Γιώργος Καρτάκης
Είναι φορές που θαρρεί πως έγινε ίδια η μάνα της: άτολμη, φοβισμένη, συμβιβαστική. Πως το βήμα της δεν πήγε παρά μια δρασκελιά παραπέρα. Πως φώναξε μόνο προσπαθώντας να αποτινάξει τον ρόλο που της όρισαν, πριν πέσει κι αυτή στην φθορά της πεζότητας και πριν η κούραση της ζωής την αναγκάσει να σκύψει το κεφάλι και ν’ ακολουθήσει κάτι που μοιάζει με ό,τι ονομάζουνε μοίρα. Η μάνα της ζει, όμως δεν αντιτείνει πλέον προστατευτικά σε ό,τι κάνει. Την αφήνει να ακολουθεί το δρόμο της και να νομίζει, ώσπου να κουραστεί και να το παραδεχτεί και η ίδια, πως βαδίζει σε απάτητα μονοπάτια.
Τη μάνα της την πάντρεψαν στα είκοσι. Άγουρη, «ένα ζωντόβολο» λέει η ίδια, «δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα». Την έπιασε εμπιστευτικά, λέει, η μάνα της πριν το γάμο να της πει τι είναι άντρας. Είχε μητάτο ο γαμπρός – ο πατέρας της – στα Όρη. Αμούστακος καλά καλά κι αυτός, είκοσι δυο χρονών. Γιος του Γιαννακούδη με τ’ όνομα. Χίλια και βάλε ζωντανά στη μαδάρα και άλλα τόσα λιόδεντρα στο καμπί. Κατέβηκε στο χωριό τη Λαμπρή να παντρευτεί. Επί τούτου. Δεν ήξερε τη μάνα της, δεν την είχε ξαναδεί. Μήνυσε στο χωριό το αίτιο, έκαμε τον κύκλο η είδηση κι έκλεισε ένα βράδυ το προξενιό στο καφενείο ανάμεσα στους συμπεθέρους.
Δεν έφερε αντίρρηση η μάνα της. Αφού «ήταν γραφτό της». «Ένας άντρας της έστεκε και αυτηνής» και ο Σήφης, ο γιος του Γιαννακούδη, δεν ήταν δα και κακός, θα έτρωγε γλυκό ψωμί στα χέρια του. Είχαν δυο χρόνια διαφορά, τον ήξερε απ’ το Δημοτικό, ένα ξανθό, γαλανομάτικο αγόρι, βεργάτο. Χρόνια είχε να τον δει. Μετά στο σχολείο, ανέβηκε εκείνος στη μαδάρα με τον πατέρα του, έβοσκε και τυροκομούσε, είχανε και φαμέγιους να τους βοηθούν. Κατέβαινε στο χωριό αραιά, πού να τον ανταμώσει; Σίφουνας ήταν, ερχόταν κι έφευγε.
Παντρεύτηκαν. Την πήρε και την έφερε στα γονικά του. Κάτω η πεθερά με την κουνιάδα της και πάνω, στον οντά, εκείνη ολομόναχη. Μια εβδομάδα έμεινε μετά το γάμο μαζί της. Ύστερα ανέβηκε πάλι στο βουνό. Εκείνη την πρώτη εβδομάδα την έπιασε, λέει. Μωρομάνα, μόλις είχε πατήσει τα είκοσι ένα. Κατέβαινε ο πατέρας της απ’ τη μαδάρα, σαν γεννήθηκε, πιο συχνά. Δυο φορές το μήνα. Ίσως και τρεις. Κατά τα άλλα, κουμάντο έκανε η πεθερά και η κουνιάδα. Τι θα φάνε, τι θα ψουνίσουν. Σε αυτές άφηνε ο πατέρας της λεφτά για το σπίτι, στην ίδια μετρημένα για τα έξοδα του μωρού και τα προσωπικά της. «Μητέρα» την έλεγε η μάνα της την πεθερά της, λέει. «Κακός άνθρωπος ήταν». Έτσι της είπε αργότερα. Γιατί, σαν μια φορά της έκαμε νύξη, πως ο γιος της – ο πατέρας της – πίνει, όταν κατεβαίνει στο χωριό – «πίνει και πέφτει στους δρόμους», «μαλώνει» – , η γριά δεν έβγαλε τσιμουδιά, σήκωσε το δάχτυλο και της είπε αυστηρά να σωπάσει: «Έτσι είναι οι άντρες».
