Συνεντεύξεις των συντελεστών στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη. Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου κάνει πρεμιέρα το έργο “H γυναίκα από τα παλιά” του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ από την ομάδα Kammerspiel στο Θέατρο Πορεία. Ένα σύγχρονο έργο που θέτει σειρά ερωτημάτων.
Ένα ζευγάρι , ο Φρανκ και η Κλαούντια, ετοιμάζονται να μετακομίσουν όταν στη ζωή τους εισβάλει η Ρόμυ, η γυναίκα από τα παλιά, που διεκδικεί τον παλιό της έρωτα ενώ ο γιός του ζευγαριού αποχαιρετά την κοπέλα του Τίνα με τις ίδιες υποσχέσεις που κάποτε ο πατέρας του είχε δώσει στη Ρόμυ.
Πόσο διαρκεί το για πάντα; Είναι οι νεανικοί έρωτες αρκαδικά δάση ή θα μπορούσαν να επιβιώσουν στη σαβάνα της μέσης ηλικίας; Συμβολίζει ο οίκος και οι φυσικές φθορές του το προπύργιο της οικογένειας ή δεν είναι παραπάνω από ένα κλουβί; Τι θα μπορούσε να συμβεί αν το επιθυμητικό αρνείται να εκτραπεί σε μηχανισμούς εξάγνισης και διεκδικεί το πραγματικό; Μέχρι που θα φτάνατε για τον άνδρα που αγαπάτε αν τον είχατε παντρευτεί ή αν είχε παντρευτεί μια άλλη; Λυσσαλέες συγκρούσεις των ‘θέλω’ και των ‘πρέπει’, εμπαιγμός του μικροαστισμού, αρχαιοελληνική θεατρικότητα με μοντέρνα τομή στο χρόνο που στο έργο αυτό δεν κινείται γραμμικά αλλά λειτουργεί ως επεξήγηση του εαυτού του.
Η ομάδα Kammerspiel μπορεί να είναι νεοσύστατη, οι συντελεστές της όμως είναι καθιερωμένοι ο καθένας στο χώρο του, με τη διανομή να μη χρειάζεται καθόλου συστάσεις: Νίκος Ψαρράς, Στεφανία Γουλιώτη, Μαρία Ζορμπά και μαζί τους Ηλιάνα Μαυρομάτη και Χάρης Τζωρτζάκης. Τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία υπογράφει η Έλενα Καρακούλη, επί χρόνια δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο, τα σκηνικά και τα κουστούμια επιμελείται η εικαστικός Κλειώ Γκιζελή, την κίνηση η Φαίδρα Σούτου και βοηθός σκηνοθέτη είναι η Νάντια Σπηλιωτοπούλου.
Πώς προέκυψε η ομάδα και το όνομα Kammerspiel;
Ν.Ψ : Στο γερμανικό θέατρο δίπλα από κάθε μεγάλη σκηνή υπάρχει και το θέατρο δωματίου, το Kammerspiel,π.χ. δίπλα από το Deutsches Theatre υπάρχει το Kammerspiel. Η ιδέα για το όνομα προέκυψε επειδή όλο το έργο διαδραματίζεται σε ένα δωμάτιο όπου γίνεται και ένα παιχνίδι με το χρόνο, με το παρόν και το παρελθόν σκεφτήκαμε ότι ταίριαζε πολύ. Επίσης με τη Μαρία και το Χάρη που παίζαμε μαζί και στο «Μεφίστο» στο Εθνικό είχαμε ένα μόνιμο αστείο, πως εκείνη η παράσταση διαδραματιζόταν στα Kammerspiele του Αμβούργου και όταν είπαμε πως θα ονομάσουμε την ομάδα μας Kammerspiel έσκασαν όλοι στα γέλια.
Και γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο σήμερα σε μια γερμανοφοβική Ελλάδα;
Ε.Κ: Γιατί είναι ένα δυνατό έργο για την ουτοπία του έρωτα. Και το αμείλικτο του χρόνου. Με σύγχρονα μέσα, παύσεις και λόγια που δεν τα ξεχνάς..
