“Η άλλη Εδέμ” – μια συγκλονιστική ιστορία (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
211

 

γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα

Ο ιδανικός κόσμος χωρίς τα «προβληματικά τέκνα» της Φύσης μέσω της προγραμματισμένης αναπαραγωγής λανσαρίστηκε το 1912, στο πρώτο συνέδριο ευγονικής, στο Λονδίνο. Αν και ο Κάρολος Δαρβίνος δεν αποσκοπούσε στην εφαρμογή της επαναστατικής θεωρίας του, περί φυσικής επιλογής και επιβίωσης του πιο ικανού και ισχυρού, στα ανθρώπινα όντα, η γενιά που τον ακολούθησε δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Ούτε και ο γιός του, ταγματάρχης Λέοναρντ Ντάργουιν, ένας εκ των εισηγητών, που κατέθεσε αδιανόητες ιδέες για τη βελτίωση της φυλής, εξαλείφοντας τα κατώτερα όντα. Όταν εμφανίζεται ο όρος «ευγονική» σκεφτόμαστε τη ναζιστική Γερμανία, όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη δική τους κληρονομιά.

Το νέο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Πούλιντζερ Πολ Χάρντινγκ, «Η άλλη Εδέμ» (εκδ. Διόπτρα), είναι εμπνευσμένο από τις πραγματικές συνέπειες της ευγονικής στο νησάκι Μάλαγκα, στις ακτές του Μέιν, τόπος μιας αλιευτικής κοινότητας 47 Αφροαμερικών και Ιρλανδών εποίκων, την ίδια χρονιά που πραγματοποιήθηκε το εν λόγω συνέδριο. Μόλις το 2010, η Πολιτεία του Μέιν εξέδωσε ψήφισμα «βαθιάς λύπης» για τις ενέργειές της έναν αιώνα πριν. Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει την ιστορική ακρίβεια εκείνων των ζοφερών γεγονότων αλλά κάτι πιο ποιητικό. Με το ύφος, τις αφηγηματικές τεχνικές και τις προτάσεις σε έκταση συχνά παραγράφου να καταρρίπτουν τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, πηγαίνει παραπέρα δίνοντας μια σύγχρονη πνοή στους βιβλικούς του παραλληλισμούς. Αντιμετωπίζει το νησί σαν μια Εδέμ, όπου «λευκοί νέγροι και έγχρωμοι λευκοί» ζουν αρμονικά και κανείς δεν σκέφτεται ότι οι απέναντι άνθρωποι βλέπουν το αίμα τους ως «μολυσμένο».

Ο Χάρντινγκ ξεκινά αρκετά παραδοσιακά σχετικά με τη ζωή στο νησί που εδώ ονομάζεται Απλ Άιλαντ. Πρόκειται για ένα μικρό κομμάτι γης, τόσο κοντά στην ηπειρωτική χώρα που κατά την άμπωτη οι λιγοστοί νησιώτες περνούν απέναντι, αλλά γνωρίζουν ελάχιστα για τους γείτονές τους και τίποτα για τον κόσμο των αρχών του 20ού αιώνα. Είναι απελπιστικά φτωχοί και απομονωμένοι. Δεν έχουν πληρώσει ποτέ φόρους, δεν έχουν πιστοποιητικά γέννησης, ενώ κανείς δεν γνωρίζει πότε γεννήθηκε ούτε πως να χρησιμοποιήσει ημερολόγιο. Αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις εικόνες ενός τηλεφώνου, μιας ατμομηχανής ή του τότε προέδρου Ταφτ. Κυρίως, έχουν ελάχιστη έως ανύπαρκτη επίγνωση της ρατσιστικής φυλετικής πολιτικής που δεν θα αργήσει να στραφεί εναντίον τους όταν οι εκπρόσωποι του Μέιν στέλνονται για επιθεώρηση. Στα μάτια των τελευταίων, το νησί είναι μια «παραγκούπολη όπου συγκατοικούν μαύροι, λευκοί ή μιγάδες», ένα γκέτο φτώχειας, αιμομιξίας, νοητικής υστέρησης και φυλετικής ακαθαρσίας. Για να μην αναφέρουμε τον φόνο που έχει διαπράξει στο παρελθόν μια γυναίκα κατά του βιαστή πατέρα της, της οποίας ο γιός είναι και αδερφός. Οι επιθεωρητές, γραφειοκράτες και γιατροί, φτάνουν στο νησί το 1911 με μεταλλικά παχύμετρα, μεζούρες και άλλα αλλόκοτα εργαλεία για να εξετάσουν τους αποίκους. Το επόμενο βήμα, ένα χρόνο μετά, είναι η βίαιη και αιματηρή εκδίωξή τους, με προορισμό φτωχοκομεία και ιδρύματα. Τα χαμόσπιτα καίγονται, καθώς προσβάλουν το όμορφο τοπίο, κατάλληλο πλέον για τουριστικό προορισμό.