Κατέβαινε στο χωριό και πήγαινε γραμμή στο καφενείο. Ερχόταν ξημερώματα μεθυσμένος. Έκλαιγε εκείνη, σίγουρα την άκουγαν και στο ισόγειο, μα δεν έλεγαν τίποτα. Την είχαν αφήσει στη μοίρα της, παιδί σχεδόν μ’ ένα μωρό στο βυζί. Τι να κάμει η δόλια; Τον έβαζε, λέει, να κοιμηθεί στο χώμα μπρούμυτα, μην πνιγεί απ’ τον εμετό. Έτρεξε στη μάνα της – τη γιαγιά της – κι εκείνη της είπε, λέει, ό,τι κάμει να το κάμει χωστά: «Δεν πρέπει ο κόσμος να μάθει, τι γίνεται στο σπίτι σου». «Οι περισσότεροι πίνουν», παραδέχτηκε και την ορμήνεψε να κάνει υπομονή, γιατί είχε μωροπαίδι, και με τον καιρό μπορεί ν’ αλλάξει. Ύστερα από μέρες όμως, λέει, ήρθε (και πάλι) η γιαγιά της, που είχε την κόρη της έγνοια, και είπε στη μάνα της για ένα γιατρό στο Ηράκλειο, που είχε μάθει από μια θεια. Είχε, κατά πως φαίνεται, ανησυχήσει και η γριά με τα άθλα του γαμπρού, μα δεν ήθελε να της το δείξει καταπρόσωπο. «Έτσι είναι πολλοί εδωνά» της είπε μόνο. «Δες μόνο, αν τόνε φέρεις στα νερά σου, να κατεβείτε στο Ηράκλειο, στον γιατρό». Πως να τον πείσει; Με τι τρόπο; Εδώ καλά καλά δεν τον γνώριζε! Μια δυο φορές που τον πέτυχε άπιωτο, του είπε, λέει, μαλακά, πως σκιάχνεται και «έχουν και μωροπαίδι, που’ χει ανάγκες». Πυρ και μανία εκείνος, που ανακατεύτηκε σε αντρικά συνήθεια, της το ξέκοψε μια κι έξω: «Εσύ να θωρείς το τσικάλι σου! Δεν είσαι άντρας εσύ!» και «Το καλό που σου θέλω, αν θέλεις να’ χουμε καλά ξετελέματα».
Πώς είναι οι άντρες; Είναι άντρες! Και όταν της τον έφεραν απ’ τη μαδάρα επάνω στο μουλάρι σαν τσουβάλι φορτωμένο, μελανιασμένο, πνιγμένο στο ίδιο του το ξερατό, κατάλαβε πόσο ανήμποροι είναι οι άντρες. Έβαλε τα μαύρα είκοσι ενός χρονών. Δεν είχε πια θέση κοντά στα πεθερικά, ο γάμος είχε λυθεί. Πήρε το αβάφτιστο και γύρισε στους δικούς της. Πήγε ο πατέρας της, λέει, και συμφώνησε με τον πεθερό να της στέλνουν ένα ποσό κάθε μήνα για τα έξοδα του παιδιού. Η μάνα της δεν ξαναμίλησε της πεθεράς, – της γιαγιάς της – και η ίδια δεν μπορεί να την αναπλάσει καθόλου στη μνήμη της. Μεγάλη ήταν, όταν η μάνα της την πήρε μια μέρα να πάνε στην κηδεία της. Μονάχα σε κηδείες πήγαιναν πια στο χωριό, αφ΄ ότου η μάνα της την πήρε και ήρθαν στο Ηράκλειο. Ήταν δεν ήταν πεντέμισι τότε.
