του Αντώνη Ν. Φράγκου
Ο λόγος για τον Γάλλο καθηγητή της πολιτικής φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique, Μικαέλ Φεσέλ και σύμβουλο έκδοσης του περιοδικού “Esprit” – συγγραφέα αρκετών δοκιμίων μεταξύ των οποίων, «Ο καιρός της παρηγοριάς» (μτφ. Μαριάννα Μαντά) και «Υποτροπή: 1938» (μτφ. Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος) -και τα δυο απ’ τις εκδόσεις Πόλις. Το πρώτο αναφέρεται στην φιλοσοφία όπου για αιώνες γιάτρευε τα ανθρώπινα πάθη και άχθη– το άλγος και τους μύχιους φόβους του ανθρώπου – ενώ στο ενώ στο άλλο γίνεται λόγος για τον αντιδημοκρατικό τρόπο επιβολής της κυβέρνησης Νταλαντιέ η οποία και αποδόμησε πολλές απ’ τις εργατικές κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου Κομμουνιστών – Σοσιαλιστών του 1936 του Λεόν Μπλουμ με την καλλιέργεια του ρατσισμού απέναντι στους Εβραίους και στους πολιτικούς πρόσφυγες από την ναζιστική Γερμανία, μαγιά και προπομπός της δωσιλογικής κυβέρνησης του Βισύ, του στρατηγού και ήρωα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Πετέν. Ο Φεσέλ είναι, επίσης, μελετητής του Πολ Ρικέρ και του Κάντ και εν γένει της γερμανικής
Ο πυρήνας του εν λόγω δοκιμίου υπονομεύει το κλασικό στερεότυπο: οι αριστεροί και οι κομμουνιστές δεν έχουν καιρό για ηδονές – οφείλουν να αλλάξουν τον κόσμο και εφ’ όσον επιτευχθεί η αταξική κοινωνία τότε δύνανται να χαρούν για όλα αυτά. Όμως, απ’ τις πρώιμες σοσιαλιστικές οργανώσεις και τις αναρχικές ομάδες πρόβαλαν, αν και δειλά, το θέμα του έρωτα και της ηδονής. Ο Φεσσέλ σημειώνει πως η μπολσεβίκα Αλεξάνδρα Κολοντάι μαχότανε για την εξαφάνιση του αστικού γάμου, το δικαίωμα των γυναικών στο σώμα τους και την «διαδοχική μονογαμία», περιλαμβάνουσα είτε αποκλειστικές είτε εφήμερες σχέσεις, όλες ισότιμες και απαραβίαστες για μια εκ βάθρων ανατρεπτική αλλαγή στην Ρώσικη Επανάσταση.
Η Αριστερά δεν θα έπρεπε να επιδιώκει τον ασκητισμό για τον καλό σκοπό. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να αφήσουμε στην άκρη την ανατρεπτική διάσταση της ηδονής και την χαρά που προσδίδει στις ζωές μας. Διότι πρόκειται για πολιτικό πρόταγμα καθώς, κατά τον Φεσσέλ, η ηδονή, εφ όσον την μοιραζόμαστε είναι απελευθερωτική. Είναι χαρακτηριστική η εισαγωγή του βιβλίου με το απόσπασμα του Ζολά από τη «Ζερμινάλ» (Εκδ. Ζαχαράκης- μτφ. Ε.Αγγέλου, Γ.Αγγέλου)- , με τον διευθυντή της εταιρίας που βλέπει τους απεργούς ανθρακωρύχους να ερωτοτροπούν: «Και διαμαρτύρονται οι ανόητοι για τη ζωή τους, ενώ είχαν αυτή τη μοναδική ευτυχία να σμίγουν όσο θέλουν!…τους ζήλευε αυτούς τους άθλιους. Παρ’ ότι, λοιπόν, εξαθλιωμένοι τους ζηλεύει· ζηλεύει την σεξουαλική ελευθερία των εργατών, παρ’ ότι δεν έχουν καμιά ιδιοκτησία, έχουν ο ένας τον άλλο».
