Η Κοινωνία των Ιστο-Ποιητών

0
386

Χρήστος Τσιάμης (Γράμμα από το Μανχάταν).  Πόσοι διαβάζουν ποίηση σήμερα;

 

Στο ερώτημα αυτό, πιστεύω, ότι θα απαντούσαμε όλοι ενστινκτωδώς: ‘Ελάχιστοι!’  Και εξυπακούεται ότι η απάντηση θα ήταν η ίδια ακριβώς και για το παρεμφερές ερώτημα ‘πόσοι ενδιαφέρονται για την ποίηση’.  Γι αυτό μας προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη το γεγονός ότι η εφημερίδα Τάϊμς της Νέας Υόρκης μια Κυριακή του Νοέμβρη (περίοδο αυξημένης, λόγω των εορτών, διαφημιστικής δραστηριότητας) αποφάσισε να σερβίρει στο υπέρ-το- εκατομμύριο των αναγνωστών της ένα πρωτοσέλιδο δίστηλο με «νέα» για την ποίηση.  Γιατί η εφημερίδα ζεί από τη διαφήμιση, η τοποθέτηση της διαφήμισης και η τιμή της εξαρτώνται από την αναγνωστικότητα, και η αναγνωστικότης από το ταλέντο του αρχισυντάκτη να προσφέρει νέα ‘καυτά’ που ενδιαφέρουν το πλατύ κοινό.  Οταν σε χρόνο ανύποπτο πριν πολλά χρόνια, σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για τη δημοσιογραφία και το «περιβάλλον», είχαν ρωτήσει έναν δημοσιογράφο της ιδίας εφημερίδας γιατί δεν αρθογραφούσε για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της μόλυνσης του περιβάλλοντος (αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «περιβαλλοντική αλλαγή»), για τις οποίες έκρουε τον κώδωνα κινδύνου στο συνέδριο, εκείνος είχε απαντήσει: ‘Γιατί ο αρχισυντάκτης μου ενδιαφέρεται για πράγματα που συμβαίνουν σήμερα, και πουλάνε εφημερίδες, κι όχι μετά από σαράντα χρόνια!’  Αν το συνδυάσουμε αυτό με τη ρήση του Εζρα Πάουντ ότι ποίηση είναι τα νέα που παραμένουν νέα (αντικαθιστώντας τη λέξη λογοτεχνία του Πάουντ με τη λέξη ποίηση), τότε το ερώτημα γίνεται διπλά επιτακτικό: τι άραγε ώθησε τη συντακτική επιτροπή των Τάϊμς να σπρώξει στην πρώτη σελίδα τα νέα για την ποίηση που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρουν για τους ‘πολλούς;’

Επί είκοσι χρόνια περίπου η τεχνολογία της επικοινωνίας και του Διαδικτύου έχει δημιουργήσει ένα αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα πληροφορίας και ειδήσεων.  Για πολλούς τα «νέα» είναι το πιό πρόσφατο προϊόν σε αυτόν τον τομέα.  Αναπόφευχτα, λοιπόν, τα πρωτοσέλιδα «νέα» των Τάϊμς για την ποίηση δεν ήταν αυτά καθεαυτά για την ποίηση αλλά για ένα ακόμα θαύμα της τεχνολογίας του Διαδικτύου.  Η ποίηση είναι απλώς μια ακόμα πτυχή (όσο απειροελάχιστη) του κοινωνικού  μας «είναι» που το συνδράμει ευεργετικά αυτή η μαγική τεχνολογία!  (Λίγο πολύ πρόκειται για το λογοτεχνικό ανάλογο του θαυμασμού που είχε εκφραστεί για τη συμβολή αυτής της τεχνολογίας στη «διάδοση της δημοκρατίας» κατά τη «Αραβική Ανοιξη» — Ουδέν σχόλιον).  Ο τίτλος του άρθρου, «Η Κοινωνία των Ιστο-Ποιητών (Web Poets’ Society)», είναι προφανώς λογοπαίγνιο πάνω στον τίτλο του κινηματογραφικού έργου “Dead Poets’ Society”(Κοινωνία των Νεκρών Ποιητών).  Και ο υπότιτλος, «Μια νέα ράτσα [ποιητών] τα καταφέρνει να μεταδώσει σαν ιό την ποίηση (‘taking verse viral’)» περιέχει τα πάντα για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού: και αναφορά στο «νέο» αλλά και στην τεχνολογία (taking viral)  που τις μέρες αυτές κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον των ‘πολλών’.  

