Του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς.
Μαρία Κυρτζάκη, «Έλληνες».
Ο θάνατος της Μαρίας Κυρτζάκη και, μοιραία, η κρυστάλλωση του ποιητικού έργου της φέρνουν στο προσκήνιο, πιστεύω, τη διαπίστωση πόσα πολλά πρόσφερε (και συνεχίζει να προσφέρει) η δική της γενιά ποιητριών στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Πρόκειται για τη βιολογική και ποιητική γενιά που οριοθετούμε στον χρονικό και ιστορικό ορίζοντα από την αρχή της εποχής της μεταπολίτευσης και εξής. Γιατί το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στη γυναικεία ταυτότητα και την ποιητική λειτουργία τέθηκε και η σχέση αυτή καλλιεργήθηκε γόνιμα στην ελληνική ποιητική σκηνή από τη δεκαετία του 1970, όταν τότε εμφανίστηκε και στη συνέχεια εδραιώθηκε μια πολυπληθής ομάδα καλών ποιητριών (κι ανάμεσά τους η Κυρτζάκη είναι μία από τις καλύτερες). Οι ποιήτριες αυτές επαναπροσδιόρισαν κυρίως ως προς το περιεχόμενό της τη γραμμένη από γυναίκες ποίηση και επομένως αναβάθμισαν τη σχέση των αναγνωστών μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν η άμβλυνση σε σημαντικό βαθμό της συμβατικής, αλλά λανθανόντως αξιολογικής (εις βάρος των γυναικών) διάκρισης της ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας σε ανδρική και γυναικεία. Ήδη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και στα επόμενα χρόνια, έγινε μια αρκετά ευρεία συζήτηση γύρω από τον όρο «γυναικεία λογοτεχνία» ή «γυναικεία γραφή». Κατά τη γνώμη μου, όταν ο όρος αυτός χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί η λογοτεχνία των γυναικών σε θεωρητικό επίπεδο και κυρίως σε διάκριση ή αντιδιαστολή από τη λογοτεχνία των ανδρών αποβαίνει άστοχος και έχει ως αποτέλεσμα να αναβιώνει, μετασχηματισμένη έστω ή λανθάνουσα, η διαβάθμιση της λογοτεχνίας των γυναικών σε περιφερειακή ή και περιθωριακή, σε σχέση με την κεντρική ή κυρίαρχη λογοτεχνία των ανδρών. Γι’ αυτό και ο όρος «γυναικεία λογοτεχνία» (εν προκειμένω «γυναικεία ποίηση») έχει νόημα μόνο όταν προσδιορίζει το πλαίσιο της αναζήτησης ορισμένων (θεματικών, μορφολογικών ή εκφραστικών) χαρακτηριστικών τα οποία εντοπίζονται στο έργο συγκεκριμένων ποιητριών και συμβάλλουν στον σχηματισμό του προσωπικού ποιητικού στίγματός τους. Η Κυρτζάκη, λοιπόν, έγραψε μια βαθιά ποιοτική ποίηση –το μεγαλύτερο μέρος της περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου της που επιμελήθηκε η ίδια, Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002 (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005)– επειδή η αναζήτηση της έμφυλης (γυναικείας) ταυτότητας συνδυάζεται αρμονικά με θέματα που δεν έχουν φύλο ή έχουν το φύλο του κάθε ανθρώπου, όπως είναι η προσπάθεια να αναπνεύσεις σ’ ένα αντίξοο ή και εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον, εντοπισμένο στην ελληνική επαρχία την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών∙ ο καημός του έρωτα που πυρπολεί το σώμα και το ωθεί να αρθρώσει τη δική του φωνή, στομωμένη από την υποχρεωτική σιωπή των παλαιών γυναικών∙ η έγνοια να βρεθεί με τις λέξεις ένα αντίδοτο ή ένα παυσίλυπον στη μοναξιά∙ η μέριμνα να ακουστεί δια της γραφής αλάθητος ο χρησμοδότης «αιφνίδιος λόγος» που το καταγωγικό ίχνος του αναγνωρίζεται σε αρκετά βιβλία της Κυρτζάκη, αφιερωμένα στον αγαπημένο της Γιώργο Χειμωνά∙ η ανάγκη της να υπερβεί τα δεσμά του ατόμου και του στενού χωροχρονικού πλαισίου του και να διαλεχθεί ξανά με τη φωνή του πανάρχαιου μύθου που την βύθισε στο φυλετικό μας συλλογικό παρελθόν για να την ανασύρει στο φωτισμένο παρόν της καταγωγής των Ελλήνων∙ η αγωνία της η δύσκολη ποίησή της να λειτουργήσει σαν ένας λόγος-μαγικό ξόρκι, ικανό να την συνοδεύσει στη μαύρη θάλασσα των μυστικών της ζωής και, σαν λυχνάρι, λιγοστό και να χάνεται, μα κι αρκετό ν’ αχνοφωτίσει το σκότος του θανάτου.
