της Κατερίνας Σχινά (*)
Στα προλεγόμενα της «Αισθηματικής Αγωγής» του Γκυστάβ Φλωμπέρ που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οδυσσέας» το 1981, ο μεταφραστής, ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς, ανακαλούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες εργάστηκε για την απόδοση του έργου στα ελληνικά, μεσούσης της δικτατορίας, στο Παρίσι. «Θυμάμαι την ατμόσφαιρα της ετοιμασίας της», έγραφε. «Μια διάχυτη αίσθηση κλειστού ορίζοντα (η δικτατορία φαινόταν τότε να σταθεροποιείται), ένα σιωπηλό αναγνωστήριο στο βραζιλιάνικο σπίτι της παρισινής Φοιτητούπολης (ο Μάης του 68 μόλις είχε καταλαγιάσει) μια επίμονη φυγή μες στην ιστορία (η εποχή ευνοούσε τις αντικειμενικές συστοιχίες). Αλλά το πρόβλημα ήταν κυρίως η κατάκτηση του ξένου κειμένου. Για το μεταφραστή: πρόβλημα αυτοσυντήρησης, μέσα σ’ ένα ξενόγλωσσο περιβάλλον∙ και κατάκτηση με την ερωτική σημασία της λέξης».
Πράγματι, η μετάφραση εμπεριέχει ένα στοιχείο δοκιμασίας, που πολλοί έχουν συνδέσει με τα πάθη του έρωτα, ένα πένθος που ενυπάρχει στην συνειδητοποίηση ότι το ξένο κείμενο, τουτέστιν το ξένο σώμα, πάντα θα διαφεύγει. Ποτέ δεν θα επιτευχθεί η απόλυτη προσοικείωση, ποτέ δεν θα υπάρξει κέρδος χωρίς απώλεια, ποτέ δεν θα απαλειφθούν ολοκληρωτικά οι κίνδυνοι τους οποίους υπαινίσσεται η ευρέως γνωστή προβληματική της πιστότητας και της προδοσίας, η οποία συνδέεται τόσο με την μετάφραση, όσο και με την ερωτική κατάκτηση: υπόσχεση και συνάμα καχυποψία.
Εμπεριέχει ωστόσο και απόλαυση. Ολοκληρώνοντας τα προλεγόμενά του στη μετάφραση της Αισθηματικής Αγωγής, ο Μουλλάς σημείωνε: «Ο επαρκής αναγνώστης θα αναμετρηθεί με το κείμενο ξέροντας πως το νόημα δεν είναι δοσμένο εσαεί, αλλά κερδίζεται και αναδημιουργείται αδιάκοπα, μέσα από μια διαδικασία όπου η ηδονή κεντρίζει την εγρήγορση και η αναγνωστική πράξη γίνεται σύμπραξη». Αν στη θέση της λέξης «αναγνώστης» έμπαινε η λέξη «μεταφραστής» δεν θα είχαμε μόνο έναν πολύ συμπυκνωμένο ορισμό της μεταφραστικής διαδικασίας, αλλά και μια σπουδαία αποτύπωση της ερωτικής χροιάς που εμφανίζει η σχέση του μεταφραστή με το προς μετάφραση κείμενο. Στη βάση της υπάρχει εκείνη η επιθυμία για την οποία έχει μιλήσει τόσο ωραία ο Πωλ Ρικέρ στο σύντομο κείμενό του για την μετάφραση ως πρόκληση και πηγή ευτυχίας – μια επιθυμία τόσο έντονη, που θα την ονομάζαμε κάλλιστα ενόρμηση. Μια επιθυμία, ωστόσο, βεβαρυμένη από την παραδοχή της ασυμφιλίωτης διαφοράς μεταξύ του προσίδιου και του ξένου, που αναγκάζει τον μεταφραστή να κρατήσει μια στάση διακριτικότητας, «μια ποιότητα που πάντα θα διατηρεί την απόσταση, έστω και στο πλαίσιο της οικειότητας» όπως γράφει ο Ρικέρ.
Έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων για τον «αόρατο» μεταφραστή, για την «αθέατη» παρουσία του στη διαδικασία μετακένωσης νοήματος και ύφους ενός λογοτεχνικού έργου από τη μια γλώσσα στην άλλη – κι από την άλλη πλευρά έχει αμφισβητηθεί κατά κόρον η δυνατότητα της μετάφρασης να ανακωδικοποιήσει με ακρίβεια το γλωσσικό μήνυμα του πρωτοτύπου, θεωρώντας πως η πνευματική ουσία ενός έργου ανακοινώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στη γλώσσα που γράφτηκε και πως κάθε απόπειρα μεταφοράς του σε άλλη γλώσσα αναπόφευκτα αλλοιώνει, παραφθείρει, παραφράζει αυτή την ουσία. Ωστόσο εμείς, οι επίμονοι μεταφραστές, θα προδίδαμε την ίδια την αξιακή μας συγκρότηση αν προσερχόμαστε στη (δύσκολη και κακοπληρωμένη, πράγματι, απαιτητική στο ηθικό και τεχνικό αίτημά της, αλλά συναρπαστική) δουλειά μας χωρίς πίστη. Αν δεν πιστεύαμε, πρωτίστως ως αναγνώστες ευγνώμονες προς άλλους μεταφραστές και δευτερευόντως ως μεταφραστές οι ίδιοι, ότι ένα κείμενο απλώνεται και πολλαπλασιάζεται σε νόημα καθώς αποκτά καινούργιο σχήμα σ’ ένα άλλο γλωσσικό σώμα. Αν δεν ενστερνιζόμασταν, λίγο ως πολύ, την άποψη του Μωρίς Μπλανσό ότι το ξένο κείμενο δεν είναι ένα απαραβίαστο πολιτισμικό μνημείο και η μετάφραση το φτωχό, εφήμερο αντίγραφό του, αλλά ένα κείμενο σε μετάβαση, «ουδέποτε στατικό», ένα κείμενο που «γνέφει προς κάποια άλλη γλώσσα», ένα κείμενο που προσφέρεται εκθύμως στην διασπορά και την μετατόπισή του από γλώσσα σε γλώσσα, ακριβώς επειδή εγγενές χαρακτηριστικό του είναι να διαδοθεί. Και καθώς το πρωτότυπο δεν είναι ούτε ιερό ούτε απαραβίαστο, επιτρέπει στον αρωγό και διαμεσολαβητή του, το μετάφρασμα, την ίδια στιγμή που πασχίζει να γίνει το «είδωλό» του (επιβεβαιώνοντας εν μέρει την δευτερεύουσα φύση του) να διεκδικεί την λογοτεχνική του αυτονομία και διάρκεια. Εφ’ όσον βεβαίως πληρούνται τρεις προϋποθέσεις: Η μεταφραζόμενη γλώσσα να μη λειτουργεί εις βάρος της μεταφραστικής· η μεταφραστική να μην αυθαιρετεί, αγνοεί, παραποιεί την μεταφραζόμενη. Και κυρίως –μια προϋπόθεση στην οποία εκβάλλουν ή μάλλον συνοψίζονται οι δύο πρώτες–, ο μεταφραστής να προσεγγίζει το ξένο κείμενο με ανιδιοτέλεια και ταπεινότητα, χωρίς να απεμπολεί τη δημιουργικότητά του. Επιδιώκοντας, με άλλα λόγια. εκείνη τη συνθήκη ουσιώδους ανταλλαγής, όπου, καθώς έγραψε τόσο ωραία ο Τζορτζ Στάινερ, «τα βέλη του νοήματος, της πολιτισμικής και ψυχολογικής δωρεάς κινούνται και προς τις δυο κατευθύνσεις, σε μια υπέροχη αμοιβαιότητα».
(*) Το κείμενο διαβάστηκε στη συζήτηση για τη μετάφραση που έγινε στη διάρκεια του 3ου Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά.