του Γιάννη Μουγγολιά
Στις 8 Μαϊου ο Keith Jarrett γίνεται 80 χρόνων, αφού ο κορυφαίος Αμερικανός δεξιοτέχνης πιανίστας της τζαζ, ταυτισμένος με την έννοια του αυτοσχεδιασμού και εμπνευσμένος συνθέτης ήρθε στη ζωή στις 8 Μαϊου 1945 στο Άλενταουν της Πενσυλβάνια.
Θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε τα γενέθλια αυτού του εμβληματικού μουσικού της τζαζ ακούγοντας πάλι το άλμπουμ του «Birth» (Γέννηση) που ηχογραφήθηκε μέσα σε 5 μέρες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1971 και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και στο οποίο ο Jarrett, σε μια φανέρωση των πολλών εκκεντρικών ιδιαιτεροτήτων τις οποίες εισήγαγε και για τις οποίες ήταν ονομαστός, εκτός από το κύριο όργανό του, το πιάνο, γλιστρά με άνεση και σε άλλα όργανα παίζοντας σοπράνο σαξόφωνο, banjo, steel drums στα περιπετειώδεις δικές του συνθέσεις. Ένα άλμπουμ στο οποίο εμφανίζεται με το κορυφαίο αμερικανικό κουαρτέτο του και οι μουσικοί του πειραματίζονται και αυτοί και με άλλα όργανα εκτός αυτών που καταξιώθηκαν στην ιστορία της τζαζ. Έτσι ακούμε τον Dewey Redman εκτός από τενόρο σαξόφωνο να παίζει κινεζική μουσέτα, κουδούνια, κλαρινέτο, κρουστά, τον κοντραμπασίστα Charlie Haden να επεκτείνεται και στα congas και μόνο τον Paul Motian να μένει στα γνώριμα λημέρια του (ντραμς, κρουστά, κουδούνια). Κάτι που βεβαίως δεν προκαλεί καμιά εντύπωση αφού από πολύ νωρίς η άποψη περί ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και οι ανοικτοί ορίζοντες του Keith Jarrett και του κουαρτέτου του χωρούσαν τα πάντα και πάνω από όλα τις πολλαπλές μεταμορφώσεις.

Βεβαίως το «Birth» που ηχογραφήθηκε την ίδια χρονιά με τέσσερα ακόμα άλμπουμ του Jarrett (το ντουέτο του με τον ντράμερ Jack DeJohnette «Ruta and Daitya», έναν ακόμη δίσκο με τους Redman, Haden, Motian «El Juicio (The Judgement)» επίσης τον Ιούλιο, το «The Mourning of a Star» με τους Haden και Motian και το πιανιστικό σόλο του «Facing you» που ήταν το πρώτο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε από την ECM και ο Jarrett μόλις στα 26 του εδραιωνόταν εκτός από βιρτουόζος πιανίστας, και ως μοναδικός συνθέτης και αυτοσχεδιαστής), κάτι που αποδεικνύει την άκρως πληθωρική δισκογραφική παραγωγή και τη γέννηση συνθετικών ιδεών του μουσικού, δεν ήταν το πιο καθοριστικό ούτε το πιο αντιπροσωπευτικό της συναρπαστικής του καριέρας.