Η Μαρία Κυρτζάκη ήταν και μια πολύ καλή φιλόλογος. Αν εδώ ανακαλώ στη μνήμη μου ότι επιμελήθηκε φιλολογικά βιβλία μου, είναι για να τιμήσω στο πρόσωπό της εκείνο το σπάνιο είδος, που όσο πάει και λιγοστεύει, των τυπογραφικών επιμελητών που, μαζί με τη βαθιά ευαισθησία, έχουν στέρεα φιλολογική παιδεία, αγάπη και αίσθημα ηθικής ευθύνης για βιβλία δίχως σφάλματα, καθώς και το αυθεντικό μεράκι να διαβάζουν σε βάθος τα κείμενα, διανύοντας την πορεία προς τα πίσω, προς το εργαστήριο της έρευνας και της συγγραφής: η Μαρία εντόπιζε και επαλήθευε, π.χ., ένα προς ένα τα παραθέματα όλων σχεδόν των πηγών. Ήταν δίκαια αυστηρή, όπως ήταν και με τον εαυτό της και με τα ποιήματά της, και όσοι είχαν την τιμή να επιμεληθεί εκείνη τα βιβλία τους, γνωρίζουν πόσα της οφείλουν. Το 1999 με τη δική της μεσολάβηση παρακινήθηκα να αναλάβω την επιμέλεια του δίσκου ακτίνας Αρχείο ραδιοφώνου. Ελληνικός λόγος ποίηση, όπου ανθολογούνται απαγγελίες ποιημάτων οκτώ ποιητών προερχόμενες από το αρχείο ραδιοφώνου της Ε.Ρ.Τ. (Γιώργος Βαφόπουλος, Νικόλαος Κάλας, Ζωή Καρέλλη, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Μελισσάνθη, Δημήτρης Παπαδίτσας και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μου παραχώρησε γενναιόδωρα το υλικό της χειρόγραφης επεξεργασίας του Εχθρού του ποιητή, που της είχε χαρίσει ο Γιώργος Χειμωνάς, με την αφιέρωση «Στην Μαρία μου». Ορισμένες φωτογραφίες των χειρογράφων περιέλαβα στην έκδοση του βιβλίου Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005, σ. 666-669). Το 2008, λίγο καιρό πριν εκδοθεί η ανθολογία μου Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία (Αθήνα, Μεταίχμιο 2008), την έπεισα να δεχτεί να απαγγείλει μερικά ποιήματά της σε στούντιο ηχογράφησης. Διάβασε έξι ποιήματα, κατά σειρά τα «Το τραγούδι της Σόλβεϊγ», «Έλληνες», «Σχιστή οδός», «Επιστολή στον Ιωνά», «Ο καιρός» και «Οι λέξεις». Τεχνικοί λόγοι, ακριβέστερα ο περιορισμός της χρονικής διάρκειας του δίσκου ακτίνας που συνόδευσε την ανθολογία, με απαγγελίες 18 ποιητών, επέβαλαν τότε από αυτά τα έξι ποιήματα μόνο δύο, τα «Σχιστή οδός» και «Το τραγούδι της Σόλβεϊγ», να περιληφθούν τελικά στον δίσκο ακτίνας. Αποφάσισα τώρα να διαθέσω, ως συνοδευτικό υλικό αυτού του κειμένου, το αρχείο της ηχογράφησης με τη φωνή της, διάρκειας 10,28 λεπτών, όπου ακούγεται να διαβάζει και τα έξι ποιήματα. Η Μαρία επέλεξε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι ομότεχνοί της να την αποχαιρετήσουν σε μία λιτή και σεμνή τελετή πολιτικής κηδείας και η σωρός της να μεταφερθεί για να αποτεφρωθεί στη Βουλγαρία∙ έτσι θα διασχίσει για τελευταία φορά τη διαδρομή που θα την φέρει κοντά στην κοινή μας γενέτειρα, την Καβάλα.
