Όμως υπήρξα κάποτε. Βέβαια, λίγο δεν είναι

να έχεις υπάρξει: Γεγονός που δεν δύνεται ο χρόνος

να πάρει πίσω πια, σα σκεύος που σε γείτονα έχουμε δανείσει.

 

Μ’ αφού είναι να πεθάνω, έχω κιόλας πεθάνει!

Η ζωή μου έγινε τ’ όνειρο που ο βαθύς ύπνος

είδε της ύπαρξής μου. Τώρα, μετά τον θάνατό μου,

τα τελευταία μηνύματά του στέλνω στους ανθρώπους.

(Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ, 1949-1953)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

(1954)

 

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ

 

Αυτή είναι η ηλικία της γαλήνης

που ξεμακραίνει τους ανθρώπους

απ’ τα δικά τους πράγματα

το σώμα δεν είναι άνεμος

παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις

γίνεται χρόνος

γίνεται θάνατος.

Βλέπουμε πίσω απ’ τα όνειρα.

Είναι ο καιρός των θραυσμάτων

των αόρατων λέξεων.

 

Πώς έφτασε στους μέσους όρους η ζωή μου!

ΜΝΗΜΗ ΠΟΥ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ

 

Γυρίζει άδειο σώμα

ψάχνει να βρει τον ίσκιο που έπιανε η ψυχή του

δίχως λόγια (άνω τελεία)

ένας αντίλαλος εντός μου

κάνει τις νύχτες του να καίνε

θραύσματα ονείρου πέφτουνε γύρω.

 

Θάνατος, μνήμη που φτερουγίζει μέσα του.

(ΣΚΥΘΙΚΕΣ ΕΡΗΜΙΕΣ, 1996)

 

ΘΟΛΟ ΠΟΤΑΜΙ ΔΙΑΒΗΚΑ

 

Στη Ν.Δ.Κ.

 

Έτρεμε το χειλάκι σου.

 

Το χέρι

ακίνητο, πάνω στο κρεβάτι.

Έτσι που γύριζε το μάτι,

κάτω από το καρφωμένο τσίνορο,

θολό ποτάμι.

Είσαι ο φερτός,

είπες το στερνό λόγο.

Πλημμύρα στην ψυχή μου.

Έφευγες για το μεγάλο ταξίδι.

 

Ένα γυαλί έκοβε το μέσα μου.

 

Τίποτα δεν είχα να σου δώσω

να ’χεις μαζί σου.

Που μ’ έμαθες πώς ν’ αγρικώ τους ήχους.

 

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ

 

Στον Γιάννη Κουτσιμανή

 

Κάθε ψυχή είναι ένας δρόμος

που χάνεται μέσα στον

κόσμο.

 

Κλεισμένος μες στη μοναξιά σου

φυλλομετράς τις μέρες που ακούμπησαν

πάνω στη μνήμη

και κρύφτηκαν μες στο βαθύ της πηγάδι.

 

Δεν έχεις ανάγκη τους λογαριασμούς

και τ’ αποδεικτικά στοιχεία.

 

Όσα έκανες δεν ήτανε για σένα.

 

Κι αν πόνεσες

κι αν στάθηκες στην άκρη να περάσουν άλλοι

κι αν ξόδεψες τον βίο σου

πάνω σ’ αυτή την ουτοπία,

χειρότερο ακόμη κι απ’ τους βέβηλους συντρόφους

είναι η πίκρα που γεννάει η λησμονιά

σαν καταπίνει

όμορφες λέξεις και νοήματα και περιγράμματα

και ίσκιους ωραίων ανθρώπων.

 

ΑΠΩΛΕΙΑ

 

Είναι κι οι πέτρες που κρατάνε κάτι από τον ίσκιο

και μια μαρμαρυγή στην αναπνοή.

 

Οι πέτρες και τα παλιά δοκάρια

που πάνω τους σκουριάζει

ο ήχος,

οι φωνές,

τα χλιμιντρίσματα…

 

οι χαραγμένες πέτρες

με τα ονόματα και τις ημερομηνίες

που γλίστρησαν για πάντα

μες στη λησμονιά.

(ΣΙΓΗ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ, 2005)

 

 

 

 

 

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

(1960)

 

ΨΑΛΜΟΣ

 

Κατέφαγαν το πρόσωπό μου

τον τόπο του ερήμωσαν.

 

Από την πέτρα μέλι

από το μέτωπό σου ανέβηκε οργή.

 

ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΠΑΝΙΟΣ ΤΑΦΟΣ 2.500 ΕΤΩΝ ΣΤΟ ΑΡΓΟΣ

 

Οι νεκροί κάτω από κόκκινα σπαρτά

ημισέληνο φοράνε δαχτυλίδι.

