4 προσεγγίσεις για την ποιητική του αστικού τοπίου (της Έφης Κατσουρού)

0
258
Πικιώνη, Δημοτικό Σχοελίο στα Πευκάκια Λυκαβηττού

 

της Έφης Κατσουρού

 

Η πόλη σε κάθε μορφή και έκφρασή της, ως έννοια, ως κοινωνιολογική δομή, ως πολεοδομική μονάδα οργάνωσης του χώρου, ως πυρήνας έκφρασης της εποχής της, ως σκηνικό, αδιάπτωτα διεισδύει και διαπλέκεται με τα τεκμήρια του γραπτού λόγου. Απασχολεί πεζογράφους, ποιητές, αρχιτέκτονες, θεωρητικούς του χώρου, κοινωνιολόγους, με αποτέλεσμα η βιβλιογραφία γύρω από την έννοια και την συγκρότηση της πόλης, τόσο ως πολεοδομική, όσο και ως κοινωνική δομή, να είναι ιδιαίτερα πλούσια και πολυφασματική και διαρκώς να προικίζεται με νέα πονήματα. Όλοι άλλωστε, συγγραφείς και μη, έχουμε συντάξει τις λέξεις μας στις πρώτες εκθέσεις ιδεών πάνω σε δίπολα όπως, πόλη ή εξοχή; βουνό ή θάλασσα; έχουμε κινηθεί ως κάτοικοι της (υπερ)νεωτερικότητας στις εκτάσεις των πόλεων και τις στενεύσεις της φύσης και μέσα σε αυτή τη συγκρουόμενη και αλληλοσυμπληρούμενη σχέση εδράζουμε τις ζωές μας, που πάει να πει ότι όλοι έχουμε κάτι να πούμε ή θα θέλαμε κάτι να ακούσουμε/διαβάσουμε για την εξέλιξή του ζωντανού οργανισμού, που λέγεται πόλη, και αναπτύσσεται, αλλάζει, αυτοαναφλέγεται καθημερινά μαζί με τις ζωές μας.

Στα τέσσερα βιβλία που παρουσιάζονται ακολούθως το θέμα της πόλης προσεγγίζεται από τους «καθ’ ύλην» αρμόδιους, αρχιτέκτονες με θεωρητική συγκρότηση και πλούσιο ερευνητικό/συγγραφικό έργο, και στο κάθε ένα προβάλλεται μία διακριτή προβληματική γύρω από το θέμα. Τα τρία από αυτά με πεδίο μελέτης πέρα από την ευρεία έννοια του όρου, την ίδια πόλη, την Αθήνα και το ένα την Αλεξάνδρεια, αξίζει να διαβαστούν ένα-ένα ξεχωριστά αλλά και ως ένα σύνολο που επεξεργάζεται εννοιολογικά, αρχιτεκτονικά και λογοτεχνικά την επιδραστικότητα της δομής της πόλης στον τρόπο αντίληψης και δράσης του σύγχρονου ανθρώπου.

 

Η πόλη και η γραφή

Φωτό Ανδρέα Εμπειρίκου

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Η πόλη ως εντελέχεια και η βιωματική εμπειρία της Αθήνας στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδόσεις Άγρα, 2023.