Δεν ήθελε, λέει, να την αφήσει ο παππούς τη μάνα της να κατεβεί στο Ηράκλειο. Φοβόταν μην εξόκειλε η ζωή της, γυναίκα, άβγαλτη, μ΄ ένα ανήλικο. Ύστερα, με τα πολλά, του πιπίλησε τα μυαλά και του άλλαξε γνώμη: «Τόσες και τόσες δουλεύουν πια! Τίμια!». Μπορεί να ήταν η αιτία και το ανήλικο: Ποιος θα την κοίταζε μ’ ένα μικρό παιδί; Αλλά, πού ξέρεις κιόλας; Μπορεί και κανείς καλός χριστιανός να την ήθελε, ας ήτανε και χήρα με υποχρεώσεις. Πούλησε, λοιπόν, ένα λιόφυτο, που ήταν στο μοιράδι της, της αγόρασε ένα μικρό δυαράκι στα Καμίνια, ήταν και το Δημοτικό κοντά να πήγαινε η κοπελιά την άλλη χρονιά. Η μάνα της έπιασε δουλειά σε ένα φούρνο στην οδό Καλοκαιρινού. Αχάραγα ξυπνούσε, πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά, μεσημέρι ήταν κιόλας πίσω, πριν να γυρίσει εκείνη απ’ το σχολειό. Μόνη της πήγαινε στο σχολειό. Της είχε η μάνα της ορμηνέψει να μη μιλά σε αγνώστους. «Αλφαδιά θα κάνεις τα ζάλα σου ως την αυλόθυρα! Βολίδα! Χαμηλά το κεφάλι, μήτε δεξιά μήτε αριστερά, μήτε κουβέντα σε ύποπτους, γιατί σε έσφαξα!», της έλεγε και έκανε μια κίνηση απειλητική φέρνοντας το χέρι στο λαιμό, προσομοιώνοντας τη σπάθη που θα της έκοβε πέρα ως πέρα το καρύδι. Εκείνη είχε καταλάβει, με όσο της έκοβε σε κείνη την ηλικία, τι είναι οι άντρες.
Δεν είδε τη μάνα της ποτέ με άλλον άντρα. Ούτε ποτέ τής πέρασε η παραμικρή υποψία για ύπαρξη αρσενικού στη ζωή της. Ήξερε να κρύβεται; Μπα, είναι σίγουρη, ότι η μάνα της έμεινε μόνο με τη γεύση του πατέρα της στο στόμα. Η μάνα της ήταν πάντα εκεί, ολότελα δική της, ποτέ δεν της έδωσε αφορμή αυτό να το αμφισβητήσει. Και πάντα μαυροντυμένη. Μεγάλη μόνο πια σαν ήταν, αντικατέστησε τα μαύρα με σκούρα πάλι χρώματα – μόνο όταν ήξερε ότι υπήρχαν ελάχιστες πια πιθανότητες να γίνει αντικείμενο πόθου. Λες και η ίδια είχε αυτοκαταδικαστεί σε μια ισόβια άσκηση εγκράτειας, λες και τα μαύρα αποτελούσαν το απαραίτητο πλαίσιο διασφάλισης του ασκητισμού στον οποίο είχε υποβάλλει το κορμί, ενώ παράλληλα την προστάτευαν και από τα πεινασμένα αντρικά βλέμματα.
Έτσι περάσανε τα χρόνια στα Καμίνια. Ήσυχα. Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου – εξατάξιο τότε – δούλευε κι εκείνη τα καλοκαίρια στο φούρνο. Στο πρατήριο. Μάζευε τα λεφτά για τον χειμώνα, την σχολική χρονιά, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα καλή μαθήτρια. Μέτρια μάλλον, που με λίγο παραπάνω διάβασμα μπορούσε να συναγωνιστεί τον μέσο όρο. Αλλά βαριόταν, και η μάνα της επίσης ποτέ δεν την ζόρισε για περισσότερο, ποτέ δεν την καταχέρισε, δεν της παραπονέθηκε, όπως κάνουν πολλοί, πως σκοτώνεται στη δουλειά, για να κάθεται εκείνη τόσες ώρες στην τηλεόραση, που μόλις είχαν αγοράσει. Ποτέ δεν της έλειψε τίποτα, ούτε λούσα, ούτε τίποτα, το κατά δύναμιν βέβαια πάντα.