 

Στα θερμοκήπια σκυμμένοι το πρωί

θαμπώνει η υγρασία τα χρυσά τους δόντια.

 

Τοιχογραφία μνήμη θολωτή

στο μέτωπό τους

ακουμπάει ο χρόνος χάλκινα ποτήρια.

 

 

ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

«Εγώ τείχος, και μαστοί μου ως πύργοι.» Άσμα ασμάτων

 

Η πανοπλία αναπνέει τη γαλήνη του θώρακος.

 

Τα σώματα σκύβουν και κοιτούν

μέσ’ απ’ το φύλο τους.

 

Σε λίγο θα γίνουν καράβια

πολεμοχαρή και αποφασισμένα.

 

ΚΛΕΦΤΙΚΟ

 

Αυτό δεν είναι αγάπη.

Είναι πυγμαίοι πόθοι

και σου σκίζουν τα φορέματα.

 

Με ένα φιλί θα βάλω φλόγα στην καλύβα σου.

 

Είσαι η πολική άνοιξη και οι σαράντα

κλέφτες.

 

 

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Πόθος κουφός και πεισματάρης

σε πέτρινα σεντόνια

τιτιβίζει.

 

Μητέρα, λέει

– τραβάει τούφα τούφα

τη φωνή του καρφωμένη –

μητέρα έκπληκτο κορίτσι

με τις καμένες φτέρνες

και τον στραβό σου κόκορα

πνιγμένο στο μαντήλι.

 

Τα παιδικά σου ζώα

το αρνί και το κοράκι

χαμογελούν απόψε

πριν τα καρφώσει το χορτάρι.

(Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ, 1983)

 

 

νόθος πλευρά

 

Η πίσω εικόνα της παλάμης με τους όρκους του. Και του ψωμιού του η ψυχή για να χορταίνει ο θάνατος. Απόψε η βροχή και η μασέλα του χειμώνα. Χειροκροτούν τα πόδια του νεκρού το χώμα. Περίλυπη ψυχή μες στα βουστάσια των στίχων.

 

περιτόναιον

 

Η γλώσσα είναι από πίσω εικόνισμα με τα καρφιά του λόγου. Πέφτει το πρόσωπο στη γη και μπουμ και σπάει. Στον ώμο ο λαιμός και η σάλπιγγα του ιδρώτα και πού πάει. Μην τον πετύχει η γη και της ψυχής το αναμμένο κέρατο. Θαύμα θαύμα κλαίει ο πιστός και τον καίει το όνειρο. Η παλάμη του έγινε μητέρα κι φεγγάρι ανόητο. Το πρόσωπό του η παλάμη αυτή δεν έχει πρόσωπο. Λέει γάβγισε! Τι να γαβγίσω; Εδώ κάθομαι να ακονίζω το δόντι του σκύλου και να φεγγοβολάω θάνατο.

(Η ΑΓΙΑ ΜΕΛΑΝΗ, 1983)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ

 

Μέσα στη ζωγραφική

διώροφος ανέβαινε

ο Παντοκράτωρ.

 

Πιο πέρα του χρόνου οπωροφόρα

και ο αγιογράφος

από την πολλή του τάφου υγρασία ναρκωμένος

παραμιλούσε

ένα μωσαϊκό από λόγια.

 

Νόμισα προς στιγμή σε μένα πως μιλούσε.

 

VIEWMASTER

 

Δε συμφωνώ με αυτό το φως.

 

Στα σκοτεινά κάθομαι

τα χέρια μου κοιτάζω

μεγαλώνουν με τις ώρες.

 

Σε ξέχασα κόμμα σιωπή.

 

Άρχισε πάλι να μου μιλάει

στον ενικό ο χρόνος.

 

ΓΥΑΛΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

 

Όλο το μεσημέρι το χώμα πήγαινε

από τη μια μεριά στην άλλη.

 

Να σηκωθώ στα πόδια μου είπα

χτυπάει ο τόπος σαν σφυρί.

 

Πάλι δε θα ’ρθεις

το σώμα μου δε μ’ ωφελεί.

 

Κουράστηκα να περιμένω

το ύψος του χρόνου να μετρώ.

 

Να τυφλωθώ θέλω

θέλω να δω το πρόσωπό μου απλό.

(ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΛΕΦΤΗΣ, 1986)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος

Μες στης Άρπυιας τις άρπαγες πάλευε

Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli

Προηγούμενο άρθροΤο χειρόγραφο μιας επώδυνης μνήμης
Επόμενο άρθροΧουάν-Γκαμπριέλ Βάσκες : «Να μη νικήσει ο φόβος»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