Με ογκώδη προσωπική δισκογραφία, συνεργάτης κορυφαίων τζάζμεν και ηγέτης εκλεκτών σχημάτων
Οποιαδήποτε απόπειρα να κατατάξει κάποιος τον Keith Jarrett σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση θα ήταν αποτυχημένη, αφού η εντυπωσιακή σε όγκο και ποιότητα δισκογραφία του μαρτυρά τις πολλές και συχνά ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους παραμέτρους του πολυποίκιλου και στιλιστικά απεριόριστου έργου του. Σόλο αυτοσχεδιασμός, ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, πρωτότυπες συνθέσεις, εγχειρήματα ευρύτερων και πολλαπλών οργανικών συνδυασμών, αριστουργήματα του κλασικού ρεπερτορίου και εκτενείς εξερευνήσεις του Great American Songbook. Έτσι όπως είναι φυσικό, σκοπός αυτής της αναφοράς με αφορμή τα 80 του γενέθλια δεν είναι να φωτίσει τα αριστουργηματικά δισκογραφικά του πρότζεκτς που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι πριν από τα τρίτα γενέθλιά του πήρε το πρώτο του μάθημα πιάνου και έκανε το ντεμπούτο του σόλο ρεσιτάλ σε ηλικία 7 ετών. «Μεγάλωσα με το πιάνο και έμαθα τη γλώσσα του ενώ έμαθα να μιλάω», είχε δηλώσει ο ίδιος. Η πρώτη εκπαίδευσή του ήταν κλασική, αλλά μέχρι τα 15 του είχε σταματήσει τα μαθήματα πιάνου και άρχιζε και τον κέρδιζε η τζαζ. Ήδη στα 22 του σους κύκλους της σύγχρονης τζαζ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, ήταν επαγγελματικά φτασμένος και έπαιζε στο πλευρό γιγάντων της τζαζ όπως Art Blakey (New Jazz Messengers), Charles Lloyd, Rahsaan Roland Kirk. Στα 23 του σχημάτισε το πρώτο του τρίο (με Haden και Motian) με σπουδαία δισκογραφική παραγωγή στη δεκαετία του ΄70 και κορυφαία δείγματα τα «Expectations» και “The Survivors΄ Suite». Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 είχε καταξιωθεί μέσω της προσωπικής του πορείας αλλά και στο πλευρό του Miles Davis παίζοντας οργανικό και ηλεκτρικό πιάνο στα άλμπουμ του τρομπετίστα «Live/Evil» και «At Filmore».

Συμπληρωματικά με το αμερικανικό κουαρτέτο του λειτούργησε από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 και το θαυμάσιο ευρωπαϊκό κουαρτέτο του αποτελούμενο από τους Σκανδιναβούς Jan Garbarek (σαξόφωνα), Palle Danielsson (κοντραμπάσο) και Jon Christensen (κρουστά) όπου ξεδιπλώθηκε στο έπακρο η μουσική ταυτότητα του Jarrett μέσα από δισκογραφικά αριστουργήματα όπως τα «Belonging», «Μy Song», «Nude Ants», ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Jarrett σχημάτισε το Standards Trio του με τον κοντραμπασίστα Gary Peacock και τον ντράμερ Jack DeJohnette, μια από τις πιο γόνιμες και μακροχρόνιες συνεργασίες στην ιστορία της τζαζ όπου για μια τριακονταετία περιόδευσαν και κυκλοφόρησαν υπέροχα άλμπουμ.
Με το Standards Trio του (Gary Peacock, Jack DeJohnette)Η ιδιοσυγκρασιακή ματιά του σε έργα κορυφαίων μουσουργών της κλασικής μουσικής (Bach, Shostakovich, Arvo Part, Barber, Bartok, Harrison, Handel, Mozart) στάθηκε αφορμή για τον εμπλουτισμό της δισκογραφίας του με μοναδικά αριστουργήματα όπου διαφαίνεται η ανεπανάληπτη προσωπική του φυσιογνωμία στην ερμηνεία έργων υψηλής πνοής. Σε ό,τι κι αν έκανε ο Jarrett αποδυνάμωνε πλήρως τα όρια μεταξύ κλασικής, τζαζ και σύγχρονης μουσικής έχοντας εκκίνηση όχι από κάποιο απαραίτητα διανοουμενίστικο νεωτερισμό αλλά κυρίως με στόχο μια έκφραση με σπάνια θέρμη και λυρισμό. Σε αυτό το μήκος κύματος συντονίστηκαν και οι σπουδαίες συνθετικές δουλειές του ορχηστρικής και μουσικής δωματίου που έγραψε και αποκρυσταλλώθηκαν σε σπάνιας ομορφιάς άλμπουμ όπως τα «Luminessence», «Arbour Zena» (και τα δύο με τον Jan Garbarek), «In The Light» και «Bridge of Light».

Μόνος με το πιάνο και το κοντσέρτο της Κολωνίας
Ξεχωριστό ωστόσο παραμένει εκείνο το ογκώδες κομμάτι της δισκογραφίας του που ο Keith Jarrett εμφανίζεται σόλο στο πιάνο μεταδίδοντας με μοναδικό τρόπο τις εμπνεύσεις του, υλοποιώντας ιδανικά αυτό που ονομάζουμε τέχνη του αυτοσχεδιασμού και αποδεικνύοντας την τεράστια κλάση του. Πλήθος τα σόλο άλμπουμ του, τα περισσότερα από αυτά ζωντανές ηχογραφήσεις κοντσέρτων του. Στην κορυφή το «Koln Concerts», το διπλό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1975 στην Όπερα της Κολωνίας και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, με πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων, οι οποίες έσπασαν κάθε ρεκόρ εμπορικής επιτυχίας όχι μόνο στην τζαζ και την αυτοσχεδιαζόμενη αλλά και στη σύγχρονη μουσική.
Το κοντσέρτο της Κολωνίας, πραγματοποιήθηκε στις 11.30 το βράδυ μετά την παράσταση όπερας της βραδιάς στην Όπερα της Κολωνίας. Είναι θρυλικό όχι μόνο για τη μουσική του λάμψη αλλά και για την ιστορία πίσω από αυτό. Τη συναυλία οργάνωσε η 17χρονη τότε Vera Brandes, μουσικός και παραγωγός γεννημένη στην Κολωνία, η οποία έκανε τα πάντα για να φέρει τον Jarrett στην Κολωνία. Ωστόσο, η συναυλία συνοδεύτηκε από ένα απίστευτο περιστατικό. Στη σκηνή τοποθετήθηκε ένα πιάνο πρόβας αντί για το επιβλητικό Bösendorfer πιάνο με ουρά που είχε ζητήσει. Το πιάνο με μισή ουρά ήταν μικρότερο από αυτό που είχε συμφωνηθεί για να παίξει, ήταν μη συντονισμένο, ακούρδιστο και εντελώς ανεπαρκές για το κοντσέρτο, με άτονο ήχο στις ψηλές νότες και αδύναμα μπάσα, με τα πεντάλ να μη λειτουργούν. Η 17χρονη Vera Brandes -η νεότατη Γερμανίδα διοργανώτρια της συναυλίας- προσπάθησε να βρει λύση και να το αντικαταστήσει χωρίς αποτέλεσμα. Παρότι τα εισιτήρια του κοντσέρτου είχαν εξαντληθεί στην προπώληση, ο Keith Jarrett o οποίος ήταν πολύ κουρασμένος, πεινασμένος και πονούσε φρικτά στην πλάτη, ζήτησε την άμεση ακύρωση του live. Η Vera Brandes μεσολάβησε χρησιμοποιώντας καίρια όλη την πειθώ της και άλλαξε την αδιάλλακτη αλλά σωστή στάση του Jarrett με αποτέλεσμα το κοντσέρτο να πραγματοποιηθεί κανονικά. Η κατάσταση που βρισκόταν σε τεντωμένο σκοινί, άλλαξε στο λεπτό και το κοντσέρτο της Κολωνίας εξελίχτηκε σε μια από τις ανεπανάληπτες τζαζ συναυλίες όλων των εποχών. Ο Jarrett παρά την κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση που βρέθηκε, μεταμόρφωσε το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα κατορθώνοντας να «ακυρώσει» όλες τις αδυναμίες του πιάνου και μέσω του εμπνευσμένου, ευφάνταστου, τολμηρού και ευρηματικού αυτοσχεδιασμού του που εξελίχτηκε σε υπέρτατη μορφή τέχνης, να λειτουργήσει με έναν ανεπανάληπτο τρόπο, να καθηλώσει τους ακροατές και να γράψει μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ζωντανής ηχογράφησης τζαζ συναυλιών και όχι μόνο. Το κοντσέρτο της Κολωνίας ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε η μαγεία του αυτοσχεδιασμού και της στιγμής όπως καταγράφεται στον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και με τρόπο που δεν επρόκειτο να επαναληφθεί ποτέ στο μέλλον. Το 2025, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από το μεγαλειώδες εκείνο κοντσέρτο, μαγνητικά λειτούργησε η ανάμνηση και η προσέλκυση της διεθνούς προσοχής ΜΜΕ, κριτικών και κοινού.