Το κείμενο αυτό του Αλέξανδρου Παπγεωργίου-Βενετά (αρχιτέκτων-πολεοδόμος) αποτελεί ένα χρήσιμο εγχειρίδιο για τον αναγνώστη, συστηματικό και μη, της ποίησης του Ανδρέα Εμπειρίκου και ταυτόχρονα ένα υμνητικό κείμενο για την πόλη ως φορέα γενεσιουργών δυνάμεων. Ο ίδιος, ως αρχιτέκτονας, προσεγγίζει την ποίηση του Εμπειρίκου υπό το πρίσμα του αντικειμένου του, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην αποτυπώσεις και τις συνδηλώσεις του άστεος μέσα στα ποιήματά του. Πρόκειται για ένα κείμενο πυκνό και ευσύνοπτο, το οποίο συνοδεύεται από πλούσιο ποιητικό υλικό, μεγάλα αποσπάσματα ποιημάτων, γεγονός που επιτρέπει ακόμη και στον αμύητο αναγνώστη να παρακολουθήσει την συλλογιστική του συγγραφέα. Στην πραγματικότητα, ο Βενετάς επιλέγει να μοιραστεί μία προσωπική δημιουργική ανάγνωση, έναν εσωτερικό προβληματισμό για την ποίηση του Εμπειρίκου αναφορικά με την πόλη, χωρίς να επιχειρεί να επιβάλει βεβαιότητες ή αρχιτεκτονικές αυθεντίες. Συγκλίνει, αποκλίνει, συμπορεύεται και αλλού συγκρούεται με τον ποιητή παραγωγικά προσφέροντας τα τρίγωνα και τα ταυ του ως εργαλεία, όχι αντιτασσόμενα αλλά επικουρικά, πρόθυμα να υποταχθούν στον πόθο του ποιητή και να οργανώσουν πολεοδομικά τις ιδεολογικές συντεταγμένες του αστικού χώρου του Εμπειρίκου.

Ο Βενετάς αναγνωρίζει την πόλη μέσα στη γραφή του ποιητή ως δύο διακριτές οντότητες, την πόλη ως ιδέα, ως αίτημα κατοίκησης μίας ουτοπίας που πραγματώνεται στο όραμα της Οκτάνας, και την συγκεκριμένη την απτή πόλη την οποία εσωτερικεύει και αναδιατυπώνει μέσα από τη βιωματική πρόσληψή της ο ποιητής και δεν είναι άλλη από την Αθήνα. Στην πρώτη περίπτωση η πόλη υφίσταται όχι ως δομή, ως υλική υπόσταση, αλλά ως ενέργεια, ως δύναμη ζωής, ως προϊόν μία οργασμικής ένωσης των ενεργειών των ανθρώπων που οι ίδιοι θα την πλάσουν για να την κατοικήσουν, έξω από τις προγραμματικές χαράξεις των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων που κατά τον ποιητή επιχειρούν να χαλιναγωγήσουν την ορμή της ζωής, την εγγενή γενεσιουργό δύναμη του χάους. Και εδώ έρχεται να αντιταχθεί ο Βενετάς, επισημαίνοντας ότι ο ποιητής διολισθαίνει σε μία υπεραπλούστευση ης έννοιας, αίροντας κάθε ορθολογικό υπόβαθρο του πολεοδομικού σχεδιασμού της, εξαϋλώνοντάς τη και θεοποιώντας την αναρχία της ερωτογενούς, πανθεϊστικής προέλευσής της και της οργάνωσης μέσα από άυλες δυνάμεις, όπως το φως, η σκιά, το χρώμα και η σχεσιακότητα των υπάρξεων που την κατοικούν. Αντίθετα, η περίπτωση της Αθήνας, η οποία πλην ελαχίστων περιπτώσεων δεν κατονομάζεται αλλά υπονοείται στην ποίηση του Εμπειρίκου, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, απεικάζεται από τον ποιητή ως επίγειος παράδεισος, η ορμητικότητα της απείθαρχης ζωτικότητας του οποίου τον θέλγει και τον κινητοποιεί αενάως. Στη μελέτη αυτής της δεύτερη υποενότητας αποσπασμάτων ο Βενετάς επιλέγει μία σειρά από αποσπάσματα, τα οποία αν εξαιρέσουμε την Οδό των Φιλελλήνων και το Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλη, μόνο μακροσκοπικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι σχετίζονται με την έννοια της πόλης. Θα μπορούσαν να αναφέρονται ή όχι σε χωρικούς συσχετισμούς, οι συνδηλώσεις που αναγνωρίζει ο συγγραφέας συχνά, μοιάζει να είναι αυθαίρετες ή προβολικές (όπως στην περίπτωση του ποιήματος Γήπεδο), υπό την έννοια ότι ο ίδιος ο αναγνώστης/μελετητής σκάβει τα κείμενα για να ανιχνεύσει σπαράγματα χωρικών συσχετισμών με τον επώνυμο χώρο της Αθήνας.