Τέλειωνε το γυμνάσιο. Τελευταία χρονιά. Τι θα έκανε; Θα έπιανε δουλειά; Αυτή η προοπτική της κακοφαινόταν. Καμιά από τις συμμαθήτριες της δεν δούλευε. Οι περισσότερες ήθελαν να δώσουν εισαγωγικές για κάποια σχολή. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνες, που σταμάτησαν στην τρίτη ή την τετάρτη. Άλλες σκράπες, δεν τους έκοβε, άλλες, για να μάθουν από κει και πέρα μια τέχνη να ζήσουν. Τι να τα κάνουν τα γράμματα; Έφταναν τόσα. Είπε της μάνας της, πως ήθελε να δώσει εισαγωγικές. Να γίνει δασκάλα. Θα καθόταν, λέει, να διαβάσει, θα έβανε τα δυνατά της να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Η μάνα της δεν απάντησε, μόνο την κοίταξε κατάματα και συνέχισε ό,τι έκανε. Άλλη άχνα δεν έβγαλε ούτε τις επόμενες μέρες. Την Κυριακή θα πήγαιναν στο χωριό, της είπε μόνο κάποια στιγμή: «Να δούμε τον παππού σου».
Κάθισε εκείνος, μεγάλος πια, στο τραπέζι, ήρθε και η γιαγιά της. «Πατέρα» του είπε η μάνα της «θέλω τη γνώμη και τη βοήθεια σου. Η εγγόνα σου θέλει να δώσει εξετάσεις να γίνει δασκάλα. Δεν θα τα καταφέρω μόνη, αν περάσει. Τι θα κάμουν οι άλλοι;», αναρωτήθηκε δυνατά υπονοώντας την οικογένεια των Γιαννακούδηδων. «Θα δίνουν λεφτά, όταν τελειώσει το σχολειό;» Ανέβλεψε ο παππούς και την κοίταξε. Όχι τη μάνα της, εκείνη. Έκαιγε η ματιά του και έριξε τα μάτια της χαμηλά. Κοκκίνησε. Ίδιο το βλέμμα της μάνας της. «Να γενεί!» είπε εκείνος ύστερα αποφασιστικά και «εμείς θα τα πούμε», συμπλήρωσε, εννοώντας πως θα μιλήσει άλλη ώρα ιδιαιτέρως με τη μάνα της μάλλον για τη στήριξη που ο ίδιος ήταν σε θέση να δώσει. «Θα πάω το απόγεμα να βρω τους εδικούς του να ιδώ τι θα μου πουν», είπε και σηκώθηκε. Και πήγε. Έτσι είναι οι άντρες και οι καθαρές κουβέντες. Και τον περίμενε, λέει, σε αναμμένα κάρβουνα να μάθει το χαμπέρι: Θα την υποστήριζαν, λέει, μέχρι να τελειώσει τη σχολή, αν περνούσε. Αλλά ως εκεί, όχι παραπάνω, ούτε απαίτηση δεν θα είχε από κει και πέρα στην περιουσία του μακαρίτη του πατέρα της.
Κάθισε, λέει, και διάβαζε όλη τη χρονιά. Ντρεπόταν κιόλας που τους είχε όλους δεσμεύσει να υποχρεωθούν ο ένας στον άλλο. Κάθισε, προσπάθησε, μα δεν γίνεται κανείς μέσα σε ένα χρόνο μαθητής. Δεν καλύπτονται οι ελλείψεις τόσων χρόνων σε μία. Μετάνιωνε για την προηγούμενη της αμέλεια, αλλά την είχε πιάσει και λύσσα να τα καταφέρει. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στα Ιωάννινα, στη Σχολή Νηπιαγωγών. Καλύτερα έτσι. Δυο χρόνια μόνο θα επιβάρυνε ακόμα τους πάντες.