Η επιθετική του συμπεριφορά και οι ενοχλήσεις του από τις φωτογραφίες και τον βήχα των θεατών
Το περιστατικό της παρ΄ ολίγο ακύρωσης του κοντσέρτου της Κολωνίας δεν ήταν το μοναδικό. Και άλλες στιγμές στη μακροχρόνια καριέρα του Keith Jarrett συνδέθηκαν με τη συμπεριφορά του και τον χαρακτηρισμό του Jarrett ως «δύστροπου», κατά τη γνώμη μας αδίκως, αφού αυτό που μπορεί να πει κανείς για αυτόν είναι μόνο ότι είναι ένας τελειομανής μουσικός που αποζητά τις ιδανικές συνθήκες για την παρουσίαση του έργου του στο κοινό. Η μουσική του Keith Jarrett από τη φύση της και με δεδομένη την εσωτερικότητα που την χαρακτηρίζει, δεν είναι κάποια μουσική που μπορεί να ακουστεί χωρίς συνθήκες απόλυτης ησυχίας και να περάσει στο κοινό με μια χαλαρότητα. Απαιτεί τη συμμετοχή του ακροατή και την απόλυτη, σχεδόν θρησκευτική του προσήλωση ενώπιον της προσωπικής εμπειρίας που βιώνει ο αυτοσχεδιαστής αλλά και που επιφυλάσσει στον θεατή-ακροατή της συναυλίας.
Συχνά ωστόσο οι αντιδράσεις του Jarrett απέναντι στους θεατές κατά τη διάρκεια συναυλιών του, ξεπέρασαν το αναμενόμενο μέτρο, σε σημείο μάλιστα η συμπεριφορά του να αδικήσει τον ίδιο και να γίνει «πρωταγωνιστής» αφήνοντας σε δεύτερο ρόλο τη θεσπέσια μουσική του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμπεριφορά του Jarrett στο Umbria Jazz Festival το 2007 που, όταν αντιλήφθηκε ότι τον φωτογράφιζαν οι θεατές, από μικροφώνου τους έβρισε και μαζί και την πόλη της Περούτζια που φιλοξενούσε το φημισμένο φεστιβάλ. H ενέργεια αυτή έκανε το γύρο του διαδικτύου αφού καταγράφηκε σε βίντεο και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Carlo Pagnotta έκανε δηλώσεις ότι ο Keith Jarrett δεν θα ξαναέπαιζε ποτέ εκεί. Κάτι που ωστόσο αθέτησε αφού ο ίδιος κάλεσε στην 40ή επέτειο του φεστιβάλ εκ νέου τον Jarrett με το τρίο του (Gary Peacock-κοντραμπάσο και Jack DeJohnette-ντραμς). Pagnota και ο μάνατζερ του Jarrett ζήτησαν από το κοινό των 4000 θεατών να μη φωτογραφίσει τους μουσικούς. Βγαίνοντας στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ο Jarrett απαίτησε να μην φωτίζονται καθόλου οι μουσικοί με εξαίρεση ένα πολύ μικρό φωτισμό στο κοντραμπάσο και με τον τρόπο αυτό απέτρεψε τις όποιες φωτογραφίες στη συναυλία. Η συγκεκριμένη αναφορά δίνεται με λεπτομέρειες στο έγκριτο περιοδικό της τζαζ Down Beat.

Και οι απότομες αντιδράσεις του σπουδαίου πιανίστα δεν τελειώνουν εδώ. Είχαν αρχίσει επί αμερικάνικου εδάφους από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 και συνεχίζονται στο Σαν Φρανσίσκο το 2010 και στη θρυλική αίθουσα Carnegie Hall το 2011. Οι αιτίες ανιχνεύονται στον βήχα των θεατών και στους φωτογράφους. Η εμμονή του ωστόσο για την απόλυτη σιωπή, παρά το ότι κατηγορήθηκε συχνά ως δείκτης αλαζονείας, μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη του καλλιτέχνη να προστατεύσει την αυτοσυγκέντρωσή του.
Τα κοντσέρτα του στην Ελλάδα
Στο ίδιο πλαίσιο αλλά χωρίς παρατράγουδα εξελίχτηκαν και οι δυο κορυφαίες ζωντανές εμφανίσεις του Keith Jarrett στην Ελλάδα. Η πρώτη ήταν η συναυλία σόλο του Keith Jarrett στο Θέατρο του Λυκαβηττού στις 29 Ιουνίου 1983 και η δεύτερη επίσης σόλο πιάνο πέντε χρόνια αργότερα, τη Δευτέρα 20 Ιουνίου 1988 στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας. Και στις δυο συναυλίες το κοινό απόλαυσε έναν Keith Jarrett να παίζει αυτοσχεδιαστικά την υπέροχη μουσική του, να συμμετέχει σωματικά, να σιγομουρμουρίζει και να αφήνει να του ξεφύγουν όλες εκείνες οι άναρθρες κραυγές και τα επιφωνήματα που αποτελούσαν μέρος της προσωπικής, αυθόρμητης έκφρασής του.