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ίσως χρειαστεί να ανασκευάσουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη δημοτικότητα της ποίησης αν αγνοήσουμε προς στιγμήν την επίσημη πραγματικότητα (των συντεχνιών, της κριτικής, των βραβείων) και προσέξουμε τι συμβαίνει τελευταία στον ανεξέλεγκτο χώρο που καταλαμβάνει το Διαδίκτυο.  Μαθαίνουμε, επί παραδείγματι, ότι το πρώτο βιβλίο ενός 34χρονου ποιητή, του Τάϊλερ Γκρέγκσον, που είναι εντελώς άγνωστος στους ‘λογοτεχνικούς κύκλους’ της Αμερικής, κυκλοφόρησε συνολικά σε  πάνω από 125.000 αντίτυπα, ενώ η πρόσφατη συλλογή του «Ολες οι λέξεις είναι δικές σας» κυκλοφορεί σε πρώτη έκδοση 100.000 αντιτύπων.  Η ανάρτηση ποιημάτων του σε ιστότοπους (websites), όπως το Tumblr, του εξασφάλισαν ένα αναγνωστικό κοινό που μετριέται στις εκατοντάδες χιλιάδες και αυτό έπεισε τους λογοτεχνικούς ατζέντηδες να τον προωθήσουν και τους εκδότες να τυπώσουν τα βιβλία του.  Ιδού ένα χαρακτηριστικό, κατά την εφημερίδα, χαϊκού από το τελευταίο του βιβλίο: ‘Θέλω οι μέρες μου νάναι γεμάτες/ και οι νύχτες διαποτισμένες/ απ’ τους δικούς σου ήχους.’  Μια άλλη ποιήτρια, η Λανγκ Λίβ, που ζεί στη Νέα Ζηλανδία, ακολουθώντας επίσης την οδό του Διαδικτύου, πρωτοετύπωσε με δικά της έξοδα 10.000 αντίτυπα της πρώτης συλλογής της, το 2013, με βάση την ανταπόκριση που είχε από την ανάρτηση των ποιημάτων της στο Tumblr.  Κατόπιν, ένας εκδότης ανέλαβε την έκδοση των βιβλίων της που μέχρι σήμερα έχουν πουλήσει πάνω από 300.000 αντίτυπα.  Για παράδειγμα της ποίηση της Λανγκ Λίβ η εφημερίδα παραθέτει την εξής αρχή ενός ποιήματος:  ‘Πάρε με κάπου όπου μπορώ να νοίωσω κάτι/ Θέλω να την χαρίσω την καρδιά μου.’  Σαν επί πλέον επεξήγηση για τη δημοτικότητα της η εφημερίδα αναφέρει το γεγονός ότι ένα από τα ποιήματα της είχε αναρτηθεί από την Χλόη Καρντάσιαν (της  οικογένειας με το πασίγνωστο ριάλιτι σόου) στην ιστοσελίδα της στο Instagram που την παρακολουθούν…35 εκατομμύρια θαυμαστών της!  Τέλος, συγκριτικά, οι Τάϊμς αναφέρουν ότι η τελευταία συλλογή της Λουίζ Γκλύκ (Louise Gluck), μιας εκ των πιό σημαντικών εν ζωή ποιητών της Αμερικής,  «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (‘Faithful and Virtuous Night’), για την οποία είχε βραβευθεί με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 2014, έχει πουλήσει μέχρι στιγμής μόλις 20.000 αντίτυπα.