Στη μυθιστορηματική εκδοχή των γεγονότων, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού είναι ο γεννημένος σκλάβος Μπέντζαμιν Χάνι και η σύζυγός του Πέισιενς, από την Ιρλανδία, που φτάνουν εκεί στα 1793. Φυτεύουν μηλιές (εξ ου και το όνομα του νησιού), αποκτούν παιδιά και βάζουν τα θεμέλια μιας Εδέμ. Ο συγγραφέας στήνει ένα αξέχαστο καστ χαρακτήρων δίνοντάς τους βιβλική βαρύτητα και εδεμική αθωότητα. Μητριαρχική φιγούρα, η σοφή ηλικιωμένη Έσθερ Χάνι, δισέγγονη των πρώτων εποίκων, καθισμένη στη φθαρμένη κουνιστή καρέκλα της, καπνίζοντας τη πίπα της με λεβιθόχορτο και καταπνίγοντας το ένοχο μυστικό της, διηγείται την ιστορία της τρομερής πλημμύρας που κατέκλυσε κάποτε το νησί. Μια συμφορά που κατέστρεψε την Εδέμ και γνωρίζουν οι μεταγενέστερες γενιές «τόσο καλά όσο εκείνη από τη Βίβλο». Όμως, όπως «ο Νώε είχε την Κιβωτό του», έτσι και αυτοί έχουν «τη δική τους νησιωτική κιβωτό».

Αφού εξερευνά τη ζωή στο Απλ Άιλαντ, περιγράφοντας πρόσωπα και καταστάσεις με μακριές, ποιητικές προτάσεις, ο Χάρτινγκ «σώζει» από την επικείμενη τραγωδία έναν χαρακτήρα δίνοντάς του την ευκαιρία για καλύτερη ζωή. Είναι ο έφηβος Ίθαν Χάνι, εγγονός της Έσθερ, ο μόνος από το νησί που πηγαίνει σε μια άλλη Εδέμ, στο Ίνον της Μασαχουσέτης. Για αυτό μεσολαβεί ένας τακτικός επισκέπτης του νησιού, ο λευκός συνταξιούχος δάσκαλος και ιεραπόστολος Μάθιου Ντάιαμοντ, ο οποίος εντυπωσιάζεται από το ταλέντο του αγοριού στη ζωγραφική. Καθοριστικό κριτήριο όμως είναι το χρώμα του που δείχνει λευκό. Έτσι πείθει τον πλούσιο φίλο του στο ‘Ινον, Τόμας Χέιλ, να τον δεχτεί στο κτήμα του για να σπουδάσει και να αναπτύξει την τέχνη του.

Αντιφατικός χαρακτήρας, μια ενσάρκωση της λευκής υπεροχής και της λευκής ενοχής μαζί, ο δάσκαλος που έρχεται στο νησί κάθε καλοκαίρι για να εκπαιδεύσει τα παιδιά και να φέρει προμήθειες αρνείται τυπικά τον ρατσισμό, αλλά παραδέχεται ότι αισθάνεται «μια ενστικτώδη, αθέλητη αποστροφή όποτε βρίσκεται ενώπιον ενός ζωντανού νέγρου». Στο βιβλίο υπάρχουν αρκετές παράγραφοι με πλάγια γράμματα που αφορούν είτε ιστορικά στοιχεία είτε υπογραμμίζουν τις προκαταλήψεις του δασκάλου, αν και ο ίδιος ομολογεί ότι νιώθει αυτή την αποστροφή μόνο για τους ενήλικες και όχι για τα παιδιά, κυρίως εκείνα που επιδεικνύουν μια δυτική νοημοσύνη και ικανότητα. «Θα μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις σας στα λατινικά», λέει στους αυθάδεις επιθεωρητές για ένα κοριτσάκι. Όταν ο Ντάιαμοντ συνοδεύει την κυβερνητική επιτροπή για να μελετήσει τους κατοίκους, βοηθά παθητικά στην καταστροφή τους. Πίσω από τις καλές προθέσεις του, η προφητική ‘Εσθερ βλέπει μόνο απειλή. Δεν τον εμπιστεύεται επειδή είναι «ολότελα λευκός και το κτήνος ο πατέρας της ήταν επίσης ολότελα λευκός». Φοβάται ότι η αναχώρηση του εγγονού της, αν και γιορτάζεται με πλούσιο φαγητό, θα καταλήξει σε καταστροφή.