Το τεύχος 350 (25 Ιουνίου- 1 Ιουλίου 1983) του περιοδικού «Αθηνόραμα» eκείνη την εβδομάδα, με αφορμή τη συναυλία στο Λυκαβηττό, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο τον Keith Jarrett. Ιδιαίτερα δημοφιλής παγκοσμίως ήταν εκείνη την εποχή ο Keith Jarrett και η μουσική του για σόλο πιάνο από το “Koln Concert” παιζόταν στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Η εκπληκτική αφίσα της συναυλίας είχε σχεδιαστεί από τον Δημήτρη Αρβανίτη και συνδύαζε το πρόσωπο του Jarrett και την κόκκινη «αφάνα» του με τον γαλάζιο-λευκό αντικατοπτρισμό στα γυαλιά του των δακτύλων του πάνω στα πλήκτρα στου πιάνου σε μια σπάνια σύγκλιση της εικαστικής τέχνης και της μουσικής. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα! Η συναυλία ήταν sold out και είχε δημιουργηθεί ένας μύθος αναμονής αλλά και αγωνίας για τον τρόπο που θα αντιδρούσε ο υψηλός προσκεκλημένος με τον φόβο πάντα της διακοπής αν κάτι δεν του ταίριαζε.
Η συναυλία του στην Πάτρα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 3ου Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Θάνου Μικρούτσικου. Ήταν η συναυλία που άνοιξε τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ. Έχοντας υπόψη του ο Μικρούτσικος τις ιδιαιτερότητες του μεγάλου του προσκεκλημένου, είχε φροντίσει ώστε υπηρεσιακά να απευθυνθεί στην Τροχαία για να διακόψει την κυκλοφορία οχημάτων στους δρόμους που περιέβαλαν το Αρχαίο Ωδείο. Κάποια στιγμή ο ήχος από το ρολόι της εκκλησίας του Παντοκράτορα που δεν έλεγε να σταματήσει αφού οι χτύποι ήταν 10 ή 11 σημαίνοντας την ώρα (η συναυλία είχε προγραμματιστεί για τις 9.30μμ), ανάγκασε τον Jarrett να σταματήσει τη συναυλία. Με την απειλή της οριστικής διακοπής, που τελικά δεν έκανε ο Jarrett, έγιναν οι απαραίτητες ρυθμίσεις, το ρολόι του Παντοκράτορα δεν ξανακούστηκε, η συναυλία ολοκληρώθηκε κανονικά και ο κορυφαίος μουσικός αποθεώθηκε από το κοινό.
Ο Γιώργος Χαρωνίτης για τη συναυλία στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας
Στον απόηχο εκείνης της μοναδικής συναυλίας μάς μεταφέρει μέσω ενός κειμένου του με τίτλο «Ο Keith Jarrett και το Ουράνιο Τόξο» στο τεύχος 184 (Ιούλιος 1988) του περιοδικού «Ήχος & Hi-Fi» ο πρόσφατα χαμένος κορυφαίος συντάκτης της τζαζ Γιώργος Χαρωνίτης που είχε βρεθεί στο Αρχείο Ωδείο παρακολουθώντας τον αγαπημένο του Keith Jarrett:
«Κάθε “εκκεντρικότητα” ή, απλά, “παραξενιά” (και οι απαγορεύσεις λήψης φωτογραφιών και μαγνητοσκόπησης, ή η απαγόρευση του καπνίσματος είναι από τις πλέον απλές και ανώδυνες) του Κιθ Τζάρετ “συγχωρείται” και, βέβαια, παραδίδεται στη λήθη του παρελθόντος όταν η ανταμοιβή είναι δύο γεμάτες από υπέροχη μουσική ώρες, όπως αυτή που ακούστηκε το βράδυ της 20ης Ιουνίου στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας στη συναυλία του πιανίστα που θα άνοιγε τις εκδηλώσεις του 3ου Διεθνούς Φεστιβάλ της πόλης.