Δυο χρονιές ίσα ίσα έμεινε κιόλας στα Γιάννενα, ούτε μέρα παραπάνω. Πήρε το δίπλωμα της και κατέβηκε στο Ηράκλειο να βρει δουλειά. Μαθημένη ήταν. Είχε μεν κοπεί μόλις και η βοήθεια από την οικογένεια του πατέρα της, μα είχε έγνοια και τη μάνα της, που είχε μαϊνάρει τόσα χρόνια στο μεροκάματο. Και τα κατάφερε. Από εδώ από κει, δούλεψε ένα καλοκαίρι με τα λίγα Αγγλικά που ήξερε στον τουρισμό, σε ένα ιδιωτικό παιδικό σταθμό τον χειμώνα, την επόμενη χρονιά ήρθε και ο διορισμός της σε ένα Νηπιαγωγείο στην Αλικαρνασσό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης. Έπαιρνε το λεωφορείο το πρωί, και σε τέσσερεις, τεσσερισήμισι ώρες μαζί με τις μετακινήσεις, ήταν και πάλι πίσω στο σπίτι. Άρχισαν να τρώνε γλυκό ψωμί, αν και η μάνα της, αρκετά νέα ακόμη, δεν ήθελε να βρει μια πιο εύκολη δουλειά, ώσπου να πάρει σύνταξη.
Τότε ήταν που μπήκε και ο Μιχάλης στη ζωή της, αδελφός της συναδέλφου της στο Διθέσιο Νηπιαγωγείο Νέας Αλικαρνασσού. Πηγαινόφερνε την αδελφή του στη δουλειά από το Βενεράτο, ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο. Μελαχρινός, γυμνασμένος, όχι ιδιαίτερα ψηλός, μα της άρεσε. Είχε τρόπο να ξεχωρίζει, φωνή τρανταχτή σίγουρη, το θώρι του έπιανε τόπο, ένιωθες πως υπήρχε άντρας εκειδά τριγύρω. Ήτανε, λέει, ποδοσφαιριστής στην τοπική ομάδα, μα διατηρούσε και με τον άλλο του αδελφό στάνη με πρόβατα και, επίσης, περιουσία με λιόδεντρα και μποστάνια που πολεμούσαν χειμώνα καλοκαίρι. Δεν ήταν δύσκολο να γνωριστούν. Κατά πως φαίνεται, του γυάλισε κι εκείνη, και δεν άργησαν να κλείσουν το πρώτο ραντεβού. Ακολούθησαν και άλλα, πάντα με τη βοήθεια και υπό την κάλυψη της αδελφής και συναδέλφου της. Σε ένα μήνα ήταν ζευγάρι και σε λιγότερο από χρόνο αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς της μάνας της, που δεν καταλάβαινε, «Τι δουλειά είναι τούτη, να κυνηγάς τις σχόλες με άλλους μαζί μια μπάλα» ή «Εσύ, μπορεί να μην έχεις μεγάλη περιουσία, αλλά έχεις τη δουλειά σου, μόνιμη, στο δημόσιο». Πιο σοβαρή ήταν, βέβαια, η ερωτηματική στάση της στο γεγονός πως δούλευε μαζί με τον αδελφό του, μισιακά, την περιουσία. «Όταν ανοίγει κανείς δικό του σπίτι, πρέπει να στήνει δικό του τσικάλι», της έλεγε η μάνα της, που είχε καεί στα νιάτα της από πεθερά και κουνιάδα. Στάση, ωστόσο, που εύκολα κάμφθηκε από την επελαύνουσα εγκυμοσύνη της ίδιας. «Δικό μας σπίτι θα’ χουμε, δικό μας τσικάλι θα στήνουμε» της απαντούσε εκείνη, που δεν έδινε βάση στους φόβους της.