Και αυτό ίσως είναι και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία αυτής της δημιουργικής ανάγνωσης που προτείνει ο Βενετάς: μέσα από τη στροφή της γωνίας θεάσεως, από το συγκείμενο μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα κείμενο, την προσωπική μυθολογία του αναγνώστη που έρχεται να συναντηθεί με την προσωπική μυθολογία του ποιητή αλιεύεται και μία ολωσδιόλου ιδιωτική ερμηνεία του λόγου. Ο αρχιτέκτονας, λοιπόν εν προκειμένω, όπως στο τέλος καταλήγει, καταφέρνει με την ενδελεχή ανασκαφή του λόγου που δοκιμάζει να εκμαιεύσει το genius loci, το πνεύμα του τόπου, της πόλης που μελετά αενάως, της Αθήνας, αποδίδοντας στην ποίηση τον λειτουργικό χαρακτήρα της αποτύπωσης των άυλων συγκροτητικών στοιχείων του χώρου.

Η πόλη ως μυθοποιητικός άξονας

Κεντρική πλατεία της Αλεξάνδρειας

Βασίλης Κολώνας, Η πόλις Ο αστικός χώρος στον Κ.Π.Καβάφη, University Studio Press, 2024

Ο Κ.Π.Καβάφης, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Βασίλης Κολώνας (ιστορικός της αρχιτεκτονικής) και θέτει ως βάση της ανάγνωσής του έργου του, είναι ένα καθαρόαιμος ποιητής του άστεος, τον οποίο ελάχιστα συγκινεί ή απασχολεί η φύση, η οποία εμφανίζεται σε σπαράγματα γραφής τα οποία ο ίδιος ο Καβάφης έχει αποκηρύξει. Η πόλη, αντίθετα, κατέχει εξέχουσα θέση, εισβάλλει στην γραφή του και εγκαθίσταται ως μυθοποιητικός άξονας. Ο Κολώνας διακρίνει τις πόλεις του Καβάφη σε δύο ευρείες και διακριτές κατηγορίες, την ιστορική πόλη και την σύγχρονη (βιωμένη) πόλη, η οποία εν γένει ταυτίζεται με την Αλεξάνδρεια, κάθε μία από τις οποίες συγκροτεί τον μύθο με διαφορετικά υλικά και με ένα μόνο κοινό παρονομαστή, την αοριστία των περιγραφών ως αφομοίωση και απόδοση μέσω του φαντασιακού του ίδιου του ποιητή.

Όπως παρατηρεί οι ιστορικές πόλεις που επιλέγει να τοποθετηθεί ο ποιητής είναι πόλεις της όψιμης ελληνιστικής περιόδου πολυεθνικές και ελληνόφωνες (Αντιόχεια, Σελεύκεια, Αλεξάνδρεια). Πρόκειται όμως για αστικά σύνολα με ελλιπείς αρχαιολογικές μαρτυρίες, γεγονός που επιτρέπει στον Καβάφη να σκηνοθετεί ο ίδιος ελεύθερα την δράση των ηρώων του χωρίς να περιορίζεται από την τοπιογραφία τους. Οι χώροι που επιλέγει να εστιάσει ο ποιητής είναι, κατά κανόνα, δημόσιοι, χώροι κίνησης και συγκέντρωσης (δρόμοι, οδοί, πλατείες, δημόσια κτίρια, χώροι αναψυχής και κοινωνικών συναθροίσεων) ενώ στο πλαίσιο της κατοικίας και του εσωτερικού χώρου εκκινώντας από τυπολογίες πολυτελών μεγάρων διατρέχει όλο το φάσμα των τυπολογιών για να καταλήξει στη μορφολογική μονάδα, της πενιχρής οικίας. Πάντοτε όμως παραμένει στην εικονοποιία του αστικού του χώρου αόριστος, δεν κατονομάζει κτίρια και σημεία, επιτρέποντας στον εαυτό του να κατασκευάσει την «δική του» ιστορική πόλη.