Την περιπλοκή των παραγόντων που συνθέτουν τη μουσική δημιουργική πράξη συζητούσε σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του ο Κιθ Τζάρετ και κατέληξε πως “Αν επιζητούμε κάποια πολύτιμη εμπειρία μουσικής φύσης, τότε το πρόσωπο που φτιάχνει ή ερμηνεύει τη μουσική πρέπει να έχει μια σύνδεση με κάτι που είναι ανεξήγητο. Αν αυτή η σύνδεση δεν υπάρχει, τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν γνωρίζω τον τρόπο να περιγράψω τι είναι αυτή η σύνδεση, γνωρίζω μόνο να την κάνω. Και αυτό είναι που κάνω”.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της σύνδεσης “με κάτι το ανεξήγητο” πρέπει να εννοηθεί η απαίτηση του Τζάρετ για απόλυτη ησυχία στις συναυλίες του, όπως και κάθε “θεατρική” του ενέργεια που ενσωματώνεται στη συνολική διαδικασία της δημιουργικής μουσικής σύλληψης (άναρθρες κραυγές μου μοιάζουν πότε με μουγκρητά και πότε με επιφωνήματα ικανοποίησης, μουρμουρητό συμπλήρωμα της πιανιστικής ηχορυθμίας, υπέρμετρη και συνεχής κινητικότητα που φτάνει σχεδόν στο σημείο να συγκρούεται το πρόσωπο με το κλαβιέ) είναι οι ενδείξεις της σχεδόν αγωνιώδους προσπάθειας του μουσικού να έρθει σε αρμονία με το φυσικό του περιβάλλον. Και αυτό είναι το επίπεδο όπου οι εσωτερικές παρορμήσεις παίρνουν υλική / ηχητική υπόσταση. Τίποτα το εξαιρετικά μεταφυσικό στις παραπάνω δηλώσεις του Τζάρετ. Μόνο προσπάθεια για άμεση έκφραση μέσα από μια κατ΄ εξοχήν θεατρική πράξη, τη μουσική.
Η μουσική του Κιθ Τζάρετ δεν μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο που να αφήνει περιθώρια στη φαντασία του ακροατή να κινηθεί σε χώρους δικούς του, ανεξάρτητους και προσωπικούς, με τις εικόνες που δημιουργεί για παράδειγμα η “κινηματογραφική” πιανιστική αφήγηση ενός Ραν Μπλέικ. Η μουσική του Τζάρετ είναι τόσο επίμονη που σε κρατά δέσμιο με το συγκεκριμένο γεγονός, πράγμα που μπορείς να το δεχθείς ή να το απορρίψεις – όταν συμβαίνει σε δίσκο ή σε κάποιο άλλο μέσο αναπαραγωγής – αλλά που, κυριολεκτικά, σε μαγεύει όταν συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου και είσαι κι εσύ ένα αναπόσπαστο τμήμα αυτής της διαδικασίας.
Η μουσική που παίχτηκε εκείνο το βράδυ είναι – στον ενεστώτα χρόνο, όχι στον αόριστο – μια σύνοψη περιεκτική της ανθρώπινης μουσικής εμπειρίας σχεδόν σε κάθε δυνατή πτυχή του ιστορικού της περιγράμματος και φάσματος, υλοποιημένη σα ένα τραγούδι που δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, που έχει παρελθόν, παρόν και, σίγουρα μέλλον. Χωρίς μορφή, μόνο ύπαρξη. Και για όσους αρέσκονται να ακούν φόρμες, το μυαλό και το σώμα του Κιθ Τζάρετ διέλυε κάθε έννοια έντεχνης ευρωπαϊκής ή αφροαμερικάνικης μουσικής παράδοσης, διύλιζε και απομορφοποιούσε το κάθε τι, από τον Μπαχ μέχρι τα ιδιότροπα μπλουζ, τα ελαφρά τραγούδια – τα λεγόμενα “στάνταρντς” – τους λαϊκούς χορούς, τις δύστροπες μελωδίες “αλά Ορνέτ Κόλεμαν”, τα εξωφρενικά μπούγκι… Οι συνθήκες για ένα τέτοιο ξεπέρασμα της μουσικής, ήταν σχεδόν ιδανικές. Η ακουστική του χώρου χωρίς ψεγάδια, το μεγάλο πιάνο τέλειο. Ο κόσμος αποδέχτηκε πλήρως την αλήθεια της μουσικής που πρόσφερε ο Κιθ Τζάρετ – που στην ουσία δεν ήταν παρά μια αμοιβαία προσφορά – και έδωσε, σαν συμπλήρωμα, μια προσευχή. Τι άλλο θα μπορούσε να δώσει τέλος σε μια συναυλία σαν αυτή; Η καλύτερη έναρξη που θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα φεστιβάλ».

