γράφει η Μαίρη Μικέ (*)
Μιλώντας για τη νέα, πρόσφατη, επίσκεψη της Έλενας Χουζούρη στο έργο της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου με τίτλο, Ψυχή ντυμένη αέρα. Ανθούλα Σταθοπούλου- Βαφοπούλου. Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2025) και για να ξεκαθαρίσω εξαρχής την αφετηρία της προσέγγισής μου δανείζομαι τα λόγια του Άγγελου Τερζάκη, ο οποίος αναφερόμενος στα ίδια χρόνια, σ’ ένα αρκετά μεταγενέστερο κείμενό του, γράφει:
«Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε, που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Άλλοι παίρνουν θέση στην ιστορία, άλλοι κάνουν την ιστορία. Αυτούς τιμώ».[1]
Η πρώτη παρουσίαση της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου από την Χουζούρη γίνεται το 2019 στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Εκεί, η συγγραφέας ανθολογούσε τριάντα εννιά (39) ποιήματα συνοδευμένα από μία κατατοπιστική εισαγωγή. Εδώ το ριπίδι μεγαλώνει και για τον λόγο αυτό η πρωτοβουλία για μια «εκ νέου» παρουσίαση του έργου, με τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από τον πρόωρο θάνατο της ποιήτριας, θυμίζοντάς μας «εκ νέου» την εποχή εκείνη που θα μείνει εσαεί σημαδεμένη από τον χαμό, τον άδικο χαμό τόσων ποιητών, είναι σημαντική.
Καθώς λοιπόν τώρα τα δώρα από το έργο της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου πολλαπλασιάζονται και ξεδιπλώνεται ενώπιόν μας μια ανθολόγηση από ποιήματα, διηγήματα και δράματα, έχουμε τη δυνατότητα πλέον να γνωρίσουμε μετά από χρόνια για πρώτη φορά πεζά και θεατρικά έργα της Ανθούλας. Θυμίζω ότι η συγκεντρωτική έκδοση, Έργα. Ποιήματα-Διηγήματα-Δράματα, με πρόλογο του Γρηγόριου Ξενόπουλου, είχε κυκλοφορήσει στη Θεσσαλονίκη, μετά τον θάνατό της, το 1936. Από εδώ ανθολογεί και η Χουζούρη και δομεί το πόνημά της ως εξής: «Ο βίος», με υποκεφάλαιο «Η Ανθούλα, τα Γράμματα και οι Τέχνες στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου», «Το Έργο» και ακολουθεί η «Ανθολόγηση». Ο αριθμός των ποιημάτων στην έκδοση αυτή υπερδιπλασιάζεται σε σχέση με την αντίστοιχη του 2019 κι έτσι γνωρίζουμε ογδόντα πέντε ποιήματα (85), τέσσερα από τα συνολικά πέντε πεζογραφήματα και ένα μονόπρακτο, Την τελευταία στιγμή, από τα δύο συνολικά θεατρικά έργα. Ακολουθεί μια «Ενδεικτική βιβλιογραφία» κι ένα παράρτημα φωτογραφιών με πρόσωπα – τοπόσημα – χειρόγραφα – τεκμήρια κι επιστολές.
Η ποιήτρια, αυτό το «εξαίσιο μείγμα αγγελικότητας και δαιμονισμού, μια φύση πλασμένη από παράδεισο και κόλαση», όπως την περιγράφει ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, στην ολιγόχρονη ζωή της (1909-1935) δοκιμάστηκε λοιπόν στην ποίηση, στο διήγημα και στο θέατρο και πέθανε από φυματίωση. Εν ζωή πρόλαβε να δει μόνο μία εκδομένη ποιητική συλλογή, με τον τίτλο Νύχτες αγρύπνιας, τυπ. «Ελληνικής Ιατρικής», Θεσσαλονίκη 1932.