Όταν γεννήθηκε το μωρό, αγόρι, έμεναν κιόλας στο δικό τους σπίτι, ένα νεόχτιστο διαμπερές διαμέρισμα στα Καμίνια, όχι μακριά απ΄ της μάνας της. Έκανε εκείνη αίτηση για άτοκο δάνειο του δημοσίου και το αγόρασαν. Και ήθελε, λέει, να βγάλουν το μωρό Βασίλη, του παππού της, γιατί εκείνος ήταν που τη στήριξε ως τώρα και όχι ο συγχωρεμένος ο πατέρας της. Ο Μιχάλης δεν έφερε αντίρρηση, αν και το μωρό ήταν το πρώτο αγόρι στην οικογένεια και, κανονικά, θα ήθελε να πάρει το όνομα του δικού του πατέρα. Όλα καλά. Μα τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν, όπως λένε και στα φωτορομάντζα αγάπης, που εκείνη διάβαζε με πάθος στα περιοδικά της εποχής. Ο Μιχάλης άρχισε να αργεί συστηματικά τα βράδια προφασιζόμενος φόρτο δουλειάς στο χωριό, στα λιόδεντρα. «Καλοκαίρι είναι» του αντέτεινε εκείνη «Τι κάνετε πια στο λιόφυτο;» Τη μια έφταιγε ο δάκος, έφερνε εκείνος ως πάτημα για την αργοπορία, «Θέλουν και πάλι ψέκασμα οι ελιές», την άλλη «Πέταξαν βλαστούς από τις ρίζες και θέλουν καθάρισμα, γιατί τις τρώνε». Όπως κι αν ήταν, κατάφερνε να μένει τα περισσότερα απογεύματα ως αργά τη νύχτα εκτός σπιτιού. Γιατί, ώσπου να ψεκάσει, να κλαδέψει, ήθελαν και τα ζωντανά ή το μποστάνι πότισμα και μέχρι να πλυθεί, να φάει κάτι – γιατί τον έκοβε και η πείνα τόσες ώρες στα χωράφια – είχε εκείνη πέσει για ύπνο αποκαμωμένη να τρέχει απ’ τα εφτά χαράματα για τον Βασιλάκη. «Έτσι είναι» σκεφτόταν, που δεν είχε μεγαλώσει με πατέρα, «Μην του γκρινιάζω κι εγώ και λιώνει ο κακομοίρης ολημερίς στον ήλιο στα χωράφια».
Τον χειμώνα ήταν που ο Μιχάλης σχεδόν εξαφανίστηκε απ’ το σπίτι. Μαζωχτό, αρνιά, καθημερινό άρμεγμα, τυροκομιό. Λες και είχε μετακομίσει στο Βενεράτο, ερχόταν καμιά βροχάδα να τους δει, εκείνη και το παιδί, να φέρει δυο τρία πράγματα, που είχαν ανάγκη. Λεφτά δεν έφερνε στο σπίτι παρά ελάχιστα. «Τη Λαμπρή» έλεγε «που θα πουλήσουμε τ΄ αρνιά, θα λογαριαστώ με τον αδελφό μου». Στον ίδιο ρυθμό και αυτή, άφηνε το πρωί στο σπίτι τη γυναίκα, που πρόσεχε το παιδί, πήγαινε στη δουλειά, στο δρόμο αγόραζε ψωμί και ό,τι χρειαζόταν, το μεσημέρι πάλι πίσω να φύγει η γυναίκα και να αναλάβει τον Βασίλη. Καμιά φορά τα απογεύματα ερχόταν η μάνα της, καθόταν μαζί και τον πρόσεχαν, μαγείρευαν ή της τον άφηνε, να κατεβεί στα μαγαζιά για λίγο, να κάνει δυο δουλειές που τύχαιναν.
