του Αντώνη Ν. Φράγκου
Αν και αργήσαμε λιγάκι δεν ξεχάσαμε ο καθήκον μας να γράφουμε σε τούτη τη στήλη για τις ένδοξες ήττες της Αριστερής όχθης. Και μια από αυτές είναι η υπόθεση της νεαρής γερμανίδας, της Μόνικα. Την οποία έφερε στο φως ο Βολιβιανός συγγραφέας Ροδρίγο Ασμπούν μέσα από το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα του, «Δεσμοί στοργής» (Εκδ. Πατάκης), σε μετάφραση Γεωργίας Ζακοπούλου που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν από σχετικά λίγα χρόνια.
Πίσω στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, στην αρχή ακριβώς της δεκαετίας του ’50, ο Χανς Ερτλ, -προσωπικός φωτογράφος του Ρόμελ και δεξί χέρι και εραστής της ναζίστριας σκηνοθέτιδας Λένι Ρίφενσταλ, στενής συνεργάτριας του Γκέμπελς- φεύγει κρυφά με την γυναίκα του Αουράλια και τις τρεις κόρες τους – Μόνικα, Τρίξι και Χάιντι -για την Βολιβία, χώρα όπου πολλά εγκληματικά στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος είχαν βρει καταφύγιο. Στόχος. τώρα του Ερτλ είναι να βρει στην σκοτεινή ζούγκλα του Αμαζονίου τη χαμένη πόλη- βασίλειο των Ίνκας -την φανταστική Παϊτιτί. Στην Βολιβία είναι που φτιάχνει μια φάρμα αρκετά χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Λα Πας για την εκτροφή βοοειδών. Εκεί ακριβώς δημιουργεί έναν τόπο συνάντησης εξόριστών ναζιστών με επίσημο τίτλο, «Ελεύθερη Δημοκρατία της Βαυαρίας». Πρώην κινηματογραφιστής και αγρότης πλέον ο Ερτλ ήταν συνειδητός ναζί, φίλος καλός με τον «χασάπη της Λυών», Κλάους Μπάρμπι και μάλλον πράκτορας της CIA μαζί με άλλα στελέχη του χιτλερικού καθεστώτος. Η μεγαλύτερη απ’ τις κόρες και η πιο γενναία ακολουθεί τον πατέρα της στις αναζητήσεις στην συναρπαστική και επικίνδυνη βολιβιανή ζούγκλα αλλά γρήγορα θα ενστερνιστεί το επαναστατικό πνεύμα του ’60 και του ’70 -την Αντίσταση των αντάρτικών της Λατινικής Αμερικής απέναντι στην αιματηρή βία των στρατιωτικών καθεστώτων. Και ενώ η Χάιντι θα προχωρήσει στην δημιουργία οικογένειας και η Τρίξι θα αναλάβει το ρόλο της μητέρα της σαν απλή παρατηρήτρια των γεγονότων που συμβαίνουν γύρω της, η Μόνικα στρατεύεται, το 1969, στα βουνά της Βολιβίας στις γραμμές Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού ( Ejército De Liberación Nacional ), αντάρτικη οργάνωση με επί κεφαλής τον Τσε Γκεβάρα από το 1966. Θα πάρει το ψευδώνυμο ‘Ιμιλλα ήγουν ινδιάνα κοπέλα. Τελικά έγινε γνωστή ως «εκείνη που δεν γνωρίζει τρόμο». Μέσα στις μάχες η μικρή ερωτεύεται τον σύντροφο και προσωπικό φίλο του Αργεντινού επαναστάτη, Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστό με το ψευδώνυμο Ιντι ο οποίος συμμετείχε στην ομάδα που προετοίμασε τον ερχομό του Τσε στην χώρα και μετά τον θάνατό του ανέλαβε επικεφαλής του ELN. Ο Ιντι ήταν στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας το οποίο διαφωνούσε για την ωφελιμότητα του αντάρτικου αγώνα, κυρίως δε ο φιλοσοβιετικός του γραμματέας Μάριο Μόνχε. Μάλιστα ο Φιντέλ κατηγόρησε τον Μόνχε πως σαμποτάρισε ενεργά την γκερίλια του Τσε στη Βολιβία. Το Γενικό Επιτελείο του τελευταίου περιελάμβανε 15 άνδρες περισσότεροι εκ των οποίων ήταν βετεράνοι και είχαν πολεμήσει με τον Γκεβάρα στην Σάντα Κλάρα της Κούβας το 1958.
Πως, όμως, μια νέα γυναίκα που ακολουθούσε πιστά τον Ναζί πατέρα της στις διάφορες αποστολές του στο βασίλειο των Ίνκας βαθιά στην βολιβιανή ζούγκλα ή τον μηχανικό σύζυγό της, μέλος της ντόπιας ελίτ που περιφρονεί και εκμεταλλεύεται τους ιθαγενείς, που κύρια ασχολία της ήταν το γκολφ και το τένις, πως άλλαξε και πως έκανε στροφή 180ο ; Ήταν η εμπειρία της από την διαμονή της στην Νότια Χιλή όταν ο σύζυγός της δούλευε στα ορυχεία χαλκού και η επαφή με τους μεταλλωρύχους και τις οικογένειές τους, την φτώχια τους αλλά και τους αγώνες του αγωνιστικού συνδικάτου τους. Όμως η εκτέλεση του Τσε ήταν σταγόνα που ξεχείλισε την οργή της για τη αιματοβαμμένη στρατιωτική δικτατορία του Ούγκο Μπάντσερ –απόφοιτο της Escuela de las Americas (για πραξικοπήματα και βασανισμούς) της CIA. Άμεσο, αποτέλεσμα , η στράτευσή της.