 Πώς να τα εκλάβουν οι φίλοι και οι δημιουργοί της ποίησης τα νέα αυτά;  Εκ πρώτης, με μεγάλη χαρά!  Την εποχή που η ποίηση φαίνεται να χάνει όλο και περισσότερο έδαφος μια τέτοια ανάκαμψη είναι ενθαρρυντική υπενθύμιση πως το παιχνίδι δεν έχει ακόμη χαθεί.  Γράφουν οι Τάϊμς ότι το ποσοστό των Αμερικανών που λένε ότι διαβάζουν ποίηση μειώθηκε από το 12% το 2002 στο 6,7% το 2012. (Βέβαια, αυτό το ποσοστό αναλογεί σε ένα αναγνωστικό κοινό κατά πολύ μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της Ελλάδος!)  Μια τέτοια μεγάλη πτώση φαίνεται ανησυχητική και ίσως να ταυτίζεται με την προσθαφαίρεση των γενεών.  Αποχωρούν οι γενεές του βιβλίου και της λέξης και καταφτάνουν οι γενεές της μικρο-οθόνης και της εικόνας.  Κι όμως, ακόμα και στον κόσμο της μικρο-οθόνης παρατηρείται μια αξιοσημείωτη δραστηριότητα σε ό,τι αφορά την ποίηση.  Σύμφωνα με τους Τάϊμς, η ιστοσελίδα «Ποίημα-τη-Μέρα» (Poem-a-Day), της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών, έχει πάνω από 350.000 επισκέπτες. (Αλλο ένα 0,1%!  Να το ονομάσουμε το πνευματικό ελίτ, κατ’ αναλογία με το άλλο 0,1%, του οικονομικού ελίτ;  Ετσι για να το διασκεδάσουμε!)

Αυτή η δραστηριότητα στα «κοινωνικά μέσα [επικοινωνίας]» (‘social media’) ίσως προμηνύει ένα άνοιγμα νέων ανθρώπων προς τη ποίηση.  Επί πλέον δίνει την ευκαιρία σε ποιητές, ειδικά νέους, να αποτανθούν άμεσα σε ένα αναγνωστικό κοινό χωρίς να βρίσκουν μπροστά τους, εμπόδια απροσπέλαστα, τους κλειδοκράτορες των περιοδικών, των εκδοτικών οίκων και των κριτικών,.  Κι εδώ τίθεται δικαιολογημένα το ερώτημα: δεν θα υποφέρει όμως η ποιότητα της ποίησης χωρίς τα φίλτρα της κριτικής; Ας μη γελιόμαστε.  Υπάρχουν τόσοι και τόσοι μηχανισμοί που μπαίνουν σε λειτουργία για τη στήριξη και τη διακίνηση της τέχνης στην κοινωνία.  Στις εικαστικές τέχνες, για παράδειγμα, η αλήθεια είναι γυμνή για το ποιός καθορίζει την καθεστηκυία αισθητική.  Κοιτάξτε τα διοικητικά συμβούλια (Board of Directors) των μεγάλων μουσείων – του 0,1% οι εκλεκτοί – που εγκρίνουν των έργων τις αγορές, κι επίσης κοτάξτε ποιός τα τροφοδοτεί με έργων…δωρεές.  Στη λογοτεχνία τα φαινόμενα είναι διαφορετικά αλλά παρόμοια υπό την έννοια ότι δεν έχουν σχέση με την υφή της τέχνης.  Θα αναφέρω ένα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που πήρε το μάτι μου στις εφημερίδες πρόσφατα.