Αντίθετα, στην περίπτωση της σύγχρονης πόλης, γίνεται πολύ σαφές, ότι ο Καβάφης, κινείται ποιητικά εντός των ορίων της πόλης που αντικρύζει κάτω από το παράθυρό του, της Αλεξάνδρειας, τη συγχρονία της οποίας φαίνεται να υποτιμά, όπως επισημαίνει ο Κολώνας. Το συγκεκριμένο των χωρικών και πολιτισμικών συντεταγμένων της παρακμάζουσας πόλης του παροικιακού ελληνισμού δείχνει να τον δεσμεύει, γι’ αυτό κινείται παραπλεύρως, στο περιθώριο της πόλης, στρεφόμενος σε συνοικίες αστικές, περισσότερο άσημες, που θα μπορούσαν να απαντηθούν και σε άλλα λιμάνια της μεσογείου. Με τον τρόπο αυτό ο Καβάφης εξασφαλίζει την αοριστία του αφηρημένου, που του παρείχε και η ιστορική πόλη, και παίρνει και πάλι τα ινία της χάραξης του αστικού τοπίου, ο ίδιος. Είναι ελεύθερος να τοποθετήσει τους ήρωές του σε ένα αταύτιστο χώρο χαρίζοντας στην κίνηση και τη δράση τους μια δυναμική διαχρονίας. Τα κέντρα εστίασης τώρα είναι οι δρομίσκοι, το σοκάκι το ακάθαρτο και το στενό, τα χαμόσπιτα, το καφενείο ως δοχείο ζωής, ως πυρήνας συγκέντρωσης των κατοίκων της πόλης. Όταν περνά από το δημόσιο στο ιδιωτικό, από το εξωτερικό στο εσωτερικό, οι περιγραφές γίνονται ολοένα και πιο αισθητηριακές, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία τόσο στα άυλα στοιχεία οργάνωσης του, όπως ο φωτισμός, όσο και σε συγκεκριμένα υλικά στοιχεία: τις σκάλες ανόδου/καθόδου που αποτελούν άξονες συναντήσεων, τα παράθυρα, τα οποία καδράρουν το βλέμμα και αποτελούν το διαπερατό, δια της όρασης, όριο εσωτερικού-εξωτερικού χώρου και τους καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν το βλέμμα και εξυπηρετούν διακριτικά την ηδονοβλεψία του ποιητικού υποκειμένου.

Συμπερασματικά, ο Κολώνας καταλήγει στην ανάγκη του ποιητή να πλάσει ο ίδιος το σκηνικό της ποίησής του, μέσα από σπαράγματα μνήμης να ανασυνθέσει τον χώρο του, να γίνει ο ίδιος, κατά τρόπον, ο αρχιτέκτονάς του. Η Αλεξάνδρεια, ως φυσική υπόσταση, όπως και οι ιστορικές πόλεις που προσεγγίζει, αποτελούν μόνο την χωρική αφορμή για τον ποιητή, επιλεγμένες προσεκτικά τόσο στην ευρεία εικόνα όσο και στα κέντρα εστίασης, εξυπηρετούν την επιθυμία του για μία ποιητική ανασυγκρότηση του αστικού χώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκδοση συμπληρώνεται από ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό απόψεων της Αλεξάνδρειας, που αποτελούν λήψεις του ίδιου του συγγραφέα και όπως τονίζεται στην εισαγωγή, δεν επιχειρούν να εικονογραφήσουν το κείμενο, αλλά αποτελούν μία απόπειρα συνομιλίας του ποιητικού χώρου με την εικόνα της Αλεξάνδρειας των τελευταίων είκοσι χρόνων.