Ποια είναι η αγαπημένη σας εικόνα από το έργο;
Κ.Γκ: Είναι η πρώτη. Η πρώτη που κράτησα διαβάζοντας πρώτη φορά το κείμενο,
αλλά και βλέποντας ζωντανά την παράσταση:
Εσωτερικό χωλ. Ένας άντρας πακετάρει. Χτυπάει το κουδούνι, και λίγο μετά
στέκεται στην πόρτα μια γυναίκα. Ζητάει ευθέως και χωρίς κανέναν ενδοιασμό,
να εκπληρώσει και να εκπληρωθεί η υπόσχεση που είχε δοθεί πριν από 24 χρόνια:
“Θα μ’αγαπάς αιώνια”.
Για μια στιγμή, αυτό ακούγεται τόσο απλό και καθαρό, που λες πως άργησε κιόλας. Για μια μόνο στιγμή. Και μετά αναρωτιέσαι για τα πάντα. Αβάσταχτα υπέροχο, σχεδόν παιδικό και απόλυτα καταστροφικό!
Είναι οι συνθήκες ή οι χαρακτήρες που ωθούν την εξέλιξη της πλοκής;
Μ.Ζ. Η Κλαούντια θα μπορούσε να είναι η Ρόμυ αν απλά είχε τύχει ο Φρανκ να γνωρίσει πρώτα την Κλαούντια και να παντρευτεί μετά τη Ρόμυ. Οι δυο γυναίκες μοιάζουν πολύ και ίσως είναι απλά θέμα τύχης η συγκεκριμένη εξέλιξη.
Είναι οι χαρακτήρες ήρωες της διπλανής πόρτας;
Η.Μ: Το αντίθετο θα έλεγα. Υπάρχει ένα συμβολικό επίπεδο που θυμίζει αρχαία τραγωδία με αρχετυπικά πρότυπα. Όχι μόνο οι χαρακτήρες είναι μεγαλύτεροι από τους καθημερινούς ανθρώπους είναι και όλοι εγκλωβισμένοι, όλοι έχουν δίκιο από τη δική τους οπτική κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα σε κοσμογονικές συγκρούσεις.
Εκτός από τη μη αναστρεψιμότητα του χρόνου και το ανέφικτο του έρωτα ποια άλλα μοτίβα κυριαρχούν στο έργο;
Χ.Τζ.: Η ελευθερία που δεν ποσοτικοποιείται, με την έννοια πως δε μπορείς να είσαι ολίγον ελεύθερος. Τα όρια της ελευθερίας και η καταπίεση τόσο εκ έσω όσο και η εξωτερική. Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία των χειρότερων φόβων μας.
Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο ως μια ανήθικη αντιπρόταση στο συμβιβασμό. Συμφωνείτε;
Ν.Σπ. Ίσως αυτό να είναι ένα οξύμωρο σχήμα, ίσως τίποτε να μην είναι πιο ανήθικο από το συμβιβασμό.
Μιας που ξεκινήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση είναι σήμερα ο ηθοποιός ήθο-ποιος;
Στ.Γ.: Νομίζω πως ένα στοιχείο που λείπει από εμάς τους ηθοποιούς είναι μια συγκεκριμένη έκφανση της εκπαίδευσης με αποτέλεσμα όταν μπαίνουμε στην πράξη να ασχολούμαστε περισσότερο με το πώς θα καλύψουμε αυτό το κενό δηλαδή με το πώς θα παίξουμε έναν ρόλο, πώς θα το κάνουμε, πώς θα νιώσουμε ασφαλείς πάνω στη σκηνή, πώς να μην εκτεθούμε και ξεχνάμε τι σημαίνει να ποίεις ήθος γιατί βάζουμε το εγώ μας μπροστά από κάθε τι που γίνεται. Αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί είναι να λειτουργούμε ως ενδιάμεσοι για να μεταδοθεί αυτό που έχει συλλάβει ένας ευφυής συγγραφέα δε γίνεται όμως γιατί προσπαθούμε να ‘σωθούμε’ πάνω στη σκηνή.