Στην αφιέρωσή της προς εμένα στο βιβλίο της Στη μέση της ασφάλτου μού έγραψε, τον Νοέμβριο 2005: «με την αίσθηση μιας οικειότητας “καταγωγής”». Κάποια στιγμή σε συζήτησή μας μου υπενθύμισε, με τη σεμνότητα και συνάμα την ευθύτητα που την διέκριναν, ότι αθέτησα την υπόσχεση που της είχα δώσει περισσότερες από μία φορές, πως θα γράψω μια μελέτη ειδικά για την ποίησή της. Λυπάμαι που δεν τήρησα την υπόσχεση εκείνη και σκέφτομαι, όχι δίχως τύψεις, ότι όσο περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι ανεξόφλητες οφειλές αυτού του είδους, του είδους των «ψυχικών υποθέσεων». Θα προσπαθήσω εδώ να ακολουθήσω, για λίγο, με τη νοερή της συντροφιά, τα ποιητικά χνάρια της επιστροφής στην πατρίδα, σε ό,τι νοσταλγούμε. Στην ανθολογία Παλίμψηστο Καβάλας. Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη – Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας 2009), που επιμελήθηκα σε συνεργασία με μιαν άλλη συμπατριώτισσά μας, τη νεοελληνίστρια και πεζογράφο Μαίρη Μικέ, και που επίσης την τυπογραφική επιμέλεια φρόντισε, σιωπηρά, δίχως να αναφέρεται στο βιβλίο, η Μαρία Κυρτζάκη, περιλαμβάνονται έξι ποιήματά της, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1973 μέχρι το 2002, και όπου μπορεί να ανιχνευθεί η ποιητική σχέση της με την Καβάλα ως πατρίδα. Αν και στην ποίηση της Κυρτζάκη γενικότερα οι συγκεκριμένοι τοποχρονικοί δείκτες δεν είναι συχνοί, τα έξι ποιήματα μέσα από τη συνανάγνωσή τους αναδεικνύονται, πιστεύω, σε δυσδιάκριτα μα και ορατά χνάρια που ενώνουν με τον ομφάλιο λώρο του γενέθλιου τόπου. Συνάμα, μπορούν να διαβαστούν ως σταθμοί της εξέλιξης της ποίησής της μέσα στον χρόνο, στην πορεία προς την ωρίμανση.
Μέσα στο γενικό κλίμα διάψευσης που εκφράζει το στ΄ ποίημα της ενότητας «Απόπειρα εξόδου (28 Απριλίου-24 Ιουνίου 1970)» (από τη νεανική συλλογή, Οι λέξεις, 1973. Στη μέση της ασφάλτου, σ. 54), κλίμα που φαίνεται –και από τη χρονολογική ένδειξη– να αποδίδεται στις συνθήκες της δικτατορίας, οι διάφορες προσωπικές ματαιώσεις και απώλειες συναρτώνται με την απώλεια του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου, την απώλεια της πόλης:
Κι έχουμε χάσει τη μορφή της πόλης
Και τα σπίτια μας δεν είναι παρά σχήματα
Νυκτός.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1978, δημοσιεύτηκε στη συλλογική έκδοση Ποίηση ’78, το οκταμερές σύνθεμα της Κυρτζάκη, «Η εταζέρα». Σε όλα τα ποιήματα της «Εταζέρας» ο κεντρικός ήρωας της ενότητας, ο «συγγραφέας Χριστόφορος», λειτουργεί ως μισοκρυμμένο προσωπείο της ίδιας της ποιήτριας, καθώς αυτή πρόδηλα αναβιώνει τις οδυνηρές μνήμες της δικτατορίας και απηχεί επίσης το ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό κλίμα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων. Σε άλλα μέρη με σαρκαστικό και σε άλλα μέρη με πικρά δραματικό ύφος, άλλοτε μέσα σε σκηνοθεσία καταστάσεων που δείχνουν