 

Η ποιητική του αδόμητου χώρου

Εξώφυλλο βιβλίου του Δ.Φιλιππίδη με τίτλο “Αρχιτεκτονικές μεταμορφώσεις, εκδ.Μέλισσα

Δημήτρης Φιλιππίδης, Για το «Αττικό τοπίο» σήμερα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, Κρήτης, 2024

Η έννοια του κενού, του αδόμητου χώρου, της θραύσης του αστικού συνεχούς αποτελούν ζητήματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν όλο και πιο έντονα τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική σπουδή. Σε αυτό το βιβλίο, ο Δημήτρης Φιλιππίδης, ο οποίος έχει εμβαθύνει στη μελέτη του αστικού χώρου των Αθηνών παρουσιάζει το θέμα του αστικού κενού πάνω στη συγκεκριμένη βάση του αττικού τοπίου, ως μυθολογία, ως ιστορική αναδρομή, ως αίτημα διαρκώς αναδιατυπούμενο. Προάγοντας τον λόγο του με βάση την αρχιτεκτονική μεθοδολογία, στην πρώτη ενότητα του βιβλίου ο Φιλιππίδης μοιάζει να αποτυπώνει και να αναλύει το αντικείμενό του και στη δεύτερη να ιεραρχεί τα αποτελέσματα της εργασίας του και να προτείνει, να κατασκευάζει ένα σχεδιάγραμμα τυπολογιών αδόμητων χώρων (αστικών κενών) πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένας επανασχεδιασμός του ελεύθερου χώρου, του πρασίνου, του χώρου ζωής για τους κατοίκους της πόλης αλλά και ευρύτερα του λεκανοπεδίου.

Ο Φιλιππίδης, μέσα από την προσέγγισή του, αναζητά την εξισορρόπηση, χωρίς να υποβαθμίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης αστικού πρασίνου αποφεύγει την άκριτη θεοποίησή της, και δίνει νέα υπόσταση στην έννοια αυτή, μέσα από την ανίχνευση των αστικών μορφών που μπορεί να λάβει. Θέτοντάς τη σε ένα σαφές πλαίσιο και σε άμεση σχέση με τους αρχαιολογικούς χώρους, τα φανερά και αφανή, καθαρά και ακάθαρτα αστικά κενά, διευρύνει την έννοια και προτείνει τον επανασχεδιασμό του μέσα από ζωογόνες συνέργειες. Χωρίς να αποστρέφεται την αρχαιολογία της πόλης μιλά για μία προσγειωμένη προσέγγιση απαλλαγμένη από τα «μεγάλα» οράματα της ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων που θα βασίζεται στην θραυσματικότητα του αντικειμένου και στην έννοια του δικτύου. Στο πλαίσιο δε αυτό του δικτύου έρχεται να συμπεριλάβει, χώρους που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στην αφάνεια, παλιά λατομία, νταμάρια, μπαζωμένα ρέματα, τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα σχέδιο δικτύου και να διαμορφώσουν ανάσες ζωής για τον πυκνοκατοικημένο αστικό χώρο, χώρους ορατούς και αόρατους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει που θα αναδιατυπώσουν την αστική κίνηση.

Με άλλα λόγια στο συγκεκριμένο εγχείρημα, ο Φιλιππίδης, μέσα από την πολυετή εμπειρία και την διαρκή τριβή με τον πολεοδομικό ιστό της Αθήνας έρχεται να εκφράσει μέσα από μία αναλυτική ματιά, το προσωπικό του όραμα για την ανάπτυξη της πόλης, για την διαχείριση του πρασίνου και του αστικού κενού, ως μονάδας επανασχεδισμού του τοπίου. Μοιάζει με βιβλίο που αφορά περισσότερο τους περί τον κύκλο της αρχιτεκτονικής αναγνώστες (αρχιτέκτονες, σπουδαστές αρχιτεκτονικής, πολεοδόμους, αρχαιολόγους), αλλά έχει, κατά την γνώμη μου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβαστεί και από τους χρήστες, τους κατοίκους της Αθήνας, διότι ο σχεδιασμός μίας πόλης δεν ολοκληρώνεται παρά στη χρήση της. Ο τρόπος γραφής του Φιλιππίδη άλλωστε, αν και αρχιτεκτονικός, μπορεί εύκολα να παρακολουθηθεί και από τον αμύητο στην αρχιτεκτονική σπουδή αναγνώστη, εκείνον που απλά ενδιαφέρεται ή ασφυκτιεί στο μέλλον αυτής της πόλης, εκείνον που θέλει να δει τον χώρο της έξω από την instagramική της εικόνα και όσα τα MME προβάλλουν ως σημεία ενδιαφέροντος της νέας εποχής. Το κείμενο άλλωστε συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που λειτουργεί επεξηγηματικά προς τον λόγο του συγγραφέα, χάρτες, πίνακες και γκραβούρες που αποτελούν τεκμήρια της ιστορικότητας του τοπίου και γνώμονες άρθρωσης και κατανόησης του επιχειρήματος της πρότασης που διατυπώνεται.