Ο Spencer Tracy έλεγε ότι ο ηθοποιός πρέπει να κάνει μόνο δυο πράγματα. Να ξέρει τις ατάκες του και να μην πέφτει πάνω στα έπιπλα. Συμφωνείτε;
Στ. Γ.: Τι αστείο! Νομίζω πως εννοεί κάτι πολύ πιο βαθύ: να ξέρεις τις ατάκες σου τόσο ουσιαστικά ώστε να τις ξεχνάς, όχι να μην ξέρεις τα λόγια σου, αλλά να τα ξέρεις τόσο καλά που να τα χάνεις επειδή επικοινωνείς με κάτι άλλο και να μην πέφτεις πάνω στα έπιπλα ίσως σημαίνει να είσαι τόσο ελεύθερος που να μπορείς να μετακινηθείς παντού, δηλαδή μια αίσθηση ελευθερίας.
Είναι φεμινιστικό έργο;
Μ.Ζ. Δεν ξέρω αν θα χρησιμοποιούσα τον όρο ‘φεμινιστικό’ σίγουρα όμως είναι ένα έργο που αναδεικνύει τη δύναμη της γυναικείας φύσης και σκέψης, μια δύναμη τόσο νοητική όσο και συναισθηματική που συμπυκνώνεται σε μια σχεδόν υπεράνθρωπη αντοχή στο χρόνο. Οι συνέπειες μιας τέτοιας δύναμης μπορεί να είναι ευεργετικές ή καταστροφικές, αναλόγως ποιος βρίσκεται απέναντι από τη γυναίκα.
Η γραφή του Σιμελπφένιχ θα αγγίξει τον σύγχρονο Έλληνα;
Χ.Τζ. Είναι πολύ καλή και η μετάφραση, αποδίδει πιστά το πρωτότυπο κείμενο χωρίς να προδίδει την αμεσότητα της ελληνικής γλώσσας. Ο λόγος του Σιμελπφένιχ είναι οικονομικός πιο αυστηρά και από τη γερμανική οικονομική πολιτική: καμία λέξη δεν περισσεύει. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό ακόμη και σε ένα πολύ ποιητικό μονόλογο που έχει ο Άντυ.
Γενικά ποια είναι η διαφορά συναισθήματος και μελό;
Φ.Σ: Τα χωρίζει μια λεπτή γραμμή. Σαφώς και πάντα πρέπει να εμπεριέχεται συναίσθημα είτε όταν δημιουργείς είτε όταν παίζεις, η παγίδα είναι να μη “γίνεις” το συναίσθημα. Σαν δημιουργός δεν πρέπει να αφεθείς στο συναίσθημα που σου γεννάται κάθε φορά αλλά πρέπει να ακολουθήσεις το δρόμο που σου δείχνει διαφορετικά το ζητούμενο σου από τους ερμηνευτές θα είναι να νιώσουν το απόλυτο καθρέφτισμα του συναισθήματος και έτσι θα τους οδηγήσεις στον ερμηνευτικό ναρκισσισμό και κατά επέκταση στο μελό. Η απόσταση σε κάνει πάντοτε πιο καίριο και σταθερό.
Ο Σιμελπφένιχ χρησιμοποιεί το εύρημα της αποστασιοποίησης;
Η.Μ: Η Τίνα είναι η πλέον αποστασιοποιημένη- είναι κάπως σαν αφηγήτρια, έχει το ρόλο της Κασσάνδρας ή του αγγελιοφόρου και λειτουργεί κάπως σα συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό. Το να είναι οι συμπαίκτες μου οι θεατές και όχι οι άλλοι ηθοποιοί ήταν κάτι που δεν το έχω ξανακάνει καθώς μέχρι σήμερα έχω παίξει μόνο σε ρεαλιστικά έργα και χρειάστηκε πολύ και πολλή ενδιαφέρουσα έρευνα για να συλλάβω τον απαιτούμενο κώδικα.