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η εμφάνιση του Keith Jarrett στην Πάτρα ήταν ανάμεσα σε δυο συναυλίες της πρώτης του μικρής σόλο ευρωπαϊκής περιοδείας για το 1988. Τέσσερις μέρες πριν, στις 16 Ιουνίου είχε εμφανιστεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ της Κωνσταντινούπολης, ενώ μετά την Πάτρα, στις 23 Ιουνίου έπαιξε στο Παλέρμο στη γειτονική Ιταλία. Τον Οκτώβριο του 1988 ακολούθησε η δεύτερη μικρή ευρωπαϊκή περιοδεία του με εμφανίσεις στο Παρίσι (17 Οκτωβρίου), στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο του Belga Jazz Festival (22 Οκτωβρίου) και στο Φεστιβάλ Τζαζ της Μαδρίτης (24 Οκτωβρίου).
Αν θέλει κάποιος σήμερα να εισπράξει περίπου τον τρόπο που έπαιξε στις σόλο εμφανίσεις του στην Ελλάδα, μπορεί να ακούσει κοντινές χρονικά ηχογραφημένες εκδόσεις. Έτσι για τη συναυλία της Αθήνας πιο κοντινό ηχογραφημένο live είναι το «Concerts» (ECM) με τις συναυλίες του στις 28 Μαϊου 1981 στο Μπρέγκεντς της Αυστρίας και στις 2 Ιουνίου 1981 στο Μόναχο. Για τη συναυλία της Πάτρας έχουμε ένα σαφώς πιο ασφαλές ακουστικό τεκμήριο με το «Paris Concert» (ECM, 1990), ζωντανά ηχογραφημένο στις 17 Οκτωβρίου 1988 στο Salle Pleyel του Παρισιού, όπου εμπεριέχονται ο γιγάντιος, περίπου 40 λεπτών, αυτοσχεδιαστικός του χείμαρρος με τίτλο «October 17, 1988» και δυο ακόμα θαυμάσιες μικρότερες συνθέσεις του. Ο ήχος του ισορροπεί ανάμεσα στον εκπληκτικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν εκείνη την εποχή την κλασική μουσική αφού έπαιζε πολύ Bach, στην τζαζ και στον τρόπο με τον οποίο κρατούσε το τέμπο με το αριστερό χέρι και έπαιζε με το δεξί εξαίσιες μελωδίες και σε μια μίνιμαλ, μαγευτική αισθητική. Πάντα ωστόσο οι όποιες συγκρίσεις με τον ήχο των συναυλιών στην Ελλάδα πρέπει να γίνονται με τις γοητευτικές και ακαταμάχητες αποκλίσεις που παρουσιάζει από τη φύση του ο αυτοσχεδιασμός. Γιατί όπως είναι κατανοητό, ο αυτοσχεδιασμός είναι υπόθεση μιας και μοναδικής στιγμής που παίρνει ο αέρας και χάνεται οριστικά.
Το σήμερα

Η τελευταία συναυλία του Keith Jarrett ήταν το 2017 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, ενώ η δημιουργικότητα του απίστευτων δυνατοτήτων αυτού μουσικού διακόπηκε από το 2018 όταν δυο κοντινά εγκεφαλικά επεισόδια (Φεβρουάριο και Μάιο του 2018) τον άφησαν παράλυτο από την αριστερά πλευρά. Μετά τη θεραπεία σε κέντρο αποκατάστασης μπορεί να παίζει μόνο με το δεξί χέρι πιάνο. Η δήλωσή του ίδιου στους New York Times τον Οκτώβριο του 2020 γέμισε με θλίψη τη μουσική κοινότητα: «Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον μου. Δεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή σαν πιανίστας».
Μέσω της ECM ωστόσο και σε συνεννόηση με τον Keith Jarrett τα τελευταία χρόνια επανεκδίδονται σημαντικά άλμπουμ του παρελθόντος ενώ παράλληλα βλέπουν το φως της δημοσιότητας σημαντικά κοντσέρτα του από το παρελθόν και κυρίως από τη δεκαετία του ΄70.