Αλλά και η Σιμόν Βέιλ (1909 -1943), κυριολεκτικά, λαϊκή διανοούμενη, δούλευε σε εργοστάσιο και περιέγραφε τη ζωή της απεργίας: «Ανεξάρτητα από τα αιτήματα, η απεργία αυτή είναι από μόνη της χαρά. Ατόφια χαρά. Χαρά ανόθευτη. Χαρά που μπαίνεις στο εργοστάσιο με τη χαμογελαστή άδεια ενός εργάτη που φυλάει την πύλη. Χαρά που βρίσκεις τόσα χαμόγελα, τόσα λόγια αδελφικής υποδοχής… Χαρά που διασχίζεις ελεύθερα τα εργαστήρια όπου ήσουν σκυμμένος πάνω από τη μηχανή σου, χαρά που σχηματίζεις ομάδες, που κουβεντιάζεις. Χαρά που ακούς, αντί για τον ανελέητο θόρυβο των μηχανών –ακλόνητο σύμβολο της σκληρής αναγκαιότητας που σ’ έκανε να γονατίζεις-, μουσική, τραγούδια και γέλια…». Συμπληρώνει ο Φεσέλ για το εργατικό κίνημα του ’36: «Οι εργοδότες του 1936 το αντιλήφθηκαν και η ανάμνηση των εργοστασιακών καταλήψεων δεν θα πάψει να τους προκαλεί τρόμο. Όπως γνωρίζουμε ικέτεψαν την κυβέρνηση Μπλουμ να πείσει τους εκπροσώπους των εργατών να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενδίδοντας σε αιτήματα που ούτε να τα ακούσουν δεν ήθελαν, την παραμονή ακόμα της γενικής απεργίας. Τα πάντα τους φαίνονταν προτιμότερα από μια κατάληψη εργοστασίου και μια χρήση του σώματος αδιάφορη για τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα». Είναι, έπειτα, το βιβλίο του Yippie Άμπι Χόφμαν, «Επανάσταση για την κάβλα της» (Εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη- μτφ. Δημήτρης Φίννης), επανάσταση για τον χαβαλέ της ήταν, επίσης, όλο αυτό το κίνημα στο δεύτερο μισό του ’60 στις ΗΠΑ αλλά γενικά στον Δυτικό Κόσμο. Εκεί έδρασε μια πολύχρωμη Αριστερά από διαφορετικές πηγές σκέψης που έγινε για λίγο καιρό κοινωνικό κύμα για να αλλάξουμε ζωή απαιτώντας την χαρά εδώ και τώρα – όχι κάποτε και αλλού. Σημειώνει ο συγγραφέας: «Όμως οι ηδονές που μοιραζόμαστε έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν περιμένουν ούτε την επανάσταση ούτε τις μεταρρυθμίσεις για να υπάρξουν. Φανερώνουν έτσι το πολιτικό τους νόημα οι ανοργάνωτες γιορτές, αλλά και οι έρωτες που αδιαφορούν για τους ταξικούς ή κοινωνικούς φραγμούς, τα αυτοσχέδια μπάρμπεκιου ή τα ποιήματα που έγραφαν οι εργάτες ή τα κόλπα που χαλάνε τους μανατζερίστικους παραλογισμούς. Μεγάλες ή μικρές, οι χαρές αυτές καταδεικνύουν ότι δεν είναι όλα κατανάλωση στην κοινωνία της κατανάλωσης». Αναφορά γίνεται, επίσης, στην συζήτηση που έγινε ανάμεσα στον Μισέλ Φουκώ και τον Ζιλ Ντελέζ, για την «επιθυμία» και την «ηδονή»- στην πρώτη σκέφτεται κάτι που δεν έχει αλλά πρέπει να το έχει καθώς το σύστημα το προωθεί σαν αναγκαίο. Στην αντίθετη πλευρά η ηδονή είναι αυτό που βιώνουν τα σώματα των ανθρώπων εδώ και τώρα-,αντιστέκονται, δεν εκδηλώνουν «ψεύτικες» ανάγκες που τις ικανοποιεί η όποια εξουσία. Η επιθυμία παραπέμπει στο μέλλον –μια έλλειψη –αντίθετα η ηδονή εξαργυρώνεται άμεσα- μια πληρότητα. Αλλά η τελευταία οφείλει να λειτουργεί μακριά από την, «τη χρήση των σωμάτων ως οικονομικό πρόβλημα». Δυστυχώς η σεξουαλική απελευθέρωση των 60’s άλλαξε για λίγο τις νόρμες της ηδονής αλλά σχετικά σύντομα μεταλλάχθηκε στη νεώτερη κοινωνία με την σεξουαλική πράξη να λειτουργεί, σχεδόν πάντοτε, ως καταναλωτικό προϊόν.
Άπαξ και γευτεί κανείς την χαρά, έστω και για λίγο που γκρεμίζει την ηθική του ασκητισμού και που θέλουν να ταμπελάρουν οι συστημικοί αλλά και οι δογματικοί της Αριστεράς- τα γέλια που δονούσαν τις διαδηλώσεις του Μάη –την κάβλα της εξέγερσης και της στενής επαφής των σωμάτων – αυτή η υπαρκτή ηδονή δηλώνει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Ας θυμηθούμε τις την συγκέντρωση του Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα, τις εκδηλώσεις στο απαλλοτριωμένο πλέον Ελληνικό αλλά και την χαρούμενη διαδήλωση μέσα στην πόλη και ίσως πάρουμε μια μικρή γεύση για το πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να χαίρονται και να γελούν στο μέλλον.
«Το να γελάς σημαίνει το να γελάς με τους νικητές, άρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να γελάς με το γεγονός πως νικήθηκες. Αυτή η συνθήκη μπορεί να αποβεί πολύ περισσότερο ανατρεπτική από τη μελαγχολία».