Ο πόλεμος των άστρων
Άργησες λίγο αλλά δεν πειράζει, καταλαβαίνω, η κίνηση την παραμονή είναι πάντα φρικτή. Ελπίζω να σε αποζημιώσει κάπως η ατμόσφαιρα – στολίσανε το δέντρο στον διάδρομο, έβαλαν φώτα, λαμπάκια, είναι πιο ζεστά απ’ ότι συνήθως. Σερβίρουμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα με τον καφέ, τι από τα δυο προτιμάς άραγε; Έτσι όπως σε βλέπω ποντάρω στο μελομακάρονο.
H εμφάνιση μου είναι κάπως επίσημη, αλλά μην νομίσεις ότι ο γέρος σου κυκλοφορεί ντυμένος έτσι κάθε μέρα. Θα προτιμούσα να φοράω κάτι πιο καθημερινό, λόγω της περίστασης όμως θα πρέπει με ανεχτείς με αυτό το ηλίθιο κοστούμι, οκ; Βλέπω επισκέπτες από το πρωί και με έχουν ζαλίσει. Καλημέρα σας και καλησπέρα σας και τι κάνετε και πως έγινε; Δεν πιάνουν όλοι τους το αστείο της υπόθεσης και βαρέθηκα. Όλο για αυτούς μιλάμε. Παιδιά, σκυλιά, εγγόνια, φόβοι. Ευτυχώς τώρα φύγανε, έμεινε μόνο ο φίλος μου ο Νάκης, βγήκε να πάρει τον καφέ του και θα επιστρέψει αργότερα. Να τον γνωρίσεις τον Νάκη, φίλοι κολλητοί από παιδιά. Ρώτα τον να σου πει ιστορίες, θα γελάς για μέρες. Ρώτα τον για την κατσίκα που κλέψαμε από το πατρικό μου λίγες μέρες πριν από το Πάσχα. Ψυχοπονιάρικα παιδιά, είπαμε να την σώσουμε. Μπροστά μου θα ντραπεί να σου πει λεπτομέρειες, αλλά αργότερα θα τα βρείτε οι δυο σας, είμαι σίγουρος. Με τον Νάκη να ξέρεις όλα αυτά τα χρόνια μαλώσαμε μόνο μια φορά, τότε που ήρθα να σε δω κρυφά από την μάνα σου. Το τι μου έσυρε δεν φαντάζεσαι, μαλάκα με ανέβασε μαλάκα με κατέβαζε, ανεύθυνο παρτάκια και άλλα τέτοια. Ε θύμωσα και εγώ και δεν του μιλούσα για κάνα χρόνο. Μετά αρρώστησε ο πατέρας του, πήγα να τον δω και τα βρήκαμε.
Κάτσε εδώ δίπλα μου να σε δω καλύτερα. Ψηλός είσαι και της μάνας σου της μοιάζεις πολύ. Έχεις τα μάτια της και τις ίδιες ρυτίδες στις άκρες των χειλιών όταν στεναχωριέται. Ζορίζεσαι ε; Δεν χρειάζεται. Γιορτές είναι, χαρούμενα πράγματα, ότι πρέπει για τις συναντήσεις. Δεν ήμουν καν σίγουρος αν εμφανιστείς, θα είχες κάθε λόγο να μείνεις σπίτι σου.
Ξέρεις τι σκέπτομαι από το πρωί; Την ταινία που ανέφερες τότε που συναντηθήκαμε, ο Πόλεμος των Άστρων νομίζω. Σκεπτόμουν τι καλά που θα ήταν να κάτσουμε να την δούμε παρέα. Ξέρω και εγώ, με τα άστρα θα έχει να κάνει λογικά. Θα μου έδειχνες τους ήρωες και θα σου μίλαγα για τους πλανήτες και τους γαλαξίες και για το φως που ταξιδεύει στο διάστημα. Το σκεπτόμουν και όλο ηρεμία δεν έβρισκα, λες να είχε δίκαιο ο Νάκης για τότε που ήρθα;
Μικροί είμασταν παιδί μου, καταλαβαίνεις; Είχε παντρευτεί η μάνα σου μέχρι να επιστρέψω από τα καράβια και το άφησα, λέω καλά είναι, μην χωθείς και της το χαλάσεις. Εκείνη την Πρωτοχρονιά όμως συνάντησα τυχαία την αδελφή της στην γειτονιά και μου είπε πως ο άντρας ο δικός της δεν της φέρεται καλά και την χτυπάει. Ε ήπια και μερικές μπύρες και με έπιασαν τα διαόλια, θα πάω είπα εκεί στην αυλή να παραμονεύσω μπας και το δω το παιδί. Ήρθα και σε βρήκα, θυμάσαι τώρα πως έγινε. Ένιωθα σαν χαζός και δεν ήξερα τι άλλο να σου πω εκτός από το έθιμο με τις ευχές. Φεύγοντας, έτσι όπως πήγα να πηδήξω το μαντράκι το ξύλινο, έπεσα πάνω στην μάνα σου, ούτε φώναξε ούτε τίποτα. Με κοίταξε με ένα βλέμμα άδειο, τενεκεδένιο και ζάρωσαν τα χείλη της όπως τα δικά σου τώρα. «Αν ξανάρθεις εδώ φεύγοντας θα πάρεις μαζί σου και το παιδί, αλλιώς μη σε ξαναδώ». Αυτό μου είπε και έφυγε. Άρχισα να το συλλογιέμαι και δεν μου έβγαινε. Οι δικοί μου χαμένοι, εγώ στα καράβια, που να σε πήγαινα. Εκεί κουτσά στραβά είχες ένα σπιτικό. Για αυτό μάλωσα και με τον Νάκη και έφυγα ξανά στα ξένα. Μη με κοιτάζεις έτσι. Όπως έγινε οφείλω να σου τα πω, χαρτί και καλαμάρι, επειδή ο χρόνος τώρα πάει και μου τελείωσε.