Παράδειγμα πρώτο, ο μηχανισμός αναγνώρισης του ονόματος: την άνοιξη του 2015 κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημα 540 σελίδων με τίτλο «Αγελαδότοπος» (‘Cow Country’) ενός αγνώστου συγγραφέως που πέρασε απαρατήρητο ώσπου…Ωσπου ένας κριτικός στην ιστοσελίδα του περιοδικού Χάρπερ (Harper’s Magazine) έγραψε ότι επρόκειτο για έργο του γνωστού και μυστήριου μυθιστοριογράφου Τόμας Πύντσον.  Το εξέδωσε, λέει, υπό ψευδώνυμο επίτηδες, σαν παιχνίδι, για να αποδείξει ότι δεν σε διαβάζει κανένας αν δεν είσαι γνωστός.  Το γεγονός ότι  κυκλοφόρησε από τον άγνωστο και πονηρό κατά το όνομα εκδοτικόν οίκο «Το Μάτι της Αγελάδας» (‘Cow Eye Press’), και ότι ο συγγραφέας δίνει συνεντεύξεις μόνο με μέϊλ (του είδους ότι δεν προσπαθούσε να μιμηθεί τον Πύντσον αλλά ότι ‘Προσπαθούσα να μιμηθώ τη Ντόρις Λέσσινγκ αλλά δεν μου βγήκε’) είναι πράγματα που συμβάλλουν στο να παραμένουν οι υποψίες.  Και το αποτέλεσμα;  Ενα άρθρο για το βιβλίο στους Νιού Γιόρκ Τάϊμς και ακολούθως βροχή κριτικών (αν κοιτάξουμε την ιστοσελίδα του Amazon.)

Παράδειγμα δεύτερο, ο μηχανισμός της σωστής πολιτισμικής τοποθέτησης που πιό συγκεκριμένα, για την παρούσα περίπτωση, σημαίνει «πολυπολιτισμικότης» (multiculturalism): ο ποιητής Μάϊκλ Ντέρρικ Χάτσον, που είναι λευκός, συμπεριελήφθη στην ετήσια ανθολογία «Η Καλύτερη Αμερικανική Ποίηση» με ένα του ποίημα που είχε δημοσιευθεί σε γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό υπό το θηλυκό κινεζικό ψευδώνυμο Γί-Φέν Τσού. Το ψευδώνυμο όμως ανήκε σε πρόσωπο πραγματικό, συμμαθήτριας του ποιητή στο Λύκειο που τώρα είναι μηχανικός.  Η οικογένεια της ζήτησε από τον ποιητή να σταματήσει να χρησιμοποιεί το όνομα της γιατί η γραφή του, είπαν, είναι «μοναδική» κι έτσι γίνεται άμεση η ταύτιση με την κάτοχο του ονόματος.  Από δικής του πλευράς, ο επιμελητής της ανθολογίας είπε ότι έμαθε το πραγματικό όνομα του κ. Χάτσον αφότου τον ειδοπόιησε ότι το ποίημα του επρόκειτο να συμπεριληφθεί στην ανθολογία.  Τέλος, στο βιογραφικό του σημείωμα ο ποιητής έγραψε ότι είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο σαν μια στρατηγική για να δημοσιεύει τα ποιήματα του.  Είχε διαπιστώσει, γράφει, ότι οι πιθανότητες δημοσίευσης ήσαν πολύ μεγαλύτερες για μια γυναίκα Κινεζικής καταγωγής παρά για έναν λευκό ποιητή.  Και αναφέρει ότι το συγκεκριμένο ποίημα δεν είχε γίνει δεκτό για δημοσίευση σε περιοδικά 40 φορές όταν το είχε υποβάλει με το πραγματικό του όνομα.  Οταν όμως το υπέβαλε με το γυναικείο κινεζικό ψευδώνυμο έλαβε μόνο 9 αρνητικές απαντήσεις!