Η φωτογραφία του συνταγματάρχη, πράκτορα της CIA, Ρομπέρτο Κιντανίγια Περέιρο, δολοφόνου του εξεγερμένου γιατρού από την Αργεντινή θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην μνήμη της ιδιαίτερα μετά και την δολοφονία και του φίλου της Ίντι. Στην παρανομία η Μόνικα σχεδίαζε την μεγάλη της εκδίκηση: πως θα συναντούσε τον Κιντανίγια Περέιρο για να του «χαρίσει» ένα χαρτί που έγραφε «Victoria o Muerte», «Νίκη ή Θάνατος»- το γνωστό σύνθημα των γκεβαρικών ανταρτών.
Το πλήρωμα του χρόνου ήλθε όταν ανακάλυψε πως ο χουντικός είχε διορισθεί Γενικός Πρόξενος της Βολιβίας στο Αμβούργο. Μεθοδικά έστησε στην παγίδα της: ήταν μια νεαρή και ομολογουμένως όμορφη ξανθιά Γερμανίδα που επιθυμούσε να δει τον υπεύθυνο για μια έκδοση βίζας. Πρωταπριλιά του 1971 μπήκε αγνώριστη στο γραφείο του Κιντανίγια Περέιρο, έβγαλε από την τσάντα της το κολτ και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ και εξ’ επαφής τρεις φορές σχηματίζοντας το γράμμα V, σήμα νίκης των ανταρτών. Πέταξε την ξανθιά περούκα και το πιστόλι πάνω στο γραφείο και έγινε καπνός.
Κατά πάσα πιθανότητα η Μόνικα κρύφτηκε αρχικά σε κάποιο κοινόβιο ένα όροφο πάνω από το προξενείο! Η αστυνομία δεν έψαξε καθόλου εκεί πιστεύοντας πως δεν ήταν δυνατόν να έχει τέτοια άγνοια κινδύνου.
«Δημόσιος κίνδυνος Νο 1» η Μόνικα κατορθώνει, παρ’ όλα τα μπλόκα στα αεροδρόμια, να επιστρέψει με ασφάλεια στην Βολιβία. Την έχουν επικηρύξει για 20 χιλιάδες δολάρια, περισσότερα και από αυτά του Τσε! Σειρά τώρα του γκεσταπίτη Κλάους Μπάρμπι να αναλάβει δουλειά.
Δύο χρόνια μετά- 12 Μάη του 1973– η γυναίκα πέφτει σε ενέδρα έξω στον δρόμο, στην πρωτεύουσα Λα Πας- και σε ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώνεται. Η σωρός της θάβεται – όπως και του Γκεβάρα- σε άγνωστο μέρος…
«Έχεις κοιμηθεί μόνο δυο ώρες, αλλά δεν είσαι κουρασμένη… Νίκη ή θάνατος! Γράφεις σ’ ένα κομματάκι χαρτί που σκίζεις από κάποιο περιοδικό. Το κρύβεις μέσα στην περούκα κι ύστερα την προσαρμόζεις ξανά με προσοχή και σκέφτεσαι τον Ίντι (ο αντάρτης σύντροφος του Τσε, και σύντροφός της). {…} Μέσα σου είσαι ψυχρή σαν πάγος, ευάλωτη σε κάνει μόνο ο χρόνος αναμονής. Μπαίνεις στο προξενείο στις δέκα παρά πέντε, στην ατμόσφαιρα αιωρείται μια μυρωδιά καπνού και το γλυκερό άρωμα της γραμματέως. Εκείνη σε θυμάται, λέει: …ο πρόξενος δε θα αργήσει… Σε βοηθάει να σκέφτεσαι τα ακρωτηριασμένα χέρι του Τσε, το κατακρεουργημένο κορμί του Ίντι, το γουρούνι τον Τότο Κιντανίγια, τον κατεξοχήν υπεύθυνο και για τα δυο εγκλήματα επί υπουργίας του. Ανασαίνεις βαθιά μια, δυο, τρεις φορές. Εκπνέεις, ανασαίνεις ξανά. Ύστερα ανασηκώνεις το βλέμμα και τον βλέπεις: το μουστακάκι του, τις φαβορίτες του, το χαμόγελό του. Έρχεται προς το μέρος σου με το χέρι απλωμένο στον αέρα, σε χαιρετάει. Σηκώνεσαι όρθια, βγάζεις το Colt Cobra και πυροβολείς τρεις φορές, σημαδεύοντας το κεφάλι του». [Ροδρίγο Ασμπούν – «Δεσμοί στοργής»]
Από την γυναίκα που εκδικήθηκε για τον άδικο χαμό του Τσε δεν υπάρχει καμιά ανάμνηση ούτε έστω ένας δρόμος, μια πλατεία αφιερωμένη στο όνομά της οπουδήποτε στην Βολιβία ή στον κόσμο, πέρα από έναν συμβολικό τάφο στο νεκροταφείο της Λα Πας…
Ροδρίγο Ασμπούν , ΔΕσμοί στοργής, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου,(Εκδ. Πατάκης)