Αυτό το χαρτάκι που τσαλακώνεις για εμένα είναι; Τι γράφει; Σαν να το έχω ξαναδεί, εκείνη την ημέρα, στην αυλή σου. Αχ τον μπαγάσα. Να το βάλεις εδώ στην τσέπη του παντελονιού μου, μην χαθεί πριν την ώρα του. Έτσι μπράβο.
Να, ήδη χτυπάν την πόρτα, άκουσες; Σε θέλω γενναίο γιατί έφτασε η ώρα της εξαγωγής. Όπως στην εξαγωγή δοντιού ένα πράγμα θα χώσεις μέσα σου την τανάλια καλά καλά και θα γραπώσεις ότι άφησα και ρίζωσε και σάπισε, δυνατά, μην αρχίσεις και αμφιβάλλεις. Θα τα πιάσεις όλα και με μια κίνηση έξω, εδώ, πάνω στο ηλίθιο κοστούμι, βγάλε τα όλα. Ευχές, κατάρες, σκέψεις, λέξεις- χύμα. Ο γέρος σου σήμερα τα σηκώνει όλα. Με τα αίματα, τα φλέματα, το πύον όπως είναι- θα τα μαζέψω και θα τα πάω στα άστρα και στους γαλαξίες, και στα αγγέλια και στα διαόλια. Θα χορεύω εκεί μέσα στις πύρινες φλόγες και θα τακτοποιήσω ότι ευχήθηκες και ότι δεν άκουσα και ότι δεν είδα από εσένα εκεί θα τα ιδώ. Και εσύ θα χαίρεσαι με τον καπνό της καμινάδας και θα φαντάζεσαι ότι είναι η ευχή που έβαλες στην τσέπη μου και ταξιδεύει. Ταξιδεύει επιτέλους γιε μου και πάει στον πόλεμο των άστρων.
Για τις στάχτες δεν θα περιμένεις, έχω ενημερώσει τον Νάκη και θα τις αναλάβει εκείνος. Πάρε και ένα μελομακάρονο φεύγοντας, βοηθάει.
***
– Υπάρχει ένα παλιό έθιμο, θα σου αρέσει. Φέρε μου ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Να κοίτα, θα σου κόψω τώρα ένα μικρό χαρτάκι. Το βράδυ, την ώρα που όλοι θα μετράνε αντίστροφα τα δευτερόλεπτα για την αλλαγή του χρόνου θα γράψεις σε αυτό το χαρτί την ευχή σου και θα την κάψεις.
– Και θα βγει αληθινή;
– Οι ευχές έχουν μεγάλη δύναμη αγόρι μου και η φωτιά τις βοηθάει να φτάνουν στον προορισμό. Να ξέρεις ότι πιο γρήγορα από όλα σε αυτό το σύμπαν ταξιδεύει το φως. Έτσι και εσύ λοιπόν θα βάλεις την ευχούλα σου σε μια ακτίνα φωτός και θα την στείλεις στο διάστημα. Πως σου φαίνεται;
– Τέλειο μου φαίνεται, θυμίζει τον Πόλεμο των Άστρων, έχεις δει την ταινία; Αρκεί να με αφήσουν να πάρω τα σπίρτα βέβαια, τι λες -θα με αφήσουν;
***
Δεκαπέντε, δεκατέσσερα, δεκατρία
«Το χαρτάκι το έχω εδώ, μολύβι έτοιμο»
Δώδεκα, έντεκα, δέκα
«Ευχή που θα βγει αληθινή»
Εννιά, οχτώ, επτά
«Τα σπίρτα, παρακαλώ, τα χρειάζομαι»
Έξι, πέντε, τέσσερα
«Γιατί δεν μου δίνετε τα σπίρτα; Δεν θα βγει αληθινή αν δεν καεί»
Τρία, δυο, ένα
«Ας ξανάρθει ο μπαμπάς μου και αύριο- αυτό θα γράψω»
Καλή Χρονιά
«Το έχω έτοιμο. Πρέπει να καεί, δεν καταλαβαίνετε, να καεί»
(*) Η Κορίννα Σεργιάδου είναι MACreative Wrtinig Μητροπολιτικό Κολλέγιο, OBU
Μπράβο μαμά , είναι ένα από τα καλύτερα διηγήματα που εχω διαβάσει❤️
Ευτυχώς ,οι ευχές για σένα στα χαρτάκια απο ψυχές που σ αγαπάμε έχουν καει και θα συνεχίσουν να καίγονται…
Η καρδιά τις στέλνει γρηγορότερα από τις ακτίνες φωτός.