Τελικά, το αν όλη αυτή η ποιητική άνθιση στο Διαδίκτυο είναι καλή ή κακή ίσως να εξαρτάται από το πώς βλέπουμε την ποίηση.  Είχα ακούσει τον Νομπελίστα ποιητή Οκτάβιο Πάς να λέει, σε μια συνέντευξή του στο δημόσιο Αμερικανικό κανάλι της τηλεόρασης, ότι ο κόσμος της ποίησης είναι σαν μια «κρυφή κοινωνία» (‘secret society’).  Πρέπει να μυηθείς για να απολαύσεις τα μυστικά της.  Από φύση της, λοιπόν, όπως όλες οι κρυφές κοινωνίες, θα πρέπει να έχει έναν περιορισμένον αριθμό ‘μελών.’  Η ποίηση δηλαδή δεν είναι για τον καθένα.  Θυμάμαι, επίσης, μια συζήτηση μου με τον Αμερικανό συγγραφέα του ‘θεάτρου του παράλογου’ Ρόναλντ Ταβέλ, παλιά στο προ-τουριστικό Σόχο.  Μου είχε πεί το εξής αναφορικά με τις περιθωριακές τέχνες όπως το θέατρο του παράλογου και η ποίηση:  ‘Μπορεί να μας διαβάζουν λίγοι, όμως αυτοί είναι εκείνοι που επηρεάζουν την …’ Δεν θυμάμαι ακριβώς αν η τελευταία λέξη της πρότασης ήταν ‘κοινωνία’ ή αν ήταν ‘Ιστορία’.  Το νόημα όμως ήταν λίγο πολύ το ίδιο με του Πας:

τέχνη για τους ολίγους και εκλεκτούς.

Σεβαστές οι παραπάνω απόψεις.  Θα ήθελα όμως να προσθέσω και μια δική μου.  Οτι η ποίηση, δηλαδή, είναι μια ξένη γλώσσα.  Και είτε δείχνεις ενδιαφέρον να την μάθεις είτε όχι.  Μερικοί αρκούνται να μάθουν μόνο τα στοιχειώδη της γλώσσας για να τους διευκολύνει στις οποιεσδήποτε προσωρινές ανάγκες.  Αλλοι όμως μετά την πρώτη επαφή αισθάνονται την έλξη της νέας γλώσσας και τη σπουδάζουν.  Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η ευκαιρία για αυτή την πρώτη επαφή.  Και από αυτή την οπτική γωνία, όλη αυτή η ποιητική δραστηριότητα στο Διαδίκτυο είναι Θεού ευλογία.  Γιατί ακόμη και αυτοί που θα μάθουν την ξένη γλώσσα της ποίησης στοιχειωδώς θα μπορέσουν να πάρουν μια ιδέα από τα «νέα που παραμένουν νέα» που, αν πιστέψουμε τον ποιητή, προσφέρουν ευζωία.  Γιατί είχε γράψει ο Αμερικανός ποιητής William Carlos Williams:

 

…………………………..Κοίταξε

                         τι περνάει για καινούργιο.

Δεν θα το εύρεις εκεί αλλά στα ποιήματα

                          τα περιφρονημένα.

                                             Είναι δύσκολο

να μάθεις απ’ τα ποιήματα τα νέα

    κι όμως τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν φριχτά κάθε μέρα

                               γιατί τους λείπει

αυτό που θα το βρείς εκεί μέσα.

 

Και ο ποιητής σίγουρα μιλάει από εμπειρία εδώ.  Γιατί, ας μή ξεχνάμε, ο W.C. Williams ήταν το επάγγελμα γιατρός…

 

Με τον αυτο-πολλαπλασιαζόμενο ιστό της πληροφοριακής τεχνολογίας, και με όλους αυτούς που πέφτουν σωρηδόν στην παγίδα του, θα ρωτούσε κάποιος δικαιολογημένα:

–         Μα, τελικά, πόσοι διαβάζουν ποιήση σήμερα;

–         Ολοι όσοι χωράνε στο ‘ υπάρχει ελπίδα’!

 

 

934d747e-ea20-4546-8b02-3047e7ab062fO Χρήστος Τσιάμης σε ένα μπάρ του Σάντο Ντομίνγκο όπου βρέθηκε τον
Οκτώβριο στο Διεθνές Συμπόσιο ποίησης εκεί.

Προηγούμενο άρθροΣτέπα, άλογα και καβαλάρηδες
Επόμενο άρθροΜαρία Κυρτζάκη: Όπως ο Ενδυμίων

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