τον τότε δημόσιο χώρο κι άλλοτε μέσα σε πλαίσιο θρησκευτικής αλληγορίας, ο συγγραφέας Χριστόφορος βρίσκεται στο επίκεντρο συγκεντρώνοντας επάνω του την προσοχή είτε των δημόσιων αρχών και θεσμών, είτε ιερών προσώπων (του Ευαγγελιστή Ιωάννη και των Αγίων). Και στις δύο περιπτώσεις ο Χριστόφορος, ο ποιητής και ο άνθρωπος, κακοποιείται, γελοιοποιείται, διαπομπεύεται, ταπεινώνεται και, εντέλει, ακυρώνεται. Μέσω αυτού του ήρωα-προσωπείου, η Κυρτζάκη εκφράζει δραστικά την ασφυξία που της προκαλεί το κοινωνικό περιβάλλον εκείνης της εποχής. Μάλλον στο σύνολο των μερών της «Εταζέρας» απηχούνται εικόνες της Καβάλας. Αυτές ανιχνεύονται με περισσότερη ασφάλεια στο τέταρτο και στο έκτο μέρος. Στο τέταρτο μέρος, όπου «κατεβαίνει ο Χριστόφορος καταπεπτωκώς την πλαγιά», εικόνα που πιθανόν σχετίζεται με το γεωγραφικό ανάγλυφο της Καβάλας (λόφοι που καταλήγουν στην παραθαλάσσια πόλη), οι δύο τελευταίοι στίχοι, «το τόπι στην αλάνα / που σκάλωνε πάντα στο σκοινί της μπουγάδας» (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 83), είναι προφανώς ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, ανάμνηση που λειτουργεί παρηγορητικά στην προσπάθεια του Χριστόφορου «να μην υποκύψει». Στο έκτο μέρος, όπου ο Χριστόφορος, καταπληγωμένος κουρελής, συναντάται με τους Αγίους, για να καταλήξει με ακατάσχετη αιμορραγία, ανακαλείται σε ολόκληρη την πρώτη στροφική ενότητα μια σειρά από επίσης παρηγορητικές εικόνες της παιδικής ηλικίας και της παρελθούσας πόλης (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 85):
Γλίστρησε αερικό
πανάθλια χαίτη κρέμονταν
ρουθούνια ανοιγμένα.
Τον τύλιξε το αίμα, κόχλαζε
τα μακαρόνια θυμήθηκε
τη δάφνη
και τη σόμπα
που γέμιζε φυσώντας η γλώσσα του
στάχτη.
Γλυκιά μου παράγκα
με την καλαμωτή και τον ασβέστη.
Λίγα χρόνια μετά την «Εταζέρα», σε ένα από τα μέρη του συνθετικού ποιήματός της Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), η Κυρτζάκη επιστρέφει μνημονικά στη γενέτειρα πόλη, επιλέγοντας ως ηρωίδα του συγκεκριμένου μέρους την καπνεργάτισσα θεία Αρετώ, μια γυναίκα αντλημένη προφανώς από τις παιδικές αναμνήσεις της Καβάλας, τις οποίες υποδεικνύει και η οικεία στην πόλη χρήση της τουρκικής λέξης «μαχαλά[ς]», αντί των λέξεων γειτονιά ή συνοικία. Εδώ ανατέμνεται, αλλά με αρνητικά σημασιοδοτημένα στοιχεία, το παρελθόν της Καβάλας ως πολιτείας λαϊκών, κατατρεγμένων ανθρώπων που η ζωή τους σημαδεύτηκε από την προσφυγιά του 1922, τις νεότερες ιστορικές περιπέτειες της πόλης, τη βαθιά φτώχεια και τις τραγικές απώλειες (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 109):
Στο μαχαλά
Η θεία Αρετώ περίμενε μόνο
Γύρω της μυξιάρικα ως έξι χρόνων
(Μια μύξα κίτρινη σαν σταλακτίτης)
Κι αγνάντευε από τη γωνία την εργάτρια.
– παλιά συνάδελφος του πρωινού
Να πει την καλησπέρα της για να τ’ αφήσει τα σκαλιά
Να σηκωθεί και να βαδίσει στο κρεβάτι.
