Οι ανησυχίες του γεωμέτρη

1
539

 

Της Έλενας Χουζούρη.

Η Λίλα Κονομάρα εμφανίστηκε στα γράμματα το 2002 με το βιβλίο της «Μακάο» [εκδ. Πόλις] και κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις. Το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα που της απονεμήθηκε για το «Μακάο» ήταν, αφενός μια αναγνώριση της πρώτης πεζογραφικής της εμφάνισης, αφετέρου και μια έμμεση πλην σαφή απαίτηση  από αυτήν για το έργο της που θα ακολουθούσε.  Η μετέπειτα πορεία της δεν διέψευσε τις προσδοκίες, αντίθετα μάλιστα. Θα ακολουθήσουν τρία μυθιστορήματα,-όλα υποψήφια στις βραχείες λίστες των βραβείων του «Διαβάζω» και του «Αναγνώστη»-   «Τέσσερεις εποχές-Λεπτομέρεια» [εκδ. Μεταίχμιο] το 2005,  «Η αναπαράσταση» [εκδ. Μεταίχμιο] 2009 και «Το Δείπνο» [εκδ. Κέδρος] το 20012. Δύο χρόνια μετά, το Νοέμβριο του 2014, η Λίλα Κονομάρα επανακάμπτει με 12 διηγήματά της που φιλοξενούνται κάτω από τον λίαν συμβολικό  τίτλο «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη» [[εκδ. Κέδρος]. Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας μοιάζει να συνομιλεί με το πρώτο της βιβλίο το οποίο φιλοξενούσε δύο νουβέλες. Ωστόσο η συγγραφική εμπειρία και ωριμότητα που στο μεταξύ  ακολούθησε είναι εμφανής στο τελευταίο της βιβλίο. Στο πεδίο των συγγραφικών συγκλίσεων των δύο βιβλίων μπορούμε να αναγνωρίσουμε την έντονη παρουσία του φανταστικού στοιχείου, το λοξό κοίταγμα του χρόνου, το παιχνίδι των αλληγοριών. Στις δύο εξαιρετικά  γοητευτικές νουβέλες του «Μακάο» οι χρονικές επιφάνειες παραμένουν κυρίως παρελθοντικές, – στο χρόνο της μνήμης. Στα διηγήματα-πεζογραφήματα του τελευταίου βιβλίου της Λ.Κ ο χρόνος σπάει εντελώς τα όποια αφηγηματικά δεσμά του χωρίς όμως να μετεωρίζεται αποσπασματικά ή άσκοπα αλλά  όπως στις γνωστές ρωσικές μπάμπουσκες, ο παρελθοντικός και ο παροντικός χρόνος να εισχωρεί ο ένας μέσα στον άλλον ή να αποκαλύπτεται ο ένας μέσα από τον άλλον σ’ ένα γοητευτικό ταξίδι μέσα στο χρόνο, διαμέσου της μνήμης και των πολλαπλών αναπαραστάσεων και μοτίβων της. Σ’ όλα τα έως σήμερα βιβλία της η Λίλα Κονομάρα δείχνει ότι διαθέτει, αφενός εξαιρετική γνώση της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου  μια ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη λογοτεχνική χρήση της. Οι αρετές αυτές, στο τελευταίο της βιβλίο,  φτάνουν σ’ ένα επίπεδο που πραγματικά εντυπωσιάζει. Επιπροσθέτως εδώ η γλώσσα έχει μνήμη, με την έννοια ότι αναπαριστά-μιμείται  λεκτικά τις διαδρομές του χρόνου και της Ιστορίας που αυτός εγκιβωτίζει, με τις αντίστοιχες γλωσσικές διαφοροποιήσεις και αλλαγές που αυτός επιφέρει. Εξαιρετικό δείγμα όλων των παραπάνω εναλλαγών, το διήγημα «Εποποιία» -τίτλος τα μάλα ειρωνικός και περιπαιχτικός– με το οποίο ανοίγει η συλλογή διηγημάτων της Λ.Κ. Το διήγημα αυτό ξεκινά με τη γλωσσική μίμηση των Θουκυδίδιων δημηγοριών από τον Πελοποννησιακό πόλεμο , προχωρεί με τη λεκτική αναπαράσταση της γλώσσας στην οποία έχουν γραφτεί τα απομνημονεύματα των αγωνιστών  της ελληνικής επανάστασης του ’21 και κλείνει με τη μίμηση της γλώσσας των αυτοβιογραφικών σελίδων των αριστερών της εποχής του Εμφυλίου. Το εντυπωσιακό όμως σ’ αυτό το διήγημα δεν είναι μόνον οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις που αναπαριστούν την εποχή στην οποία αναφέρονται αλλά και η δεξιοτεχνία με την οποία η Λίλα Κονομάρα καταφέρνει να τις συναρμολογεί με τέτοια φυσικότητα ώστε ο αναγνώστης να τις παρακολουθεί ως ένα απόλυτα δεμένο αφηγηματικό σύνολο. Όπως και σε άλλα διηγήματα του βιβλίου της, κυρίως όμως στην «Εποποιία», ο αναγνώστης θα συναντηθεί με  την λοξή  ματιά της συγγραφέως στην ελληνική Ιστορία.  Για την Κονομάρα  τα χαρακτηριστικά που διεμβολίζουν  αυτήν την Ιστορία, από την αρχαιότητα ακόμη έως πρόσφατα, είναι η διχόνοια, η έλλειψη συναίνεσης, οι μικροί και μεγάλοι εμφύλιοι, την ίδια στιγμή που οι όποιες εξουσίες, αρχαικές ή σύγχρονες, προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τη βία τους.