Σιωπηλός και μπερδεμένος από τα αξιοθέατα που βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ίθαν φτάνει στο Ίνον και εγκαθίσταται στον αχυρώνα του μεγαλοπρεπούς σπιτιού του φίλου του Ντάιαμοντ και αρχίζει αμέσως να ζωγραφίζει. Η προσαρμογή γίνεται ευκολότερη χάρη στη νεαρή υπηρέτρια Μπρίτζετ, στην οποία αναγνωρίζει κάτι συγγενικό αφού το κορίτσι προέρχεται από ένα νησί της Ιρλανδίας – συμπτωματικά οι άποικοι του οποίου βίωσαν τη δική τους εκδίωξη το 1953, τέσσερις δεκαετίες μετά το Απλ Άιλαντ, όπως μας πληροφορούν οι ιστορικές αναφορές του βιβλίου. Όταν ο κύριος Χέιλ, ο οποίος περνά τον χρόνο του διαβάζοντας Οβίδιο, διαπιστώνει τη στενή σχέση της υπηρέτριάς του με το αγόρι, ενεργεί όπως κάθε λευκός της εποχής του, διώχνοντας τον Ίθαν. Έτσι η αφήγηση επιστρέφει στο Απλ Άιλαντ όπου εξελίσσεται η μαζική απέλαση των κατοίκων και ο Χάρντινγκ περιγράφει άγριες σκηνές ανεβάζοντας τον ρυθμό. Οι διαμαρτυρίες δεν συγκινούν τους αποφασισμένους ρατσιστές από την ηπειρωτική χώρα. «Είσθε ένα τσούρμο φονιάδες, να τι είσθε», ουρλιάζει ο υπερήλικας με το όνομα Ζάκαρι Μάρτυς Μου Ο Θεός, βετεράνος του Εμφυλίου, που ζει ως ερημίτης στην κουφάλα ενός δέντρου και χαράζει επί δεκαετίες βιβλικές σκηνές.

«Η άλλη Εδέμ» ξεκινά με έναν τυφώνα που θυμίζει την ιστορία της Κιβωτού του Νώε και τελειώνει με μια ακόμη κιβωτό. Είναι η ξύλινη σχεδία με την οποία φεύγει από το νησί με τους δικούς της όρους η οικογένεια Χάνι – «Διωγμένοι από το σπιτικό μας, την κιβωτό μας, το μικρό μας καλάθι μες στα βούρλα». Πάνω της φιλοξενείται και η έγκυος Μπρίτζετ που έχει πάει εκεί αναζητώντας μάταια τον Ίθαν. Η μοίρα του τελευταίου παραμένει αβέβαιη, αλλά έναν αιώνα αργότερα, στην εκατοστή επέτειο του ξεριζωμού, εμφανίζονται ως ένα είδος λύτρωσης οι σωζόμενοι, χάρη στην εγγονή του Τόμας Χέιλ, πίνακές του σε μια έκθεση μαζί με θραύσματα, σαν αρχαιολογικά ευρήματα, της ζωής στο Απλ Άιλαντ.

Ο Χάρντινγκ εγκιβωτίζει στην αφήγηση διαφωτιστικά επιμελητικά  κείμενα, σαν να είναι παρμένα από τον κατάλογο της έκθεσης, για τις ζωγραφικές απεικονίσεις των νησιωτών και της καθημερινής ζωής τους. Όπως, μια νεκρή φύση, μια προσωπογραφία μάλλον της Ιρλανδής υπηρέτριας, ένα σχέδιο πορτρέτου του κατοίκου Θεόφιλου Λαρκ με πυκνά μαλλιά σε έντονη αντίθεση με τη συνοδευτική φωτογραφία του λίγο μετά την εισαγωγή του σε ίδρυμα για Νοητικά Καθυστερημένους όπου και πέθανε μέσα σε ένα εξάμηνο. Όμως τις αλαζονικές βιαιότητες του ρατσισμού ο Ίθαν δεν τις είδε και δεν τις αποθανάτισε.

Για αυτές φρόντισε ο ίδιος ο Πολ Χάρντινγκ, ο οποίος έγραψε ένα μυθιστόρημα για τις ύπουλες συνέπειες του ρατσισμού και της θεωρίας του, για την απώλεια της αθωότητας, τους οικογενειακούς δεσμούς, την αγάπη για τον πατρογονικό τόπο, τη φύση και την τέχνη. Με πρόζα τόσο όμορφα ζωγραφισμένη όσο οι πίνακες του Ίθαν και γλώσσα γοητευτική, όπως αποδίδεται στα ελληνικά από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, «Η άλλη Εδέμ» εκκινεί από μια στοιχειωμένη ρατσιστική ιστορία για να καταλήξει, επιβαρυμένη με συμβολισμούς, σε οικουμενικές και διαχρονικές αξίες.

Paul Harding, Η άλλη Εδέμ, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος,Διόπτρα

Προηγούμενο άρθροΜια θεατρική έκπληξη σ’ έναν φούρνο στο Κουκάκι! (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΗ επικαιρότητα της ηδονής (του Αντώνη Ν. Φράγκου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