Σαν όνειρο διάβηκε την ήπειρο
Και στον εμφύλιο ασπάστηκε τον άντρα της
Έθαψε κι ένα παιδί που ’φαγαν τα ποντίκια
Ξημέρωμα πήρε το σώμα του
Το έριξε απ’ τα βράχια
Έλειπαν πέντε δάχτυλα
Τα μάτια του κλειστά του ύπνου
Και βύζαινε ακόμα τον καρπό
Ένα ακόμα ποίημα της Κυρτζάκη, από τη σύνθεσή της Ημέρια νύχτα (1989), ερωτικό ποίημα, όπως και τα υπόλοιπα μέρη της σύνθεσης, ανθολογήθηκε στο βιβλίο Παλίμψηστο Καβάλας, με γνώμονα την αρχική δήλωση καταγωγής από την επαρχιακή Καβάλα («Οι τρόποι μου είναι άξεστοι / της επαρχίας», Στη μέση της ασφάλτου, σ. 176), στίγματος που προσδιόρισε την κατοπινή εμπειρία του έρωτα και γενικότερα της ζωής του γυναικείου ποιητικού υποκειμένου.
Αλλά το περισσότερο ενδιαφέρον, και ασφαλώς το καλύτερο ανάμεσα στα έξι, ποίημα της Κυρτζάκη είναι το νεότερό της, το «Ενδυμίων» (από τη συλλογή της Λιγοστό και να χάνεται, 2002, Στη μέση της ασφάλτου, σ. 299-301):
Δεν εγνώριζα
Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της
– που ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή
του τυφλού και τον ξένο
για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε
ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε
σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό
την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων
η πίκρα αιώνων
γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν βλέμματα-σώματα σμίγοντας λέξεις φράσεις ανάκατες οι ζωές των ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το σχήμα
Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
πως έχουν τη ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια.
Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος
κατεβαίνουν της Κρήτης
της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές
Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα
Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια
Μικρασία που σφάχτηκε
και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα
να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει
της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν
σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια
κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν
των Βορείων της Θράκης
Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε
Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη
της αλός σαν να θέλουν παρά θιν ν’ απαγκιάσουν
και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά
να κουρνιάσουν κατεβαίνουν
μ’ ανακούφιση τρέχουν
Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος
άνεμος στις κορφές των ορέων
Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους
φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε
ξένη πατρίδα
Κατεβαίνουν και το σώμα
κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια
να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους ανθούς
μη μου άπτου ν’ ανοίγει
και μετά τους καρπούς του μαραίνοντας
Σαν τους σβόλους ν’ αφήνει
σε γωνίτσες μισή συλλαβή
άλλη ρίζα να πιάσει
προχωρούν
Προχωρούν
κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο
Κόμπο κόμπο τον δένουν
Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.
Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου
Αφανώς τις ζωές κυβερνούν.
Η Κυρτζάκη ανατέμνει τον αρχαίο μύθο, όπως δείχνει και ο τίτλος του ποιήματος, για να υποβάλλει, μέσω των ονομάτων, την αίσθηση της διάρκειας και της αντοχής μιας φυλής ανθρώπων που έρχονται απ’ τα βάθη του χρόνου. Το πρωτοπρόσωπο ποιητικό υποκείμενο, ο Ενδυμίων, διανύει μια διαδρομή που έχει ως αφετηρία τη Σελήνη-Ελένη και ενδιάμεσους μυθικούς σταθμούς τους Κρήτες, τους Ίωνες και τους Μανιάτες, για να καταλήξει στους Μακεδόνες τους οποίους και ακολουθεί – όλα αυτά με οδηγό τα ονόματα, που παραλληλίζονται με ρίζες οι οποίες προχωρούν υπόγεια στο χώμα. Το επαναλαμβανόμενο ρήμα «κατεβαίνουν» και τα ρήματα «πάνε» και «προχωρούν» δηλώνουν την εξακολουθητική πορεία των ονομάτων-Μακεδόνων μέσα στον χωροχρόνο, μέχρι το σημείο εκείνο όπου τα αδιόρατα νήματα του μύθου τους μπλέκονται αξεδιάλυτα με εκείνα της πρόσφατης ιστορικής μνήμης και του διαρκούς παρόντος των ανθρώπων που «αφανώς τις ζωές κυβερνούν». Η πορεία εξακολουθεί να συνεχίζεται από τους πρόσφυγες Μακεδόνες φτάνοντας μέχρι τους Καβαλιώτες προγόνους.