 

Η αρχιτεκτονική ως τρόπος ζωής

Ο Πικιώνης στου Φιλοπάππου

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο λόγος του πρωτομάστορα Κριτική ανάγνωση κειμένων του Δημήτρη Πικιώνη, εκδόσεις Άγρα, 2023

Επιστρέφοντας στον δοκιμιακό λόγο του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου-Βενετά, από όπου και εκκίνησα, έχω στα χέρια μου άλλο ένα «εγχειρίδιο» εμβάθυνσης, κριτικής/δημιουργικής ανάγνωσης, αυτή τη φορά του λόγου του Δημήτρη Πικιώνη, του αρχιτέκτονα, του στοχαστή, του δασκάλου. Και σε αυτή την περίπτωση, εντρυφώντας στα πρωτογενή κείμενα, με ανάλογη διάθεση που το έπραξε για την ποίηση του Εμπειρίκου, ο Βενετάς μάς παρουσιάζει σφαιρικά την προσωπικότητα του σπουδαίου αρχιτέκτονα με βασικό, όμως, άξονα το στοχασμό και το έργο του σχετικά με την ιστορικότητα και την παλίμψηστη δομή του αττικού τοπίου, με τη διαμόρφωση της νέας πόλης παραλλήλως με την αρχαία και σε διάλογο με κάθε σπάργανο της ιστορικότητας και του φυσικού κάλλους του τόπου. Ο Βενετάς έχοντας υπάρξει μαθητής του Πικιώνη είναι σε θέση να επικοινωνεί με τα κείμενα σε ένα άλλο επίπεδο, να οικειοποιείται το λόγο αβίαστα και να παρακολουθεί την συλλογιστική του αρχιτέκτονα με μεγάλη αμεσότητα. Η περίπτωση του Πικιώνη, για όποιον έχει έρθει σε επαφή με το έργο του, τόσο σε επίπεδο εφαρμοσμένων μελετών όσο και σε πλαίσιο προγραμματικό, στις διατυπώσεις οραματικών σχεδίων, είναι ιδιάζουσα και ίσως μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα. Πρόκειται για μία φυσιογνωμία αρχιτέκτονα-ποιητή, ο οποίος προσεγγίζει το τοπίο, το υλικό, τον χρήστη με την ευαισθησία που επιβάλλει η ποιητική κατοίκηση (κατά Χάιντιγκερ) του κόσμου, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Βενετάς, και εργάζεται πάνω στο «οικόπεδό» του ως χειρώνακτας.

