Το ανδρικό βίωμα σ’ έναν κόσμο σε κρίση (της Κατερίνας Σχινά)

0
1077

 

της Κατερίνας Σχινά

Τα διηγήματα του Μιχάλη Μοδινού είναι μια συμπύκνωση, μια σύντηξη, ίσως, θεμάτων, τόπων και τοπίων, προσώπων και σχέσεων που συναντάμε στα μυθιστορήματά του. Αντλούν ιδέες και υλικό από παλιότερα βιβλία, ίσως αναξιοποίητες σημειώσεις που έμειναν στο συρτάρι, υποβάλλουν σε επανεπεξεργασία πρόσωπα και καταστάσεις από ευρύτερες συνθέσεις, αλλά, όπως σημειώνει και ο ίδιος, στα Θαύματα του Κόσμου, επανασυστήνονται αναμορφωμένα, ως νεογέννητα και αυτεξούσια. Ως νεογέννητα και αυτεξούσια τα διάβασα κι εγώ – και είναι.

Διαβάζοντάς τα, λοιπόν, σαν πρωτογνώριστα, ερχόταν αδιάκοπα στο νου μου μια φράση του Πιερ Μακ Ορλάν, από το δοκίμιό του με τίτλο «Μικρό εγχειρίδιο του τέλειου τυχοδιώκτη». Έγραφε εκεί ότι περιπέτεια δεν υπάρχει, παρά μονάχα στο πνεύμα εκείνου που την επιζητεί και πως ακόμα κι εκεί, μετά την κατασπατάληση μιας ολόκληρης ζωής στο κυνηγητό μιας χίμαιρας – όποια κι αν είναι αυτή, ριψοκίνδυνη ή όχι – δεν απομένει παρά ένα άθροισμα απογοητεύσεων, ματαιώσεων και θλίψης». Και ταυτόχρονα, όσο έμπαινα βαθύτερα στην οικεία, από παλιότερες αναγνώσεις, αλλά μαυλιστική, κάθε φορά και περισσότερο,  ασύνορη φαντασμαγορία των διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού, στον αυστηρό λυρισμό της εικονοποιίας  του και στον συχνά ειρωνικό, κάποτε ανελέητο, στοχασμό του, μια σκέψη: ότι όλα τα βιβλία του Μοδινού και ιδίως αυτό, ως συμπύκνωση του τρόπου με τον οποίο βλέπει εν γένει τον κόσμο, είναι κατ’ εξοχήν ανδρικά. Μεταφέρουν κάτι από το σύμπαν των «μεγάλων αρσενικών» της αμερικανικής λογοτεχνίας, του Νόρμαν Μέηλερ, ας πούμε, ή του Φίλιπ Ροθ, και του Χέμινγουέι, ασφαλώς, ο οποίος εμπνέει και το έξοχο αφήγημα «Ο Χεμινγουέι στην Αβάνα». Συγγραφέων που αποτύπωσαν στο έργο τους, στην ιλαρή, άτακτη, τριζάτη πρόζα τους – αυτή την έξοχη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στον ζόφο, το χιούμορ, την απελπισία και τη λαγνεία –, τη θλίψη, τη γελοιότητα, την απογοήτευση, τον ανεκπλήρωτο πόθο, αλλά και την ομορφιά και τη σαγήνη, με δυο λόγια τα θαύματα του κόσμου.

Στο σημείο αυτό, ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι τα αφηγήματα του Μιχάλη Μοδινού αποτυπώνουν μια αρρενωπότητα σε κρίση, μια κατάσταση στην οποία, όπως μας έχουν υποδείξει κάποιες θεωρητικοί βρίσκεται μονίμως και αναπόφευκτα ο ανδρισμός, αφού η κρίση αυτή προκύπτει ως σύμπτωμα και αποτέλεσμα ενός μάλλον καταναγκαστικού και μόνιμα επιβαλλόμενου ηγεμονικού ανδρισμού, στον οποίο οι άνδρες δυσκολεύονται να ανταποκριθούν. Ίσως αναρωτηθεί μήπως η υπόρρητη δυσφορία των ηρώων του, η κατήφεια, η ανία, η αμφιθυμία, ο μαρασμός του θυμικού οφείλεται στην εν τέλει καταπιεστική επιτελεστικότητα του φύλου, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο πολύ της μόδας, τουτέστιν στην τελετουργική επανάληψη «πράξεων και χειρονομιών, αρθρωμένων και ενεργοποιημένων επιθυμιών που συμμορφώνονται με τις έμφυλες νόρμες οι οποίες επικρατούν σε ένα ετεροφυλόφιλο πλέγμα».

Όχι· κατά τη γνώμη μου ο Μοδινός μεταβαίνει από την ανδρική στη γενική ανθρώπινη εμπειρία, χωρίς να απεμπολεί κάποια ειδικά χαρακτηριστικά της πρώτης και, ταυτόχρονα,  χωρίς να την εμφανίζει ως καθολικό παράδειγμα, με άλλα λόγια ως τον Μέγα Ποταμό, ένα είδος Μεγάλου Αμπάι, όπου εκβάλλουν τα σημαίνοντα – τουτέστιν τα ανδρικά –  ατομικά βιώματα. Γιατί υπάρχουν και οι Κοκκινοσκουφίτσες αυτού του κόσμου, καταβροχθιστικές, όπως τις θέλει ο συγγραφέας σε μια αντιστροφή του παραμυθιού στο τελευταίο – και κορυφαίο – αφήγημα του βιβλίου, που διασαλεύουν και αποδομούν το ιεραρχικό δίπολο ανδρισμός versus θηλυκότητα.

