Ιγνάτης Χουβαρδάς
Με θυμήθηκε η Κάτια. Με ρώτησε από το τηλέφωνο τι κάνω. Καλά, απαντώ. Λέμε κι άλλα τυπικά κι η σύντομη επικοινωνία λήγει. Δεν είπε τίποτα στην ουσία αλλά κατάλαβα: μπορεί να έρθει κάποιο βράδυ. Δεν περίμενα ότι αυτό θα συμβεί το σημερινό βράδυ. Έπεσα έξω. Λίγα λεπτά μετά, κανένα τέταρτο περίπου, με ειδοποιεί. Πριν προλάβω να τακτοποιήσω, έχει ήδη φτάσει. Έχει μια ένταση. Πετά σε μια καρέκλα το μπλάβο κοτλέ μπουφάν. Μου αποκαλύπτει από την πρώτη στιγμή τον λόγο που ήρθε. Ήταν με τον φίλο της, πήγε σπίτι του, περίμενε να της προτείνει το βράδυ να μείνει εκεί, να κοιμηθούν μαζί, εκείνος δεν το πρότεινε. Μπορεί, σκέφτομαι, να το πρότεινε κάπως χαλαρά, κι αυτό δεν της αρκούσε. Οι λεπτομέρειες οι επόμενες έχουν τη σημασία τους. Είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του. Οπότε, σκέφτομαι, η ερωτική νύχτα ήταν νωπή, το σώμα κυριευμένο από τις αισθήσεις που μόλις κόπασαν, σώμα μουδιασμένο από τη γλυκιά κόπωση, ύστερα από την πάλη της νύχτας που προηγήθηκε. Όμως, όπως φαίνεται, αυτό αφορά τον φίλο της, ενώ το σώμα το δικό της έχει ήδη προλάβει να αναγεννηθεί και να αναζητά νέες ηδονές. Ο εκνευρισμός της έκδηλος από τα διάσπαρτα λόγια που ψελλίζει. Την ενοχλεί που στην κουζίνα του σπιτιού του, εκείνος έτρωγε πορτοκάλια. Προφανώς δυσαρεστήθηκε: ενώ εκείνη ήταν μπροστά του, αυτός ασχολούνταν με τα πορτοκάλια. Ύστερα λέει κάτι άλλο, μάλλον αφορά τη νύχτα που προηγήθηκε, ή κάποια άλλη νύχτα: «Θα περίμενα, όταν ξυπνά το πρωί, όχι απλά να με αγκαλιάζει αλλά να ζητά να συνεχίσουμε».
Λέει κι άλλα σχόλια, για τον φίλο της, ψάχνοντας τα αρνητικά. Πού να φανταστεί εκείνος, ότι η χαλαρότητα που επέδειξε σήμερα, θα είχε τέτοιες οδυνηρές συνέπειες για τον ίδιο. Θα ήταν σίγουρος πως η κοπέλα επέστρεψε στο σπίτι της. Μόλις η Κάτια κάθεται στην καρέκλα του γραφείου, επιδεικνύει τις μαύρες μπότες που φορά. «Αν και η νύχτα είναι μαλακιά, φόρεσα για πρώτη φορά τις μπότες που αγόρασα με τις εκπτώσεις, κι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τις δει». Τις βγάζει κι επιδεικνύει τις λευκές βαμβακερές κάλτσες, με σχέδια από πολύχρωμα άνθη. Βγάζει και τις κάλτσες. Μου εξηγεί πως η μοβ όζα στα νύχια των ποδιών της, δεν φθείρεται εύκολα, έκανε ειδικό πεντικιούρ. Με πληροφορεί έπειτα πως πήγε πρώτα στο σπίτι και φόρεσε τις συγκεκριμένες μπότες κι αυτό το μαύρο φόρεμα, ειδικά για μένα. Φτιάχνω μέσα μου την εικόνα: «Γυρνά εκνευρισμένη στο σπίτι της, αφότου αποχαιρέτησε τον φίλο της. Η νύχτα μέσα της κινδυνεύει να καταρρεύσει, και δεν έχει καμιά διάθεση να κλειστεί από τώρα στο δικό της διαμέρισμα.
Αλλάζει ρούχα. Βάζει το μαύρο φόρεμα που φτάνει μέχρι πιο πάνω από τα γόνατα κι αφήνει ένα μεγάλο μέρος της πλάτης γυμνό…» Της είχα πει κάποτε, πριν έναν χρόνο περίπου, πόσο μου είχε αρέσει τούτο το φόρεμα, όταν την είχα δει τυχαία, στον απέναντι πεζόδρομο. Το είχε συγκρατήσει αυτό. Σκόπιμα έβαλε το φόρεμα, τις μπότες. Δεν το κρύβει. Το λέει κι η ίδια. Συνδέω όσα σκέφτομαι με αυτό που βλέπω τώρα. Σκόπιμα, σίγουρα, έβαλε κι αυτό το μικροσκοπικό σλιπάκι, που ήδη το αγγίζω, έχοντας σηκώσει το φόρεμα. Είναι προφανές πως δεν της αρκούσε ένα σαββατόβραδο με χλιαρή επιθυμία. Γύρευε την έξαψη, τον πόθο, την ορμή. Ήμουν ο κατάλληλος εκείνη τη στιγμή, ένας άντρας που την έχει στερηθεί και την ποθεί. Αναγνωρίζει το τρεμάμενο χέρι μου πάνω της, το αγκομαχητό της ομιλίας μου, όχι φράσεις αλλά ασθμαίνουσες λέξεις. Είναι πρόθυμη να αφεθεί στο βλέμμα και στα χάδια μου. Τα αναζητά. Θέλει μια νύχτα ανάλογη με τη χθεσινή, με θέρμη, με πάθος, με λαχτάρα – κι ας είναι με άλλον άντρα. Αφήνεται στις ορέξεις μου. Είναι ξέχειλη η δική της θέρμη, δείχνει να έχει φτάσει στην κορύφωση πριν καταλήξουμε στο κρεβάτι. Το αντιλαμβάνομαι, τώρα που η επίσκεψη έχει τελειώσει. Γιατί όσο ήμασταν στο κρεβάτι, είχε ξεθυμάνει η αρχική της τρέλα. Κατάλαβα τότε ότι έπρεπε να σταματήσω.
Επιστρέψαμε στο γραφείο. Φάνταζε διαφορετική. Λίγο μαραμένη. Έχουν περάσει μέρες κι επανεξετάζω τη σκηνή. Την ψυχολογώ τώρα. Την είχαν κατακλύσει οι ενοχές που απάτησε τον φίλο της. Γιατί ο φίλος της δεν έκανε κάποιο λάθος. Εκείνη αδυνατούσε να αποδεχθεί τη συμβατικότητα μιας σχέσης. Ο φίλος της ήταν ακριβώς όπως τον ήθελε. Ζεστός, πρόσχαρος, με κατανόηση. Σε όλα σωστός. Μικρά ελαττώματα, όπως ότι δεν του αρέσουν πολύ τα ταξίδια, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις δικές της παρασπονδίες. Ζόρικο να αποδεχθεί την αλήθεια αυτής της νύχτας. Η ίδια είναι δύστροπος άνθρωπος. Ασφυκτιά γρήγορα. Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε έναν ενδεχόμενο γάμο. Δεν βολεύεται για πολύ χρόνο με έναν άντρα. Έφυγε από το σπίτι μαραμένη, άκεφη, παρόλο που, νομίζω, είχε περάσει καλά. Θα ξαναέρθει ίσως, έστω μετά από καιρό. Για μια κρυφή αλήθεια, άρρητη.