Ο τίτλος, εξάλλου, του ποιήματος, «Ενδυμίων», οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι το όνομα, όχι μόνο ανακαλεί τα βασικά στοιχεία του μύθου του ήρωα, την αιώνια νεότητα (το ότι παραμένει όσο κοιμάται αγέραστος και αθάνατος) και τη ζωή που του εξασφάλισε ο έρωτάς του για τη Σελήνη, αλλά, κυρίως, τη μυθική εκδοχή (του Οβιδίου) που τον θέλει να ζει στη Μικρά Ασία, ερωτευμένος από και με τη Σελήνη, στο όρος Λάτμος της Καρίας, κοντά στη Μίλητο. Ιδίως στην ενότητα των στ. 25-31 ανιχνεύεται το καταγωγικό ίχνος όχι μόνο της ίδιας της ποιήτριας αλλά και της γενέτειρας πόλης της, της Καβάλας, με την πρόδηλη αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των διωγμένων προσφύγων στη νέα τους πατρίδα, την πατρίδα της ανάγκης, όπου ήρθαν κρατώντας μέσα τους τον αγιάτρευτο καημό για την πατρίδα της οδύνης. Το ποίημα, με άλλα λόγια, μπορεί να αναγνωσθεί και ως μια ποιητική-μυθική αλληγορία του ριζώματος των προσφύγων-Μακεδόνων στην πόλη. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η Μαρία Κυρτζάκη, όταν πέρυσι της ζητήθηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων να γράψει ή να ανθολογήσει από το δημοσιευμένο έργο της ένα κείμενο με θέμα τον τόπο (της), επέλεξε το ποίημα «Ενδυμίων» (Τόποι της λογοτεχνίας. 134 συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία, Επιμέλεια Μιχάλης Μοδινός, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης – Εταιρεία Συγγραφέων 2015, σ. 187-189). Το ποίημα τοποθετήθηκε από τον επιμελητή εκείνου του τόμου, όχι άστοχα, στην ευάριθμη ενότητα κειμένων με τον γενικό τίτλο «Νησιά και άλλα…», καθώς δεν έχει, εκ πρώτης όψεως, σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, γιατί ιχνηλατεί τα ίχνη της καταγωγής πολλών ανθρώπων από τον κοινό μας τόπο. «Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς».
Γνωρίζω ότι η Μαρία αγαπούσε τον κινηματογράφο του δημιουργού, όπως όλες τις καλές τέχνες. Δεν γνωρίζω αν είδε την εξαίρετη πρόσφατη ταινία του Paolo Sorrentino, Youth (Νεότητα). Στην ταινία ένας συνθέτης, αρκετά ηλικιωμένος, καταξιωμένος, αλλά εντελώς παραιτημένος πια από οποιαδήποτε δημιουργική διάθεση, περνά τα πληκτικά καλοκαίρια του σ’ ένα ξενοδοχείο των Άλπεων και συχνά υποβάλλεται σε διάφορες ιατρικές εξετάσεις. Στο τέλος, ο γιατρός του τον διαβεβαιώνει ότι δεν πάσχει από απολύτως τίποτε. Ο συνθέτης, λοιπόν, αναρωτιέται τότε: «Έχω γεράσει, χωρίς να έχω καταλάβει πώς έχω φτάσει μέχρι εδώ». Κι ο σοφός γιατρός του τού απαντά: «Ξέρετε τι σας περιμένει έξω από εδώ; Η νεότητα». Η Μαρία δεν φαίνεται ότι φοβόταν τον θάνατο, αν σκεφτούμε ότι πολλά ποιήματά της είναι μια ενδελεχής μελέτη του, και, ως άλλος Ενδυμίων, δεν γέρασε, ίσως επειδή αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από την ποίηση. Με τον θάνατό της ξεκινά η ποιητική της νεότητα.
(*) “Η φωτογραφία είναι της Μαρίας Κυρτζάκη σε εκδήλωση στην Καβάλα το 2008”.
(**) Μπορείτε να ακούσετε την Μαρία Κυρτζάκη να διαβάζει ποίηματά της.Kirtzaki (1)