Όπως προκύπτει και όπως εγκαίρως επισημαίνει η Χουζούρη, η κύρια και πλούσια πηγή γνωριμίας με την ολιγόχρονη ζωή της ποιήτριας οφείλεται στον Γ.Θ. Βαφόπουλο (1903-1996), ο οποίος καταγράφει στις Σελίδες αυτοβιογραφίας τον έρωτα αλλά και τον γάμο του με την Ανθούλα Σταθοπούλου.[2]
Η Χουζούρη όμως δεν αντλεί μόνο από τις Σελίδες αυτοβιογραφίας αλλά παρακολουθεί δημοσιεύσεις σε περιοδικά (Νέα Εστία, Μακεδονικές Ημέρες, Εφημερίδα των Βαλκανίων ας σημειώσουμε ενδεικτικά) και ακόμη, προκειμένου να συγκροτηθεί η μεγάλη εικόνα, η συγγραφέας δεν περιορίζεται στα λογοτεχνικά πράγματα αλλά παρακολουθεί γενικότερα την πολιτισμική κίνηση της εποχής με ενδεικτικές αναφορές σε μουσικά, εικαστικά, θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα σχεδιάζοντας έτσι και δίπλα στη συνομιλία της με τη βιβλιογραφία κινήσεις του πρωταγωνιστικού προσώπου: δημόσιες εμφανίσεις της ποιήτριας ακόμη και λίγο πριν από το τέλος, εξάρσεις του θυμικού και συναισθηματικές αντιδράσεις, η φλεγόμενη περίοδος της φθίσης και οι ανάγκες που δημιουργεί συγκεντρώνουν ευλόγως το ενδιαφέρον της συγγραφέα. Άλλωστε εργασίες για λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στις μεσοπολεμικές δεκαετίες, για παράδειγμα, των Ντ. Χριστιανόπουλου, Β. Καλαντζοπούλου, Λ. Αραμπατζίδου, Π. Σιόλα, Α. Λυπουρλή, Μ. Μακαρίου, Ρ. Αλαβέρα, σχετικές ψηφιοποιήσεις από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας αλλά και αφιερώματα περιοδικών (Ο πολίτης, αντί, Νέα Εστία)[3] ήδη έχουν προλειάνει το έδαφος για να εκτιμήσουμε τις δυσκολίες αλλά και τα τολμήματα της νεαρής καλλονής με το καθηλωτικό βλέμμα (όπως αποτυπώνεται και στο εξώφυλλο του βιβλίου) που απεγνωσμένα ήδη από τα πρώτα βήματά της δοκιμάζει και δοκιμάζεται με τη λογοτεχνία αλλά και με τη θέρμη της αρρώστιας.
Τα ποιήματα της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου – από εδώ οφείλει για ευνόητους λόγους να ξεκινήσει η εξέταση – κεντρώνονται γύρω από τη θλίψη του θανάτου, τη μνήμη που χάνεται, την πάλη με την απώλεια: για όσες καταστάσεις ή γεγονότα στριμώχνονται εντός μας προσπαθώντας να βγουν στο φως, για να προλάβουν να αποτυπωθούν προτού χαθούν για πάντα. Εικόνες, σκέψεις και συναισθηματικές απηχήσεις από βιώματα που στιγμάτισαν την αισθητηριακή μνήμη, περιστατικά και πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή μας, οι μικρές ατομικές στιγμές που κυλούν σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας, χωρίς να μπορούμε να τις συγκρατήσουμε.
Όπως εγκαίρως βεβαίως επισημαίνεται από την Χουζούρη, στοιχίσεις και συνάψεις με την ποίηση της ομήλικης σχεδόν αδελφής της Μαρίας Πολυδούρη γίνονται σχεδόν αυτόματα. Οι συγγένειες δεν εστιάζουν μόνο στο γεγονός της αρρώστιας, αλλά σε τρόπους με τους οποίους η απόγνωση, η απελπισία, η εύθραυστη πυριφλεγής ακροβασία ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο εμβολιάζουν την ποίηση, που περιστρέφεται μεταξύ των άλλων γύρω από το δίδυμο του ΄Ερωτα-Θανάτου και της αυθεντικότητας του βιώματος. Η «νέα ευαισθησία» μιας νεορομαντικής νεοσυμβολιστικής σχολής είναι παρούσα. Μέσα από αυτά τα ποιήματα προβάλλει ένας κώδικας που φλέγεται από οριακά συναισθήματα συντάσσοντας έναν σχεδόν τραγικό κόσμο: ενώ πατά στη ζωή, είναι αναγκασμένος να ακροβατεί συνεχώς στο μεταίχμιο του θανάτου. Υπαρξιακά ερωτήματα, διερωτήσεις για τη δύναμη και τη δυναμική του ανθρώπινου πεπρωμένου, η ελεγεία μιας χαμένης ζωής, ο θρήνος ενός επικείμενου θανάτου, διατυπώνονται με φυσικό τρόπο, με απλά υλικά, λέξεις και στιχουργικά σχήματα που προκύπτουν αβίαστα και άλλο τόσο με πάθος που σιγοκαίει.
Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,
του πόνου μου συντρόφισσες και θύμησες γλυκές,
καθώς σας βλέπω αναπολώ μέρες ευτυχισμένες‒
τι γρήγορα που πέρασαν! θαρρώ πως ήταν χτες. (σ.163)[4]
Σαν πεθάνω μια μέρα, κι ίσως μέρα του Απρίλη,
και νεκρή με ξαπλώσουν σ’ ένα φέρετρο άσπρο,
τα θερμά τα φιλιά σου, που μού έδινες πάντα,
θα μου δώσεις και τότε πάνω στ’ άχρωμα χείλη; (σ.168)
Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη
και ματωμένην έκτασή της κλείνει,
απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα
και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη. (σ.170)
Πολλά από τα ποιήματα της Σταθοπούλου είναι μικρές αφηγήσεις, στις οποίες καθρεφτίζεται το αίτημα εξισορρόπησης του εξωτερικού και του ψυχικού υλικού με τρόπο ιδιαίτερο, σαν να χτίζεται και να γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια μας μια μαγική εικόνα. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αποτυπώνεται η αίσθηση της εναγώνιας προσδοκίας, της οποίας μοιάζει σαν να είναι γνωστό εξ αρχής το αρνητικό της πρόσημο. Η μνημείωση είναι φορτισμένη με την αγωνία της θλίψης, γι’ αυτό και η ανάγκη να αιχμαλωτιστεί μέσα στο δημοσιοϋπαλληλικό γραφείο με ευκρινείς καρυωτακικούς απόηχους ο διαφεύγων χρόνος, αποκτά συμβολικό απόβαρο.
Σε καρτερώ ανυπόμονα, μέρα καλή, ναρθής,
κλεισμένη μες στο ανήλιο και πληχτικό γραφείο,
πάνω απ’ τα πλήκτρα τα σκληρά μιας γραφομηχανής,
που ξεφυλλίζεται νωθρά της ζωής μου το βιβλίο. (σ.165)
και αλλού
Γιατί βουβοί και σκυθρωποί στην πόρτα του σπιτιού τους
δυο γέροι στέκουν σα σκιές, χωρίς ζωή και νιάτα;
Σαν τι στοχάζονται γλυκά στο θολωμένο νου τους
και ποιον προσμένουν να φανεί στη σκοτεινή τη στράτα; (σ.179)
Ο ποιητικός κόσμος ορίζει λοιπόν τη συμπαντική του συνθήκη: είναι καμωμένος από τα υλικά μιας παρελθούσας εποχής, η οποία, ενώ είναι κοντινή χρονικά, φαντάζει μακρινή, γίνεται κάτι σαν τη χαμένη ευτυχία. Δεν φαίνεται να ξεχνά η ποιήτρια πως όλα αυτά κρύβουν ένα βαθύτερο νόημα και χρέος μας είναι να το περισυλλέξουμε και να το ονομάσουμε τώρα εμείς, ώστε να το διασώσουμε από τη φθορά και τη λήθη. Αλλά μέσα από μια τέτοια προσπάθεια διάσωσης, αποκαλύπτεται πάντοτε η γεύση της πικρής απουσίας που οξύμωρα προκύπτει από την παρουσία της μνήμης, όσο και η γεύση της τυραννικής παρουσίας που αίφνης ανακύπτει μέσα από την αναζήτηση της αγάπης και της σωματικής επαφής. Αισθησιακή, σωματική ατμόσφαιρα, σχεδόν προκλητική −ιδίως για την εποχή της− που ιχνηλατεί την αγωνία της προσπάθειας να αρπαχτούμε από το άλλο κορμί, για να ανακουφιστούμε ή και για να υπάρξουμε. Όπως αρπάζεται ένας μελλοθάνατος από τα κάγκελα του κελιού, καθώς πλησιάζει η ώρα της εκτέλεσης.