Και φυσικά, δεν έχουμε στα διηγήματά του μια στερεοτυπική απεικόνιση της αρρενωπότητας, έστω κι αν συναντάμε, σε πολλά απ’ αυτά, σκηνές ποτισμένες στο αλκοόλ, ελκυστικά γυναικεία σώματα να ανάγονται σε αρχέτυπα υπό το ανδρικό βλέμμα, τυχοδιωκτικές περιπλανήσεις όπως οι βίοι και οι πολιτείες (στον πληθυντικό γιατί είναι πολλές) του Μιχαήλ Γερμενού, ή παιδαριώδη καμώματα, όπως η ούρηση του Χιλιανού συγγραφέα Εντουάρντο Λαμπάρκα στον τάφο του Μπόρχες, σε ένδειξη αποδοκιμασίας για την ενδοτικότητα του Αργεντινού απέναντι στο καθεστώς Πινοσέτ. Ο ανδρισμός των ηρώων του Μοδινού είναι πολλαπλός, σχεσιακός, εντασσόμενος σε ένα περίπλοκο πλέγμα μέσα στο οποίο έχουν ξεχωριστή σημασία οι γεωγραφίες του χρόνου και του τόπου. Αλλιώς είναι άνδρας ο Αμερικανός επικεφαλής μιας αναπτυξιακής αποστολής της Διεθνούς Τράπεζας στις Βορειοδυτικές επαρχίες του Πακιστάν και αλλιώς ο μεσήλικας εραστής της νεαρής Νάγιας, που μετά τον χωρισμό τους θα αναζητήσει καταφύγιο, σαν άλλο πληγωμένο αρπακτικό, στο Κέντρο Περίθαλψης Άγριας Ζωής που διατηρεί μια παλιά του φίλη. Πουθενά στο βιβλίο του δεν αναδύεται η περίφημη ηγεμονική αρρενωπότητα, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, μια έννοια που επεξεργάστηκε η κοινωνιολόγος Ρέιουιν Κόνελ,  τουτέστιν ένας ανδρισμός συνεκτικός, ορθολογικός και προφανής. Υπάρχει, ωστόσο, ένας ανδρισμός που παραμένει άρρηκτα ενταγμένος στο πλαίσιο της σεξουαλικότητας και της έμφυλης ταυτότητας.

Στα διηγήματα του Μοδινού, η σεξουαλική αναμέτρηση άνδρα-γυναίκας αποτυπώνεται μέσα στην αγχογόνο διπολιτικότητά της – αφού στον ένα πόλο της ερωτικής συνομιλίας βρίσκεται ο θρίαμβός της και στον άλλο η μοναξιά της, η αδυναμία επικοινωνίας. «Ο συναισθηματικός αποσυντονισμός πρέπει να μελετηθεί κάποτε, το ίδιο και η συναισθηματική κατήφεια μετά από μια συναρπαστική μέρα», σκέφτεται ο ήρωας στο διήγημα «Εκτός έδρας ή Αδιάφορη ισορροπία», μια διαπίστωση που τη συναντάμε  διά στόματος ενός από τους ήρωες του Μοδινού, του Τρύφωνα Σαλαμέτη, και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, Το πλέγμα. «Οι εραστές είναι τελικά για το κρεβάτι – όσο αυτό διαρκεί. Μετά, χτυπάει την πόρτα η πλήξη, μια κατάσταση όπου δεν έχεις τίποτα να πεις».

Η πλήξη μετά τον έρωτα, η «απομυθοποίηση των τεκταινομένων» μετά την επιχειρηματική φρενίτιδα, η προετοιμασία για τα γηρατειά περί το τέλος της μέσης ηλικίας, η παραίτηση από την επιθυμία, η απομάκρυνση από τις αισθήσεις, η εργασία της μνήμης στην μεγάλη ηλικία. Αλλά, ταυτόχρονα, παρά τον επελαύνοντα μαρασμό, επιμένει ακόμη η χαρά των σωμάτων, οι μυρωδιές της φύσης, οι ηδονές των μικρών τίποτα που φτιάχνουν το μεγάλο παραμύθι στης ζωής, η ανεξήγητη μουσική των πραγμάτων.

Θέλησα να μιλήσω γι’ αυτήν την πλευρά του θαυμάσιου βιβλίου του Μιχάλη Μοδινού, πέρα από τα μοτίβα που ούτως ή άλλως διαπερνούν τη μυθιστορηματική του παραγωγή και παραμένουν ισχυρά και εδώ, στη μικρή φόρμα : η συγκλονιστική ομορφιά των φυσικών τοπίων, η ακατανίκητη ορμή για ταξίδι και εξερεύνηση σε πλήθος σημεία του πλανήτη, η μονίμως εξουσιαστική στάση της Δύσης προς την παγκόσμια περιφέρεια. Οι ποικίλες αναφορές, κρυμμένες ή εμφανείς, στη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες, στη μουσική και τους μουσικούς. Και φυσικά, ο πανταχού παρών οικολογικός προβληματισμός, ο διορατικός πολιτικός σχολιασμός. Πίσω απ’ όλα αυτά, ωστόσο, θέλησα ν’ ακούσω τη φωνή που μιλάει, τη φωνή ενός περιεκτικού, ευρέως ανδρισμού, που αποκαλύπτεται συναισθηματικά ώριμος, καθότι δεν φοβάται να φανεί συναισθηματικά ευπαθής.

 

Μιχάλης Μοδινός, Τα θαύματα του κόσμου,  Διηγήματα. Εκδόσεις Καστανιώτη.

Προηγούμενο άρθροΚορίννα Σεργιάδου
Επόμενο άρθροΗ Φωτεινή Φραγκούλη και η “η ιστορία βλέπει” (του Γιάννη Σ. Παπαδάτου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