Πώς επιτυγχάνεται αρμονική σχέση λόγου-κίνησης χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα του περιγραφικού;
Φ.Σ:Η δραματουργική επεξεργασία που γίνεται πάνω σε ένα κείμενο αφορά την αποκωδικοποίηση και αποδόμηση ενδεχομένως που χρησιμοποιεί η σκηνοθεσία η οποία έχει άμεση σύνδεση με τη κίνηση πάνω σε ένα θεατρικό κείμενο. Κατά συνέπεια υποδομούμε το κείμενο και το “στραγγίζουμε”, δηλαδή προσπαθούμε να αναδημιουργησουμε την κίνηση του κειμένου μέσα από το ανοιχτό πεδίο που προσφέρουν οι ηθοποιοί σε άμεση συνάρτηση με τη καθοδήγηση που τους δίνεις. Έτσι το αποτέλεσμα σε μια κινησιολογική στιγμή μιας σκηνής που βασίζεται στο λόγο παίρνει τη μορφή μιας αόρατης ιδέας και όχι μιας απτής κατάστασης. Προσωπικά είμαι υπέρ της αντιθετικής δύναμης δηλαδή προσπαθώ πάντα να αιχμαλωτίσω την αισθητική και συναισθηματική ουσία, μετουσιώνοντας τη σε μια αντιθετική κίνηση ή σε μια αφηρημένη στιγμή.
Αν το έργο ήταν τραγούδι ποιο τραγούδι θα ήταν;
Ν.Σπ: Το ‘ I will’ των Beatles. Αυτό το τραγούδι μάλιστα ακούγεται στην παράσταση και ίσως θα μπορούσε να είναι το έκτο πρόσωπο του έργου καθώς έχει και αυτό το ρόλο του.
Κ.Γκ: Δύσκολα θα έβρισκα τη Γυναίκα από τα Παλιά σε έναν πίνακα. Περισσότερο θα την αναζητούσα σε μια νοητή διαδρομή-παλέτα που θα γεφύρωνε (εάν αυτό ήτανε εφικτό!) την απόσταση από το American Gothic του Grant Wood (1930), στην Κραυγή του Edvard Munch (1893) και αντίστροφα..
Από τη μία υπάρχει η κλειστή εικόνα, η ασφυκτικά ισορροπημένη, που νομίζεις πως
δεν μπορεί παρά να σπάσει και να αποδομηθεί: Το σπίτι-κουτί του Φρανκ και της Κλαούντια. Η ζωή τους που έχει τάση να βγει από το κλειστό και ισορροπημένο της σχήμα.
Από την άλλη η Ρόμυ, που με μία αρχικά φαινομενική ηρεμία-συγκρότηση, έτσι απλά,
έρχεται ως καταλύτης να φέρει την κραυγή που μοιάζει να κουβαλάει χρόνια.
Οι χαρακτήρες στο έργο μοιάζει να παλεύουνε διαρκώς να επιβιώσουνε μεταξύ αυτών
των δύο σημείων. Αυτό του κλειστού σχήματος, της ισορροπίας και της τάξης και αυτό της
αποδόμησης, του επαναπροσδιορισμού και της κραυγής του τέλους.
Σημεία που αν και φαινομενικά αντίθετα μεταξύ τους, όσο και τα δύο ζωγραφικά έργα, συνυπάρχουνε και εναλλάσσονται στην πορεία, καθιστώντας δύσκολο τελικά να ορίσεις πού είναι η αφετηρία και πού το τέλος.
Θα αποτολμούσα τελικά ένα αυθαίρετο τρίπτυχο: Κραυγή, American Gothic, και πάλι Κραυγή.
Πείτε μας ένα μυστικό του έργου:
Ε.Κ: Η Ρόμυ ή αλλιώς η γυναίκα απ’ τα παλιά, πλανάται, παραπλανεί, αποπλανεί, σκοτώνει. Κι όμως παραμένει αθώα. Ως το τέλος…