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σαν πουλί λαβωμένο,
σαν πουλί που το χτύπησε
ένα βόλι κακό,
και στο δρόμο το πέταξε
με φτερό τσακισμένο,
με φτερό που του κόπηκε
σε τραγούδι γλυκό.
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σα μητέρα που παίρνει,
με λαχτάρα και πόνο
τ’ άρρωστό της παιδί.
Χειμωνιάτικη μπόρα
την καρδιά μου τη δέρνει
και τον ήλιο ανώφελα
περιμένει να ιδεί. (σ.173)
ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ
Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.
Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.
Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.(σ.198)
Μια ισχυρή, υλική σωματικότητα αποτυπώνουν και τα πεζογραφήματα της Σταθοπούλου. Είναι συνολικά πέντε, γραμμένα ανάμεσα στα 1930 και στα 1932 και από αυτά ανθολογούνται τέσσερα («Το φιλί του καμπούρη», «Ο τελευταίος επισκέπτης», Reproches d’ amour» και «Το παλτό»).[5] Καθώς τα δύο τελευταία εκτυλίσσονται στον χώρο του σανατορίου και συνομιλούν φυσικά με τους νεκροζώντανους φθισικούς, έτσι όπως σκληρά και ανελέητα αναπαρίστανται στην «Μπαλλάντα των φθισικών (που ζούνε στα Σανατόρια)», και βεβαίως συντονίζονται με τους ποιητές άδοξοι που ‘ναι, μπορούν επιπλέον και αναμφίβολα να ενταχθούν και στην πυκνοκατοικημένη πολιτεία των κειμένων που στεγάζονται κάτω από την ομπρέλα «Νόσος και λογοτεχνία». Με άλλα λόγια, ο λόφος του Ασβεστοχωρίου γίνεται το δικό μας Μαγικό βουνό (1924) του Τόμας Μαν ή, ακόμη πιο πρόσφατα, το Εμπούσιον (2022) της Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Καθώς, εν κατακλείδι, η Χουζούρη με την εργασία της προσφέρει μια πανοραμική εικόνα, η μορφή της λησμονημένης, χαμηλόφωνης και μελαγχολικής Ανθούλας Σταθοπούλου, η οποία ευτυχώς τον τελευταίο καιρό μας επισκέπτεται ολοένα και πιο συχνά,[6] δεν χάνεται αλλά αντιθέτως παραμένει πολύτιμη παρακαταθήκη.
(*) Η Μαίρη Μικέ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.
[1] Άγγελος Τερζάκης, «Η ανώνυμη ιστορία», Νέα Εστία, τόμ. 81, τχ. 950
[2] Γ.Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας – Τόμος Πρώτος: «Το πάθος», 1903-1905, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1970.
[3] Αντί, αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη, τχ. 324 (15 Αυγούστου 1986)˙ Νέα Εστία, Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, 1912-1962, τχ. 850 (1 Δεκ. 1962)˙ Ο Πολίτης, Θεσσαλονίκη, πεζός λόγος 1912-1980, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983).
[4] Οι σελίδες παραπέμπουν στην έκδοση, Ψυχή ντυμένη αέρα, ό.π.
[5] Καλό θα ήταν να συμπεριληφθεί και το πέμπτο για να είναι ολοκληρωμένη η εικόνα.
[6] Σημειώνουμε και άλλα δείγματα της πρόσφατης παρουσίας της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου: Τo 2019 επανεκδίδεται από την Οδό Πανός η ποιητική συλλογή της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Νύχτες αγρύπνιας με εισαγωγή του Διονύση Στεργιούλα. Στον ίδιο οφείλεται και το μονόπρακτο θεατρικό έργο Στο ίδιο δωμάτιο, εμπνευσμένο από την ποιήτρια. Το καλοκαίρι του 2024, ανέβηκε μια θεατρική παράσταση Μια φωτεινή ελεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών – Βυζαντινό Μουσείο Χαλκιδικής, σε κείμενο Διονύση Στεργιούλα και σκηνοθεσία Γιάννη Σολδάτου. Εντελώς πρόσφατο είναι και το μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου, Η Ανθούλα Σταθοπούλου στην Εγνατία με νεύρα (εκδ. Αρμός, Αθήνα 2024).