Σε μεγάλο βαθμό η λογοτεχνία της Λ. Κονομάρα χρεώνεται στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, κυρίως στο «Μακάο» και στις «Ανησυχίες του γεωμέτρη». Έχει γραφτεί ότι κοινός τόπος της φανταστικής λογοτεχνίας είναι η αντιμετώπιση κοινωνικών θεμάτων μέσα από τη χρήση φανταστικών καταστάσεων. Θεωρώ ότι η άποψη αυτή περιορίζει την ματιά της  συγγραφέως διότι τα θέματα που αναδύονται μέσα από τις φανταστικές διηγήσεις της  άπτονται ενός βαθύτερου στοχασμού και προβληματισμού που σχετίζονται με υπαρξιακά και φιλοσοφικά ζητήματα, καθώς και στην μεταφυσική σχεδόν, έμπλεα αγωνίας ,σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του αλλά και με τον κόσμο γύρω του. Χαρακτηριστικά αναφέρω τα  διηγήματα: «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη», «Έργα και Ημέρες» [ένα κλείσιμο ματιού στον Ησίοδο], «Η θυσία», «Του Κάτω κόσμου». Εκκινώντας από το φανταστικό, η Λίλα Κονομάρα  διεισδύει και  σ’ έναν εξ αγχιστείας χώρο με αυτό,   συγκεκριμένα σ’ εκείνο των λαικών θρύλων και μύθων, αρχαιοελληνικών και νεοελληνικών,  δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα γοητευτικό, αφηγηματικό περιβάλλον. Εξαιρετικά παραδείγματα τα  διηγήματα: «Στην Πελαγονία»,  το  οποίο  ακουμπάει μεν στον διαβαλκανικό λαικό μύθο «του γεφυριού της Άρτας», για να τον υπονομεύσει όμως καθώς εξελίσσεται η αφήγηση, με την εκφρασμένη πεποίθηση, από την πλευρά του αφηγητή, ότι «οι μύθοι είναι φτιαγμένοι από προδοσίες».  «Στο Άλογο» έχουμε παρόμοιο μυθοπλαστικό περιβάλλον, με έντονο όμως το αλληγορικό παιχνίδι, με απρόσμενες ανατροπές και συμβολισμούς.  Ατμόσφαιρα δυστοπίας αλλά και με χαραμάδες αισιοδοξίας εμφανίζουν τα διηγήματα, «Στους αντίποδες» και «Πομπή Ι». Η συλλογή κλείνει με το πεζογράφημα που φέρει τον δυσκολοπρόφερτο και αμφίσημο τίτλο «Θν»,  με το οποίο, κατά την άποψή μου, η συγγραφέας φτάνει σ’ ένα λογοτεχνικό κρεσέντο. Πρόκειται για ένα κείμενο παραληρηματικό, εξαιρετικής εσωτερικής πνοής και δύναμης, στο ύφος του εσωτερικού μονολόγου, με έντονους ρυθμικούς κραδασμούς, υποβλητικό, με άρωμα και ατμόσφαιρα ποίησης χάρη στις αλλεπάλληλες μεταφορές του. Ολόκληρο εξάλλου θα μπορούσε να διαβαστεί και  ως μεταφορά. Το σώμα του κειμένου είναι η Αθήνα στη διαχρονία της, με τις πολλαπλές μορφές της, τις φωνές της, τις εικόνες της, τις οδύνες της, τις διαψεύσεις της, τις ερημώσεις της και ό,τι άλλο μπορεί να συγκροτήσει τη μνήμη της, σήμερα. Ένα, πραγματικά, σπάνιο λογοτεχνικά  πεζογράφημα –οικειοποιούμαι, όχι τυχαία, αυτόν τον όρο από τον Γιώργο Ιωάννου- ποιητικής της πόλης, της Αθήνας, της Θν.

Κλείνω αυτό το σημείωμα με την παρατήρηση ότι όλα τα καινούργια διηγήματα της Λίλας Κονομάρα διατρέχονται από έναν βαθύ στοχασμό για τον Κόσμο, τη ζωή, την τέχνη, την Ιστορία, την ανθρώπινη μοίρα, αλλά και τις πάσης φύσεως βεβαιότητες που κυνηγούν τον άνθρωπο δια μέσου των αιώνων έως σήμερα.

info: ΛΙΛΑ ΚΟΝΟΜΑΡΑ: ΟΙ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΓΕΩΜΕΤΡΗ [εκδ. Κέδρος]

 

Προηγούμενο άρθροΠερί ενορμήσεων και υποκειμένου
Επόμενο άρθροH γυναίκα από τα παλιά

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μ ‘ αφορμή το εμπεριστατωμένο σημείωμα της κυρίας Χουζούρη, Θα ήθελα, με τη σειρά μου, να προσθέσω πως καθένα από τα 12 διηγήματα της κυρίας Κονομάρα, με παρέσυρε σ’ έναν ρυθμικό χορό, σ’ ένα μελωδικό στροβίλισμα του πνεύματος. Σας ευχαριστώ κι εύχομαι: Καλοτάξιδο!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