Μόλις είχε βάλει το παιδί για ύπνο και μάζευε την κουζίνα, θυμάται, κείνο το μεσημεράκι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από την τράπεζα. Εξακρίβωσαν προφορικά τα στοιχεία της, κάτι που την παραξένεψε, και της είπαν να περιμένει να τη συνδέσουν με τον διευθυντή. Περίμενε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιαν αιτία γι’ αυτό το τηλεφώνημα, ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, ένιωσε ανησυχία. Ίσως έπρεπε να ρυθμίσει κάτι για το δάνειο του σπιτιού, σκέφτηκε. Ο διευθυντής βγήκε στη γραμμή, ευγενικός, τη ρώτησε αν όλα πάνε στο σπίτι της καλά, αν είναι καλά όλοι. «Ναι», απάντησε εκείνη με τον τρόμο να διαγράφεται ήδη στο τρέμουλο της φωνής της. «Κυρία Γιαννακουδάκη», συνέχισε αυτός, «θα ξέρετε, υποθέτω, ότι το σπίτι σας πλειστηριάζεται σε δύο μήνες για χρέη του συζύγου σας. Θέλαμε να σας ενημερώσουμε, μήπως μπορέσουμε και σας βοηθήσουμε να το σώσετε, γιατί είναι στο όνομα σας και απλήρωτο». Έχασε, θυμάται, τη γη κάτω από πόδια της. Για χρέη του συζύγου της; Ποια χρέη; Πήρε την άλλη ημέρα άδεια και πήγε άρον άρον στην τράπεζα. Δεν μπορούσαν να της πουν περισσότερα για τα χρέη του άντρα της, το μόνο όμως σίγουρο ήταν, ότι θα έχανε το σπίτι, αν δεν βρισκόταν άμεσα μια λύση. Ποια λύση να βρεθεί; Τι της έκρυβαν; Πήρε την αδελφή του τηλέφωνο, την συνάδελφο της: «Χάνω το σπίτι για χρέη του Μιχάλη! Τι ξέρεις; Τι συμβαίνει;» Εκείνη μάσησε τα λόγια της στην άλλη άκρη της γραμμής. «Πες μου, τι συμβαίνει!» της επέμεινε απότομα. Ο Μιχάλης, λέει, έπαιζε χαρτιά. Και άλλες φορές, της είπε, είχε χρεωθεί και κινδυνέψει να χάσει την περιουσία του στο χωριό, αλλά τον είχαν ξελασπώσει τα αδέρφια του. Είχε υποσχεθεί μετά το τελευταίο κάζο, πως δεν θα ξαναπαίξει και όλα έδειχναν πως τα πράγματα πάνε όντως καλά. «Καλάθια!» της φώναξε κατάμουτρα και έκλεισε το τηλέφωνο. Με μιας συνειδητοποίησε, γιατί ο Μιχάλης αργούσε τα βράδια, γιατί ποτέ δεν είχε λεφτά, αν και δούλευε τόσες ώρες, γιατί δεν είχε στο όνομα του περιουσία, αλλά τον κηδεμόνευε ο αδελφός του. «Τι ζητώ εγώ σε αυτό το θέατρο» σκέφτηκε. «Γιατί με χρησιμοποίησαν, αφού όλοι ήξεραν;». Έπρεπε να σώσει το παιδί και το σπίτι.
Δεν θέλει πια να το σκέφτεται εκείνο το διάστημα, «την γέρασε», λέει. «Ούτε πως τα κατάφερα, δεν ξέρω». Ας είναι καλά ο διευθυντής της τράπεζας, που την λυπήθηκε με ένα μωρό στην αγκαλιά. Κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, μόνο έτσι θα έβγαζε τον πλειστηριασμό άκυρο και θα έσωζε το σπίτι. Ας έπεφτε το χρέος απάνω τους, στην οικογένεια του. Και ζήτησε επείγουσα απόσπαση για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους στην πόλη του Ηρακλείου, που έγινε δεκτή. Έτσι θα απέφευγε την κουνιάδα και τις περαιτέρω προστριβές. Μόνο τη μάνα της είχε δίπλα της.
*
Είναι φορές που θαρρεί πως έγινε ίδια η μάνα της· πως πατά στη σκιά της, στα δικά της τα χνάρια. Κάθεται στον καναπέ το Σαββατόβραδο και κοιτάζει από την τζαμαρία μπροστά της το Ηράκλειο: άσπροι σοβαντισμένοι τσιμεντένιοι κύβοι να πλένονται στη βροχή. Ο Βασίλης, ο βασιλιάς της, έρχεται και πέφτει στην αγκαλιά της. Τον σφίγγει. Βγάζει ένα ήχο δυσαρέσκειας το παιδί, το σφίξιμο της ήταν μάλλον δυνατό. «Πόνεσες;» τον ρωτά. Ακούγεται και πάλι εκ μέρους του κείνος ο ήχος που ισοδυναμεί με «Όχι, δεν πόνεσα» και χώνεται ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά της. «Έτσι είναι οι άντρες», σκέφτεται εκείνη, «αντέχουν, μα η ψίχα τους είναι ευάλωτη και μαλακή».