Το βιβλίο αρθρώνεται σε τέσσερα επιμέρους κεφάλαια [1. Το αίτημα της καλαισθησίας, 2. Η εύγλωττη σιωπή, 3. Οικοδομείν, κατοικείν, σκέπτεσθαι, 4. Το ήθος του τέκτονος] τα οποία ακολουθούν το προπαρασκευαστικό εισαγωγικό σημείωμα με τίτλο ο Διδάχος, στο οποίο σκιαγραφείται η φιγούρα του Πικιώνη δασκάλου. Η διδασκαλία του Πικιώνη, όπως παρατηρεί ο Βενετάς εδραζόταν πάνω στη συστηματική αποφυγή μετάδοσης γνώσεων, στη μετάδοση δικών του αμφιβολιών, στον εμπλουτισμό της διδασκαλίας με αποσπάσματα από την φιλοσοφία και την ποιητική γραμματεία και την ανταλλαγή ιδεών και προθέσεων μέσω των σχεδίων. Απαλλαγμένος, όπως τονίζεται, από κάθε είδους σοβαροφάνεια ό,τι δίδασκε απόρρεε από την ίδια την στάση ζωής του, γεγονός που στην συνέχεια γίνεται αντιληπτό και από τον τρόπο που διαμόρφωσε το αρχιτεκτονικό του έργο και υποστήριξε τις απόψεις και τις ιδέες του. Αναλύοντας διεξοδικά την Διάλεξη του αρχιτέκτονα του 1928 στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος με θέμα Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας (η οποία συνοδεύει το κείμενο στο Παράρτημα), προγραμματικές προτάσεις πολεοδομικών σχεδιασμών (μελέτη για τον οικιστικό κανονισμό της Αξιωνής) και άλλα κείμενα και επιστολές του, ο συγγραφέας σκιαγραφεί με τεκμήρια του ίδιου του λόγου και του έργου του αρχιτέκτονα την φυσιογνωμία του. Ο Πικιώνης, συχνά, κατακρίθηκε για την απολυτότητά του, σχολιάστηκε από συναδέλφους του ως γραφικός και προσκολλημένος στην ιδέα της ελληνικότητας αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε ένας άνθρωπος, που αφουγκράστηκε το αίτημα του ίδιου του ελληνικού τοπίου, ήρθε σε επαφή με το πνεύμα του τόπου πάνω στο οποίο στήριξε την προσωπική του κοσμοαντίληψη και δημιούργησε μία καθόλα μοντέρνα αρχιτεκτονική του τοπίου. Υπακούοντας σε έννοιες όπως η ιστορικότητα, η καμπυλότητα του κόσμου, η ευαισθησία της μορφής, στεκόμενος κριτικά απέναντί σε κάθε τι μιμητικό και ξενόφερτο (ακόμη και στον νεοκλασσικισμό), εφαπτόμενος ιδεολογικά (κατά την προσωπική μου εδώ κρίση) στο κίνημα του μοντέρνου, άρθρωσε και πρέσβεψε μία ποιητική εκδοχή της αρχιτεκτονικής σε κάθε του δημόσια παρέμβαση. Το μέγιστο έργο των διαμορφώσεων του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και τον Φιλόπαππο, αποτελεί την επιτομή της διδασκαλίας του, έναν περίπατο, που αρθρώνεται με την ευαισθησία και την γεωμέτρηση που απαιτεί ένα ποίημα. Οι πέτρες και τα αρχαία θραύσματα τοποθετήθηκαν, όπως οι λέξεις στους στίχους ενός ποιήματος, παράγοντας ένα χώρο διακείμενο που εδώ και μισό και πλέον αιώνα λειτουργεί ως τόπος αναφοράς για την συλλογική συνείδηση και αναμφίβολα πιστοποιεί την ηθική και ιδεολογική συνέπεια του ίδιου του αρχιτέκτονά του.

********

Μέσα από την παράλληλη ανάγνωση των τεσσάρων αυτών βιβλίων, αν κάτι μπορώ ως αρχιτέκτονας να κομίσω και να εκφέρω συμπερασματικά ως αίτημα, είναι η ανάγκη, στη σύγχρονη αστική συνθήκη, να επαναπροσδιορίσουμε αρχιτέκτονες και χρήστες του χώρου τις ανάγκες μας και τις ανάγκες του ίδιου του τόπου μαζί με τον οποίο αναπνέουμε. Η ίδια η αρχιτεκτονική σπουδή οφείλει να στρέψει το βλέμμα της στις ανθρωπιστικές επιστήμες και οι χρήστες της πόλης να αγγίξουμε τα ανοίγματά της, τα απόκρυφά της, τις ρωγμές και τις λάμψεις της με περισσότερη ευαισθησία γιατί η πόλη τελικά είναι το βιβλίο που όλοι μαζί διαβάζουμε και γράφουμε καθημερινά με τις ποιητικές κατοικήσεις των απολήξεών της.

Προηγούμενο άρθροΕταιρεία Σπουδών, «Η ελληνική γλώσσα στον φακό των μεταφραστών» 6 & 7 Μαρτίου 2025
Επόμενο άρθροOh, Canada, η αποδόμηση του παρελθόντος και η αμφισβήτηση της πραγματικότητας (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